14 Μαρτίου 2024

Who's afraid of the welfare state now?

Preface to our book «Who's Afraid of the Welfare State Now?» (with Anton Hemerijck), published by Oxford University Press (14 March 2024).

Our manuscript was virtually complete when the sky over Europe darkened once again, following Russia’s invasion of Ukraine. The war has already cost thousands of lives, often of civilians.

Its implications for other Europeans have so far been limited to anxiety about the future, fear of energy and food shortages, and rising prices. All member states of the European Union (EU) have reacted swiftly, temporarily compensating households for at least part of the purchasing power being lost to inflation. Often, such measures have been targeted at the most vulnerable. At the same time, western governments have committed themselves to raising military expenditure, while Sweden and Finland have initiated the process of joining the North Atlantic Treaty Organization (NATO).

The short-term effects of all this on the welfare state can hardly be positive. Inevitably, the need to deter aggression and protect our freedoms, and the wish to shelter low-income families from the effects of inflation, will limit the fiscal space available for the ambitious social investment our book advocates. Nevertheless, in the medium and longer term this trade-off no longer applies: far from crowding out scarce resources better deployed to more pressing needs, a well-funded welfare state makes a crucial contribution to the resilience of liberal democracies.

Historical precedent supports this view. One might have thought that the aftermath of the battle of El Alamein (November 1942), when the fate of World War II hung in the balance, was not a good time to discuss building a welfare state. And yet that is exactly what British troops in north Africa did, at many improvised conferences only a few kilometres from the front. The report by William Beveridge (1942), Social Insurance and Allied Services, fresh off the Ministry of Information press, was meticulously introduced by officers and eagerly read by soldiers. Sceptics had to concede that the cultivation of the realistic expectation of a fairer social order boosted the war effort, did not distract from it.

And when the war ended, les trente glorieuses ushered in a long period of inclusive growth, which demonstrated that it is perfectly possible to combine economic prosperity, political freedoms, and social cohesion. Building robust welfare states helped the west fend off the Soviet challenge.

In 1944, with the end in sight, Beveridge was however so alarmed that the British Treasury – obsessed with balancing the budget, no matter what – might undermine the postwar social contract, and with it the welfare-state construction for which his 1942 report had provided a blueprint, that he resolved to speak up. The conclusion to his follow-up report, Full Employment in a Free Society, amounted to an eloquent call to avoid the policy failures of the previous postwar era, which in place of the ‘homes for heroes’ promised in 1918 had delivered the Great Depression of the 1930s.

To the relief of an entire generation, in 1945 policy-makers listened. Contemporary Europeans must have shared that relief when in 2020 EU leaders cast fiscal caution to the wind, in favour of a commitment to fund the ‘recovery and resilience’ of the European economy.

In yet another uncanny resemblance, Beveridge was fairly sanguine that the postwar welfare state, if sufficiently resourced, was perfectly capable of defeating four of ‘the five giants’ he identified: Want, Disease, Squalor, and Idleness. He was more worried about the fifth (Beveridge, 1944: 256):

Ignorance is an evil weed, which dictators may cultivate among their dupes, but which no democracy can afford among its citizens. … Learning should not end with school. Learning and life must be kept together throughout life; democracies will not be well governed till that is done.

In the same spirit, our call for an ambitious programme of social investment in skills does not stem from a utilitarian understanding of the requirements of a knowledge economy. Rather, to defeat the ‘evil weed’ of ignorance, cultivated by Vladimir Putin in Russia and Ukraine (and by his populist admirers within our liberal democracies), and to preserve our values and liberties, will require the constant tending to, and upkeeping of, citizens’ critical capacities.

In his 1599 play As You Like It, William Shakespeare came up with the wonderful line ‘Sweet are the uses of adversity’. Over the last fifteen years or so, European welfare states have had more than their fair share of adversity. As a result, we are all wiser now. We no longer hear the trite claim that the welfare state is a luxury which at times of hardship we cannot afford. The contrary view has gained ground—that the welfare state is part and parcel of what makes Europe such an attractive place to work, live, raise a family, pursue happiness, and enjoy freedom. 

Investing in the welfare state makes our societies less unequal, our economies more dynamic, our citizens happier, our political systems more stable. In short, it makes our democracies stronger.

Florence and Milan, January 2024

10 Μαρτίου 2024

Λήθη και εγρήγορση

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024).

Υπάρχουν τουλάχιστον δύο τρόποι να σκέφτεται κανείς την εξέλιξη της χώρας τα τελευταία 50 χρόνια.

Ο πρώτος είναι επικριτικός: Κοίτα πόσο καλύτερα από εμάς τα κατάφεραν οι Ιρλανδοί και οι Πορτογάλοι. Το 1974 ήταν το ίδιο φτωχοί όπως οι Έλληνες, σήμερα το βιοτικό τους επίπεδο είναι σαφώς ανώτερο. Το 2011 υπέστησαν μια εξίσου ταπεινωτική διεθνή οικονομική εποπτεία, όμως την αντιμετώπισαν πιο ήρεμα και πιο ώριμα από εμάς, και έτσι βγήκαν από την κρίση νωρίτερα. Γιατί να μην τους μοιάζουμε λίγο;

Ο δεύτερος τρόπος είναι επιεικής: Πάλι καλά. Δείξε μου μια χώρα που φτώχυνε τόσο πολύ τόσο απότομα χωρίς να μπει σε ακόμη χειρότερες περιπέτειες. Πέσαμε χαμηλά, χάσαμε χρόνο σε αφελείς πειραματισμούς, όμως τελικά τα καταφέραμε. Το 2015 και το 2019 η εξουσία παραδόθηκε (σχεδόν) υποδειγματικά. Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία πέρασε το τεστ αντοχής.

Και οι δύο εκδοχές είναι το ίδιο έγκυρες: ισχύουν εναλλάξ και ταυτοχρόνως. Στο συνέδριο της περασμένης εβδομάδας εκπροσωπήθηκαν επαξίως και οι δύο. Για να αναφερθώ σε δύο μόνο στιγμές του: οι διαφάνειες του Στέφανου Μάνου προσγείωσαν τους επιρρεπείς στην αυταρέσκεια, ενώ οι εξομολογητικοί τόνοι του Αλέξη Τσίπρα μας έκαναν να νοιώσουμε ότι ζούμε σε μια κανονική χώρα.

«Λήθη στην πολιτική, εγρήγορση στην οικονομία»: να ένα καλό δίδαγμα.

18 Φεβρουαρίου 2024

Οι οικονομικές επιπτώσεις των ιδιωτικών πανεπιστημίων



Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024).

Η συζήτηση για το εάν θα πρέπει να επιτραπεί η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων ή όχι, στα είκοσι περίπου χρόνια που διεξάγεται, έχει πλέον ωριμάσει – ενίοτε σε βαθμό σήψης. Είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό γιατί πρέπει να απαγορεύονται τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ενώ επιτρέπονται π.χ. τα ιδιωτικά νοσοκομεία. Ή γιατί η αντιπολίτευση υποστηρίζει τόσο σθεναρά μια ρύθμιση που χρονολογείται από τον καιρό της Χούντας. Ή πώς «υπερασπίζονται» το δημόσιο πανεπιστήμιο οι ομάδες που το καταστρέφουν (συστηματικά, εδώ και πολλά χρόνια). Ή πώς κοιμούνται τη νύχτα όσοι τους παρέχουν πολιτική κάλυψη.

Από εκεί και πέρα, τα περισσότερα επιχειρήματα των υπερμάχων της κυβερνητικής πρωτοβουλίας δεν μου φαίνεται να αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Ας δούμε εν συντομία τρία από αυτά.

Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα σταματήσουν την «αιμορραγία» των Ελλήνων φοιτητών στο εξωτερικό. Ας ελπίσουμε πως όχι. Η διαμονή για μερικά χρόνια σε μια ευνομούμενη ξένη χώρα, και η ένταξη σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα με δικαιώματα και υποχρεώσεις, είναι ένα από τα τελευταία αντίδοτα κατά του επαρχιωτισμού και του αντιδυτικισμού που διαθέτει η χώρα. Όσοι επιστρέφουν στην Ελλάδα με πτυχίο από ένα καλό ξένο πανεπιστήμιο είναι εφοδιασμένοι όχι μόνο με περισσότερες γνώσεις, αλλά με πλουσιότερες εμπειρίες, γνωριμίες, φιλίες με διαφορετικούς ανθρώπους, διευρυμένους ορίζοντες, ανοιχτές αντιλήψεις. Στο ελληνικό παράρτημα του ίδιου πανεπιστημίου θα μπορούν να αποκτήσουν το πολύ μόνο τις γνώσεις.

Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα μας εξοικονομήσουν συνάλλαγμα. Κάποτε οι φιλελεύθεροι ήταν υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, τώρα φαίνεται ότι είναι υπέρ της υποκατάστασης εισαγωγών, όπως οι ηγέτες των χωρών της Λατινικής Αμερικής στη δεκαετία του ‘60. Ας δεχθούμε όμως ότι η Ελλάδα διαθέτει κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση: έμψυχο δυναμικό υψηλού επιπέδου (αυτό ισχύει), ικανότητα οργάνωσης και διοίκησης των σπουδών (που αν ισχύει το κρύβουμε πολύ καλά), φοιτητική μέριμνα (no comment), καλές βιβλιοθήκες (βλ. προηγούμενο σχόλιο), και όλα τα υπόλοιπα. Γιατί να μην δοκιμάσουμε αυτό το – πραγματικό ή υποτιθέμενο – συγκριτικό πλεονέκτημα όχι για να εμποδίσουμε τους Έλληνες να σπουδάζουν στο εξωτερικό, αλλά για να προσελκύσουμε ξένους φοιτητές να σπουδάζουν στη χώρα μας; Και γιατί να μην ενθαρρύνουμε και τα δημόσια πανεπιστήμια να κάνουν το ίδιο, προσφέροντας (και διαφημίζοντας επιθετικά) υψηλού επιπέδου αγγλόφωνα προγράμματα σπουδών στην Ελλάδα;

Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα συμβάλλουν στην αναβάθμιση των δημόσιων ΑΕΙ. Παρότι το επιχείρημα αυτό έχει συνδεθεί στη μνήμη μου με τον Σταύρο Τσακυράκη, έναν άνθρωπο που μπροστά του αισθανόμουν μόνο δέος, και για τον οποίο σήμερα αισθάνομαι νοσταλγία, δεν μπορώ να μην αναλογίζομαι τον αντίλογο. Τα ιδιωτικά νοσοκομεία δεν συνέβαλαν στην αναβάθμιση του ΕΣΥ, αντίθετα διευκόλυναν τη φυγή των μεσοστρωμάτων από αυτά, στερώντας τα από οικονομικούς και πολιτικούς πόρους. («Αποχώρηση» αντί για «διαφωνία», ή καλύτερα «διαμαρτυρία», σύμφωνα με το σχήμα του Άλμπερτ Χίρσμαν.) Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι όπως ακριβώς έχουν αφεθεί στην τύχη τους τα δημόσια νοσοκομεία, παρόμοια μοίρα περιμένει και τα δημόσια πανεπιστήμια.

Και όμως, μια πολιτική τάξη (στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση) που έχει χωνέψει το κεντρικό δίδαγμα της τελευταίας 15ετίας, ότι δηλ. μόνο μια δυναμική εξαγωγική οικονομία υψηλών δεξιοτήτων μπορεί να εγγυηθεί ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από αυτό στο οποίο έχουμε «κολλήσει», αντί να φιλονικεί για το εάν θα πρέπει να επιτρέπονται τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, θα αντιδικούσε για πιο ενδιαφέροντα ζητήματα.

  • Πώς θα προστατεύσουμε τους φοιτητές από σπουδές χαμηλής ποιότητας, σε δημόσια ή σε ιδιωτικά πανεπιστήμια που εκμεταλλεύονται την υπερβολική πίεση των οικογενειών για πτυχίο;
  • Πώς θα αποκαταστήσουμε το κύρος της δημόσιας εκπαίδευσης, σε όλες τις βαθμίδες; Με ποια δοσολογία αξιολόγησης / αυτονομίας / λογοδοσίας (και βελτιωμένης χρηματοδότησης);
  • Πώς θα απαλλάξουμε τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα από την ασφυκτική γραφειοκρατία; Πώς θα ενισχύσουμε τη συνεργασία τους με τις επιχειρήσεις;
  • Πώς θα δημιουργήσουμε τις συνθήκες για άμιλλα, συνεργασία, και υγιή ανταγωνισμό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση;
  • Πώς θα εξασφαλίσουμε ότι κανένα έξυπνο και εργατικό αγόρι και κορίτσι δεν θα μένει έξω από το καλύτερο πανεπιστήμιο μόνο και μόνο επειδή η οικογένειά του δεν έχει χρήματα για δίδακτρα (ή για ενοίκιο, για βιβλία κτλ.);

Μια τέτοια δημιουργική αντιπαράθεση έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία. Όποιος έχει ιδέες και προτάσεις, ας συμβάλλει σε αυτήν.

