24 Σεπτεμβρίου 2023

Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο είναι ισχυρότερο παρά ποτέ

Το κείμενο εκφωνήθηκε στην εκδήλωση για την Παρουσίαση της Έκθεσης της Επιτροπής Σοφών για το Μέλλον της Κοινωνικής Προστασίας και του Κράτους Πρόνοιας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2023), και δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2023).

Σύμφωνα με μια αρκετά διαδεδομένη vulgata, στην Ευρώπη και ιδίως στην Ελλάδα, το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο βρίσκεται σε επιθανάτια αγωνία – εδώ και 50 χρόνια. Οι δύο πετρελαϊκές κρίσεις (1973 & 1978) το συντάραξαν συθέμελα, η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού το υπονόμευσε, η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και στη συνέχεια (στην Ευρώπη) η κρίση χρέους ήταν η χαριστική βολή (μια ακόμη), η πρόσφατη πανδημία το αποτελείωσε, η δε ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (με τις συνέπειές της: επανεμφάνιση του πληθωρισμού και ενίσχυση των αμυντικών δαπανών) το έθαψε ακόμη πιο βαθιά.

Σωστά; Αυτό δεν είναι το κυρίαρχο αφήγημα; Όπως επαναλαμβάνεται σε δεκάδες άρθρα και ομιλίες;

Πρόκειται για δημοφιλή ιστορία: έχει εύληπτη πλοκή, κακούς και καλούς, αρχή μέση και τέλος. Έχει μόνο ένα μειονέκτημα: ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Ας ρίξουμε μια ματιά στα δεδομένα. Η κοινωνική δαπάνη στην ΕΕ των 27 έφτασε σχεδόν το 32% του ΑΕΠ το 2020 (και παρέμεινε πάνω από το 30% μετά το τέλος της πανδημίας). Ποτέ στο παρελθόν οι ευρωπαϊκές οικονομίες δεν αφιέρωναν τόσο μεγάλο μερίδιο του πλούτου που παρήγαγαν στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Καθόλου άσχημη επίδοση για ένα σύστημα που (πάντοτε σύμφωνα με τη vulgata) χαροπαλεύει, ή έχει ήδη αποδημήσει υπό το βάρος των απανωτών χτυπημάτων της μοίρας.

Θα μου πείτε: «Και η ανισότητα; Η φτώχεια; Δεν αυξάνονται αλματωδώς;» Στις ΗΠΑ, ναι. Στη Βρετανία, επίσης. Στην ΕΕ κατά μέσο όρο, όχι. Σε κάποια κράτη μέλη η ανισότητα αυξάνεται (συνήθως λίγο). Σε άλλα μειώνεται (επίσης λίγο).

«Ναι, ΟΚ – αλλά στην Ελλάδα;» Στη χώρα μας, αντίθετα από ό,τι ισχυρίζονται (και από ό,τι πιστεύουν) πολλοί, η εισοδηματική ανισότητα βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα όλων των εποχών. Η κρίση της προηγούμενης δεκαετίας μείωσε τα εισοδήματα (δυστυχώς), συμπιέζοντας την κατανομή τους (ευτυχώς). Η δε κοινωνική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει αυξηθεί καθαρά: αμέσως πριν τον κορωνοϊό (το 2019) πλησίαζε το 25%, ενώ αμέσως πριν την κρίση χρέους (το 2007) ήταν κάτω από το 21%. Και για να προλάβω την επόμενη ένσταση, ισχύει ότι το κλάσμα ανέβηκε επειδή έπεσε ο παρονομαστής (υποχώρησε το ΑΕΠ), αλλά αυτό οδηγεί σε δύο συμπεράσματα: πρώτον, διαψεύδει το αφήγημα της κατάρρευσης (η προτεραιότητα που δίνουμε στην κοινωνική προστασία δεν έχει εξασθενήσει, παρότι το μέγεθος της πίτας έχει μειωθεί), και δεύτερον, υποδεικνύει ότι τώρα πρέπει να δώσουμε έμφαση στην αύξηση του παρονομαστή, με άλλα λόγια σε μια κοινωνική πολιτική επιταχυντή της ανάπτυξης, αντί για τροχοπέδη (όπως ήταν την δήθεν «χρυσή εποχή» πριν τα Μνημόνια).

Γίνεται να έχουμε και ταχύρρυθμη (βιώσιμη) ανάπτυξη και υψηλού επιπέδου κοινωνική προστασία; Η ευρωπαϊκή πραγματικότητα δείχνει ότι γίνεται. Οι πιο επιτυχημένες και δυναμικές ευρωπαϊκές οικονομίες έχουν το πιο στιβαρό και ποιοτικό κοινωνικό κράτος. Και τα δύο αυτά συνδέονται: η Ολλανδία ή η Δανία είναι δυναμικές οικονομίες επειδή το σύστημα κοινωνικής προστασίας εκεί λειτουργεί σωστά (προστατεύει τους φτωχούς και τους ανέργους, διευκολύνει και τους δύο γονείς να συνδυάσουν οικογενειακές και επαγγελματικές ευθύνες, ενώ επίσης επενδύει στην καλή υγεία και στις δεξιότητες όλων των πολιτών).

«Όλα καλά λοιπόν;» Όχι βέβαια. Στις προηγμένες κοινωνίες προκύπτουν συνεχώς νέες ανάγκες. Η ψηφιακή οικονομία απαιτεί ριζική αναβάθμιση των δεξιοτήτων: όχι απλώς απορρόφηση των κονδυλίων για επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (στο οποίο είμαστε πρωταθλητές), αλλά ουσιαστικά προγράμματα σπουδών που εφοδιάζουν τους καταρτιζόμενους με αληθινές γνώσεις (στο οποίο είμαστε ουραγοί). Όσοι δεν τα καταφέρουν – άτομα ή χώρες – κινδυνεύουν να μείνουν για δεκαετίες στο περιθώριο της παγκόσμιας οικονομίας.

Το ίδιο ισχύει για τις υπόλοιπες προκλήσεις: H κλιματική αλλαγή απαιτεί προστασία για τα θύματα των θεομηνιών και μέριμνα για τους χαμένους των πράσινων φόρων. Η μακροβιότητα επιβάλλει αλλαγή προσανατολισμού (λιγότερες συντάξεις και περισσότερη υγεία), με στόχο το ενεργό γήρας. Η καθίζηση των γεννήσεων δεν αντιμετωπίζεται με προσλήψεις πολυτέκνων στο Δημόσιο, αλλά με αλλαγή παραδείγματος ώστε να πάψει να είναι η χώρα μας εχθρική για τους νέους, εχθρική για τα νέα ζευγάρια, και εχθρική για τα παιδιά. Κάπου εδώ να αναφέρουμε ότι χρειαζόμαστε επίσης μια πιο ψύχραιμη μεταναστευτική πολιτική, με λιγότερη εχθροπάθεια και περισσότερη ενσωμάτωση, πάντοτε με στόχο τη λελογισμένη αναζωογόνηση των κοινωνιών μας – εκτός αν προτιμάμε μια γερασμένη Ελλάδα με πληθυσμό 6 εκατομμυρίων. Και δεν αφορούν αυτά μόνο την Ελλάδα: το ίδιο ισχύει π.χ. για την πλούσια Βόρεια Ιταλία όπου ζω και εργάζομαι, καθώς και για άλλες χώρες και περιφέρειες στην Γηραιά (…) Ήπειρο.

Το κοινωνικό κράτος είναι το ισχυρό χαρτί της Ευρώπης στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει επιτυχώς αυτές τις δυσκολίες – και άλλες. Θα το κατορθώσει μόνο εάν καταφέρει να ανανεωθεί, στην Ελλάδα και παντού.

17 Σεπτεμβρίου 2023

Κράτος και αγορά αντιμέτωποι με την κλιματική αλλαγή



Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2023).

