Δημοσιεύθηκε ως Special Report της εφημερίδας «Καθημερινή» (Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023).
Όλες οι έρευνες που αναλύουμε σε άλλο άρθρο δείχνουν ότι, παρά τον πληθωρισμό πτυχίων, συγκριτικά με τους πολίτες άλλων χωρών, στο πεδίο των δεξιοτήτων υστερούμε σημαντικά.
Ο καλόπιστος αναγνώστης μπορεί εδώ να αναρωτηθεί: «Και λοιπόν; Γιατί είναι μεγάλο πρόβλημα αυτό; Δεν καταφέρνουμε τελικά να τα βγάζουμε πέρα και χωρίς δεξιότητες;»
Πράγματι: χάρη στον ήλιο, τη θάλασσα, και την ένταξη στην ΕΕ, τα βγάζουμε πέρα. Μέχρι εκεί όμως. Όπως εξηγούσαμε σε πρόσφατη σειρά άρθρων, ακόμη και η σχετικά ταχεία ανάπτυξη της τελευταίας διετίας φαίνεται να έχει εξαντλήσει τη δυναμική της, και πλέον αναπαράγει τα προβλήματα (π.χ. διόγκωση του εξωτερικού ελλείμματος) που το 2010 οδήγησαν στην κρίση χρέους. Η αναβάθμιση του μοντέλου ανάπτυξης, κεντρική έγνοια της έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη – δηλαδή η ενίσχυση των δυναμικών οικονομικών δραστηριοτήτων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας (και υψηλότερων αμοιβών), που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες που στέκονται ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές – παραμένει ζητούμενο.
Η σημασία της παραγωγικότητας
Μια οικονομία μπορεί να μεγαλώσει με δύο και μόνο τρόπους: αυξάνοντας την απασχόληση του εργατικού δυναμικού (το ποσοστό του πληθυσμού που εργάζεται, και τον συνολικό αριθμό των ωρών εργασίας), ή/και αυξάνοντας την παραγωγικότητα της εργασίας (το προϊόν που παράγεται ανά εργαζόμενο, ή ανά ώρα εργασίας).
Η Ελλάδα υστερεί και στα δύο αυτά μεγέθη. Το ποσοστό απασχόλησης στη χώρα μας ξεπέρασε το αντίστοιχο του 2008 μόλις το καλοκαίρι του 2023, και παραμένει το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ (μόνο στην Ιταλία είναι χαμηλότερο). Όσο για την παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα, η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις (Οκτώβριος 2023) αναφέρει ότι είναι 29% χαμηλότερη από το μέσο όρο των κρατών μελών του ΟΟΣΑ, και 56% χαμηλότερη από το μέσο όρο των 5 κρατών μελών με την καλύτερη επίδοση (στοιχεία 2022).
Παραδόξως, παρότι τόσο η χαμηλή παραγωγικότητα όσο και οι χαμηλές δεξιότητες συνιστούν σοβαρούς περιοριστικούς παράγοντες για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας, η μεταξύ τους σχέση είναι σύνθετη. Στην Ιταλία και στην Ισπανία, η παραγωγικότητα της εργασίας είναι υψηλότερη από ό,τι στην Ελλάδα, παρότι οι βασικές δεξιότητες (κατανόησης κειμένου, ή αριθμητικής) είναι χαμηλότερες. Οι διαφορές ανάμεσα στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ στην παραγωγικότητα της εργασίας δεν συσχετίζονται στατιστικά με τις διαφορές στις βασικές δεξιότητες των εργαζομένων.
Αιτίες της χαμηλής παραγωγικότητας στην Ελλάδα
Πώς τότε ερμηνεύεται το χάσμα παραγωγικότητας μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων χωρών; Τα δεδομένα του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι δύο παράγοντες ευθύνονται για αυτό: ο πρώτος είναι η χαμηλή ένταση κεφαλαίου (που μετρά τον όγκο του παραγωγικού κεφαλαίου στην εθνική οικονομία), ενώ ο δεύτερος είναι η χαμηλή συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (TFP) (που μετρά το πόσο παραγωγικά συνδυάζεται η εργασία, το κεφάλαιο, οι πρώτες ύλες, η ενέργεια, και άλλες εισροές).