1 Φεβρουαρίου 2024

Τι εννοούμε όταν μιλάμε για ισότητα ευκαιριών;

 

Παρουσίαση του βιβλίου της Elena Granaglia (2022) «Uguaglianza di opportunità: Sì, ma quale?». Bari: Editori Laterza. Μια προηγούμενη εκδοχή του κειμένου παρουσιάστηκε στο 11ο συνέδριο της Ιταλικής Εταιρείας Κοινωνικής Πολιτικής (ESPAnet Italia) στο Μιλάνο (15 Σεπτεμβρίου 2023). Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Φεβρουάριος 2024).

Το βιβλίο της Elena Granaglia «Ισότητα ευκαιριών: ναι, αλλά ποια;» είναι μικρό (μόλις 176 σελίδες) αλλά θίγει ένα μεγάλο θέμα: τις διαφορετικές εκδοχές της ισότητας ευκαιριών, και τις διαφορετικές πολιτικές συνεπαγωγές της κάθε εκδοχής. Η συγγραφέας, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, δεν κάνει επίδειξη ευρυμάθειας, παρότι η εξοικείωσή της με μια απέραντη βιβλιογραφία, οικονομική και φιλοσοφική, είναι εντυπωσιακή. Γράφει με διαύγεια, επιλέγοντας με ακρίβεια τις διατυπώσεις που χρησιμοποιεί, χωρίς εκπτώσεις επιστημονικότητας, με γλώσσα προσιτή από ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, πολιτών που ενδιαφέρονται χωρίς να είναι ειδικοί.

Το βιβλίο δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο: μετά τη νίκη του στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2022, ο δεξιός κυβερνητικός συνασπισμός της Georgia Meloni μετονόμασε το «Υπουργείο Παιδείας, Πανεπιστημίων, και Έρευνας» σε «Υπουργείο Παιδείας και Αξιοκρατίας». Η οποία αξιοκρατία, όπως αναγνωρίζει η συγγραφέας, είναι καλό πράγμα, που όμως πολλές φορές οδηγεί σε άστοχες διαπιστώσεις (και δημόσιες πολιτικές), όπως άλλωστε έχει υπογραμμίσει ο Michael Sandel στο δικό του ωραίο βιβλίο «Η τυραννία της αξίας» [1]. Εάν πιστεύει κανείς ότι η κοινωνία στην οποία ζει είναι αξιοκρατική, πιο εύκολα κάνει το επόμενο βήμα, που είναι να δικαιολογεί όλες τις ανισότητες, ακόμη και τις πιο αδικαιολόγητες.

Η Ιταλία δεν διατρέχει τέτοιο κίνδυνο: λίγοι Ιταλοί θεωρούν τη χώρα τους αξιοκρατική. Μια πρόσφατη, συναρπαστική έρευνα των Guglielmo Barone και Sauro Mocetti [2] έδειξε ότι οι πλούσιες οικογένειες της Φλωρεντίας σύμφωνα με τις φορολογικές δηλώσεις του 2011 συχνά είχαν τα ίδια επώνυμα με τις πλούσιες οικογένειες της πόλης σύμφωνα με τις συμβολαιογραφικές πράξεις του 1427! Όπως γράφουν οι συγγραφείς: «Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι υφίσταται ένα αόρατο κατώφλι που προστατεύει τους γόνους των υψηλών τάξεων, εμποδίζοντάς τους να πέσουν προς τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα.»

Με άλλα λόγια: όσοι γεννιούνται πλούσιοι παραμένουν πλούσιοι ακόμη και όταν είναι τεμπέληδες ή ηλίθιοι. Και φυσικά ισχύει και το αντίθετο: όσοι γεννιούνται φτωχοί παραμένουν φτωχοί ακόμη και όταν είναι ξύπνιοι και εργατικοί. Άδικο, και αντιοικονομικό: η επιτυχία ενός πλουσιόπαιδου με μόνο προσόν τις επαφές του μπαμπά, και η αποτυχία ενός κοριτσιού ταπεινής καταγωγής παρά τις προσπάθειες και τις ικανότητές της, δεν προσβάλλουν μόνο το αίσθημα της δικαιοσύνης, αλλά αντιπροσωπεύουν επίσης μια τρομακτική αστοχία κατανομής πόρων.

Οι πολιτικές χρήσεις (και καταχρήσεις) της έννοιας της ισότητας ευκαιριών είναι γνωστές. Αυτήν επικαλούνται όσοι, στις ΗΠΑ και αλλού, επιχειρούν να δικαιολογήσουν την απουσία ενός συστήματος κοινωνικής προστασίας ευρωπαϊκού τύπου. Στην οπτική τους, μια ανοιχτή κοινωνία δεν αναγνωρίζει ούτε την έπαρση των ανώτερων τάξεων ούτε την δουλοπρέπεια των κατώτερων τάξεων, στοιχεία που δήθεν χαρακτηρίζουν την Γηραιά Ήπειρο. Συνεπώς, η προαγωγή της κοινωνικής κινητικότητας, μέσω της ισότητας ευκαιριών, ανεξαρτήτως οικογενειακής καταγωγής, εγγυάται σε όλους τη δυνατότητα να επιδίδονται στην «επιδίωξη της ευτυχίας» που διατρανώνει η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Αντίθετα (σύμφωνα πάντοτε με το φιλελεύθερο αφήγημα), η Ευρώπη με το υπερτροφικό της κράτος πρόνοιας προτιμά να κυνηγά τον στόχο της ισότητας των τελικών εκβάσεων – στόχο πρακτικά ανέφικτο, τυφλό ως προς την διαφορετικότητα των ατόμων, και βλαβερό για την ελευθερία.

Το θέμα είναι ότι αυτή η υποθετική αντιπαράθεση κοινωνικής κινητικότητας (μέσω της ισότητας ευκαιριών) και κοινωνικής συνοχής (μέσω της ισότητας των τελικών εκβάσεων) διαψεύδεται από τα εμπειρικά δεδομένα [3]. Πλήθος ερευνών τα τελευταία χρόνια έχουν αποδείξει ότι η διαγενεακή κινητικότητα είναι υψηλότερη εκεί όπου η εισοδηματική ανισότητα είναι χαμηλότερη, και αντιστρόφως. Σύμφωνα με τον τίτλο ενός διάσημου έργου του Raj Chetty [4], καθηγητή στο Harvard, το «αμερικανικό όνειρο» είναι ζωντανότερο στον Καναδά παρά στις ΗΠΑ. Στην Ευρώπη [5], πολλές χώρες πετυχαίνουν καλύτερες επιδόσεις και στα δύο μέτωπα, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και χαμηλή εισοδηματική ανισότητα και υψηλή κοινωνική κινητικότητα.

Η πολιτική σημασία αυτών των ερευνητικών αποτελεσμάτων μου φαίνεται προφανής. Όποιος νοιάζεται για την ισότητα ευκαιριών δεν μπορεί να αδιαφορεί για την ισότητα κάποιων τουλάχιστον τελικών εκβάσεων. Η διάκριση μεταξύ του «πριν» (εξασφάλιση της ίδιας γραμμής αφετηρίας για όλους) και του «μετά» (απόκλιση των ατομικών επιλογών που μπορεί να οδηγήσει σε θεμιτές ανισότητες) είναι πολύ λιγότερο ξεκάθαρη από ό,τι θεωρούν πολλοί. Αυτό είναι το κομβικό σημείο της ανάλυσης της Elena Granaglia.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Το βιβλίο εξετάζει κριτικά τρεις εκδοχές ισότητας ευκαιριών: (α) συμμετοχή επί ίσοις όροις στην αγορά, (β) αντιστάθµιση των ανισοτήτων που οφείλονται στις αντικειμενικές συνθήκες (και όχι στις υποκειμενικές επιλογές των ατόμων), (γ) εξασφάλιση της ισότητας των δυνατοτήτων των ατόμων. Καθώς μεταπηδάμε από τη μια εκδοχή στην επόμενη, μεταθέτουμε το όριο μεταξύ του «πριν» και του «μετά», διευρύνοντας τον χώρο του πρώτου και συρρικνώνοντας εκείνον του δεύτερου.

Προσωπικά δεν θα περιφρονούσα ούτε την πιο μινιμαλιστική από τις τρεις εκδοχές (την πρώτη). Η επί ίσοις όροις συμμετοχή στην αγορά εργασίας απαιτεί δωρεάν βρεφονηπιακούς σταθμούς για όλους, εισοδηματικές ενισχύσεις όλων των φτωχών οικογενειών με παιδιά, κατάρτιση και διά βίου μάθηση για όλους τους ενήλικες – κ.ο.κ. Πιστεύω όμως ότι η συγγραφέας έχει δίκιο όταν υπογραμμίζει ότι η προσπάθεια εξασφάλισης της ίδιας γραμμής αφετηρίας για όλους, μέσω των δημόσιων πολιτικών και μόνο, είναι πιθανό να ηττηθεί επειδή βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο πανίσχυρους μηχανισμούς παραγωγής ανισοτήτων: την αγορά και την οικογένεια.

Τι μπορεί να γίνει; Όσον αφορά την οικογένεια, το συμπέρασμα για την ακολουθητέα πολιτική βγαίνει αβίαστα: χρειαζόμαστε έναν συνετό φόρο κληρονομιάς που να «ισιώνει» (ελάχιστα) την γραμμή αφετηρίας, και ενδεχομένως να αποφέρει έσοδα για τη χρηματοδότηση μιας «προίκας» για τους νέους, όπως ήταν το Child Trust Fund (2005-2010) στη Βρετανία [6]. Παραδόξως, σε χώρες όπως η Ιταλία (και η Ελλάδα), η ιδέα της θεσμοθέτησης ή της αύξησης του φόρου κληρονομιάς θεωρείται εκλογική αυτοκτονία ακόμη και από την Αριστερά (παρότι υποστηρίζεται από ανατρεπτικές οργανώσεις όπως ο ΟΟΣΑ ή το ΔΝΤ [7]), ενώ η ιδέα της «προίκας» για τους νέους βρίσκεται ακόμη στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας (παρότι εντελώς συνεπής με την έννοια της ισότητας ευκαιριών).

Ποια είναι η άποψη της Elena Granaglia για το θέμα αυτό; Γνωρίζοντας ότι στο παρελθόν η συγγραφέας είχε επεξεργαστεί μαζί με άλλους μια πρόταση για τη «θεσμοθέτηση μιας καθολικής μεταβίβασης κεφαλαίου χρηματοδοτούμενης από έναν αναθεωρημένο φόρο κληρονομιάς και δωρεών» [8], περίμενα μια πιο αποφασιστική θέση. Αντίθετα το βιβλίο σημειώνει απλώς τη συμβολή της «προίκας» για τους νέους στην εξασθένηση του ρόλου της οικογένειας ως (ανα)παραγωγού διαγενεακών ανισοτήτων (σελ. 43-44), για να προχωρήσει αμέσως μετά στην εξής διαπίστωση: «Η επιρροή της οικογένειας στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων των παιδιών δεν μπορεί να ακυρωθεί χωρίς πρώτα να καταργηθεί η ίδια η οικογένεια.» (σελ. 55) Σύμφωνοι, να μην καταργηθεί η οικογένεια – αλλά ανάμεσα σε έναν συνετό φόρο κληρονομιάς και στην ακύρωση της οικογένειας η απόσταση είναι τεράστια [9].

Η δεύτερη εκδοχή της ισότητας ευκαιριών στοχεύει στην αντιστάθµιση των ανισοτήτων που οφείλονται στις αντικειμενικές συνθήκες. Η εκδοχή αυτή μου φαίνεται πολύ προβληματική – και όχι μόνο για τους λόγους που παραθέτει η συγγραφέας. Εδώ κατά τη γνώμη μου ο κίνδυνος είναι ο εκφυλισμός της κεντρικής παραδοχής της: της ισοδυναμίας μεταξύ από τη μια του μετριασμού ή της εξουδετέρωσης του ρόλου της λοταρίας της ζωής, και από την άλλη της αποζημίωσης όσων έτυχαν τους χειρότερους λαχνούς.

Ως γνωστόν, μερικά αμερικανικά πανεπιστήμια εφαρμόζουν εδώ και καιρό κάτι που μοιάζει με τον «εξαιρετικά καινοτόμο αλγόριθμο» που πρότεινε ο John Roemer [10], και επιδοκιμάζει η Elena Granaglia στο βιβλίο της: όταν αξιολογούν τις αιτήσεις εγγραφής των επίδοξων φοιτητών τους, «μοριοδοτούν» αγόρια και κορίτσια της μαύρης κοινότητας ως αποζημίωση για τη βλάβη που η κοινότητα αυτή έχει υποστεί στο παρελθόν, και σε αναγνώριση των εμποδίων που πολλά νέα μέλη της ακόμη αντιμετωπίζουν καθώς μεγαλώνουν σε περιβάλλον κοινωνικής μειονεξίας.

