Δημοσιεύθηκε ως Special Report της εφημερίδας «Καθημερινή» (Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023).
Τι ακριβώς εννοούμε όταν μιλάμε για δεξιότητες; Οπωσδήποτε δεν εννοούμε τα τυπικά προσόντα των ατόμων, τους τίτλους σπουδών, τα διάφορα «χαρτιά» που έχουν συγκεντρώσει. Εννοούμε τα ουσιαστικά προσόντα τους: δηλ. την ικανότητά τους να κάνουν κάτι, και να το κάνουν καλά.
Πρόσφατη ανάλυση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) διακρίνει τις δεξιότητες σε (α) γνωστικές και μεταγνωστικές, (β) κοινωνικές και συναισθηματικές, και (γ) πρακτικές. Άλλες κατηγοριοποιήσεις έχουν προταθεί από άλλους διεθνείς οργανισμούς, καθώς και από τους ειδικούς.
Οι γνωστικές δεξιότητες αφορούν διανοητικές λειτουργίες, από τις πιο γενικές και απαραίτητες σε όλους (κατανόηση κειμένου, αριθμητική, επίλυση προβλημάτων) έως τις πιο σύνθετες και ειδικές (ανάκληση και αξιοποίηση των αφομοιωμένων γνώσεων). Οι μεταγνωστικές δεξιότητες συμπεριλαμβάνουν την κριτική και δημιουργική σκέψη, την επινοητικότητα, την προθυμία απόκτησης νέων γνώσεων, τον αναστοχασμό και τη συνειδητοποίηση των ορίων μας.
Οι κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες διδάσκονται δύσκολα, αλλά είναι εξίσου κρίσιμες για την επιτυχημένη σταδιοδρομία των ατόμων στην εκπαίδευση, στην αγορά εργασίας, και στην κοινωνία (ως πολίτες, και ως μέλη οικογένειας ή ομάδας). Σε αυτές συγκαταλέγονται η ικανότητα επικοινωνίας και συνεργασίας, η υπευθυνότητα και συνέπεια, η προσαρμοστικότητα, η ανάληψη πρωτοβουλιών, η αποφυγή και επίλυση συγκρούσεων, ο σεβασμός της διαφορετικότητας κ.ά.
Οι πρακτικές δεξιότητες αναφέρονται στην ικανότητα χρήσης εργαλείων, συσκευών και οργάνων για την εκτέλεση κάποιας λειτουργίας. Αυτές μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους: από το πώς φτιάχνει κανείς μελομακάρονα, πώς επισκευάζει μια υδραυλική βλάβη, πώς μανουβράρει ένα περονοφόρο όχημα τύπου «κλαρκ», έως το πώς παίζει τένις, ή κλαρινέτο. Στις πρακτικές δεξιότητες συμπεριλαμβάνεται η εξοικείωση με κινητά και τάμπλετ, η καθημερινή φροντίδα του εαυτού μας, καθώς και η σωματική δύναμη και αντοχή.
Όλες οι κατηγορίες δεξιοτήτων είναι απαραίτητες. Η καλώς εννοούμενη περιέργεια (πώς λειτουργεί το x; γιατί γίνεται έτσι το y; υπάρχει καλύτερος τρόπος για να κάνουμε το z;), χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ανήσυχου πνεύματος, είτε είναι εφευρέτης είτε μάστορας, συνδυάζει γνωστικές, μεταγνωστικές, κοινωνικές, συναισθηματικές και πρακτικές δεξιότητες.
Οι πρακτικές δεξιότητες βοηθούν την ανάπτυξη όλων των υπόλοιπων δεξιοτήτων. Η επιδεξιότητα έχει άπειρες εφαρμογές, πέρα από τα χειρωνακτικά επαγγέλματα, από τη χρήση συσκευών έως τη φροντίδα του εαυτού και των άλλων. Η εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου απαιτεί επιμονή, αυτοσυγκέντρωση, και αυτενέργεια. Τα ομαδικά αθλήματα γυμνάζουν και το πνεύμα εκτός από το σώμα: καλλιεργούν τη συνεργασία, την ευστροφία, τις ηγετικές ικανότητες, την αντοχή (σωματική και ψυχική, όταν είμαστε πίσω στο σκορ), την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας.