Οι διαδοχικές καταστροφές του περασμένου καλοκαιριού – του φριχτού καλοκαιριού του 2023 που όσοι το έζησαν θα το θυμούνται για πολλά χρόνια – έφεραν στην επιφάνεια τις πιο αποκρουστικές όψεις της ελληνικής πραγματικότητας. Την απέχθεια των περισσότερων εκλεγμένων (σε όλα τα επίπεδα: από το αρμόδιο υπουργείο έως το τελευταίο δημοτικό διαμέρισμα) για ο,τιδήποτε απαιτεί μακροπρόθεσμο σχέδιο, προσήλωση στο στόχο, φροντίδα για τον τόπο, δουλειά για το κοινό καλό. Την αδυναμία της δημόσιας διοίκησης να προβλέψει τους κινδύνους, να αναλάβει πρωτοβουλίες, να κινηθεί με ταχύτητα και ευελιξία, να εγκαταλείψει την ευθυνοφοβία και τον ασφυκτικό φορμαλισμό. Την μυωπία των τοπικών κοινωνιών, τον εγωισμό των μυριάδων συμφερόντων, μικρών και μεγάλων, την καχυποψία τους για οποιαδήποτε αλλαγή, την αντίθεσή τους σε ό,τι τους ξεβολεύει, την αμεριμνησία τους – μέχρι να συμβεί η καταστροφή. Αυτός είναι ο χειρότερος εαυτός μας. Δεν υπάρχει βέβαια μόνο αυτός: δεν λείπουν οι διορατικοί πολιτικοί, ούτε οι εργατικοί δημόσιοι λειτουργοί, ούτε οι συνεννοήσιμοι πολίτες. Είναι όμως απελπιστικά λίγοι, και απελπιστικά απομονωμένοι. Προς το παρόν, κερδίζουν οι άλλοι. Και χάνουμε όλοι.

Ελπίζοντας ότι έχουμε πάρει το μάθημά μας, πώς πρέπει να κινηθούμε για να αντιμετωπίσουμε την επόμενη κλιματική κρίση;

Τρεις σύντομες παρατηρήσεις, μένοντας στο πεδίο της οικονομίας και της δημόσιας πολιτικής:

1. Εάν κάτι έδειξε το φριχτό καλοκαίρι που μόλις περάσαμε είναι ότι χωρίς αποτελεσματικό κράτος δεν πάμε πουθενά. Όχι υπερτροφικό, όχι γραφειοκρατικό, όχι εχθρικό προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις: απλώς αποτελεσματικό. Ικανό να ρυθμίζει τους κανόνες της συλλογικής συμβίωσης, και να τους επιβάλλει. Είμαστε πολύ μακριά από ένα τέτοιο κράτος. Ακόμη και οι πιο καλοπροαίρετες και επιτυχημένες προσπάθειες εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης (από τη ΜΟΔ και τα ΚΕΠ των κυβερνήσεων Σημίτη έως την ψηφιακή διακυβέρνηση της σημερινής κυβέρνησης) παρέκαμπταν την κρατική μηχανή αντί να την αναβαθμίζουν. Αυτό πρέπει να σταματήσει. Δεν είμαι σίγουρος πώς (άλλοι ξέρουν πολύ καλύτερα), ελπίζω με διακομματική συναίνεση (που σήμερα είναι δυσεύρετη), όμως ένα είναι βέβαιο: περιθώρια για αναβολές δεν υπάρχουν.

2. Στην εξεταστική περίοδο του περυσινού καλοκαιριού δεν απέτυχε μόνο το κράτος: απέτυχε επίσης η ιδιωτική πρωτοβουλία. Δεν θα αναφερθώ στον γνωστό οπορτουνισμό πολλών ελληνικών επιχειρήσεων, που έχει και θετικές πλευρές (π.χ. την ετοιμότητα στην αξιοποίηση των ευκαιριών). Θα σημειώσω μόνο ότι το μοντέλο ανάπτυξης από το οποίο δεν φαίνεται να ξεκολλάμε εύκολα είναι συγκλονιστικά αυτοκαταστροφικό: τα μπαρ στις περιοχές Natura, τα ντους στις παραλίες άνυδρων νησιών, ο οικοδομικός οργασμός στις Κυκλάδες και αλλού, πριονίζουν το κλειδί στο οποίο καθόμαστε όλοι. Με αυτό το ρυθμό, στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, η «ομορφότερη χώρα στον κόσμο» θα είναι μια έρημος από τσιμέντο, με κακόγουστα και ντεμοντέ θέρετρα, με τουρίστες που δεν γνωρίζουν ούτε σέβονται τον τόπο, με βρώμικες παραλίες, και αφόρητη ζέστη. (Για να μην μιλήσω για το χειρότερο σενάριο: όλα τα προηγούμενα συν την τουρκική επιθετικότητα.) Εάν ένα τέτοιο μέλλον δεν μας αρέσει, θα πρέπει από τώρα να εξυγιάνουμε τον τουριστικό κλάδο, να περιορίσουμε τη μετάστασή του, να διαφοροποιήσουμε την εθνική οικονομία.

3. Χωρίς επώδυνα μέτρα, η κλιματική αλλαγή δεν αντιμετωπίζεται. Το ρεύμα πρέπει να ακριβύνει, το ίδιο και η βενζίνη, τα αεροπορικά ταξίδια, και πολλά άλλα αγαθά που έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε «πρώτης ανάγκης». Ποιο ήταν όμως το δίδαγμα της εξέγερσης των «κίτρινων γιλέκων»; Όχι (μόνο) ότι οι λαϊκιστές είναι ανεύθυνοι, ούτε (μόνο) ότι οι Γάλλοι είναι συχνά κουραστικοί. Αλλά επίσης ότι για να είναι κοινωνικά αποδεκτά τα μέτρα θα πρέπει να μοιράζουν δίκαια το κόστος. Εάν ακριβύνει η βενζίνη, ο Παριζιάνος (ή ο Μιλανέζος) που κινείται με το μετρό δεν θα επηρεαστεί, όμως ο κάτοικος μιας μικρής πόλης (όπου χωρίς αυτοκίνητο μένεις χωρίς τρόφιμα) θα αισθανθεί φτωχότερος.

Πράσινοι φόροι λοιπόν ναι, αλλά με μέτρο, και με εισοδηματική στήριξη όσων πλήττονται. Για το καλό όλων.

13 Ιουλίου 2023

Τα κέρδη αυξάνονται, οι (πραγματικοί) μισθοί μειώνονται. Είμαστε ΟΚ με αυτό;

 


Δημοσιεύθηκε στο ενημερωτικό δελτίο του «K Report» (Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023).


Η δημοσίευση την περασμένη Τρίτη (11 Ιουλίου 2023) της ετήσιας έκθεσης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για τις προοπτικές της αγοράς εργασίας (OECD Employment Outlook 2023) επιβεβαίωσε αυτό που πολλοί υποψιάζονταν: τα κέρδη αυξάνονται, ενώ οι (πραγματικοί) μισθοί μειώνονται. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, στη χώρα μας, την τελευταία τετραετία (από το τελευταίο τρίμηνο του 2019 έως το πρώτο τρίμηνο του 2023), τα κέρδη αυξήθηκαν κατά 16,1%, ενώ το κόστος εργασίας κατά 7%. (Και τα δύο σε ονομαστικούς όρους, ανά μονάδα προϊόντος.) Σε πραγματικούς όρους, δηλ. συνυπολογίζοντας την άνοδο των τιμών, το μοναδιαίο κόστος εργασίας (και κατ’ επέκταση το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ) μειώθηκε κατά 4,6%. Σε παρόμοια συμπεράσματα είχε καταλήξει σχετική έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Μάλιστα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΕΚΤ, το 2022 στην Ευρωζώνη τα κέρδη αυξήθηκαν περισσότερο από τους μισθούς σε όλους τους κλάδους, όχι μόνο στην ενέργεια.

Γιατί αυξάνονται τα κέρδη; Η ερμηνεία της «απληστίας» (greedflation), παρότι δημοφιλής, και όχι εντελώς αβάσιμη, φαίνεται υπερβολικά ανεπαρκής. Η αύξηση των τιμών των προϊόντων και των υπηρεσιών είναι το φυσικό επακόλουθο της αύξησης της ζήτησης (λόγω των επιδομάτων επί πανδημίας, των κονδυλίων του Ταμείου Ανάπτυξης κ.ά.) αλλά όχι και της προσφοράς (λόγω διαταραχής των εφοδιαστικών αλυσίδων εξαιτίας του κορωνοϊού, της επίθεσης της Ρωσίας στην Ουκρανία, του εμπορικού ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας κ.ά.). Προφανώς, για τις επιχειρήσεις αυτό το επακόλουθο είναι καλοδεχούμενο, όμως αυτό δεν το κάνει λιγότερο φυσικό.

Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση των κερδών είναι το νέο στοιχείο του σημερινού πληθωριστικού επεισοδίου. Στο προηγούμενο επεισόδιο, όταν o τετραπλασιασμός της τιμής του αργού πετρελαίου το 1973 και ο εκ νέου διπλασιασμός της το 1979 προκάλεσαν γενική άνοδο των τιμών σε όλο τον δυτικό κόσμο, ο βασικός μηχανισμός μετάδοσης του πληθωρισμού από την ενέργεια στην υπόλοιπη οικονομία ήταν η (εύλογη) αύξηση των τιμών εκ μέρους των επιχειρήσεων, και στη συνέχεια η (εξίσου εύλογη) διεκδίκηση μισθολογικών αυξήσεων εκ μέρους των συνδικάτων. Εκείνο το επεισόδιο δεν είχε ευνοϊκή κατάληξη για τους εργαζόμενους. Αρχικά, η διατήρηση της αγοραστικής αξίας των μισθών υποστηρίχθηκε από την κοινή γνώμη ως δίκαιη και λογική, και ανάγκασε τις κυβερνήσεις αρκετών χωρών (Ιταλία, Γαλλία, Ελλάδα και άλλες) να θεσμοθετήσουν επίσημους μηχανισμούς αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (ΑΤΑ).

Σταδιακά έγινε κατανοητό ότι ο μηχανισμός της ΑΤΑ τροφοδοτούσε ένα ανοδικό σπιράλ μισθών-τιμών, που απλώς επιδείνωνε την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας και καθήλωνε την ανάπτυξη. Καθώς σε κύκλους οικονομολόγων και κεντρικών τραπεζιτών ωρίμαζε η ιδέα της κατάργησης ή τουλάχιστον της τροποποίησης της ΑΤΑ, τα συνδικάτα τήρησαν απορριπτική στάση. Στην Ιταλία, όταν η κυβέρνηση Κράξι με πρωθυπουργικό διάταγμα αποδυνάμωσε την ΑΤΑ (προβλέποντας αύξηση των μισθών κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από την αύξηση των τιμών), το Κομμουνιστικό Κόμμα και το αριστερό συνδικάτο Cgil μάζεψαν υπογραφές για δημοψήφισμα (όπως προβλέπει το Σύνταγμα), με ερώτημα την ακύρωση ή όχι του διατάγματος, και άρα την επαναφορά ή όχι της πλήρους ΑΤΑ. Όμως στο δημοψήφισμα του Ιουνίου 1985 το ΙΚΚ και η Cgil ηττήθηκαν: το Όχι επικράτησε καθαρά (54,3% έναντι 45,7%), ανοίγοντας τον δρόμο στην εφαρμογή αντιπληθωριστικής πολιτικής, που όπως και στον υπόλοιπο κόσμο κατάφερε την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού προκαλώντας οικονομική ύφεση και αύξηση της ανεργίας, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.

Όλα καλά λοιπόν; Μπορούμε να είμαστε ήσυχοι ότι η μείωση των πραγματικών μισθών, παρότι δυσάρεστη για τους μισθωτούς, δεν αποτελεί πρόβλημα για την οικονομία; Όχι ακριβώς. Σε πρόσφατη ομιλία της (22 Μαρτίου 2023), η Κριστίν Λαγκάρντ, Πρόεδρος της ΕΚΤ, επεσήμανε το ρόλο των κερδών στην εκτίναξη του πληθωρισμού, υπογραμμίζοντας ότι μόνο «ο δίκαιος επιμερισμός του κόστους του πληθωρισμού μπορεί να αποτρέψει τον ανταγωνισμό τύπου ‘οφθαλμό αντί οφθαλμού’ μεταξύ κερδών και μισθών, που μπορεί να τροφοδοτήσει ανοδικά σπιράλ τιμών».

Για διάφορους λόγους, οικονομικούς (μετάβαση σε μια μεταβιομηχανική οικονομία) και πολιτικούς (έκλειψη των «μεγάλων αφηγήσεων»), τα συνδικάτα στις περισσότερες χώρες είναι πολύ πιο αδύναμα σήμερα από ό,τι πριν 40 χρόνια. Συνεπώς, και να ήθελαν δεν θα μπορούσαν να επιβάλλουν λύσεις τύπου ΑΤΑ. Δεν φαίνεται καν να θέλουν πάντως. Ακόμη και η Cgil, με πολύ πιο μαχητική ηγεσία σήμερα από ό,τι τις τελευταίες πολλές δεκαετίες, απέρριψε στο πρόσφατο συνέδριό της (15-18 Μαρτίου 2023) την πρόταση της μειοψηφίας για υιοθέτηση της ΑΤΑ. Σε όλες τις χώρες, τα συνδικάτα σήμερα είναι πιο προσεκτικά, αναγνωρίζοντας ότι ο πληθωρισμός σε τελική ανάλυση στρέφεται πάντοτε εναντίον των εργαζομένων, και συνεπώς η τιθάσευση του πληθωρισμού είναι προς το συμφέρον και των εργαζομένων.

(Επί πλέον, ο πληθωρισμός πλήττει τους πιο αδύναμους: ως γνωστόν, επειδή τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος δαπανούν μεγαλύτερο μερίδιο του οικογενειακού προϋπολογισμού σε ενέργεια, τρόφιμα, και κατοικία, οι αυξήσεις σε αυτές τις κατηγορίες αγαθών καταλήγουν σε υψηλότερο πληθωρισμό για τους φτωχούς παρά για τους πλούσιους.)

Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Σε περυσινό κείμενο μας με την Σωτηρία Θεοδωροπούλου, ερευνήτρια του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Εργατικών Συνδικάτων, εξηγούμε γιατί ένα μείγμα κοινωνικών συμφώνων (μεταξύ εργοδοτών και συνδικάτων) και στοχευμένων εισοδηματικών ενισχύσεων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας μπορεί να προστατεύσει τους πιο αδύναμους χωρίς να προκαλέσει ανοδικό σπιράλ μισθών-τιμών. Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγει η έκθεση του ΟΟΣΑ που αναφέραμε στην αρχή, η οποία επί πλέον βλέπει πολύ θετικά την αύξηση του κατώτατου μισθού, με το επιχείρημα ότι τα δεδομένα δείχνουν ότι η αλυσιδωτή αύξηση και των υπόλοιπων μισθών (όπως φοβούνται πολλοί) είναι στην πράξη πολύ περιορισμένη.

Στην Ελλάδα, ο κατώτατος μισθός πράγματι αυξήθηκε σημαντικά σε ονομαστικούς όρους (20% από τον Ιανουάριο 2021 έως Μάιο 2023), περνώντας με την τελευταία αύξηση λίγο πάνω από τον σωρευτικό πληθωρισμό της περιόδου (βλ. διάγραμμα*). Βέβαια, χωρίς τακτική αναπροσαρμογή, και ο κατώτατος μισθός θα κινδυνεύσει από «διάβρωση» της αγοραστικής του αξίας.

Κατά τα άλλα, μετά την αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων με τις νομοθετικές ρυθμίσεις της προηγούμενης δεκαετίας, στη χώρα μας τα κοινωνικά σύμφωνα φαίνονται πλέον ανέφικτα: όταν οι περισσότερες συμβάσεις είναι ατομικές, οι εργοδότες δεν έχουν να κερδίσουν πολλά από ένα κοινωνικό σύμφωνο.

Όσο για τα μέτρα αντιμετώπισης της ανόδου των τιμών ενέργειας, τα δεδομένα του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι η χώρα μας ήταν πρωταθλήτρια στο κόστος των μέτρων (6,3% του ΑΕΠ από το 2022), όμως το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους αφορούσε οριζόντιες επιδοτήσεις τιμών (5,2% του ΑΕΠ) αντί για στοχευμένες εισοδηματικές ενισχύσεις (1,1% του ΑΕΠ).

Όπως ίσως θυμούνται οι αναγνώστες του Κ-report, οι αρνητικές παρενέργειες των (οριζόντιων) μέτρων αντιμετώπισης της ανόδου των τιμών ενέργειας ήταν ακριβώς το θέμα προηγούμενου άρθρου μας. Έκτοτε η πολιτική της κυβέρνησης διορθώθηκε κάπως σε σχέση με την αρχική πολιτική τύπου «όλα τα λεφτά όλα τα κιλοβάτ». Μένει να δούμε πώς ακριβώς οι επιχειρηματικοί όμιλοι που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της ενέργειας προτίθενται να περάσουν στις τιμές καταναλωτή την υποχώρηση των κόστους των αγαθών ενέργειας που αγοράζουν στις διεθνείς αγορές.