Αυτό το είδος «θετικών διακρίσεων» μπορεί να έχει κάποιο ρόλο, αλλά κατά τη γνώμη μου ο ρόλος αυτός δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένος. Πράγματι, τα αγόρια και τα κορίτσια της μαύρης κοινότητας – ή τα κορίτσια που εξετάζουν το ενδεχόμενο να επιλέξουν σπουδές θετικής κατεύθυνσης (STEM) στο πανεπιστήμιο – έχουν ανάγκη από πρότυπα που να τους εμπνέουν, και τέτοια είναι τα αγόρια και τα κορίτσια που τα κατάφεραν χάρη στις θετικές διακρίσεις. Αυτό ισχύει, και είναι σημαντικό. Όμως, μακροπρόθεσμα, οι θετικές διακρίσεις σε βάρος υποψηφίων με υψηλότερες επιδόσεις, που αποκλείονται επειδή τυγχάνουν μέλη της «κυρίαρχης» κοινότητας (π.χ. είναι μαύροι, ή αγόρια) μπορούν να προκαλέσουν μνησικακίες (και πολιτικές αντιδράσεις) που δεν μπορούν αναγκαστικά να αποδοθούν στο ρατσισμό ή στις προκαταλήψεις.

Επί πλέον, η ιδέα της «αποζημίωσης» μου φαίνεται υπερβολικά εύκολη. Το έργο της συστηματικής βελτίωσης της ποιότητας των δημόσιων σχολείων και των συνθηκών διαβίωσης π.χ. στις μαύρες φτωχογειτονιές του Σικάγου (όπου το προσδόκιμο επιβίωσης είναι 30 χρόνια λιγότερο από ό,τι στις «καλές» γειτονιές λίγα χιλιόμετρα μακριά [11]) είναι σκληρό και κοπιώδες. Αντί για αυτό, τα μέλη των διαφόρων «College Admissions Committee» στα δημόσια (και στα ιδιωτικά) πανεπιστήμια του Ιλλινόις και των άλλων Πολιτειών καθησυχάζουν τη συνείδησή τους προσφέροντας μερικές υποτροφίες κάθε χρόνο στους λιγότερο κακούς μαθητές από εκείνες τις φτωχογειτονιές (ακόμη καλύτερα αν πρόκειται για κορίτσια).

Η ψήφος της Elena Granaglia πηγαίνει στην τρίτη εκδοχή της ισότητας ευκαιριών: εξασφάλιση σε όλα τα άτομα ίσες δυνατότητες, σύμφωνα με τις επεξεργασίες του Amartya Sen [12] και της Martha Nussbaum [13]. Είναι η πιο απαιτητική εκδοχή από τις τρεις: το πρόγραμμα δημόσιας πολιτικής που απορρέει από αυτήν, με πλήρη σεβασμό της ελευθερίας επιλογής των ατόμων, είναι εξαιρετικά φιλόδοξο: ρύθμιση αγορών, φορολογία, προδιανομή [14], τολμηρές κοινωνικές (και πολεοδομικές) πολιτικές, και πολλά άλλα.

Όπως παραδέχεται η συγγραφέας, είναι θεμιτό να διαφωνεί κανείς με τόση φιλοδοξία. Αυτό που όμως είναι αθέμιτο είναι να ξιφουλκεί εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων χρησιμοποιώντας μια προσχηματική επίκληση της ισότητας ευκαιριών (του τύπου «η φοίτηση στο λύκειο δωρεάν δεν είναι;») για να απαλλάξει τον εαυτό του από την υποχρέωση να ασχοληθεί στα σοβαρά με τη μνημειώδη σπατάλη ταλέντου που αντιπροσωπεύει η έλλειψη προοπτικών για τα αγόρια και τα κορίτσια που δεν φρόντισαν να γεννηθούν στις σωστές γειτονιές και στις σωστές οικογένειες.

Η γαλήνια και μεθοδική ανασκευή αυτής της επιφανειακής (και επιλήψιμης) χρήσης της ισότητας ευκαιριών είναι η μεγαλύτερη συνεισφορά του μικρού βιβλίου της Elena Granaglia.

[1] Michael J. Sandel «The tyranny of merit. What’s become of the common good?» (Macmillan 2020), ελληνική μετάφραση «Η τυραννία της αξίας: Τι έχει απογίνει το κοινό καλό” (Πόλις 2022).

[2] Guglielmo Barone, Sauro Mocetti «Intergenerational mobility in the very long run: Florence 1427–2011» στο Review of Economic Studies, vol. 88, n. 4, pp. 1863-1891 (2021).

[3] Miles Corak «Income inequality, equality of opportunity, and intergenerational mobility», Journal of Economic Perspectives, vol. 27, n. 3, pp. 79-102 (2013).

[4] Raj Chetty, Nathaniel Hendren, David Grusky, Maximilian Hell, Robert Manduca, Jimmy Narang «The fading American dream: trends in absolute income mobility since 1940», Science, vol. 356, n. 6336, pp. 398-406 (2017).

[5] Anders Björklund, Markus Jäntti “Intergenerational income mobility in Sweden compared to the United States”, American Economic Review, vol. 87, n. 5, pp. 1009-1018” (1997). Επίσης: Markus Jäntti, Bernt Bratsberg, Knut Røed, Oddbjørn Raaum, Robin Naylor, Eva Österbacka, Anders Björklund, Tor Eriksson «American exceptionalism in a new light: a comparison of intergenerational earnings mobility in the Nordic countries, the United Kingdom and the United States», IZA Discussion Paper n. 1938 (2006).

[6] Το Child Trust Fund θεσμοθετήθηκε από την κυβέρνηση Εργατικών (2005) και λειτουργούσε ως εξής. Το κράτος άνοιγε έναν προθεσμιακό λογαριασμό στο όνομα κάθε νεογέννητου, πιστώνοντάς τον με 250 στερλίνες (ή 500 στερλίνες εάν επρόκειτο για παιδιά από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος). Γονείς και άλλοι συγγενείς μπορούσαν να προσθέτουν στο λογαριασμό, αλλά όχι να αφαιρούν. Μόνο ο ίδιος ο δικαιούχος, με την ενηλίκωσή του, μπορούσε να αξιοποιήσει το κεφάλαιο που θα είχε συσσωρευθεί. Το πρόγραμμα είχε απρόσμενη επιτυχία: για πρώτη φορά παιδιά από φτωχότερες οικογένειες «εθίζονταν» στην αποταμίευση και συσσώρευαν μια μικρή περιουσία. Παρόλα αυτά, το Child Trust Fund καταργήθηκε (στο όνομα της λιτότητας) από την επόμενη κυβέρνηση Συντηρητικών-Φιλελεύθερων (2010). Βλ. Julian Le Grand «We must not sacrifice the child trust fund», The Guardian (27 Απριλίου 2010).

[7] Μια πρόσφατη δημοσίευση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που γράφτηκε «για να βοηθήσει τα κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές επιπτώσεις του Covid-19», σχολιάζει ευμενώς τον φόρο κληρονομιάς, και καλεί τις κυβερνήσεις να αυξήσουν τα έσοδά του από το σημερινό 0,1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στο επίπεδο της Γαλλίας και του Βελγίου (0,7% του ΑΕΠ). Βλ. Ruud de Mooij, Ricardo Fenochietto, Shafik Hebous, Sébastien Leduc, and Carolina Osorio-Buitron «Tax policy for inclusive growth after the pandemic», Special series on Covid-19, IMF Fiscal Affairs Department (Δεκέμβριος 2020). Το σχετικό απόσπασμα βρίσκεται στην σελίδα 10.

[8] «Eredità universale: Al traguardo dei 18 anni un’eredità universale, tassando i vantaggi di pochi» (www.forumdisuguaglianzediversita.org/eredita-universale/).

[9] Για μια ανάλυση ενός πραγματικού εγχειρήματος κατάργησης της οικογένειας στα κιμπούτς του Ισραήλ, βλ. Bruno Bettelheim «The children of the dream: communal child-rearing and American education» (Simon and Schuster 1969). Οφείλω αυτή την επισήμανση στον Michele Salvati.

[10] John Roemer «Equality of opportunity» (Harvard University Press 1998).

[11] Στο Englewood το προσδόκιμο επιβίωσης είναι 60 έτη, ενώ στο Golden Coast ξεπερνά τα 90 έτη. Η απόσταση ανάμεσα στις δύο αυτές γειτονιές του Σικάγου είναι 9 μίλια (14 χιλιόμετρα). Στην πρώτη κατοικούν μαύροι, στη δεύτερη λευκοί. Βλ. Ben Spoer «Powerful open data tool illustrates life expectancy gaps are larger in more racially segregated cities» (Ιούλιος 2019) (https://buildhealthyplaces.org/sharing-knowledge/blogs/expert-insights/powerful-open-data-tool-illustrates-life-expectancy-gaps-are-larger-in-more-racially-segregated-cities/).

[12] Ανάμεσα στα έργα του Amartya Sen πάνω σε αυτό το θέμα βλ. «Commodities and capabilities» (Elsevier Science 1985), και «Inequality re-examined» (Harvard University Press 1992).

[13] Βλ. Martha Nussbaum «Women and human development: the capabilities approach» (Cambridge University Press 2000).

[14] Η προδιανομή αναφέρεται σε εργαλεία πολιτικής που εξισώνουν το εισόδημα προ φόρων και παροχών: δωρεάν βρεφονηπιακοί σταθμοί, δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια υψηλής ποιότητας – αλλά και κατώτατοι μισθοί, και συλλογικές διαπραγματεύσεις. Βλ. Maurizio Franzini, Elena Granaglia, Michele Raitano «La predistribuzione e le sue ragioni» Menabò di Etica e economia (Ιούνιος 2016) (https://eticaeconomia.it/la-predistribuzione-e-le-sue-ragioni/).

30 Δεκεμβρίου 2023

Μια χρονιά γεμάτη αβεβαιότητες



Δημοσιεύθηκε στα «ΝΕΑ» (Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023) στο ένθετο του ΕΛΙΑΜΕΠ για τις προοπτικές της νέας χρονιάς, και ως ELIAMEP Policy Paper #150.

Οι προβλέψεις για το μέλλον είναι πάντα παρακινδυνευμένες, αλλά αυτή τη στιγμή φαίνονται περισσότερο παρακινδυνευμένες παρά ποτέ, με τις προοπτικές της ευρωπαϊκής (και της ελληνικής) οικονομίας το 2024 να εξαρτώνται από την έκβαση συμβάντων που σήμερα είναι ακόμη σε εξέλιξη, ή τοποθετούνται στα μέσα και στα τέλη του έτους.

Πολλές είναι οι πηγές της αβεβαιότητας. Καταρχάς, ο πόλεμος στη Γάζα, ο τερματισμός του οποίου φαντάζει μακρινός. Η στρατιωτική αντίδραση στην βάρβαρη επίθεση της Χαμάς (7 Οκτωβρίου 2023) ήταν αναμενόμενη, όμως η ισοπέδωση της Λωρίδας της Γάζας δεν θα αποκαταστήσει τη σταθερότητα στην περιοχή, ούτε θα εξασφαλίσει την ασφάλεια του Ισραήλ. Η Ευρώπη αποδείχθηκε ανήμπορη να αναλάβει πρωτοβουλίες, βαθιά διαιρεμένη καθώς είναι στο εσωτερικό της, και τώρα είναι καταδικασμένη να παίξει το ρόλο του απλού παρατηρητή.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι άλλη μια πηγή αβεβαιότητας. Η συνέχιση του δεν θέτει απλώς σε κίνδυνο την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, υπενθυμίζει επίσης την διαρκή απειλή της ρωσικής επιθετικότητας για την ειρήνη και τη δημοκρατία παντού. Στην πρόσφατη συνάντηση κορυφής της ΕΕ (14-15 Δεκεμβρίου 2023) η Ουγγαρία άσκησε βέτο στην παροχή στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, ενώ η επίσκεψη του Ουκρανού προέδρου Βλαντιμίρ Ζελένσκι στην Ουάσιγκτον (12 Δεκεμβρίου 2023) απέτυχε να πείσει τη ρεπουμπλικανική πλειοψηφία της Βουλής των Αντιπροσώπων να αποδεσμεύσει τα κονδύλια για τη συνέχιση της υποστήριξης των ΗΠΑ στη χώρα του. Όμως, η ομόφωνη απόφαση των ηγετών των 26 κρατών μελών (χάρη στην αποχή του Ούγγρου προέδρου Βίκτορ Όρμπαν) να δοθεί πράσινο φως στην έναρξη της διαδικασίας ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ αποτελεί στρατηγική ήττα για τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Επί πλέον, φέρνει πιο κοντά μια μελλοντική συμφωνία για τον δίκαιο τερματισμό του πολέμου που θα προέβλεπε οδυνηρές εδαφικές απώλειες για την Ουκρανία με αντάλλαγμα εγγυήσεις ασφάλειας έναντι της Ρωσίας. Η ένταξη στην ΕΕ είναι μια από αυτές τις εγγυήσεις.