Επί πλέον, οι δημογραφικές και πληθυσμιακές αλλαγές αυξάνουν τη σημασία των κοινωνικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων. Τα δεδομένα δείχνουν ότι όσοι διαθέτουν και καλλιεργούν τέτοιες δεξιότητες τα πηγαίνουν καλύτερα στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας, και κινδυνεύουν λιγότερο να χάσουν τη δουλειά τους εξαιτίας της τεχνολογικής εξέλιξης.
Τέλος, οι γνωστικές δεξιότητες παραμένουν φυσικά αναγκαίες. Όμως, σε έναν κόσμο που αλλάζει, οι μεταγνωστικές δεξιότητες γίνονται όλο και πιο πολύτιμες. Η επίλυση σύνθετων προβλημάτων προϋποθέτει δημιουργικότητα και κριτική σκέψη. Η προσαρμογή σε συνθήκες που αλλάζουν ταχύτατα απαιτεί ευελιξία, προθυμία για «ξεβόλεμα», ικανότητα συνεννόησης με όσους είναι διαφορετικοί, επικαιροποίηση των γνώσεων και των ικανοτήτων.
Γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι στις παραπάνω δεξιότητες συμπεριλαμβάνονται πολλά από τα λεγόμενα soft skills, τα οποία δικαίως αναζητούν οι εργοδότες (και διαμαρτύρονται ότι σπανίζουν στους νέους που αναζητούν εργασία: συνέπεια, ευγένεια, προθυμία), μαζί με κάποια άλλα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα αλλά ούτε αυτά παρέχονται από το εκπαιδευτικό σύστημα: πώς γράφουμε ένα email, πώς κάνουμε μια παρουσίαση, πώς φερόμαστε στους πελάτες, και άλλα.
Σε τι χρησιμεύουν οι μη ψηφιακές δεξιότητες στην ψηφιακή εποχή;
Μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν ότι, αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, οι στενά εννοούμενες «ψηφιακές δεξιότητες» (από την ευχέρεια στη χρήση τεχνολογιών έως την ανάπτυξη λογισμικού) δεν αρκούν από μόνες τους, παρότι φυσικά είναι αναγκαίες, στις σημερινές συνθήκες μετάβασης προς την ψηφιακή οικονομία.
Το πόσο πολύτιμες παραμένουν οι μη ψηφιακές δεξιότητες μας το δείχνουν τα πρόσφατα ερευνητικά ευρήματα για τις επιπτώσεις της τεχνολογικής προόδου στην αγορά εργασίας.
Πράγματι, η ρομποτική και η τεχνολογία πληροφορίας και επικοινωνίας έχουν μειώσει πολύ τη ζήτηση των επιχειρήσεων και των οργανισμών για εργαζόμενους μεσαίας ειδίκευσης σε εργασίες ρουτίνας, π.χ. ταμίες, δακτυλογράφους, βοηθούς λογιστές, ή βιομηχανικούς εργάτες. Για παράδειγμα, οι ταμειακές μηχανές και τα λογιστικά προγράμματα εκτελούν γρήγορα και αλάνθαστα πολλές επαναλαμβανόμενες εργασίες ρουτίνας στο γραφείο, τα βιομηχανικά ρομπότ εκτελούν γρήγορα και αλάνθαστα (και χωρίς ατυχήματα) πολλές επαναλαμβανόμενες εργασίες ρουτίνας στο εργοστάσιο – και ούτω καθεξής.