Το διάγραμμα δείχνει την εξέλιξη του κατώτατου μισθού, σε ονομαστικούς (ανοιχτόχρωμη γραμμή) και πραγματικούς (σκουρόχρωμη γραμμή) όρους, από τον Ιανουάριο 2021 έως τον Μάιο 2023. (Πηγή: Annex Figure 1.C.1. OECD Employment Outlook 2023, σελ. 78).


1 Ιουλίου 2023

A oltre dieci anni dalla Grande Crisi: l’economia greca ha davvero voltato pagina?


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Altreconomia» (Ιούλιος-Αύγουστος 2013)

Stando ai recenti articoli di testate giornalistiche autorevoli come The Economist e Financial Times, la Grecia viaggia in un’altra dimensione rispetto agli anni terribili della crisi, quando l’economia ha perso un quarto del Prodotto interno lordo, una famiglia media ha perso quasi un terzo del suo potere d’acquisto, e la disoccupazione è salita fino al 28.7%. Ora l’economia greca corre più veloce della media europea, le esportazioni registrano un boom, e la disoccupazione è scesa al 11,2%.

La narrazione ottimista sull’andamento dell’economia non è priva di fondamento. Il livello degli indicatori che avevano tanto spaventato i mercati nel 2010 è oggi nettamente migliorato. Il disavanzo pubblico (2,3% del Pil nel 2022) è molto più basso di quello italiano (8,0%). Il debito pubblico, pur enorme (171,3% del Pil nel 2022), è in calo e soggetto a tassi d’interesse agevolati fino al 2030. Infine, il valore delle esportazioni di beni e servizi sul Pil è decollato al 48,6% nel 2022, lontano anni luce dal 18,9% del 2009.

Tutto bene quindi? Non esattamente. Tanto per cominciare, la crescita verticale delle esportazioni è significativamente distorta da due voci molto particolari: i trasporti marittimi internazionali (largamente oltre la portata del fisco), e le raffinerie (che importano carburante grezzo per poi riesportarlo appunto raffinato). Al netto di queste due voci, l’aumento del tasso delle esportazioni sul Pil è meno spettacolare: 29,5% nel 2022, rispetto al 16,2% del 2009.

Inoltre, il peso del turismo nell’economia nazionale resta fondamentale: un quinto del Pil, un quarto dell’occupazione, quasi la metà di tutte le esportazioni. Ma il turismo genera poche entrate fiscali, e troppi posti di lavoro di bassa qualità, mentre nel lungo termine, è vulnerabile a rischi sia geopolitici che climatici. Ancora peggio, di pari passo con la ripresa economica sono tornate a crescere anche le importazioni, in misura ancora maggiore rispetto alla crescita delle esportazioni. Risultato: il disavanzo commerciale con il resto del mondo è passato dallo 0,9% del Pil nel 2019 al 9,4% nel 2022. Non siamo ancora arrivati ai livelli raggiunti prima della crisi (11,9% del Pil nel 2007 e nel 2008), ma poco ci manca.

Nel frattempo, i salari sono fermi oppure crescono meno dell’inflazione. Secondo i dati del ministero del lavoro, lo stipendio mensile medio lordo è passato dai 1.118 euro nel 2021 ai 1.176 euro nel 2022, un aumento del 5,2%: troppo poco per compensare l’aumento dei prezzi (9,3% nel 2022). Alla perdita di potere d’acquisto si aggiunge il fatto che l’inflazione colpisce i poveri più dei ricchi, per il semplice motivo che per i primi la spesa per abitazione, energia, e alimentari rappresenta una quota maggiore del reddito rispetto ai secondi.

In un certo modo, le radici di tutte le notizie recenti dell’economia greca, sia positive che negative, vanno cercate nella gestione di quella crisi, a colpi di austerità e svalutazione interna. Per colmare la distanza fra bassa produttività e consumismo sfrenato, la Troika dei creditori (Ue-Bce-Fmi) ha puntato troppo sulla riduzione dei consumi, e troppo poco sull’aumento delle capacità produttive. L’eccesso di austerità e di “riforme strutturali” ha condannato la Grecia a rimanere un’economia poco performante anche negli anni a venire.

L’indebolimento dei sindacati è stato uno dei perni in questa strategia: in termini reali, i salari medi sono circa 25% più bassi rispetto al 2009, mentre il tasso di copertura dei contratti collettivi è sceso nel giro di pochissimi anni dal 100% del 2010 al 14% nel 2014.

La questione è se una cosiddetta “alta via” allo sviluppo è compatibile con relazioni industriali squilibrate, in un contesto istituzionale che concede molta flessibilità alle aziende ma offre poche garanzie ai lavoratori. Per ora, l’economia greca sembra intrappolata in un equilibrio di bassa produttività, basse qualifiche, e basse retribuzioni.

11 Ιουνίου 2023

Χαμηλή φορολογία ή οργανωμένη κοινωνία;


Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 11 Ιουνίου 2023).

 

«Ένας σίγουρος τρόπος για να καταλάβουμε την κοινωνική συνείδηση μιας κυβέρνησης είναι να δούμε πώς συλλέγονται και πώς δαπανούνται οι φόροι. Και ένας σίγουρος τρόπος για να καταλάβουμε την κοινωνική συνείδηση ενός ατόμου είναι να δούμε πώς αντιδρά στους φόρους.»

Αυτά έλεγε ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ, γνωστό ανατρεπτικό στοιχείο, σε ομιλία του στο Γούστερ Μασαχουσέτης, 12 μέρες πριν τις προεδρικές εκλογές του 1936 (τις οποίες παρεμπιπτόντως κέρδισε με 60,8% των ψήφων). Και συνέχιζε:
«Οι φόροι, σε τελευταία ανάλυση, είναι τα τέλη συνδρομής που πληρώνουμε για τα προνόμια που απολαμβάνουμε ως μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας.»

Κρίνοντας από την πολιτική αντιπαράθεση (ο θεός να την κάνει) των τελευταίων ημερών, δείχνει να έχει επικρατήσει η άποψη «μείωση φόρων καλό, αύξηση φόρων κακό». Δεν θα σταθώ στο προφανές, ότι οι πιο δυναμικές οικονομίες στην Ευρώπη έχουν υψηλή φορολογία, ότι με τα έσοδα χρηματοδοτούν σχολεία και νοσοκομεία υψηλής ποιότητας, και ότι αυτό κάνει τις κοινωνίες τους πιο ανοιχτές, λιγότερο άνισες και πιο ευτυχισμένες. Στη χώρα μας το νέο πρότυπο που δήθεν πρέπει πάση θυσία να μιμηθούμε είναι … η Βουλγαρία της χαμηλής φορολογίας.

Είμαστε μια κοινωνία μικρομεσαίων. Εδώ και διακόσια σχεδόν χρόνια, σε τέτοια θέματα κάνουν κουμάντο αγρότες που δεν πληρώνουν φόρο εισοδήματος (αλλά απαιτούν επιδοτήσεις και αποζημιώσεις), ελεύθεροι επαγγελματίες που σκαρφίζονται τρόπους να τους μοιάσουν, και πολιτικοί που χαϊδεύουν τα αυτιά και των δύο μην τυχόν και χάσουν καμιά ψήφο – ενώ όλοι εξανίστανται εν χορώ για «το κακό κράτος που παρέχει χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες». Οι δύο πρώτες κατηγορίες δεν φαίνεται να βλέπουν κάποια αντίφαση. Η δε τρίτη, οι πολιτικοί, έχουν λύσει το πρόβλημα αποφεύγοντας συστηματικά τα τραίνα, τα λεωφορεία, τα δημόσια νοσοκομεία, τα δημόσια σχολεία, ή τα ελληνικά πανεπιστήμια, οι ίδιοι και τα παιδιά τους.

Οι υπόλοιποι, όσοι τέλος πάντων δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να χρησιμοποιούμε τις δημόσιες συγκοινωνίες, τη δημόσια περίθαλψη, και τη δημόσια εκπαίδευση, ας αναρωτηθούμε σε ποια χώρα θέλουμε να ζούμε. Εάν η απάντηση είναι «στην Ελλαδίτσα μας, αλλά με λιγότερους φόρους», κανένα πρόβλημα: σε μια δημοκρατία αποφασίζει η πλειοψηφία, πάντοτε. Αρκεί να συμφωνήσουμε ότι αυτός είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για να παραμείνουμε για πάντα «Ελλαδίτσα», και για να μείνει στη φαντασία μας η μοντέρνα, ψηφιοποιημένη, δυναμική χώρα που φαντασιωνόμαστε.