Διάγραμμα 3: Προσδιοριστικοί παράγοντες της παραγωγικότητας της εργασίας (%)
(Για την καλύτερη κατανόηση του τι σημαίνει συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής, και γιατί είναι σημαντική, δείτε το τρίλεπτο φιλμάκι του Γραφείου Στατιστικών Εργασίας των ΗΠΑ.)
Συνεπώς, εάν προηγουμένως δεν αυξηθούν οι παραγωγικές επενδύσεις, και δεν βελτιωθεί η διαχειριστική ικανότητα των μάνατζερ των ελληνικών επιχειρήσεων να συνδυάζουν τους διαθέσιμους υλικούς και άυλους πόρους με τον πιο παραγωγικό τρόπο, η αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων από μόνη της θα έχει περιορισμένη συμβολή στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Φυσικά, ισχύει και το αντίστροφο: εάν από τη μια μέρα στην άλλη αυξάνονταν οι παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα και ταυτόχρονα βελτιωνόταν η διαχειριστική ικανότητα των Ελλήνων μάνατζερ, τότε οι χαμηλές δεξιότητες των εργαζομένων θα αποδεικνύονταν τροχοπέδη για την ανάπτυξη. Μόνο τότε όμως.
Ο ρόλος του εργασιακού περιβάλλοντος
Πάντως, προς το παρόν τουλάχιστον, οι χαμηλές δεξιότητες των εργαζομένων δεν φαίνεται να είναι ο κύριος περιοριστικός παράγοντας για την επιτάχυνση της διατηρήσιμης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Ένας λόγος για αυτό είναι ότι η θετική επίδραση των δεξιοτήτων των εργαζομένων στο παραγόμενο προϊόν προϋποθέτει ένα εργασιακό περιβάλλον που να τις ενσωματώνει και να τις αξιοποιεί.
Όπως αναφέρει προηγούμενη έκθεση του ΟΟΣΑ: «Η εντατική χρήση δεξιοτήτων επεξεργασίας πληροφοριών εκ μέρους των εργαζομένων σχετίζεται στενά και θετικά με την εφαρμογή μεθόδων διοίκησης επιχειρήσεων και μορφών οργάνωσης της εργασίας που περιγράφονται ως εργασιακές πρακτικές υψηλής απόδοσης. […] Οι εργαζόμενοι σε θέσεις εργασίας που επωφελούνται από τέτοιες πρακτικές κάνουν μεγαλύτερη χρήση δεξιοτήτων κατανόησης και σύνταξης κειμένου, αριθμητικής, τεχνολογίας, και επίλυσης προβλημάτων.»
Τα δεδομένα δείχνουν ότι στην Ελλάδα ελάχιστες θέσεις εργασίας βρίσκονται σε επιχειρήσεις ή σε οργανισμούς που υιοθετούν εργασιακές πρακτικές υψηλής απόδοσης: μόλις το 10%, δηλαδή λιγότερες από ό,τι σε όλες τις χώρες που πήραν μέρος στη σχετική έρευνα του ΟΟΣΑ, εκτός από την Τζακάρτα (Ινδονησία). Στις Σκανδιναβικές χώρες το ποσοστό των θέσεων εργασίας σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς που εφαρμόζουν τέτοιες πρακτικές υπερβαίνει το 40%.
Διάγραμμα 4: Επιχειρήσεις ή οργανισμοί που υιοθετούν εργασιακές πρακτικές υψηλής απόδοσης
Σε παρόμοια συμπεράσματα οδηγεί η μελέτη του Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) της ΕΕ. Τα αποτελέσματα του δείκτη για το 2022 δείχνουν ότι «η Ελλάδα κατατάσσεται 22η στην ΕΕ όσον αφορά την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας στις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Μόνο το 39% των [μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων] παρουσιάζουν τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης, έναντι 55% που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ.»
Οι δεξιότητες των εργοδοτών
Εξίσου αποκαρδιωτικά είναι τα ευρήματα άλλων ερευνών για την οργάνωση και τη διοίκηση των επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Η Παγκόσμια Έρευνα Διοίκησης Επιχειρήσεων (WMS) συλλέγει στοιχεία από τυχαίο δείγμα μεταποιητικών επιχειρήσεων μεσαίου μεγέθους σε αρχικά 20 (πλέον 35) χώρες από όλον τον κόσμο, με σκοπό να ερμηνεύσει τις διαφορές παραγωγικότητας μεταξύ χωρών, καθώς και μεταξύ επιχειρήσεων στο εσωτερικό κάθε χώρας.