Κάποιες από τις δεξιότητες που αχρηστεύει η τεχνολογία μπορεί να είναι αξιοθαύμαστες. Οι οδηγοί των μαύρων ταξί στο Λονδίνο είναι υπερήφανοι κάτοχοι της «Γνώσης», όπως λέγεται το απαιτητικό τεστ για την είσοδο στο επάγγελμα, που θεσμοθετήθηκε το 1865. Το τεστ προβλέπει την απομνημόνευση ούτε λίγο ούτε πολύ 320 βασικών διαδρομών μέσα από 25.000 δρόμους σε ακτίνα 6 μιλίων (περίπου 10 χιλιομέτρων) από το κέντρο της πόλης (συγκεκριμένα: το Charing Cross). Στα μαύρα ταξί του Λονδίνου, ο πελάτης απλώς αναφέρει τη διεύθυνση, και ο οδηγός πηγαίνει κατευθείαν εκεί, χωρίς να συμβουλευθεί χάρτη ή να ζητήσει οδηγίες: από μνήμης. Όπως γίνεται αμέσως αντιληπτό, πρόκειται ακριβώς για το είδος της επαναλαμβανόμενης εργασίας ρουτίνας που εύκολα αντικαθίσταται από την τεχνολογία – σε αυτή την περίπτωση, από το γνωστό GPS. Τα μαύρα ταξί στο Λονδίνο υπάρχουν ακόμη, και ακόμη χρεώνουν υψηλότερο κόμιστρο, αλλά το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των οδηγών τους είναι πλέον πολύ λιγότερο θεαματικό από ό,τι στο παρελθόν.
Όμως, ούτε η ρομποτική ούτε η τεχνολογία πληροφορίας και επικοινωνίας έχουν επηρεάσει τη ζήτηση για πολλές άλλες θέσεις εργασίας (ή αν την επηρέασαν το έκαναν θετικά). Κάποιες από αυτές είναι υψηλής ειδίκευσης και καλοπληρωμένες (διευθυντικά στελέχη, χειρουργοί). Άλλες είναι χαμηλότερης ειδίκευσης και μάλλον κακοπληρωμένες (δάσκαλοι γιόγκα, φροντιστές ηλικιωμένων). Το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι πρόκειται για θέσεις εργασίας με καθήκοντα που δεν αφορούν επαναλαμβανόμενες εργασίες ρουτίνας, αλλά αντίθετα απαιτούν κρίση, δημιουργικότητα, ενσυναίσθηση.
Οι δεξιότητες στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης
Ισχύει το ίδιο και για το τελευταίο τεχνολογικό κύμα, της τεχνητής νοημοσύνης; Είναι φυσικά ακόμη υπερβολικά νωρίς για να ξέρουμε. Όμως, δύο καινούριες μελέτες ρίχνουν φως σε αυτό το εξαιρετικά μπερδεμένο ζήτημα, από το οποίο θα κριθεί το μέλλον της εργασίας (και όχι μόνο).
Η πρώτη μελέτη εξέτασε τις επιπτώσεις που είχε η εμφάνιση στην αγορά του γνωστού ChatGPT, του εξελιγμένου προγράμματος τεχνητής νοημοσύνης που δημιουργεί περιεχόμενο (κείμενο, εικόνα, ήχο κτλ.), στις εργασίες που ανατίθενται σε freelance εργαζόμενους στην πλατφόρμα Upwork. Η πλατφόρμα αυτή, η μεγαλύτερη στο είδος της παγκοσμίως, φέρνει σε επαφή επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται να αναθέσουν την εκτέλεση κάποιας τεχνικής εργασίας (γραφιστικός σχεδιασμός, διόρθωση κειμένου, ανάπτυξη λογισμικού, εισαγωγή δεδομένων κ.ά.) με εργαζομένους που διαθέτουν τις αντίστοιχες δεξιότητες και εργάζονται εξ αποστάσεως ως ελεύθεροι επαγγελματίες.
Όπως δείχνει η μελέτη, οι επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης σε αυτή την ψηφιακή αγορά εργασίας έγιναν ήδη ορατές μέσα σε λίγους μόνο μήνες (η εταιρεία OpenAI λάνσαρε το ChatGPT τον Νοέμβριο 2022, ενώ η μελέτη ανέλυσε δεδομένα έως και τον Απρίλιο 2023). Οι εργαζόμενοι που ειδικεύονται στην σύνταξη, διόρθωση, και αναδιατύπωση κειμένου (writing, proofreading, and copy-editing) είδαν να μειώνεται τόσο ο αριθμός των εργασιών που τους ανατίθενται στην πλατφόρμα (-2% το μήνα), όσο και η αμοιβή τους (-5% το μήνα).