Υπάρχει τρόπος να έχουμε και καλύτερες υπηρεσίες και μείωση των φόρων; Περιθώρια βελτίωσης υπάρχουν πάντα, αλλά μετά τις αιματηρές περικοπές της προηγούμενης δεκαετίας έχουν στενέψει πολύ. Ήδη μισό εκατομμύριο νέοι υψηλής μόρφωσης έχουν μεταναστεύσει σε πιο οργανωμένες κοινωνίες, όπου οι μισθοί – και οι φόροι! – είναι υψηλότεροι.

Δεν απομένει παρά η εκλογίκευση της φορολογικής δομής, καθώς και η ανακατανομή του φορολογικού βάρους από την εργασία στην περιουσία, και από την παραγωγή στην ρύπανση και στην καταπάτηση των κοινών πόρων.

Τι μπορεί να γίνει πρακτικά; Να μερικές ιδέες:
  • Διεύρυνση της φορολογικής βάσης με ενιαίους συντελεστές φόρων και εισφορών για όλους τους εργαζομένους, μόνιμους ή όχι, μισθωτούς ή όχι.
  • Κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών μισθωτών και εργοδοτών για παροχές περίθαλψης (2,15% και 4,3% των μεικτών αποδοχών αντιστοίχως), με μεταφορά του χρηματοδοτικού βάρους στη γενική φορολογία, όπως άλλωστε ισχύει σε όλες τις χώρες με ΕΣΥ.
  • Αύξηση των πράσινων φόρων (με εισοδηματικές ενισχύσεις μόνο στους οικονομικά ασθενείς, στους ηλικιωμένους, καθώς και στους κατοίκους ορεινών περιοχών).

Και ο φόρος κληρονομιάς; Χάρη στην αύξηση του αφορολόγητου στο 1,6 εκατ. ευρώ για ένα ζευγάρι, οι πλούσιοι (όχι «η μεσαία τάξη») μπορούν να μεταβιβάζουν όλο τον πλούτο τους σε ανθρώπους (τα παιδιά και τα εγγόνια τους) που δεν έκαναν απολύτως τίποτε για να τον κερδίσουν. Η συνετή φορολόγηση των κληροδοτημάτων προάγει την κοινωνική κινητικότητα και τον περιορισμό των ανισοτήτων, χωρίς παρενέργειες οικονομικής αποδοτικότητας. Αυτό προτείνουν αναλύσεις του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ.

Σε εμάς, θα ήταν κρίμα να καταντήσει ταμπού.

30 Απριλίου 2023

Is another Greek slump on the way?

Δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο βρετανικό περιοδικό «The New European» (Κυριακή 30 Απριλίου 2023).


1.

Until last month, the news from Greece were largely mundane, which was a welcome change from the excitement of the early 2010s, when a chain of events (the country’s virtual bankruptcy, the EU-ECB-IMF bailout, harsh austerity, deep recession, social strife, and political conflict) caught the attention of the world media. In a few bitter years, the national economy shrank by over a quarter, while tax hikes and benefit cuts caused disposable incomes to decline by even more.

But that was then. More recently, on the rare occasions when there were any news worth reporting, they were broadly positive. Life under Covid was as grim as everywhere, yet ordinary Greeks surprised themselves by sticking to the rules with less fuss than the Dutch, while their government surprised everyone by putting in place a reliable, user-friendly digital infrastructure faster and better than Germany’s. Greece’s economy, heavily dependent on tourism, plunged in lockdown deeper than more diversified economies, yet bounced back higher thereafter. The unemployment rate (10.8% in January 2023) was still one of the highest in the EU, yet a far cry from its peak a decade ago (28.7% in November 2013).

Even more excitingly, Pfizer’s decision to create a research centre in Thessaloniki (Greece’s second largest city, where Albert Bourla, the company’s CEO, was born and raised), and Microsoft’s and Google’s to invest in cloud computing, or the unlikely emergence of Athens as a film industry hub (as seen in Tehran, the Netflix series, shot entirely on location), cheered Greeks and added to the sense that the country was out of the woods.

Not least, businesses and the government looked forward to the inflow of funds worth billions, earmarked for Greece courtesy of the Recovery and Resilience Facility and other EU programmes. All in all, economic sentiment at the start of 2023 was bullish.


2.

For my generations of Greeks born, say, last century, it was difficult to disregard a sense of déjà vu. We had been there before: in 2004, Greece won the UEFA European Football Championship, successfully organised the Olympic Games in Athens, and even came third in the Eurovision Song Contest, all in quick succession: annus mirabilis. Then came the forest fires of 2007, the riots of 2008, the debt crisis of 2009-2010, and the political instability of 2010-2015, when the country discovered that its prosperity was built on sand.

Things precipitated when the government taking office after the October 2009 general election found that the budget deficit on its hands was not 3.7% of GDP (as reported by its predecessor) but over four times as large. The market turmoil that followed put at risk the solvency of Greece and, briefly, the integrity of the euro area as a whole. The bailout eventually concocted threw a lifeline to a penniless government. At a stroke, it also removed power over domestic policy away from the country’s political class, handing it over to unelected middle-ranking officials in Brussels, Frankfurt, and Washington DC. The humiliation added to the sudden impoverishment, fuelling a nationalist backlash across the political spectrum, which transformed Greek politics almost overnight. The rest, as they say, is history.


3.

This time round the nagging suspicion that behind the hype Greece remained a second-rate country was brought home by the devastating train crash of Wednesday 1 March 2023, in which 57 people lost their lives. Although the inquiry into the causes of the disaster has barely started, we have been officially told that automated safety systems worth hundreds of millions, paid for by taxpayers (Greek and European), were left to rot, while railway traffic control on the country’s one and only mainline was conducted manually. All it took was a moment’s distraction by one station manager, duly arrested and prosecuted: an accident waiting to happen.

It is too soon to tell what the consequences for Greece’s economy will be in the years to come. Possibly none: after all, life goes on – except of course for the lives that ended in the crash, and those forever blighted by it. Still, with a demoralised government, under attack by the opposition, the latter not exactly renowned for its competence when in office, and a general election looming, the country looks ripe for a new cycle of instability.

This is not to say that we are on the verge of a new Greek crisis. In 2010 the economy collapsed after a long reckless run (on steroids). This time the stakes are less dramatic, though no less significant. It is a question of whether the economy can break out of its lower-league status onto a path of sustainable growth, or it should resign itself to near stagnation for the foreseeable future.


4.

Casting a gaze over the last fifteen years or so, is the Greek economy in a better shape now than when the debt crisis broke out?

Living standards are certainly lower. In spite of its recent surge, GDP is still 16% below its 2009 level. Things look a bit better in per capita terms (GDP per head down by 12% over the period), but then again population decline is hardly cause for celebration. By analogy, although unemployment has now fallen to pre-crisis levels, the exodus of at least half a million mostly young mostly highly educated Greeks last decade means that the number of people in employment (4.1 million last summer) remains well below what it was before the crisis (4.5 million in summer 2009). As for average wages, they were 25% lower (in 2021) relative to their level in 2009, in real terms.

As regards the economic fundamentals that made the headlines back in 2010, the picture looks more reassuring: public debt has been stabilised in value terms (although of course it has risen as a share of GDP), while the budget deficit is set to reach 2% of GDP in 2023 (it was over 15% in 2009).

The narrative of the euro crisis as a tale of fiscal irresponsibility helped determine the course of events, but was soon set aside by economists across the spectrum, who now view it as mostly a result of current account imbalances: after all, why else should Spain, with a public debt below Germany’s, also get in trouble? From this perspective, the transformation of Greece has been remarkable: in January-September 2022, the exports-to-GDP ratio reached 38%; over the same period of 2008, the pre-crisis peak, it had amounted to a mere 24%.

On closer inspection, the exports miracle is less spectacular. Imports have also risen, so the current account deficit, having fallen below 1% of GDP in 2013-2015, has risen again to 10% (it had been 15% in 2008). Over a quarter of export earnings are accounted for by the petroleum industry, which imports crude oil, refines and re-exports it, making good money but creating few jobs. The share of medium- and high-tech goods in manufacturing exports has fallen since before the crisis. And tourism is estimated to contribute almost half of all exports, as well a quarter of all jobs and a fifth of GDP. Dependence on tourism (‘our heavy industry’ as government ministers and business spokesmen like to repeat) is problematic in the short-term, given that most of the jobs it provides are low-skill and low-pay, and unwise in the longer-term, given that it is vulnerable to geopolitical risk, not to mention climate change.