Τα αποτελέσματα της έρευνας WMS δείχνουν ότι οι χαμηλές επιδόσεις της χώρας μας δεν περιορίζονται στις δεξιότητες των μαθητών και των εργαζομένων (και των ανέργων), αλλά αφορούν επίσης τις διαχειριστικές ικανότητες των εργοδοτών. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας (για το 2014), οι μάνατζερ των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων κατέγραφαν χαμηλότερες επιδόσεις από εκείνες των ομολόγων τους στην Ινδία, στη Βραζιλία, στην Κίνα, στην Αργεντινή, στη Χιλή, καθώς και σε όλες τις υπόλοιπες χώρες της έρευνας. Στις τρεις πρώτες θέσεις της διεθνούς κατάταξης βρίσκονταν οι μάνατζερ στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, και στη Σουηδία.
Διάγραμμα 5: Διαχειριστικές ικανότητες των μάνατζερ μεταποιητικών επιχειρήσεων
Πρόσφατη μελέτη συνόψιζε τα αποτελέσματα της έρευνας WMS ως εξής: «Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν τις χειρότερες επιδόσεις σε θέματα που απαιτούν διαχείριση ανθρώπων, προγραμματισμό και εποπτεία, που απαιτούν συνέργειες, διάλογο, και συνεργασία. Τα καταφέρνουν καλύτερα σε θέματα που απαιτούν τη λήψη αποφάσεων, ενδεχομένως από ένα μόνο άτομο.»
Άλλη επισκόπηση των ευρημάτων της ίδιας έρευνας κατέληγε σε αντίστοιχα συμπεράσματα, και στη συνέχεια πρόσθετε κάτι άλλο ενδιαφέρον: «Ο μέσος Έλληνας μάνατζερ δείχνει να μην έχει συναίσθηση του πόσο παρωχημένες είναι οι διοικητικές του πρακτικές, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται μεγάλη αυτοπεποίθηση για την ποιότητα του μάνατζμεντ της επιχείρησής του.»
Αναντιστοιχία δεξιοτήτων
Σε συνθήκες χαμηλών ικανοτήτων των εργοδοτών, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα ουσιαστικά προσόντα των εργαζομένων εκτιμώνται λιγότερο από ό,τι τα τυπικά. Όπως δείχνουν τα δεδομένα του ΟΟΣΑ, σε σχέση με άλλες χώρες, στην Ελλάδα η απασχόληση και οι αμοιβές επηρεάζονται λιγότερο από τις δεξιότητες και περισσότερο από το επίπεδο εκπαίδευσης. (Όπως είδαμε αλλού, τα δύο αυτά δεν συμβαδίζουν πάντοτε).
Πράγματι, μεταξύ ατόμων με το ίδιο εκπαιδευτικό επίπεδο, τα άτομα με καλύτερες δεξιότητες είχαν ελαφρώς χαμηλότερη πιθανότητα να εργάζονται, και αμείβονταν ελάχιστα περισσότερο. Αντιστρόφως, μεταξύ ατόμων με τις ίδιες δεξιότητες, εκείνα με υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο είχαν σαφώς υψηλότερη πιθανότητα να εργάζονται, ενώ αμείβονταν σημαντικά περισσότερο. Τα τυπικά προσόντα εκτιμώνται στη χώρα μας περισσότερο από τα ουσιαστικά.
Διάγραμμα 6: Συμβολή δεξιοτήτων κατανόησης κειμένου στην απασχόληση και στις αποδοχές
Μάλιστα, τα δεδομένα δείχνουν ότι στην Ελλάδα η κατοχή υψηλών δεξιοτήτων ανάγνωσης (κατανόησης περίπλοκων κειμένων) επηρεάζει ελάχιστα τις αμοιβές των χαμηλόμισθων, ενώ αυξάνει λίγο τις αμοιβές των υψηλόμισθων (πολύ λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες).
Επί πλέον, παρότι οι δεξιότητες στην Ελλάδα είναι αναμφίβολα χαμηλές, πολλοί εργαζόμενοι απασχολούνται σε θέσεις εργασίας που απαιτούν χαμηλότερες δεξιότητες από ό,τι εκείνοι διαθέτουν. Όπως σημειώνει σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα το 28% των εργαζομένων διέθεταν υψηλότερες δεξιότητες κατανόησης κειμένου από ό,τι απαιτούσε η δουλειά τους – μπορούσαν δηλαδή να θεωρηθούν υπερκαταρτισμένοι. Σε καμιά άλλη χώρα δεν ήταν τόσο υψηλό αυτό το ποσοστό. (Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν 11%.)