Η πιο κρίσιμη αναμέτρηση για το μέλλον της Ευρώπης το ερχόμενο έτος θα είναι οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ (5 Νοεμβρίου 2024). Μέχρι τώρα, η ευημερία της (Δυτικής) Ευρώπης στηρίχθηκε στην ομπρέλα του ΝΑΤΟ, και στις αμερικανικές αμυντικές δαπάνες. Η προοπτική μιας ενδεχόμενης νίκης του Ντόναλντ Τραμπ τον ερχόμενο Νοέμβριο δείχνει ότι η υποστήριξη των ΗΠΑ δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Στο προσεχές μέλλον, η ειρήνη και το απαραβίαστο των συνόρων των ευρωπαϊκών κρατών δεν θα μπορούν παρά να εξασφαλίζονται με τις θυσίες (ας ελπίσουμε μόνο οικονομικές) των Ευρωπαίων. Όσο η στρατηγική αυτονομία της ΕΕ παραμένει μακρινός στόχος, η δημοκρατία στην Ευρώπη είναι σε κίνδυνο.
Φυσικά οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν έχουν λόγο στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, όμως η ψήφος τους στις ερχόμενες εκλογές (6-9 Ιουνίου 2024) θα κρίνει τη σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η σημερινή πλειοψηφία (Χριστιανοδημοκράτες, Σοσιαλιστές, Πράσινοι, Φιλελεύθεροι) απογοητεύει συχνά και βάλλεται πανταχόθεν, όμως οι εναλλακτικές επιλογές φαντάζουν χειρότερες. Η νίκη του δημοκρατικού συνασπισμού υπό τον Ντόναλντ Τουσκ στις πρόσφατες πολωνικές εκλογές (15 Οκτωβρίου 2023) δείχνει ότι η απόπειρα των ακροδεξιών λαϊκιστών, εχθρών της Ευρώπης και φίλων της Ρωσίας (και της Κίνας), να αλλάξουν τους συσχετισμούς στην Ευρώπη δεν είναι καθόλου αναπόφευκτη.

Εάν η γεωπολιτική (ή η πολιτική σκέτη) επηρεάζει έμμεσα την ευρωπαϊκή οικονομία, η οικονομική πολιτική της ΕΕ την επηρεάζει άμεσα. Η αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας θα προσδιορίσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκείται η δημοσιονομική πολιτική των κρατών μελών. Οι μέχρι τώρα ενδείξεις δεν είναι πολύ ενθαρρυντικές: η επιστροφή των άκαμπτων κανόνων (με εξαιρέσεις) δεν παρέχει ουσιαστικά κίνητρα στις εθνικές κυβερνήσεις να συνδυάζουν δημοσιονομική σταθερότητα και αναπτυξιακή πολιτική βασισμένη στις παραγωγικές επενδύσεις. Από την άλλη, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ δείχνει προς το παρόν να προσανατολίζεται στη διατήρηση των σημερινών επιτοκίων στην Ευρωζώνη (4,5%). Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (15 Νοεμβρίου 2023), ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 3,5% το 2024 στην ΕΕ (από 6,5% το 2023). Το κόστος των σχετικά υψηλών επιτοκίων είναι η αναιμική ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας (1,3% το 2024, από 0,6% φέτος).

Οι προβλέψεις για την ελληνική οικονομία για το 2024 είναι θετικές: σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ, η αύξηση του ΑΕΠ θα είναι μεγαλύτερη (2,3%), και ο πληθωρισμός χαμηλότερος (2,8%). Από την άλλη, παρά τη μικρή μείωσή τους, τόσο η ανεργία (10,7%) όσο και το χρέος (151,9% του ΑΕΠ) θα παραμείνουν σε πολύ υψηλά επίπεδα.

Το ίδιο ισχύει και για το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο, το οποίο παρά την υποχώρησή του παραμένει το υψηλότερο στην ΕΕ (-6,6% του ΑΕΠ το 2023). Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο η Ισπανία όσο και η Πορτογαλία, που όπως η Ελλάδα σημείωσαν υψηλά εξωτερικά ελλείμματα τις παραμονές της κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, πλέον καταγράφουν σημαντικά πλεονάσματα (+2,5% και +1,6% του ΑΕΠ αντιστοίχως).

Η επιμονή του εξωτερικού ελλείμματος δείχνει τη δυσκολία της ελληνικής οικονομίας να βγει από την παγίδα της φτηνής ανάπτυξης, την ειδίκευσή της σε δραστηριότητες χαμηλής παραγωγικότητας, που πληρώνουν χαμηλές αμοιβές, και παράγουν προϊόντα χαμηλής ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές. Η πολυπόθητη αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας παραμένει ζητούμενο.

Φωτεινές και σκοτεινές πτυχές της πορείας της ελληνικής οικονομίας



Δημοσιεύθηκε στο ενημερωτικό δελτίο του «K Report» (Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023).

Σύμφωνα με το περιοδικό Economist, η χώρα με τις καλύτερες οικονομικές επιδόσεις το 2023 ήταν η Ελλάδα. Η κολακευτική αυτή αξιολόγηση βασίστηκε σε έναν σύνθετο δείκτη, που έλαβε υπόψη πέντε μεγέθη: τον πληθωρισμό, την εξέλιξη του μεριδίου στη συνολική κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών των οποίων η τιμή αυξήθηκε πάνω από 2%, τη μεταβολή του ΑΕΠ, τη μεταβολή της απασχόλησης, καθώς και την εξέλιξη του γενικού δείκτη του χρηματιστηρίου.

Το ίδιο ευνοϊκές για τη χώρα μας είναι οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2024: σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ, στην Ελλάδα ο πληθωρισμός αναμένεται να είναι χαμηλότερος (2,8% έναντι 3,5%), ενώ ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ μεγαλύτερος (2,3% έναντι 1,3%).

Έχουν δίκιο λοιπόν όσοι πανηγυρίζουν; Και ναι και όχι.

Ναι – επειδή μετά από μια βαθιά και παρατεταμένη ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας, και τη δύσκολη διετία 2020-2021, έχουμε πολύ χαμένο έδαφος να ανακτήσουμε, και μεγάλη ανάγκη από καλά νέα. Εξ άλλου, η οικονομία δεν είναι μόνο αριθμοί, είναι και ψυχολογία. Η αισιοδοξία για το μέλλον ενθαρρύνει την κατανάλωση και κυρίως τις επενδύσεις (ο ορισμός της αυτοεκπληρούμενης προφητείας). Συνεπώς, λίγη ευφορία δεν κάνει κακό.

Όχι – επειδή στην πραγματικότητα η εικόνα είναι πολύ πιο μπερδεμένη.

Ας αρχίσουμε από τους αριθμούς στον σύνθετη δείκτη του Economist. Το ΑΕΠ όντως αυξάνεται, αλλά υπερβολικά αργά για να καλυφθούν οι προηγούμενες απώλειες. Εάν τη δεκαετία του ’90 η Ελλάδα ήταν η δεύτερη φτωχότερη χώρα της ΕΕ των 15 (μετά την Πορτογαλία), σήμερα είναι η δεύτερη φτωχότερη της ΕΕ των 27 (μετά τη Βουλγαρία). Όλες οι άλλες χώρες (η Πορτογαλία, η Κύπρος, η Μάλτα, η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία, η Σλοβενία, οι χώρες της Βαλτικής, η Κροατία, και η Ρουμανία) μας έχουν ξεπεράσει.

Επί πλέον, η ταχύρρυθμη ανάπτυξη από μόνη της δεν σημαίνει πολλά, το θέμα είναι εάν είναι διατηρήσιμη: τα ξένοιαστα χρόνια πριν από την κρίση χρέους ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν ακόμη υψηλότερος (4,0% κατά μέσο όρο το 1999-2007, δεύτερος υψηλότερος στην ΕΕ μετά την Ιρλανδία), και όλοι ξέρουμε τι έγινε μετά.

Η απασχόληση όντως αυξάνεται, και η ανεργία όντως μειώνεται, αλλά η απόσταση που μας χωρίζει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο χώρα παραμένει αβυσσαλέα: και στα δύο, η Ελλάδα καταλαμβάνει τη δεύτερη χειρότερη θέση στην ΕΕ (μετά την Ιταλία και την Ισπανία αντιστοίχως).

Όσο για την αύξηση της τιμής των μετοχών, εδώ η αίσθηση déjà-vu είναι ακόμη πιο έντονη. Σε μια «ρηχή» χρηματιστηριακή αγορά, ο κύκλος της εκρηκτικής ανόδου και της παταγώδους πτώσης τείνει να επαναλαμβάνεται με μεγαλύτερη συχνότητα από ό,τι σε πιο ώριμες αγορές.

Το μεγάλο ερώτημα για την ελληνική οικονομία είναι εάν σε μια περίοδο ραγδαίων και απρόβλεπτων εξελίξεων κερδίζει θέσεις στον παγκόσμιο καταμερισμό, ή εάν αντίθετα παραμένει παγιδευμένη στη μέση της διεθνούς κατάταξης: υπερβολικά «καθυστερημένη» για να ανταγωνιστεί τις προηγμένες οικονομίες, και ταυτόχρονα υπερβολικά «ακριβή» για να ανταγωνιστεί τις αναδυόμενες.

Και επειδή θαύματα από τη μια μέρα στην άλλη δεν γίνονται, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης θα κριθεί ανάλογα με το εάν συμβάλλει στην αναβάθμιση του μοντέλου ανάπτυξης της χώρας, ή εάν αντίθετα ευνοεί όσους αντλούν ισχύ και κέρδη από τη διατήρηση του παρωχημένου μοντέλου της φθηνής ανάπτυξης (που ήδη οδήγησε τη χώρα στην χρεωκοπία μια φορά πρόσφατα, κατόρθωμα που ανά πάσα στιγμή μπορεί να επαναλάβει).

Εδώ νομίζω τα πράγματα είναι δύσκολα. Μια χώρα που ποντάρει τα ρέστα της στην καλή τουριστική σαιζόν κινδυνεύει να βρεθεί «στον άσσο» εάν κάποιο γεωπολιτικό επεισόδιο στείλει τους τουρίστες κάπου πιο ήσυχα, ή η υπερθέρμανση του πλανήτη κάπου πιο δροσερά, ή η αλλαγή της μόδας και η αναζήτηση του αυθεντικού κάπου με λιγότερο τσιμέντο, λιγότερα κιτς μεγαθήρια, λιγότερες καμήλες και λιγότερα χαλιά στην άμμο.

Μια οικονομία με πάνω από 30% του εργατικού δυναμικού να είναι αυτοαπασχολούμενοι μπορεί να κάνει πρωταθλητισμό μόνο στο ευγενές άθλημα της φοροδιαφυγής. Εκεί οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι όντως εντυπωσιακές (συνολική κατανάλωση 124 δις με δηλωμένα εισοδήματα 84 δις το 2021 – και μπράβο μας). Όμως όλοι αυτοί ψηφίζουν, και μάλιστα το κόμμα που σήμερα βρίσκεται στην εξουσία, απαιτούν το πάρτυ να μην σταματήσει ποτέ, μέχρι τελικής πτώσεως (και των υπολοίπων), και εξοργίζονται κάθε φορά που κάποιος υπουργός πάει να συμμαζέψει λίγο την κατάσταση.

Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει και άλλες απογοητευτικές επιδόσεις. Το δημόσιο έλλειμμα είναι υπό έλεγχο, παρότι η κυβέρνηση σπατάλησε τα δημοσιονομικά περιθώρια σε μέτρα κοντόφθαλμα και άδικα: όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 2022 ξόδεψε περισσότερα από όλες τις άλλες κυβερνήσεις (4,87% ΑΕΠ, με τη δεύτερη Πολωνία στο 2,82%) για επιδοτήσεις λογαριασμών ενέργειας, παρότι ο χειμώνας ήταν ήπιος (ενώ το δημόσιο χρέος είναι πάντα θηριώδες), με τη μερίδα του λέοντος της κρατικής ενίσχυσης να πηγαίνει στους πιο πλούσιους και πιο σπάταλους καταναλωτές. Το εξωτερικό έλλειμμα υποχώρησε σε σχέση με πέρυσι (-6,6% του ΑΕΠ), αλλά παραμένει μακράν το υψηλότερο στην ΕΕ, ενώ Ισπανία και Πορτογαλία καταγράφουν πλέον πλεονάσματα, και μάλιστα αξιόλογα: +2,5% και +1,6% του ΑΕΠ αντιστοίχως.

Τι πρόσημο βάζουμε στην επίδοση της ελληνικής οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πολιτική της κυβέρνησης («pro-market» την χαρακτηρίζει ο Economist) έχει απελευθερώσει τα «ζωώδη ένστικτα» του ιδιωτικού τομέα. Προς το παρόν, η νέα αυτή ισορροπία είναι ηγεμονική. Η μακροημέρευσή της θα εξαρτηθεί από το εάν η αύξηση των κερδών οδηγήσει στη δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας με καλούς μισθούς. Οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο δεν είναι ακόμη ορατές.