5.

In a way, good and bad news are both the legacy of the austerity and internal devaluation – the doctrine that since Greece, as a member of the Eurozone, could not devalue its currency out of the crisis, it should instead devalue wages and prices. Wages have duly fallen, partly because of the recession, and partly by fiat (the cuts in public sector pay in 2010, and the 22% cut of minimum wage in 2012). Prices never fell, and are now rising faster than in the rest of Europe, evidence of the fact that product market deregulation (also advocated by the EU-ECB-IMF Troika) was less enthusiastically pursued, and more successfully resisted, than the labour market sort.

In retrospect, the trouble with Greece’s bailout was not so much that it imposed austerity – what else is there really for a country with a budget deficit of over 15% of GDP? (Not that this failed to stop Varoufakis from playing sorcerer’s apprentice, or Tsipras from winning two general elections and one referendum in a row, but that is another story.) On a different level, the Troika’s approach rested on the unspoken assumption that Greece is a low-performing economy, and that it should stop pretending otherwise. So the bailout deal made sure Greece remained a low-performing economy for the foreseeable future.

Investment, especially of the productive kind, is now less than half what it was pre-crisis. Adult skills – of workers and managers – remain incredibly low, especially if judged by what the persons concerned can actually do. Public administration has been digitalised, which is great, but in other respects remains unhelpful, plus is now understaffed. Justice remains excruciatingly slow, and not as impartial or independent from government as it should be. Infrastructure, supported by EU funding, is a mix of modern and antiquated, as the recent train crash made plain. All in all, most ingredients of sustainable growth are missing.

This was not lost on the Committee headed by Sir Christopher Pissarides, Nobel Laureate and LSE Professor, whose recommendations were embraced by the current government. But progress has been disappointing. The Greek economy seems trapped in a low-added value low-skilled low-wage trajectory.

 

9 Απριλίου 2023

Όχι άλλες τέτοιες «νίκες της δημοκρατίας»

Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 9 Απριλίου 2023).


Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις κατά της αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης στο Παρίσι έχουν αρκετές ομοιότητες με τις αντίστοιχες στην Αθήνα το 2001. Στη χώρα μας, οι (ήπιες, όπως απεδείχθη στη συνέχεια) προτάσεις Γιαννίτση για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συνάντησαν τη σφοδρή αντίδραση των πάντων (των κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου του κυβερνώντος τότε, των συνδικάτων, των μέσων ενημέρωσης, της κοινής γνώμης), και τελικά εγκαταλείφθηκαν από την κυβέρνηση Σημίτη. Στη Γαλλία, χάρη στις αυξημένες εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, οι (επίσης ήπιες) προτάσεις Μακρόν θα εφαρμοστούν, παρά την αντίθεση της πλειοψηφίας των βουλευτών.

«Ήττα της δημοκρατίας» στη Γαλλία; Κατά μια έννοια, ναι. Κατά μια άλλη έννοια, όχι. Η επιμονή Μακρόν παρά το πολιτικό κόστος μπορεί να θεωρηθεί διόρθωση μιας αποτυχίας της δημοκρατίας, που εκδηλώνεται κάθε φορά που όσοι έχουν πολιτικά δικαιώματα (οι σημερινοί ψηφοφόροι) λεηλατούν τους κοινούς πόρους σε βάρος όσων δεν έχουν (η γενιά των παιδιών μας, και η γενιά των παιδιών τους).

Αντίθετα, στην Ελλάδα το 2001 «η δημοκρατία νίκησε». Βέβαια λίγα χρόνια μετά η χώρα χρεωκόπησε, με καθοριστική συμβολή του πιο σπάταλου και άδικου ασφαλιστικού στην Ευρώπη.

Οι μνημονιακές περικοπές (ό,τι και αν λέγεται) δεν ήταν «οριζόντιες». Οι μειώσεις κυμάνθηκαν από 16% έως 46%, ανάλογα με το ύψος της σύνταξης και την ηλικία του συνταξιούχου τη στιγμή των μέτρων. Και πάλι όμως, παρά τις περικοπές, οι συνταξιούχοι συνέχισαν να εισπράττουν υψηλότερες συντάξεις από ό,τι είχαν συνεισφέρει με τις εισφορές τους οι ίδιοι και οι εργοδότες τους. Επί πλέον, τα τελευταία χρόνια η φτώχεια των ηλικιωμένων μειώθηκε, ενώ η σχετική θέση τους στην κατανομή εισοδήματος βελτιώθηκε.

Πώς έγινε αυτό; Πρώτον, επειδή οι συντάξεις μειώθηκαν λιγότερο από τις αμοιβές εργασίας. Δεύτερον, επειδή οι χαμηλές συντάξεις μειώθηκαν λιγότερο από τις υψηλές συντάξεις. Τρίτον, επειδή οι συντάξεις – έστω και μειωμένες – συνέχισαν να καταβάλλονται, ενώ αυτό δεν συνέβη με τις αμοιβές όσων έχασαν τη δουλειά τους. Τέταρτον, επειδή οι νέες γενιές συνταξιούχων δικαιούνται υψηλότερες συντάξεις από τις προηγούμενες.

Σήμερα η μέση σύνταξη (κύρια και επικουρική) ανέρχεται σε 935 ευρώ το μήνα. Όχι πολύ άσχημα, εάν αναλογιστεί κανείς ότι οι μέσες μεικτές αποδοχές των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα δεν ξεπερνούν τα 1.176 ευρώ το μήνα.

Για όλους αυτούς τους λόγους, το διάχυτο αίτημα για «αποκατάσταση των απωλειών των συνταξιούχων», και μάλιστα των ευπορότερων, για το οποίο πλειοδοτεί το σύνολο σχεδόν του πολιτικού – και δικαστικού – προσωπικού της χώρας, δεν μπορεί να υποστηριχθεί με σοβαρά επιχειρήματα. Παρά τις επιμέρους αστοχίες, η διόρθωση της προηγούμενης δεκαετίας ήταν ιστορικής σημασίας. Για το καλό της χώρας, πρέπει να διαφυλαχθεί.

Οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι αυτό δεν έχει κατανοηθεί. Με την εξασθένηση της επιρροής των δανειστών, η χώρα σταδιακά οπισθοδρομεί στις πρακτικές που την οδήγησαν στην χρεωκοπία.

Η πρώτη υπαναχώρηση αφορούσε τη λεγόμενη «προσωπική διαφορά». Το Μάιο 2017, η Βουλή ενέκρινε το Ν4472/2017 που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (μετά από υπόδειξη των δανειστών), ο οποίος μεταξύ άλλων προέβλεπε τον σταδιακό επανακαθορισμό των συντάξεων σύμφωνα με το σύστημα του Ν4387/2016 (που η ίδια είχε θεσμοθετήσει). Στα τέλη του 2018, η κυβέρνηση αρνήθηκε πανηγυρικά να εφαρμόσει τη σχετική διάταξη, με τη σιωπηλή συναίνεση της αντιπολίτευσης (και των δανειστών).

Ακολούθησε η δεύτερη υπαναχώρηση. Υπό το βάρος των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας που κήρυξαν αντισυνταγματικές κάποιες διατάξεις του Ν4387/2016, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε μείωση του ποσοστού εισφοράς ελευθέρων επαγγελματιών και αγροτών σε 13,33% (από 20%), κάνοντας ένα μεγάλο βήμα ακύρωσης της ενοποίησης των κανόνων του ασφαλιστικού συστήματος που είχε επιχειρηθεί χάρη στην επιμονή των δανειστών. Η εξέλιξη αυτή παγιώθηκε το Φεβρουάριο 2020, με την κυβέρνηση ΝΔ να επαναφέρει με το Ν4670/2020 το καθεστώς χαμηλών «κατ’ αποκοπήν» (δηλ. αποσυνδεδεμένων από το εισόδημα) εισφορών για ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες που ίσχυε πριν το 2010. Χάρη σε αυτόν το νόμο της σημερινής κυβέρνησης, ένας μεγαλογιατρός ή ένας μεγαλοδικηγόρος μπορούν (νομίμως) να πληρώνουν λιγότερα για σύνταξη από ό,τι μια καθαρίστρια ή ένας οικοδόμος.