Ίσχυε και το αντίστροφο: το 7% των εργαζομένων στην Ελλάδα διέθεταν χαμηλότερες δεξιότητες κατανόησης κειμένου από ό,τι απαιτούσε η δουλειά τους – ήταν δηλαδή υποκαταρτισμένοι. (Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν 4%.)
Διάγραμμα 7: Αναντιστοιχία δεξιοτήτων κατανόησης κειμένου και απαιτήσεων θέσης εργασίας (%)
Και στις αναλύσεις του CEDEFOP, η αναντιστοιχία δεξιοτήτων αναδεικνύεται ως ιδιαίτερο πρόβλημα της χώρας. Η επίδοση της Ελλάδας στον επιμέρους δείκτη «αντιστοίχιση τυπικών προσόντων» του Ευρωπαϊκού Δείκτη Δεξιοτήτων για το 2022 ήταν 1,1 (στα 100), δηλαδή 98,9% χαμηλότερη από την «ιδεώδη επίδοση». (Η «ιδεώδης επίδοση» είναι η υψηλότερη επίδοση των τελευταίων 7 ετών μεταξύ όλων των χωρών που συμμετέχουν στην έρευνα.) Όσο για την επίδοση της χώρας στον δείκτη «απασχόληση πρόσφατων αποφοίτων ΑΕΙ» ήταν μηδέν (0,0).
Όχι αβάσιμα, οι εργοδοτικές οργανώσεις αποδίδουν την υπερκατάρτιση – εν μέρει τουλάχιστον – σε εσφαλμένες επιλογές εκπαιδευτικής πολιτικής. Η βαθμιαία απαξίωση της μέσης τεχνικής και της ανώτερης τεχνολογικής εκπαίδευσης, που έφτασε στο αποκορύφωμά της με την κατάργηση και «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ το 2018-2019, τροφοδοτεί την αναντιστοιχία δεξιοτήτων: μια μεταποιητική μονάδα που αναζητά εργοδηγό, ή τεχνικό, ή τεχνολόγο συχνά δεν έχει άλλη επιλογή από το να προσλάβει κάποιον (υπερκαταρτισμένο) απόφοιτο Πολυτεχνείου.
Ας ανακεφαλαιώσουμε τα συμπεράσματά μας έως αυτό το σημείο.
Όλες οι διεθνείς συγκρίσεις δείχνουν ότι οι μέσες δεξιότητες των μαθητών, των πτυχιούχων, των εργαζομένων, των ανέργων, και των εργοδοτών στην Ελλάδα παραμένουν απελπιστικά χαμηλές, παρά τον πληθωρισμό των «χαρτιών» – από τα πτυχία και τους μεταπτυχιακούς τίτλους έως τα πιστοποιητικά κατάρτισης.
Η παραγωγικότητα της εργασίας είναι επίσης πολύ χαμηλή συγκριτικά με τις άλλες χώρες – τόσο χαμηλή που δεν επιτρέπει την αναβάθμιση του μοντέλου ανάπτυξης της Ελλάδας.
Όμως προσοχή: για τη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα δεν ευθύνονται τόσο οι χαμηλές δεξιότητες των εργαζομένων, όσο η μεγάλη ένδεια παραγωγικών επενδύσεων, καθώς και οι οργανωτικές και διαχειριστικές αδυναμίες των ελληνικών επιχειρήσεων.
Άλλωστε, παρά το απελπιστικά χαμηλό επίπεδο των δεξιοτήτων στη χώρα μας, απίστευτα πολλές θέσεις εργασίας απαιτούν χαμηλότερες δεξιότητες από αυτές που διαθέτουν οι εργαζόμενοι που τις κατέχουν.
Το λογικό συμπέρασμα των παραπάνω είναι ότι η αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων δεν μπορεί από μόνη της να συμπαρασύρει την ελληνική οικονομία προς ένα δυναμικότερο μοντέλο ανάπτυξης. Στο σημείο όπου βρισκόμαστε σήμερα, η προτεραιότητα πρέπει να είναι οι παραγωγικές επενδύσεις, και η αναβάθμιση των διαχειριστικών δεξιοτήτων των εργοδοτών.