Μάλιστα, στα επαγγέλματα που πλήττονται περισσότερο, το ChatGPT φαίνεται να απειλεί την απασχόληση και τα εισοδήματα ακόμη και των πιο επιτυχημένων freelance εργαζόμενων (όσων έφερναν σε πέρας περισσότερες εργασίες, και εισέπρατταν υψηλότερη αμοιβή) – ίσως μάλιστα ιδίως εκείνων.
Η δεύτερη μελέτη θίγει το ζήτημα των επιπτώσεων της τεχνητής νοημοσύνης στα καλοπληρωμένα επαγγέλματα υψηλής ειδίκευσης. Συγκεκριμένα, η μελέτη εξέτασε τα αποτελέσματα της χρήσης GPT-4 (μιας πιο προηγμένης εκδοχής του προγράμματος) στην παραγωγικότητα 758 συμβούλων της εταιρείας Boston Consulting (μιας από τις πιο διάσημες τέτοιες εταιρείες διεθνώς). Οι σύμβουλοι που χρησιμοποιούσαν GPT-4 έφεραν σε πέρας περισσότερες εργασίες (+12%), ταχύτερα (+25%). Ήταν προχειρογραμμένες, μηχανικές, βαρετές οι εργασίες (αναλύσεις αγοράς κ.ά.) που παρήγαγαν οι σύμβουλοι της Boston Consulting με τη βοήθεια του GPT-4; Κάθε άλλο. Αντιθέτως, η ποιότητά τους κρίθηκε ως «σημαντικά καλύτερη» (+40%) σε σύγκριση με τις αντίστοιχες εργασίες που ολοκλήρωσαν οι σύμβουλοι της ομάδας ελέγχου (χωρίς GPT-4).
Η πρόσβαση στο GPT-4 φαίνεται να είχε εξισωτικά αποτελέσματα στο εσωτερικό των συγκεκριμένων επαγγελμάτων: βελτίωσε λιγότερο την επίδοση των πιο έμπειρων συμβούλων από ό,τι εκείνη των λιγότερο παραγωγικών συναδέλφων τους. Αυτό είναι αρκετά λογικό: αφού η τεχνητή νοημοσύνη αναμασά και συνοψίζει την ανθρώπινη γνώση πάνω σε κάποιο θέμα, όσοι ήδη κατέχουν καλά αυτή τη γνώση ωφελούνται λιγότερο από όσους απέχουν περισσότερο από την «πρωτοπορία».
Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η παράθεση αποδείξεων υπεροχής της τεχνητής σε σχέση με την ανθρώπινη νοημοσύνη είχε μια σημαντική εξαίρεση. Όπως διαπίστωσε η μελέτη, η χρήση του GPT-4 για την ολοκλήρωση μιας ιδιαίτερα σύνθετης εργασίας, που απαιτούσε την προσεκτική ανάγνωση ποιοτικών πληροφοριών και στη συνέχεια την ανάλυση ποσοτικών δεδομένων, είχε τα αντίθετα αποτελέσματα στην επίδοση των συμβούλων της Boston Consulting: η ποιότητα της δουλειάς όσων χρησιμοποίησαν GPT-4 για αυτό το σκοπό ήταν κατά μέσο όρο 19% χαμηλότερη από εκείνη της ομάδας ελέγχου.
Αυτό το τελευταίο εύρημα υπαινίσσεται κάτι πολύ σημαντικό. Τα διάφορα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης (τουλάχιστον όσα είναι διαθέσιμα σήμερα) χρησιμεύουν ως βοηθητικά εργαλεία, όχι ως «τυφλοσούρτες». Όποιοι αναθέτουν στο πρόγραμμα μέρος των καθηκόντων τους εξοικονομούν χρόνο και ενέργεια – αρκεί μετά να ελέγχουν προσεκτικά το προϊόν του προγράμματος, όπως ακριβώς θα έκαναν με έναν άπειρο ακόμη βοηθό, ή με τον εαυτό τους. Όποιοι ξεχνούν αυτό το τελευταίο, θα μοιάζουν με εκείνους τους νεαρούς τουρίστες, που για να προσανατολιστούν στα ελληνικά νησιά δεν χρησιμοποιούν τα μάτια τους και το μυαλό τους, αλλά ακολουθούν κατά γράμμα τις υποδείξεις του GPS – με αποτέλεσμα να χάνονται στις ερημιές.