Η τρίτη υπαναχώρηση ήταν η σιωπηρή άρνηση της κυβέρνησης (με την επίσης σιωπηρή συναίνεση της αντιπολίτευσης) να εφαρμόσει την περιοδική αναθεώρηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης καθώς αυξάνεται η διάρκεια ζωής. (Το 2021 το γενικό όριο έπρεπε να αυξηθεί στα 68, ή στα 63 με 40 χρόνια ασφάλισης.)

Ταυτόχρονα, με αποφάσεις των δικαστηρίων, επιστρέφονται απίστευτα ποσά σε εύπορους συνταξιούχους, για συντάξεις που δεν είχαν ποτέ πληρώσει με τις εισφορές τους. Και ο κατάλογος των υπαναχωρήσεων συνεχίζεται.

Εν τω μεταξύ, ρεπορτάζ σοβαρών εφημερίδων αναλύουν με λεπτομέρειες τα «παραθυράκια» των νόμων, εξηγώντας για παράδειγμα πως μπορεί μια εργαζόμενη που το 2011 είχε ανήλικο τέκνο να βγει το 2023 στη σύνταξη στην προχωρημένη ηλικία των 52 ετών.

Όλα αυτά δίνουν την εικόνα μιας κοινωνίας που δεν έχει μάθει τίποτε από την περιπέτεια των Μνημονίων, και μιας πολιτικής τάξης έτοιμης να επαναλάβει τα ίδια σφάλματα που μας οδήγησαν στη χρεωκοπία.

Σε μια σοβαρότερη χώρα, οι εκλογές θα ήταν ευκαιρία να τεθούν τα προβλήματα στη συζήτηση. Στη δική μας χώρα αυτό είναι απίθανο να συμβεί. Οδεύουμε ολοταχώς για άλλη μια «νίκη της δημοκρατίας».

8 Απριλίου 2023

Διαφορετικά οράματα, αναγκαίες συναινέσεις

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Σάββατο 8 Απριλίου 2023).


Σε μια δημοκρατία, οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των κομμάτων δεν είναι απλώς αναπόφευκτες: είναι αναγκαίες. Η αντιπαραβολή διαφορετικών σχεδίων διακυβέρνησης, διαφορετικών οραμάτων (αν προτιμάτε) για το μέλλον της χώρας, είναι το οξυγόνο της δημοκρατίας.

Υπό μια προϋπόθεση όμως. Για να είναι λειτουργική η αντιπαράθεση θα πρέπει να πατά γερά σε ένα κοινό έδαφος. Ανήκουμε όλοι στην ίδια πολιτική κοινότητα, είμαστε αναγκασμένοι να συνυπάρχουμε ο ένας με τον άλλον. Συνεπώς, η αντιπαράθεση θα πρέπει να διεξάγεται έτσι ώστε ενισχύει τους δεσμούς της κοινής μας συνύπαρξης, αντί να τους διαβρώνει. Η αμοιβαία αναγνώριση ότι οι προσδοκίες και οι ανησυχίες της άλλης πλευράς είναι θεμιτές, και δεν είναι όλες αβάσιμες, θα ήταν ένα σημαντικό βήμα. Η αναζήτηση συναινέσεων για την επίλυση χρόνιων προβλημάτων που μας κρατούν καθηλωμένους θα ήταν ένα πραγματικό άλμα.

Για παράδειγμα, σας φαίνεται λογικό το κόμμα που κυβερνά να αλλάζει τον εκλογικό νόμο όπως το βολεύει; Είναι χαζοί οι Γερμανοί που έχουν το ίδιο εκλογικό σύστημα από το 1949; Είναι άσχετο αυτό με την πολιτική σταθερότητα και τις υψηλές οικονομικές επιδόσεις της χώρας αυτής;

Θα μπορούσα να αναφερθώ σε πολλά άλλα πεδία δημόσιας πολιτικής που προσφέρονται για αναζήτηση συναινέσεων. Ποιο ακριβώς όραμα για τη χώρα – συντηρητικό, φιλελεύθερο, ή προοδευτικό - υπηρετείται από μια δικαιοσύνη αργόστροφη, συντεχνιακή, και υποτελή στην εκάστοτε κυβέρνηση; Ή από μια υπηρεσία πληροφοριών ανεξέλεγκτη και διάτρητη; Ή από έναν δημόσιο τομέα απαξιωμένο, εχθρικό απέναντι στους πολίτες, και ενίοτε επικίνδυνο για την ασφάλειά τους; Εάν μπορούσαμε να λύσουμε τέτοια προβλήματα, θα εξακολουθούσαμε να διαφωνούμε για την πορεία της χώρας, όπως είναι επιβεβλημένο σε μια δημοκρατία. Όμως θα ζούσαμε σε μια χώρα πιο ασφαλή, πιο επιτυχημένη, και πιο ευτυχισμένη.

Στο πεδίο της οικονομίας, ή μάλλον σε αυτό των προϋποθέσεων της οικονομικής ευημερίας, οι επιδόσεις της χώρας μας είναι καταθλιπτικές. Έχουμε αναρωτηθεί γιατί είμαστε πρωταθλητές Ευρώπης στο ποσοστό αποφοίτων ΑΕΙ ηλικίας 25-34 ετών που είναι λειτουργικά αναλφάβητοι (στοιχεία έρευνας PIAAC); Ή στο ποσοστό επιχειρηματιών/μάνατζερ με ανεπαρκείς διαχειριστικές ικανότητες (στοιχεία World Management Survey); Ενώ εμείς ακόμη συζητάμε για το εάν είναι καλό ή κακό να αξιολογούνται οι εκπαιδευτικοί; Και ενώ ετοιμαζόμαστε να κατασπαταλήσουμε και τον νέο πακτωλό ευρωπαϊκών κονδυλίων για την επαγγελματική κατάρτιση, πάντοτε στον ιερό βωμό του εθνικού στόχου της απορροφητικότητας;

Χωρίς τη θεαματική αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων και των ανέργων, αλλά και των επιχειρηματιών, η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει ποτέ να μπει σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης – οποιασδήποτε κατεύθυνσης, με περισσότερη ή λιγότερη αγορά, με ή χωρίς αποκλεισμούς.

(Αν και αξίζει να σημειώσουμε ότι τέτοια διλήμματα είναι σε μεγάλο βαθμό ξεπερασμένα, αφού χωρίς ικανό και αποτελεσματικό κράτος δεν υπάρχει επιτυχημένη οικονομία της αγοράς, ενώ ένα μοντέλο ανάπτυξης που δεν δίνει ευκαιρίες και προοπτικές σε όλους δεν μπορεί να είναι βιώσιμο σε βάθος χρόνου.)

Μια νηφάλια αναγνώριση των προβλημάτων που μας καταδικάζουν στη μιζέρια, για τα οποία ευθύνονται λίγο πολύ όλες οι πολιτικές δυνάμεις. Και μια ώριμη συζήτηση για το πώς θα αρχίσουμε να τα λύνουμε. Αυτό αξίζουν οι πολίτες αυτής της χώρας, εν όψει των βουλευτικών εκλογών, εξουθενωμένοι από τις διαδοχικές κρίσεις της τελευταίας δεκαπενταετίας. Ακόμη και όταν δεν το συνειδητοποιούν οι ίδιοι.

24 Μαρτίου 2023

Ελλάδα είναι ... αυτό που αποφεύγουμε να δούμε στον καθρέφτη

Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Σάββατο 24 Μαρτίου 2023).

Είναι συνηθισμένο το φαινόμενο μερικοί άνθρωποι να περιφέρουν μια εικόνα του εαυτού τους πολύ πιο κολακευτική από την εικόνα που έχουν οι άλλοι για εκείνους. Όταν κάποια ταπείνωση γεφυρώνει το χάσμα, κάνοντας σαφές ακόμη και στους ίδιους πόσο υπερφίαλη ήταν η προηγούμενη αντίληψή τους, βρίσκονται αντιμέτωποι με δύο επιλογές: είτε να αποδεχθούν την δημόσια εικόνα τους (ακόμη καλύτερα: να εργαστούν για να την βελτιώσουν), είτε να συνεχίσουν να αυταπατώνται, ρίχνοντας στους άλλους την ευθύνη για τις αναπόφευκτες αποτυχίες.