21 Δεκεμβρίου 2023

Δεξιότητες και κατάρτιση: Εισαγωγή

 


Δημοσιεύθηκε ως Special Report της εφημερίδας «Καθημερινή» (Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023).

Σε αυτό το Special Report απαντάμε σε μερικά συναρπαστικά (και ενίοτε οδυνηρά) ερωτήματα που αφορούν θέματα ζωτικής σημασίας για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας:

Τι εφόδια (γνώσεις και δεξιότητες) χρειάζονται για να προκόψει κανείς στην ψηφιακή εποχή; Μήπως η τεχνητή νοημοσύνη κάνει περιττή την επένδυση στη γνώση;

Σε τι επίπεδο βρίσκονται οι γνώσεις και δεξιότητες που διαθέτουν σήμερα οι Έλληνες; Πώς συγκρίνονται με τις γνώσεις και δεξιότητες που διαθέτουν οι άνθρωποι σε άλλες χώρες;

Η αναβάθμιση των δεξιοτήτων είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για τη μετάβαση προς ένα δυναμικότερο παραγωγικό μοντέλο, σωστά; (Spoiler: αναγκαία ναι, ικανή όχι.)

Σε τι χρησιμεύει ένα καλό σύστημα κατάρτισης; Πώς είναι οργανωμένο; Ποιες κατηγορίες εργαζομένων και ανέργων το έχουν περισσότερο ανάγκη;

Πόσο «καλό» μπορεί να θεωρηθεί το σύστημα κατάρτισης στην Ελλάδα; Φταίει η έλλειψη χρημάτων για τις αποτυχίες του;

Είναι χαμένη υπόθεση η τεχνική εκπαίδευση και η επαγγελματική κατάρτιση στη χώρα μας; Εάν όχι, τι μπορεί ρεαλιστικά να γίνει;

Δεξιότητες και κατάρτιση: 1. Οι δεξιότητες της νέας εποχής

 


Δημοσιεύθηκε ως Special Report της εφημερίδας «Καθημερινή» (Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023).

Τι ακριβώς εννοούμε όταν μιλάμε για δεξιότητες; Οπωσδήποτε δεν εννοούμε τα τυπικά προσόντα των ατόμων, τους τίτλους σπουδών, τα διάφορα «χαρτιά» που έχουν συγκεντρώσει. Εννοούμε τα ουσιαστικά προσόντα τους: δηλ. την ικανότητά τους να κάνουν κάτι, και να το κάνουν καλά.

Πρόσφατη ανάλυση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) διακρίνει τις δεξιότητες σε (α) γνωστικές και μεταγνωστικές, (β) κοινωνικές και συναισθηματικές, και (γ) πρακτικές. Άλλες κατηγοριοποιήσεις έχουν προταθεί από άλλους διεθνείς οργανισμούς, καθώς και από τους ειδικούς.

Οι γνωστικές δεξιότητες αφορούν διανοητικές λειτουργίες, από τις πιο γενικές και απαραίτητες σε όλους (κατανόηση κειμένου, αριθμητική, επίλυση προβλημάτων) έως τις πιο σύνθετες και ειδικές (ανάκληση και αξιοποίηση των αφομοιωμένων γνώσεων). Οι μεταγνωστικές δεξιότητες συμπεριλαμβάνουν την κριτική και δημιουργική σκέψη, την επινοητικότητα, την προθυμία απόκτησης νέων γνώσεων, τον αναστοχασμό και τη συνειδητοποίηση των ορίων μας.

Οι κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες διδάσκονται δύσκολα, αλλά είναι εξίσου κρίσιμες για την επιτυχημένη σταδιοδρομία των ατόμων στην εκπαίδευση, στην αγορά εργασίας, και στην κοινωνία (ως πολίτες, και ως μέλη οικογένειας ή ομάδας). Σε αυτές συγκαταλέγονται η ικανότητα επικοινωνίας και συνεργασίας, η υπευθυνότητα και συνέπεια, η προσαρμοστικότητα, η ανάληψη πρωτοβουλιών, η αποφυγή και επίλυση συγκρούσεων, ο σεβασμός της διαφορετικότητας κ.ά.

Οι πρακτικές δεξιότητες αναφέρονται στην ικανότητα χρήσης εργαλείων, συσκευών και οργάνων για την εκτέλεση κάποιας λειτουργίας. Αυτές μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους: από το πώς φτιάχνει κανείς μελομακάρονα, πώς επισκευάζει μια υδραυλική βλάβη, πώς μανουβράρει ένα περονοφόρο όχημα τύπου «κλαρκ», έως το πώς παίζει τένις, ή κλαρινέτο. Στις πρακτικές δεξιότητες συμπεριλαμβάνεται η εξοικείωση με κινητά και τάμπλετ, η καθημερινή φροντίδα του εαυτού μας, καθώς και η σωματική δύναμη και αντοχή.

Όλες οι κατηγορίες δεξιοτήτων είναι απαραίτητες. Η καλώς εννοούμενη περιέργεια (πώς λειτουργεί το x; γιατί γίνεται έτσι το y; υπάρχει καλύτερος τρόπος για να κάνουμε το z;), χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ανήσυχου πνεύματος, είτε είναι εφευρέτης είτε μάστορας, συνδυάζει γνωστικές, μεταγνωστικές, κοινωνικές, συναισθηματικές και πρακτικές δεξιότητες.

Οι πρακτικές δεξιότητες βοηθούν την ανάπτυξη όλων των υπόλοιπων δεξιοτήτων. Η επιδεξιότητα έχει άπειρες εφαρμογές, πέρα από τα χειρωνακτικά επαγγέλματα, από τη χρήση συσκευών έως τη φροντίδα του εαυτού και των άλλων. Η εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου απαιτεί επιμονή, αυτοσυγκέντρωση, και αυτενέργεια. Τα ομαδικά αθλήματα γυμνάζουν και το πνεύμα εκτός από το σώμα: καλλιεργούν τη συνεργασία, την ευστροφία, τις ηγετικές ικανότητες, την αντοχή (σωματική και ψυχική, όταν είμαστε πίσω στο σκορ), την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας.

Επί πλέον, οι δημογραφικές και πληθυσμιακές αλλαγές αυξάνουν τη σημασία των κοινωνικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων. Τα δεδομένα δείχνουν ότι όσοι διαθέτουν και καλλιεργούν τέτοιες δεξιότητες τα πηγαίνουν καλύτερα στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας, και κινδυνεύουν λιγότερο να χάσουν τη δουλειά τους εξαιτίας της τεχνολογικής εξέλιξης.

Τέλος, οι γνωστικές δεξιότητες παραμένουν φυσικά αναγκαίες. Όμως, σε έναν κόσμο που αλλάζει, οι μεταγνωστικές δεξιότητες γίνονται όλο και πιο πολύτιμες. Η επίλυση σύνθετων προβλημάτων προϋποθέτει δημιουργικότητα και κριτική σκέψη. Η προσαρμογή σε συνθήκες που αλλάζουν ταχύτατα απαιτεί ευελιξία, προθυμία για «ξεβόλεμα», ικανότητα συνεννόησης με όσους είναι διαφορετικοί, επικαιροποίηση των γνώσεων και των ικανοτήτων.

Γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι στις παραπάνω δεξιότητες συμπεριλαμβάνονται πολλά από τα λεγόμενα soft skills, τα οποία δικαίως αναζητούν οι εργοδότες (και διαμαρτύρονται ότι σπανίζουν στους νέους που αναζητούν εργασία: συνέπεια, ευγένεια, προθυμία), μαζί με κάποια άλλα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα αλλά ούτε αυτά παρέχονται από το εκπαιδευτικό σύστημα: πώς γράφουμε ένα email, πώς κάνουμε μια παρουσίαση, πώς φερόμαστε στους πελάτες, και άλλα.


Σε τι χρησιμεύουν οι μη ψηφιακές δεξιότητες στην ψηφιακή εποχή;

Μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν ότι, αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, οι στενά εννοούμενες «ψηφιακές δεξιότητες» (από την ευχέρεια στη χρήση τεχνολογιών έως την ανάπτυξη λογισμικού) δεν αρκούν από μόνες τους, παρότι φυσικά είναι αναγκαίες, στις σημερινές συνθήκες μετάβασης προς την ψηφιακή οικονομία.

Το πόσο πολύτιμες παραμένουν οι μη ψηφιακές δεξιότητες μας το δείχνουν τα πρόσφατα ερευνητικά ευρήματα για τις επιπτώσεις της τεχνολογικής προόδου στην αγορά εργασίας.

Πράγματι, η ρομποτική και η τεχνολογία πληροφορίας και επικοινωνίας έχουν μειώσει πολύ τη ζήτηση των επιχειρήσεων και των οργανισμών για εργαζόμενους μεσαίας ειδίκευσης σε εργασίες ρουτίνας, π.χ. ταμίες, δακτυλογράφους, βοηθούς λογιστές, ή βιομηχανικούς εργάτες. Για παράδειγμα, οι ταμειακές μηχανές και τα λογιστικά προγράμματα εκτελούν γρήγορα και αλάνθαστα πολλές επαναλαμβανόμενες εργασίες ρουτίνας στο γραφείο, τα βιομηχανικά ρομπότ εκτελούν γρήγορα και αλάνθαστα (και χωρίς ατυχήματα) πολλές επαναλαμβανόμενες εργασίες ρουτίνας στο εργοστάσιο – και ούτω καθεξής.

Κάποιες από τις δεξιότητες που αχρηστεύει η τεχνολογία μπορεί να είναι αξιοθαύμαστες. Οι οδηγοί των μαύρων ταξί στο Λονδίνο είναι υπερήφανοι κάτοχοι της «Γνώσης», όπως λέγεται το απαιτητικό τεστ για την είσοδο στο επάγγελμα, που θεσμοθετήθηκε το 1865. Το τεστ προβλέπει την απομνημόνευση ούτε λίγο ούτε πολύ 320 βασικών διαδρομών μέσα από 25.000 δρόμους σε ακτίνα 6 μιλίων (περίπου 10 χιλιομέτρων) από το κέντρο της πόλης (συγκεκριμένα: το Charing Cross). Στα μαύρα ταξί του Λονδίνου, ο πελάτης απλώς αναφέρει τη διεύθυνση, και ο οδηγός πηγαίνει κατευθείαν εκεί, χωρίς να συμβουλευθεί χάρτη ή να ζητήσει οδηγίες: από μνήμης. Όπως γίνεται αμέσως αντιληπτό, πρόκειται ακριβώς για το είδος της επαναλαμβανόμενης εργασίας ρουτίνας που εύκολα αντικαθίσταται από την τεχνολογία – σε αυτή την περίπτωση, από το γνωστό GPS. Τα μαύρα ταξί στο Λονδίνο υπάρχουν ακόμη, και ακόμη χρεώνουν υψηλότερο κόμιστρο, αλλά το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των οδηγών τους είναι πλέον πολύ λιγότερο θεαματικό από ό,τι στο παρελθόν.

Όμως, ούτε η ρομποτική ούτε η τεχνολογία πληροφορίας και επικοινωνίας έχουν επηρεάσει τη ζήτηση για πολλές άλλες θέσεις εργασίας (ή αν την επηρέασαν το έκαναν θετικά). Κάποιες από αυτές είναι υψηλής ειδίκευσης και καλοπληρωμένες (διευθυντικά στελέχη, χειρουργοί). Άλλες είναι χαμηλότερης ειδίκευσης και μάλλον κακοπληρωμένες (δάσκαλοι γιόγκα, φροντιστές ηλικιωμένων). Το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι πρόκειται για θέσεις εργασίας με καθήκοντα που δεν αφορούν επαναλαμβανόμενες εργασίες ρουτίνας, αλλά αντίθετα απαιτούν κρίση, δημιουργικότητα, ενσυναίσθηση.


Οι δεξιότητες στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης

Ισχύει το ίδιο και για το τελευταίο τεχνολογικό κύμα, της τεχνητής νοημοσύνης; Είναι φυσικά ακόμη υπερβολικά νωρίς για να ξέρουμε. Όμως, δύο καινούριες μελέτες ρίχνουν φως σε αυτό το εξαιρετικά μπερδεμένο ζήτημα, από το οποίο θα κριθεί το μέλλον της εργασίας (και όχι μόνο).

Η πρώτη μελέτη εξέτασε τις επιπτώσεις που είχε η εμφάνιση στην αγορά του γνωστού ChatGPT, του εξελιγμένου προγράμματος τεχνητής νοημοσύνης που δημιουργεί περιεχόμενο (κείμενο, εικόνα, ήχο κτλ.), στις εργασίες που ανατίθενται σε freelance εργαζόμενους στην πλατφόρμα Upwork. Η πλατφόρμα αυτή, η μεγαλύτερη στο είδος της παγκοσμίως, φέρνει σε επαφή επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται να αναθέσουν την εκτέλεση κάποιας τεχνικής εργασίας (γραφιστικός σχεδιασμός, διόρθωση κειμένου, ανάπτυξη λογισμικού, εισαγωγή δεδομένων κ.ά.) με εργαζομένους που διαθέτουν τις αντίστοιχες δεξιότητες και εργάζονται εξ αποστάσεως ως ελεύθεροι επαγγελματίες.