Ό,τι ισχύει για τα άτομα ενίοτε ισχύει και για τα έθνη. Η Κρίση του Σουέζ (1956) έδειξε στους Βρετανούς ότι η εποχή της παντοκρατορίας είχε παρέλθει. Το ίδιο έδειξε και στους Γάλλους, όμως εκείνοι αποδείχθηκαν κάπως ανεπίδεκτοι, παρότι τους είχε προϊδεάσει η πανωλεθρία του Ντιεν Μπιεν Φου (1954): μόνο το 1962 αποσύρθηκαν από την Αλγερία. Ίσως να μην είναι εντελώς τυχαίο ότι η έκφραση «illusion de grandeur» είναι γαλλική.

Είναι τα Τέμπη το ανάλογο του Σουέζ, και του Ντιεν Μπιεν Φου; Όχι ακριβώς: η Μικρασιατική Καταστροφή, μάλιστα – και, σε λιγότερο αιματηρή εκδοχή, η πτώχευση του 2010. Τι μάθαμε από την τελευταία; Όχι πολλά, αν αναλογιστούμε με πόση ευκολία όλοι (κυβέρνηση, αντιπολίτευση, τοπικά συμφέροντα, κοινή γνώμη) κύλισαν στην πεπατημένη.

Θα ήταν ωραίο να ελπίζει κανείς ότι τα Τέμπη θα μας ωθήσουν να αναθεωρήσουμε την παραδοσιακή μας αντίληψη για το Δημόσιο ως ξέφραγο αμπέλι – ιδεώδες για ρουσφέτι (αν είμαστε πολιτικοί προϊστάμενοι), για πλιάτσικο (αν είμαστε προμηθευτές, ή καμμιά φορά και συνδικαλιστές), ή για λούφα (αν είμαστε απλοί εργαζόμενοι). Η πρόσληψη στον ΟΣΕ των συγγενών των θυμάτων δείχνει ότι απέχουμε πολύ.

Και η άλλη Ελλάδα, των ευσυνείδητων εργαζομένων, των έντιμων επιχειρηματιών, των ακέραιων πολιτικών; Ίσως υπάρχει ακόμη. Εάν ναι, ας δώσει σήμα.

24 Φεβρουαρίου 2023

Οι οικονομικές επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία

 


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Έθνος» (Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023).

Η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία έβαλε τέλος στην διάχυτη αισιοδοξία για ισχυρή ανάκαμψη μετά την πανδημία. Το τι συνέβη μετά είναι γνωστό: οι προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία σκοτείνιασαν, η ενέργεια ακρίβυνε, ο πληθωρισμός επανήλθε. Ο κύκλος έκλεισε με την απόφαση των κεντρικών τραπεζών να ανεβάσουν το κόστος δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις (στην Ευρωζώνη κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες), με σκοπό ακριβώς την συγκράτηση των τιμών, και με κίνδυνο την περαιτέρω επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας. Οι οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Νοέμβριο 2022 μιλούσαν για ύφεση μέσα στο 2023.

Αντίθετα, οι συνέπειες των κυρώσεων της Δύσης για τη ρωσική οικονομία υπήρξαν μέχρι τώρα λιγότερο καταστροφικές από ό,τι αναμενόταν: σε πρόσφατη ομιλία του στο οικονομικό επιτελείο, ο Βλαντιμίρ Πούτιν εμφανίστηκε ικανοποιημένος για το γεγονός ότι η συρρίκνωση του ρωσικού ΑΕΠ δεν ήταν 20%, ούτε 10%, αλλά 2,1%. Πράγματι, παρά τη μεγάλη μείωση των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου (σε ποσότητες), ιδίως στην Ευρώπη, η άνοδος των τιμών της ενέργειας ήταν τόσο θεαματική που οι εισπράξεις της Ρωσίας έφτασαν σε επίπεδα ρεκόρ.

Ήταν λοιπόν μάταιες οι κυρώσεις; Ή, ακόμη χειρότερα, έπληξαν τη Δύση περισσότερο από ό,τι τη Ρωσία; Πολλές ενδείξεις μας κάνουν να πιστεύουμε ότι η απάντηση και στις δύο ερωτήσεις θα είναι τελικά «όχι». Ας δούμε τις πιο σημαντικές.

Η επιτάχυνση της απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, και η σταδιακή εφαρμογή του ευρωπαϊκού εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο (από τον Δεκέμβριο 2022), σημαίνουν ότι οι προοπτικές για τις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας είναι τώρα λιγότερο ρόδινες. Η ρωσική κυβέρνηση αναμένει μείωση των εισπράξεων κατά 23% φέτος, ενώ ξένοι παρατηρητές εκτιμούν ότι θα είναι πολύ μεγαλύτερη. Η απώλεια της ευρωπαϊκής αγοράς για τις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας αποδεικνύεται δυσαναπλήρωτη: αγωγοί για την διοχέτευση του φυσικού αερίου στις ασιατικές αγορές δεν υπάρχουν ούτε μπορούν να κατασκευαστούν γρήγορα. Η Κίνα και η Ινδία δεν μπορούν να απορροφήσουν την ενέργεια που δεν αγοράζει η Ευρώπη.

Χάρη στον ήπιο χειμώνα και στην εξοικονόμηση ενέργειας, η κατανάλωση φυσικού αερίου στην Ευρώπη έχει μειωθεί κατά 25% έναντι των προηγούμενων ετών. Η ευρωπαϊκή μεταποίηση έχει δείξει αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα: παράγει περισσότερα προϊόντα με λιγότερη ενέργεια. Η μείωση της ζήτησης, η στροφή προς άλλους προμηθευτές ορυκτών καυσίμων, καθώς και η συνεχιζόμενη αύξηση του ειδικού βάρους των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, έχουν φέρει μείωση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος.

Για τη Ρωσία οι σοβαρότερες συνέπειες της διεθνούς απομόνωσης είναι μακροπρόθεσμες. Η αποχώρηση πολλών ξένων επιχειρήσεων και η ακύρωση πολλών ξένων επενδύσεων έχουν στερήσει τη ρωσική οικονομία από πολύτιμους πόρους, τεχνογνωσία, δεξιότητες, και διασυνδέσεις. Η μαζική φυγή νεαρών Ρώσων επιστημόνων και τεχνικών πληροφορικής δεν θα αντιστραφεί όσο διαρκεί ο πόλεμος (και το καθεστώς Πούτιν). Οι εισαγωγές ανταλλακτικών και άλλων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας έχουν καταρρεύσει, με αλυσιδωτές επιπτώσεις στη ρωσική μεταποίηση: η εγχώρια παραγωγή εκσκαφέων έχει υποχωρήσει κατά 69%, τηλεοράσεων κατά 44%, φορτηγών κατά 40%. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές δυνατότητες της ρωσικής οικονομίας δεν ξεπερνούν το 0,7% ετησίως (από 3,5% το 2013, πριν την προσάρτηση της Κριμαίας).

Αντίθετα, για την Ευρώπη οι προοπτικές έχουν γίνει πιο αισιόδοξες. Οι τελευταίες οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (δημοσιεύθηκαν την περασμένη εβδομάδα) μιλούν για υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης (0,9% στην Ευρωζώνη) και αποφυγή της ύφεσης το 2023, χαμηλότερο πληθωρισμό (5,6%, από 8,4% το 2022), άνοδο των μισθών, και διατήρηση της ανεργίας στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαπενταετίας.

Παρά τον πόλεμο, η επίδοση της ελληνικής οικονομίας το 2022 (ρυθμός ανάπτυξης 5,5%) υπήρξε καλύτερη από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη (3,5%), και καλύτερη από τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής λίγο πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (4,9%). Για το 2023, η ΕΕ προβλέπει επιβράδυνση της ανάπτυξης (1,2%), καθώς και αποκλιμάκωση του πληθωρισμού (4,5%, από 9,3% το 2022).

Και πάλι, για την Ευρώπη και για την Ελλάδα, οι θετικές επιπτώσεις της στήριξης της Ουκρανίας θα φανούν καλύτερα σε βάθος χρόνου. Η εναντίωση μας στη Ρωσία του Πούτιν δεν ήταν μόνο ηθικά επιβεβλημένη, αλλά επίσης συμφέρουσα: η επιθετικότητα ενός απειλητικού γείτονα («Θα έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά») σπέρνει την απαισιοδοξία, αποθαρρύνει τις επενδύσεις, και συμπιέζει τις οικονομικές προοπτικές. Αντίθετα, η αναπτέρωση του ηθικού των Ευρωπαίων, και η περιχαράκωση όσων επιβουλεύονται την Ευρώπη, μπορεί να φέρει έναν νέο κύκλο ειρήνης, σταθερότητας, και ευημερίας.