Όπως δείχνει η μελέτη, οι επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης σε αυτή την ψηφιακή αγορά εργασίας έγιναν ήδη ορατές μέσα σε λίγους μόνο μήνες (η εταιρεία OpenAI λάνσαρε το ChatGPT τον Νοέμβριο 2022, ενώ η μελέτη ανέλυσε δεδομένα έως και τον Απρίλιο 2023). Οι εργαζόμενοι που ειδικεύονται στην σύνταξη, διόρθωση, και αναδιατύπωση κειμένου (writing, proofreading, and copy-editing) είδαν να μειώνεται τόσο ο αριθμός των εργασιών που τους ανατίθενται στην πλατφόρμα (-2% το μήνα), όσο και η αμοιβή τους (-5% το μήνα).

Μάλιστα, στα επαγγέλματα που πλήττονται περισσότερο, το ChatGPT φαίνεται να απειλεί την απασχόληση και τα εισοδήματα ακόμη και των πιο επιτυχημένων freelance εργαζόμενων (όσων έφερναν σε πέρας περισσότερες εργασίες, και εισέπρατταν υψηλότερη αμοιβή) – ίσως μάλιστα ιδίως εκείνων.

Η δεύτερη μελέτη θίγει το ζήτημα των επιπτώσεων της τεχνητής νοημοσύνης στα καλοπληρωμένα επαγγέλματα υψηλής ειδίκευσης. Συγκεκριμένα, η μελέτη εξέτασε τα αποτελέσματα της χρήσης GPT-4 (μιας πιο προηγμένης εκδοχής του προγράμματος) στην παραγωγικότητα 758 συμβούλων της εταιρείας Boston Consulting (μιας από τις πιο διάσημες τέτοιες εταιρείες διεθνώς). Οι σύμβουλοι που χρησιμοποιούσαν GPT-4 έφεραν σε πέρας περισσότερες εργασίες (+12%), ταχύτερα (+25%). Ήταν προχειρογραμμένες, μηχανικές, βαρετές οι εργασίες (αναλύσεις αγοράς κ.ά.) που παρήγαγαν οι σύμβουλοι της Boston Consulting με τη βοήθεια του GPT-4; Κάθε άλλο. Αντιθέτως, η ποιότητά τους κρίθηκε ως «σημαντικά καλύτερη» (+40%) σε σύγκριση με τις αντίστοιχες εργασίες που ολοκλήρωσαν οι σύμβουλοι της ομάδας ελέγχου (χωρίς GPT-4).

Η πρόσβαση στο GPT-4 φαίνεται να είχε εξισωτικά αποτελέσματα στο εσωτερικό των συγκεκριμένων επαγγελμάτων: βελτίωσε λιγότερο την επίδοση των πιο έμπειρων συμβούλων από ό,τι εκείνη των λιγότερο παραγωγικών συναδέλφων τους. Αυτό είναι αρκετά λογικό: αφού η τεχνητή νοημοσύνη αναμασά και συνοψίζει την ανθρώπινη γνώση πάνω σε κάποιο θέμα, όσοι ήδη κατέχουν καλά αυτή τη γνώση ωφελούνται λιγότερο από όσους απέχουν περισσότερο από την «πρωτοπορία».

Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η παράθεση αποδείξεων υπεροχής της τεχνητής σε σχέση με την ανθρώπινη νοημοσύνη είχε μια σημαντική εξαίρεση. Όπως διαπίστωσε η μελέτη, η χρήση του GPT-4 για την ολοκλήρωση μιας ιδιαίτερα σύνθετης εργασίας, που απαιτούσε την προσεκτική ανάγνωση ποιοτικών πληροφοριών και στη συνέχεια την ανάλυση ποσοτικών δεδομένων, είχε τα αντίθετα αποτελέσματα στην επίδοση των συμβούλων της Boston Consulting: η ποιότητα της δουλειάς όσων χρησιμοποίησαν GPT-4 για αυτό το σκοπό ήταν κατά μέσο όρο 19% χαμηλότερη από εκείνη της ομάδας ελέγχου.

Αυτό το τελευταίο εύρημα υπαινίσσεται κάτι πολύ σημαντικό. Τα διάφορα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης (τουλάχιστον όσα είναι διαθέσιμα σήμερα) χρησιμεύουν ως βοηθητικά εργαλεία, όχι ως «τυφλοσούρτες». Όποιοι αναθέτουν στο πρόγραμμα μέρος των καθηκόντων τους εξοικονομούν χρόνο και ενέργεια – αρκεί μετά να ελέγχουν προσεκτικά το προϊόν του προγράμματος, όπως ακριβώς θα έκαναν με έναν άπειρο ακόμη βοηθό, ή με τον εαυτό τους. Όποιοι ξεχνούν αυτό το τελευταίο, θα μοιάζουν με εκείνους τους νεαρούς τουρίστες, που για να προσανατολιστούν στα ελληνικά νησιά δεν χρησιμοποιούν τα μάτια τους και το μυαλό τους, αλλά ακολουθούν κατά γράμμα τις υποδείξεις του GPS – με αποτέλεσμα να χάνονται στις ερημιές.

Δεξιότητες και κατάρτιση: 2. Οι δεξιότητες των Ελλήνων

Δημοσιεύθηκε ως Special Report της εφημερίδας «Καθημερινή» (Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023).

Πώς τα καταφέρνουμε στο πεδίο των δεξιοτήτων, συγκριτικά με τους πολίτες άλλων χωρών;

Όχι πολύ καλά, είναι η σύντομη απάντηση. Και το πρόβλημα δεν είναι ότι μας λείπουν τα τυπικά προσόντα, οι τίτλοι σπουδών.

Πράγματι, η τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει επεκταθεί θεαματικά τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό των Ελλήνων ηλικίας 25-34 ετών που κατέχουν πτυχίο ή μεταπτυχιακό τίτλο έχει σχεδόν διπλασιαστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες (από 23,1% το 2002 σε 45,2% το 2022) και πλέον ξεπερνά τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ (42,0% το 2022).

Θα περίμενε κανείς η αύξηση του αριθμού των πτυχιούχων να έχει μεταφραστεί σε αντίστοιχη αναβάθμιση των δεξιοτήτων των Ελλήνων. Συνέβη όντως αυτό; Τα ουσιαστικά προσόντα, δηλαδή η ικανότητα των ατόμων να κάνουν κάτι καλά, μετριέται πιο δύσκολα από ό,τι τα τυπικά. Όμως, όλα τα διαθέσιμα δεδομένα – χωρίς εξαίρεση – είναι ανησυχητικά.

Η πιο πολύτιμη (και παραγνωρισμένη) πηγή πληροφοριών για τα ουσιαστικά προσόντα των Ελλήνων είναι η έρευνα του «Προγράμματος για τη Διεθνή Αξιολόγηση των Δεξιοτήτων Ενηλίκων» (PIAAC), που διεξάγει κάθε 10 περίπου χρόνια ο ΟΟΣΑ σε αρχικά 27 χώρες. (Ο αριθμός των χωρών που συμμετέχουν στην έρευνα έχει πλέον ξεπεράσει τις 40.) Οι ερωτώμενοι, ένα μεγάλο δείγμα 5.000 ατόμων ηλικίας 16-65 ετών σε κάθε χώρα, εξετάζονται με κοινά θέματα σε τρία πεδία: κατανόηση κειμένου, αριθμητική, και επίλυση προβλημάτων «σε τεχνολογικά πλούσιο περιβάλλον». (Το τελευταίο δεν μετρά τις ψηφιακές δεξιότητες των ατόμων, αλλά την ικανότητα τους να επιλέγουν ανάμεσα στις διαθέσιμες πληροφορίες, να τις αξιολογούν, και να τις χρησιμοποιούν για να απαντούν σε σύνθετα ερωτήματα κρίσης με τη βοήθεια της τεχνολογίας.)


Οι δεξιότητες των πτυχιούχων

Ας αρχίσουμε με τις δεξιότητες των πρόσφατων αποφοίτων ΑΕΙ. Στο πεδίο αυτό η Ελλάδα καταγράφει απελπιστικά χαμηλές επιδόσεις: σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας PIAAC, 19% των κατόχων τίτλων σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (πτυχίο ή μεταπτυχιακό) ηλικίας έως 34 ετών ήταν λειτουργικά αναλφάβητοι. Με την ορολογία της έρευνας: «στερούνταν βασικές δεξιότητες κατανόησης κειμένου, αριθμητικής, και επίλυσης προβλημάτων», δηλαδή δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν σύντομα κείμενα πάνω σε καθημερινά θέματα, να κάνουν απλές πράξεις με ακέραιους αριθμούς, ή να εντοπίσουν μια ιστοσελίδα στο διαδίκτυο.

Διάγραμμα 1: Πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 20-34 ετών χωρίς βασικές δεξιότητες (%)


Η επίδοση αυτή κατέτασσε τη χώρα μας στην τελευταία θέση (μαζί με την Τουρκία) μεταξύ των 27 χωρών του ΟΟΣΑ που συμμετείχαν στην έρευνα. Μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), το ποσοστό της Ελλάδας ήταν διπλάσιο από εκείνο της Λιθουανίας (9%), της χώρας με τη δεύτερη χειρότερη επίδοση. Στο άλλο άκρο της διεθνούς κατάταξης, στο Βέλγιο, στην Τσεχία, και στη Φινλανδία, το ποσοστό των λειτουργικά αναλφάβητων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας έως 34 ετών ήταν κάτω από 3%.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, το ποσοστό των λειτουργικά αναλφάβητων στην ίδια ηλικιακή ομάδα (έως 34 ετών) ήταν χαμηλότερο μεταξύ όσων δεν προχώρησαν πέρα από το τριτάξιο Γυμνάσιο στην Τσεχία (17%) από ό,τι μεταξύ των αποφοίτων ΑΕΙ στην Ελλάδα (19%).

Και στις μέσες δεξιότητες των πτυχιούχων, η χώρα μας υστερεί σε σύγκριση με τις άλλες χώρες. Όπως δείχνουν τα σχετικά δεδομένα, η μέση επίδοση στην κατανόηση κειμένου των αποφοίτων ΑΕΙ ήταν χαμηλότερη στην Ελλάδα από ό,τι εκείνη των κατόχων το πολύ απολυτηρίου λυκείου (ή κάποιου τίτλου μεταλυκειακής εκπαίδευσης) στη Σουηδία, στη Φινλανδία, στη Σλοβακία, και στην Αγγλία. (Τα τελευταία αυτά αποτελέσματα αφορούν άτομα ηλικίας 25-65 ετών.)


Οι δεξιότητες στον υπόλοιπο πληθυσμό

Φυσικά, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σύμφωνα με τα ευρήματα της ίδιας έρευνας, το ποσοστό των κατόχων μόνο απολυτηρίου λυκείου (ή το πολύ μεταλυκειακής εκπαίδευσης) ηλικίας έως 34 ετών που ήταν λειτουργικά αναλφάβητοι στην Ελλάδα έφθανε το 28% – δεύτερη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ μετά την Πολωνία (29%). Στα κράτη μέλη με την καλύτερη επίδοση (Φινλανδία, Ολλανδία, Σουηδία, Αυστρία) το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 7%.

Γενικά, η θεαματική επέκταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (και η γενίκευση και επιμήκυνση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης) τα τελευταία 30-40 χρόνια δεν έχει μεταφραστεί σε αντίστοιχη πρόοδο στην αφομοίωση των βασικών δεξιοτήτων.

Όπως δείχνουν τα δεδομένα της έρευνας, στο πεδίο της κατανόησης κειμένου η μέση επίδοση των Ελλήνων που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’80 ήταν μόλις 6 μονάδες υψηλότερη από εκείνη όσων γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’50. Ως μέτρο σύγκρισης, η διαφορά μεταξύ των δύο γενεών στο σύνολο των 27 χωρών που πήραν μέρος στην έρευνα έφθανε κατά μέσο όρο τις 29 μονάδες.

Πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση στη χώρα μας, διαπίστωνε ότι συνολικά περίπου 2 εκατομμύρια Έλληνες ηλικίας 15 έως 65 είχαν χαμηλές δεξιότητες κατανόησης κειμένου, ενώ ακόμη περισσότεροι είχαν χαμηλές δεξιότητες αριθμητικής. «Πρόκειται για άτομα που δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να σταθούν ως πολίτες και ως εργαζόμενοι.»

Πράγματι, για να σταθεί κανείς καλά ως πολίτης και ως εργαζόμενος στη σύγχρονη εποχή είναι ανάγκη να διαθέτει «σφαιρικές δεξιότητες». Αυτό σημαίνει να είναι σε θέση να κατανοεί πυκνά ή μακροσκελή κείμενα, να αντιλαμβάνεται ρητορικά σχήματα, να εντοπίζει, να ερμηνεύει και να αξιολογεί πληροφορίες, και να βγάζει λογικά συμπεράσματα. Επίσης, να μπορεί να ερμηνεύει και να υπολογίζει βασικά στατιστικά δεδομένα σε κείμενα, πίνακες, ή διαγράμματα. Τέλος, να έχει τη δυνατότητα να συμπληρώνει μια αίτηση online, να συνδυάζει πληροφορίες από δύο ή παραπάνω ιστοσελίδες, να λύνει προβλήματα σε ένα φύλλο εργασίας χρησιμοποιώντας τη συνάρτηση που ταξινομεί τα περιεχόμενα μιας στήλης με αλφαβητική σειρά ή κατά αύξοντα αριθμό κτλ.

Ποιο είναι το ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (άτομα ηλικίας 16-65) που διαθέτει «σφαιρικές δεξιότητες» κατανόησης κειμένου, αριθμητικής και επίλυσης προβλημάτων στην Ελλάδα; Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας PIAAC, δεν ξεπερνά το 9% – το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό μετά τη Χιλή και την Τουρκία ανάμεσα όλες τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα. Στο αντίθετο άκρο της διεθνούς κατάταξης (στο Βέλγιο, στη Δανία, στην Αυστραλία, στη Ν. Ζηλανδία, στην Ιαπωνία, στη Νορβηγία, στη Σουηδία, στην Ολλανδία – καθώς και στη Φινλανδία, που είχε την καλύτερη επίδοση στον κόσμο), σφαιρικές δεξιότητες διαθέτει πάνω από το ένα τρίτο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

Διάγραμμα 2: Άτομα ηλικίας 16-65 ετών με σφαιρικές δεξιότητες (%)

(Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα στοιχεία της έρευνας PIAAC που αναφέρονται παραπάνω αφορούν το έτος 2015. Νεότερα στοιχεία δεν έχουμε, αφού η Ελλάδα δεν έχει μέχρι στιγμής συμμετάσχει στον δεύτερο κύκλο της έρευνας. Αυτή τη στιγμή καταβάλλονται προσπάθειες να πάρει μέρος η χώρα μας στον επόμενο γύρο συλλογής στοιχείων, ο οποίος θα πραγματοποιηθεί το 2024-2029. Ας ελπίσουμε ότι θα ευδοκιμήσουν.)

Σε εξίσου ανησυχητικά αποτελέσματα καταλήγουν οι μετρήσεις του Ευρωπαϊκού Δείκτη Δεξιοτήτων (ESI). Ο δείκτης αυτός καταρτίζεται από το CEDEFOP, το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (με έδρα τη Θεσσαλονίκη), με σκοπό την αξιολόγηση των επιδόσεων των «συστημάτων δεξιοτήτων» σε 31 ευρωπαϊκές χώρες (δηλαδή στα 27 κράτη μέλη της ΕΕ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ελβετία, στη Νορβηγία, καθώς και στην Ισλανδία). Οι τιμές του δείκτη ESI για το 2022 κατέτασσαν την Ελλάδα στην 29η θέση (τρίτη από το τέλος, μετά την Ιταλία και την Ισπανία).


Οι δεξιότητες των μαθητών

Στις 5 Δεκεμβρίου 2023 ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα για το 2022 της γνωστής έρευνας PISA («Πρόγραμμα για τη Διεθνή Αξιολόγηση των Μαθητών») που διεξάγει ο ΟΟΣΑ. Η έρευνα μετρά το κατά́ πόσον οι γνώσεις και οι δεξιότητες των 15χρονων μαθητών και μαθητριών τους επιτρέπουν να ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής στις σύγχρονες κοινωνίες. Η έρευνα του 2022 εξέτασε πάνω από 100.000 μαθητές 15 ετών σε 81 χώρες, με κοινά θέματα σε τρία γνωστικά αντικείμενα: ανάγνωση, μαθηματικά, και επιστήμες. Στην Ελλάδα πήραν μέρος 6.403 μαθητές από 230 σχολεία (Γυμνάσια, Γενικά́ Λύκεια και Επαγγελματικά́ Λύκεια, δημόσια και ιδιωτικά́).

Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι υπερβολικά λίγοι μαθητές στην Ελλάδα σημειώνουν εξαιρετικές επιδόσεις: 2% στην κατανόηση κειμένου και στα μαθηματικά, και 1% στις επιστήμες (μέσος όρος ΟΟΣΑ: 9%, 7%, και 7% αντιστοίχως). Αντίθετα, στη χώρα μας ένα υπερβολικά υψηλό ποσοστό 15χρονων παιδιών στερούνται τις πιο βασικές από τις δεξιότητες που (θα έπρεπε να) εγγυάται η φοίτηση στο γυμνάσιο. Όπως αναφέρει μια αναλυτική περιγραφή των ευρημάτων:

«Το 47% των παιδιών στην Ελλάδα […] είναι ανίκανα να κάνουν απλά πράγματα, όπως να μετατρέψουν ποσά από το ένα νόμισμα στο άλλο, ή να συγκρίνουν αποστάσεις δύο διαφορετικών διαδρομών. […] Στην κατανόηση κειμένου, το 38% των παιδιών στην Ελλάδα […] δεν μπορούν να εντοπίσουν το κεντρικό νόημα ή να αντλήσουν πληροφορίες από κείμενα μεσαίου μεγέθους, ούτε να εξηγήσουν ή να αξιολογήσουν πτυχές κειμένων όταν τους ζητηθεί. […] Το 37% των παιδιών δεν μπορούν να εξηγήσουν ή να σχολιάσουν κοινά επιστημονικά φαινόμενα.»

Σε σύγκριση με τους συνομήλικους τους σε άλλες χώρες οι 15χρονοι μαθητές στην Ελλάδα υστερούν σημαντικά: κατετάγησαν 41οι στην κατανόηση κειμένου, 44οι στις φυσικές επιστήμες, και 44οι στα μαθηματικά (που ήταν το κύριο αντικείμενο της έρευνας του 2022).

Στην κατανόηση κειμένου, η χώρα μας βρέθηκε σε παρόμοια θέση με τη Σερβία και την Ισλανδία. Στις επιστήμες, με τη Σερβία, την Ισλανδία, το Μπρουνέι, τη Χιλή, και την Ουρουγουάη. Στα μαθηματικά, με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Ρουμανία, το Καζακστάν, και τη Μογγολία.

Η Σιγκαπούρη ήταν η χώρα με την καλύτερη επίδοση και στα τρία αντικείμενα. Πολύ καλά τα πήγαν και οι «ασιατικές τίγρεις», με την Ταϊβάν, την Ιαπωνία, την Κορέα, και δύο περιοχές της Κίνας (Μακάο και Χονγκ Κονγκ, και οι δύο πρώην αποικίες) στην πρώτη δεκάδα, ή σχεδόν (το Χονγκ Κονγκ ήρθε 11ο στην κατανόηση κειμένου).

Από τις δυτικές χώρες, την καλύτερη επίδοση σημείωσαν η Εσθονία και ο Καναδάς: και οι δύο πλασαρίστηκαν στην πρώτη δεκάδα και στα τρία αντικείμενα. Το ίδιο πέτυχαν στα μαθηματικά η Ελβετία και η Ολλανδία, στις επιστήμες η Φινλανδία και η Αυστραλία, ενώ στην κατανόηση κειμένου η Ιρλανδία, οι ΗΠΑ, και η Νέα Ζηλανδία.

Κατά τα άλλα, στην Ελλάδα τα κορίτσια τα πήγαν πολύ καλύτερα από τα αγόρια στην κατανόηση κειμένου (αλλά το ίδιο άσχημα στα μαθηματικά), τα παιδιά από πλούσιες οικογένειες σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις από τα παιδιά των φτωχών, ενώ τα παιδιά μεταναστών τα πήγαν χειρότερα από τα παιδιά γηγενών (και μάλιστα ακόμη και όταν το οικογενειακό εισόδημα ήταν συγκρίσιμο, πράγμα που δεν συμβαίνει στις περισσότερες άλλες χώρες).

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στη χώρα μας οι χαμηλές επιδόσεις των 15χρονων μαθητών συχνά συνδυάζονται με υπερβολική αυτοπεποίθηση. Τα αποτελέσματα της προτελευταίας έρευνας PISA (του 2018) δείχνουν ότι το ποσοστό όσων δήλωναν ικανοί να κατανοούν δύσκολα κείμενα, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν σε θέση να βγάλουν λογικά συμπεράσματα αντλώντας πληροφορίες από δύο ή περισσότερα κείμενα, έφτανε στην Ελλάδα το 33% (έναντι 26% στην ΕΕ).

Όπως εξηγούμε αλλού, αυτός ο δηλητηριώδης συνδυασμός αυτοπεποίθησης και αμάθειας είναι αρκετά διαδεδομένος και μετά το τέλος του σχολείου.

Δεξιότητες και κατάρτιση: 3. Χαμηλές δεξιότητες = χαμηλή παραγωγικότητα;

Δημοσιεύθηκε ως Special Report της εφημερίδας «Καθημερινή» (Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023).

Όλες οι έρευνες που αναλύουμε σε άλλο άρθρο δείχνουν ότι, παρά τον πληθωρισμό πτυχίων, συγκριτικά με τους πολίτες άλλων χωρών, στο πεδίο των δεξιοτήτων υστερούμε σημαντικά.

Ο καλόπιστος αναγνώστης μπορεί εδώ να αναρωτηθεί: «Και λοιπόν; Γιατί είναι μεγάλο πρόβλημα αυτό; Δεν καταφέρνουμε τελικά να τα βγάζουμε πέρα και χωρίς δεξιότητες;»

Πράγματι: χάρη στον ήλιο, τη θάλασσα, και την ένταξη στην ΕΕ, τα βγάζουμε πέρα. Μέχρι εκεί όμως. Όπως εξηγούσαμε σε πρόσφατη σειρά άρθρων, ακόμη και η σχετικά ταχεία ανάπτυξη της τελευταίας διετίας φαίνεται να έχει εξαντλήσει τη δυναμική της, και πλέον αναπαράγει τα προβλήματα (π.χ. διόγκωση του εξωτερικού ελλείμματος) που το 2010 οδήγησαν στην κρίση χρέους. Η αναβάθμιση του μοντέλου ανάπτυξης, κεντρική έγνοια της έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη – δηλαδή η ενίσχυση των δυναμικών οικονομικών δραστηριοτήτων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας (και υψηλότερων αμοιβών), που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες που στέκονται ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές – παραμένει ζητούμενο.


Η σημασία της παραγωγικότητας

Μια οικονομία μπορεί να μεγαλώσει με δύο και μόνο τρόπους: αυξάνοντας την απασχόληση του εργατικού δυναμικού (το ποσοστό του πληθυσμού που εργάζεται, και τον συνολικό αριθμό των ωρών εργασίας), ή/και αυξάνοντας την παραγωγικότητα της εργασίας (το προϊόν που παράγεται ανά εργαζόμενο, ή ανά ώρα εργασίας).

Η Ελλάδα υστερεί και στα δύο αυτά μεγέθη. Το ποσοστό απασχόλησης στη χώρα μας ξεπέρασε το αντίστοιχο του 2008 μόλις το καλοκαίρι του 2023, και παραμένει το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ (μόνο στην Ιταλία είναι χαμηλότερο). Όσο για την παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα, η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις (Οκτώβριος 2023) αναφέρει ότι είναι 29% χαμηλότερη από το μέσο όρο των κρατών μελών του ΟΟΣΑ, και 56% χαμηλότερη από το μέσο όρο των 5 κρατών μελών με την καλύτερη επίδοση (στοιχεία 2022).

Παραδόξως, παρότι τόσο η χαμηλή παραγωγικότητα όσο και οι χαμηλές δεξιότητες συνιστούν σοβαρούς περιοριστικούς παράγοντες για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας, η μεταξύ τους σχέση είναι σύνθετη. Στην Ιταλία και στην Ισπανία, η παραγωγικότητα της εργασίας είναι υψηλότερη από ό,τι στην Ελλάδα, παρότι οι βασικές δεξιότητες (κατανόησης κειμένου, ή αριθμητικής) είναι χαμηλότερες. Οι διαφορές ανάμεσα στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ στην παραγωγικότητα της εργασίας δεν συσχετίζονται στατιστικά με τις διαφορές στις βασικές δεξιότητες των εργαζομένων.


Αιτίες της χαμηλής παραγωγικότητας στην Ελλάδα

Πώς τότε ερμηνεύεται το χάσμα παραγωγικότητας μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων χωρών; Τα δεδομένα του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι δύο παράγοντες ευθύνονται για αυτό: ο πρώτος είναι η χαμηλή ένταση κεφαλαίου (που μετρά τον όγκο του παραγωγικού κεφαλαίου στην εθνική οικονομία), ενώ ο δεύτερος είναι η χαμηλή συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (TFP) (που μετρά το πόσο παραγωγικά συνδυάζεται η εργασία, το κεφάλαιο, οι πρώτες ύλες, η ενέργεια, και άλλες εισροές).

Διάγραμμα 3Προσδιοριστικοί παράγοντες της παραγωγικότητας της εργασίας (%)


(Για την καλύτερη κατανόηση του τι σημαίνει συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής, και γιατί είναι σημαντική, δείτε το τρίλεπτο φιλμάκι του Γραφείου Στατιστικών Εργασίας των ΗΠΑ.)

Συνεπώς, εάν προηγουμένως δεν αυξηθούν οι παραγωγικές επενδύσεις, και δεν βελτιωθεί η διαχειριστική ικανότητα των μάνατζερ των ελληνικών επιχειρήσεων να συνδυάζουν τους διαθέσιμους υλικούς και άυλους πόρους με τον πιο παραγωγικό τρόπο, η αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων από μόνη της θα έχει περιορισμένη συμβολή στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

Φυσικά, ισχύει και το αντίστροφο: εάν από τη μια μέρα στην άλλη αυξάνονταν οι παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα και ταυτόχρονα βελτιωνόταν η διαχειριστική ικανότητα των Ελλήνων μάνατζερ, τότε οι χαμηλές δεξιότητες των εργαζομένων θα αποδεικνύονταν τροχοπέδη για την ανάπτυξη. Μόνο τότε όμως.


Ο ρόλος του εργασιακού περιβάλλοντος

Πάντως, προς το παρόν τουλάχιστον, οι χαμηλές δεξιότητες των εργαζομένων δεν φαίνεται να είναι ο κύριος περιοριστικός παράγοντας για την επιτάχυνση της διατηρήσιμης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Ένας λόγος για αυτό είναι ότι η θετική επίδραση των δεξιοτήτων των εργαζομένων στο παραγόμενο προϊόν προϋποθέτει ένα εργασιακό περιβάλλον που να τις ενσωματώνει και να τις αξιοποιεί.

Όπως αναφέρει προηγούμενη έκθεση του ΟΟΣΑ: «Η εντατική χρήση δεξιοτήτων επεξεργασίας πληροφοριών εκ μέρους των εργαζομένων σχετίζεται στενά και θετικά με την εφαρμογή μεθόδων διοίκησης επιχειρήσεων και μορφών οργάνωσης της εργασίας που περιγράφονται ως εργασιακές πρακτικές υψηλής απόδοσης. […] Οι εργαζόμενοι σε θέσεις εργασίας που επωφελούνται από τέτοιες πρακτικές κάνουν μεγαλύτερη χρήση δεξιοτήτων κατανόησης και σύνταξης κειμένου, αριθμητικής, τεχνολογίας, και επίλυσης προβλημάτων.»

Τα δεδομένα δείχνουν ότι στην Ελλάδα ελάχιστες θέσεις εργασίας βρίσκονται σε επιχειρήσεις ή σε οργανισμούς που υιοθετούν εργασιακές πρακτικές υψηλής απόδοσης: μόλις το 10%, δηλαδή λιγότερες από ό,τι σε όλες τις χώρες που πήραν μέρος στη σχετική έρευνα του ΟΟΣΑ, εκτός από την Τζακάρτα (Ινδονησία). Στις Σκανδιναβικές χώρες το ποσοστό των θέσεων εργασίας σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς που εφαρμόζουν τέτοιες πρακτικές υπερβαίνει το 40%.

Διάγραμμα 4Επιχειρήσεις ή οργανισμοί που υιοθετούν εργασιακές πρακτικές υψηλής απόδοσης


Σε παρόμοια συμπεράσματα οδηγεί η μελέτη του Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) της ΕΕ. Τα αποτελέσματα του δείκτη για το 2022 δείχνουν ότι «η Ελλάδα κατατάσσεται 22η στην ΕΕ όσον αφορά την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας στις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Μόνο το 39% των [μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων] παρουσιάζουν τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης, έναντι 55% που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ.»


Οι δεξιότητες των εργοδοτών

Εξίσου αποκαρδιωτικά είναι τα ευρήματα άλλων ερευνών για την οργάνωση και τη διοίκηση των επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Η Παγκόσμια Έρευνα Διοίκησης Επιχειρήσεων (WMS) συλλέγει στοιχεία από τυχαίο δείγμα μεταποιητικών επιχειρήσεων μεσαίου μεγέθους σε αρχικά 20 (πλέον 35) χώρες από όλον τον κόσμο, με σκοπό να ερμηνεύσει τις διαφορές παραγωγικότητας μεταξύ χωρών, καθώς και μεταξύ επιχειρήσεων στο εσωτερικό κάθε χώρας.

Τα αποτελέσματα της έρευνας WMS δείχνουν ότι οι χαμηλές επιδόσεις της χώρας μας δεν περιορίζονται στις δεξιότητες των μαθητών και των εργαζομένων (και των ανέργων), αλλά αφορούν επίσης τις διαχειριστικές ικανότητες των εργοδοτών. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας (για το 2014), οι μάνατζερ των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων κατέγραφαν χαμηλότερες επιδόσεις από εκείνες των ομολόγων τους στην Ινδία, στη Βραζιλία, στην Κίνα, στην Αργεντινή, στη Χιλή, καθώς και σε όλες τις υπόλοιπες χώρες της έρευνας. Στις τρεις πρώτες θέσεις της διεθνούς κατάταξης βρίσκονταν οι μάνατζερ στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, και στη Σουηδία.

Διάγραμμα 5Διαχειριστικές ικανότητες των μάνατζερ μεταποιητικών επιχειρήσεων


Πρόσφατη μελέτη συνόψιζε τα αποτελέσματα της έρευνας WMS ως εξής: «Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν τις χειρότερες επιδόσεις σε θέματα που απαιτούν διαχείριση ανθρώπων, προγραμματισμό και εποπτεία, που απαιτούν συνέργειες, διάλογο, και συνεργασία. Τα καταφέρνουν καλύτερα σε θέματα που απαιτούν τη λήψη αποφάσεων, ενδεχομένως από ένα μόνο άτομο.»

Άλλη επισκόπηση των ευρημάτων της ίδιας έρευνας κατέληγε σε αντίστοιχα συμπεράσματα, και στη συνέχεια πρόσθετε κάτι άλλο ενδιαφέρον: «Ο μέσος Έλληνας μάνατζερ δείχνει να μην έχει συναίσθηση του πόσο παρωχημένες είναι οι διοικητικές του πρακτικές, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται μεγάλη αυτοπεποίθηση για την ποιότητα του μάνατζμεντ της επιχείρησής του.»


Αναντιστοιχία δεξιοτήτων

Σε συνθήκες χαμηλών ικανοτήτων των εργοδοτών, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα ουσιαστικά προσόντα των εργαζομένων εκτιμώνται λιγότερο από ό,τι τα τυπικά. Όπως δείχνουν τα δεδομένα του ΟΟΣΑ, σε σχέση με άλλες χώρες, στην Ελλάδα η απασχόληση και οι αμοιβές επηρεάζονται λιγότερο από τις δεξιότητες και περισσότερο από το επίπεδο εκπαίδευσης. (Όπως είδαμε αλλού, τα δύο αυτά δεν συμβαδίζουν πάντοτε).

Πράγματι, μεταξύ ατόμων με το ίδιο εκπαιδευτικό επίπεδο, τα άτομα με καλύτερες δεξιότητες είχαν ελαφρώς χαμηλότερη πιθανότητα να εργάζονται, και αμείβονταν ελάχιστα περισσότερο. Αντιστρόφως, μεταξύ ατόμων με τις ίδιες δεξιότητες, εκείνα με υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο είχαν σαφώς υψηλότερη πιθανότητα να εργάζονται, ενώ αμείβονταν σημαντικά περισσότερο. Τα τυπικά προσόντα εκτιμώνται στη χώρα μας περισσότερο από τα ουσιαστικά.

Διάγραμμα 6Συμβολή δεξιοτήτων κατανόησης κειμένου στην απασχόληση και στις αποδοχές


Μάλιστα, τα δεδομένα δείχνουν ότι στην Ελλάδα η κατοχή υψηλών δεξιοτήτων ανάγνωσης (κατανόησης περίπλοκων κειμένων) επηρεάζει ελάχιστα τις αμοιβές των χαμηλόμισθων, ενώ αυξάνει λίγο τις αμοιβές των υψηλόμισθων (πολύ λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες).

Επί πλέον, παρότι οι δεξιότητες στην Ελλάδα είναι αναμφίβολα χαμηλές, πολλοί εργαζόμενοι απασχολούνται σε θέσεις εργασίας που απαιτούν χαμηλότερες δεξιότητες από ό,τι εκείνοι διαθέτουν. Όπως σημειώνει σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα το 28% των εργαζομένων διέθεταν υψηλότερες δεξιότητες κατανόησης κειμένου από ό,τι απαιτούσε η δουλειά τους – μπορούσαν δηλαδή να θεωρηθούν υπερκαταρτισμένοι. Σε καμιά άλλη χώρα δεν ήταν τόσο υψηλό αυτό το ποσοστό. (Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν 11%.)

Ίσχυε και το αντίστροφο: το 7% των εργαζομένων στην Ελλάδα διέθεταν χαμηλότερες δεξιότητες κατανόησης κειμένου από ό,τι απαιτούσε η δουλειά τους – ήταν δηλαδή υποκαταρτισμένοι. (Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν 4%.)

Διάγραμμα 7: Αναντιστοιχία δεξιοτήτων κατανόησης κειμένου και απαιτήσεων θέσης εργασίας (%)


Και στις αναλύσεις του CEDEFOP, η αναντιστοιχία δεξιοτήτων αναδεικνύεται ως ιδιαίτερο πρόβλημα της χώρας. Η επίδοση της Ελλάδας στον επιμέρους δείκτη «αντιστοίχιση τυπικών προσόντων» του Ευρωπαϊκού Δείκτη Δεξιοτήτων για το 2022 ήταν 1,1 (στα 100), δηλαδή 98,9% χαμηλότερη από την «ιδεώδη επίδοση». (Η «ιδεώδης επίδοση» είναι η υψηλότερη επίδοση των τελευταίων 7 ετών μεταξύ όλων των χωρών που συμμετέχουν στην έρευνα.) Όσο για την επίδοση της χώρας στον δείκτη «απασχόληση πρόσφατων αποφοίτων ΑΕΙ» ήταν μηδέν (0,0).

Όχι αβάσιμα, οι εργοδοτικές οργανώσεις αποδίδουν την υπερκατάρτιση – εν μέρει τουλάχιστον – σε εσφαλμένες επιλογές εκπαιδευτικής πολιτικής. Η βαθμιαία απαξίωση της μέσης τεχνικής και της ανώτερης τεχνολογικής εκπαίδευσης, που έφτασε στο αποκορύφωμά της με την κατάργηση και «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ το 2018-2019, τροφοδοτεί την αναντιστοιχία δεξιοτήτων: μια μεταποιητική μονάδα που αναζητά εργοδηγό, ή τεχνικό, ή τεχνολόγο συχνά δεν έχει άλλη επιλογή από το να προσλάβει κάποιον (υπερκαταρτισμένο) απόφοιτο Πολυτεχνείου.


Ας ανακεφαλαιώσουμε τα συμπεράσματά μας έως αυτό το σημείο.

Όλες οι διεθνείς συγκρίσεις δείχνουν ότι οι μέσες δεξιότητες των μαθητών, των πτυχιούχων, των εργαζομένων, των ανέργων, και των εργοδοτών στην Ελλάδα παραμένουν απελπιστικά χαμηλές, παρά τον πληθωρισμό των «χαρτιών» – από τα πτυχία και τους μεταπτυχιακούς τίτλους έως τα πιστοποιητικά κατάρτισης.

Η παραγωγικότητα της εργασίας είναι επίσης πολύ χαμηλή συγκριτικά με τις άλλες χώρες – τόσο χαμηλή που δεν επιτρέπει την αναβάθμιση του μοντέλου ανάπτυξης της Ελλάδας.

Όμως προσοχή: για τη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα δεν ευθύνονται τόσο οι χαμηλές δεξιότητες των εργαζομένων, όσο η μεγάλη ένδεια παραγωγικών επενδύσεων, καθώς και οι οργανωτικές και διαχειριστικές αδυναμίες των ελληνικών επιχειρήσεων.

Άλλωστε, παρά το απελπιστικά χαμηλό επίπεδο των δεξιοτήτων στη χώρα μας, απίστευτα πολλές θέσεις εργασίας απαιτούν χαμηλότερες δεξιότητες από αυτές που διαθέτουν οι εργαζόμενοι που τις κατέχουν.

Το λογικό συμπέρασμα των παραπάνω είναι ότι η αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων δεν μπορεί από μόνη της να συμπαρασύρει την ελληνική οικονομία προς ένα δυναμικότερο μοντέλο ανάπτυξης. Στο σημείο όπου βρισκόμαστε σήμερα, η προτεραιότητα πρέπει να είναι οι παραγωγικές επενδύσεις, και η αναβάθμιση των διαχειριστικών δεξιοτήτων των εργοδοτών.