28 Απριλίου 2012

Η νέα μετανάστευση των Ελλήνων: «ευλογία ή κατάρα»;

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «TVXS» (Σάββατο 28 Απριλίου 2012).

Δίστασα πολύ προτού αποδεχθώ την ευγενική πρόσκληση της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Κατ’ αρχήν επειδή με ξάφνιασε: όταν μου τηλεφώνησαν – στα μέσα Ιουλίου 2011 – βρισκόμουν στην Κατάνια της Σικελίας, και το μυαλό μου ήταν εντελώς αλλού. Αλλά, κυρίως, επειδή γενικά προσπαθώ να μιλάω μόνο για θέματα πάνω στα οποία έχω κάτι να πω, πέρα από τις συνήθεις κοινοτοπίες.
Ο λόγος που τελικά δέχθηκα δεν είναι ότι είχα προβλέψει ότι η εκδήλωση θα συμπέσει με την προεκλογική περίοδο, και ότι μάλιστα εγώ θα είμαι υποψήφιος. (Η γνώση του μέλλοντος δεν συγκαταλέγεται στα χαρίσματά μου.) Δέχθηκα υπό τον όρο ότι θα μιλήσω λίγο, αναφερόμενος κυρίως στη νέα μετανάστευση των φοιτητών μου και των συναδέλφων μου πανεπιστημιακών (την οποία γνωρίζω, ας πούμε, ανεκδοτολογικά), και δευτερευόντως στην αμέσως προηγούμενη αλλά και στην παλαιότερη μετανάστευση (την οποία αντίθετα γνωρίζω από πρώτο χέρι).


Πρώτα μερικά βαρετά αλλά αναγκαία στοιχεία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα τελευταία χρόνια έχει ζωντανέψει το ενδιαφέρον των Ελλήνων για μετανάστευση στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τζένης Καβουνίδου (ΚΕΠΕ, περιοδικό «Οικονομικές Εξελίξεις», τ. 17/2012), το α’ εξάμηνο του 2011 εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία 4.100 άτομα (+84% σε σχέση με το α’ εξάμηνο του 2010). Όπως ανέφερε πρόσφατα στέλεχος ελληνογερµανικής εταιρείας εύρεσης εργασίας («Καθηµερινή», 23/11/2011), η εταιρεία δέχεται καθηµερινά περίπου 60 βιογραφικά Ελλήνων πτυχιούχων 25-40 ετών, αν και ο αριθμός όσων βρίσκουν δουλειά στη Γερµανία είναι µόλις τρία άτοµα το µήνα. Από την άλλη, ο αριθμός των Ελλήνων που έχουν εγγραφεί στον ιστότοπο EURES (δηλ. την «πύλη» των δηµόσιων οργανισµών απασχόλησης τύπου ΟΑΕΔ για την κινητικότητα στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας) ήταν πάνω από 20.000 τον Οκτώβριο 2011, έναντι 11.500 τον Νοέμβριο 2010. («Το Βήµα», 16/10/2011).


Το ίδιο ισχύει και για τον ιστότοπο αναζήτησης εργασίας Europass, στον οποίο κάθε πολίτης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο μπορεί να στείλει το βιογραφικό του: από 46.400 βιογραφικά Ελλήνων το 2010, φτάσαμε τα 89.300 το Νοέµβριο του 2011 («Καθηµερινή», 16/12/2011). Τέλος, η πρεσβεία της Αυστραλίας στην Αθήνα διοργάνωσε τον Οκτώβριο 2011 σειρά 5 ενημερωτικών συναντήσεων για τις δεξιότητες που ζητούνται εκεί κτλ. Η ανταπόκριση ήταν μεγάλη: αίτηση συμμετοχής στις συναντήσεις αυτές υπέβαλαν 15.000 άτομα, από τις οποίες αιτήσεις εγκρίθηκαν οι 1.250 – εννοώ για συμμετοχή στις ενημερωτικές συναντήσεις: όσον αφορά την εγκατάσταση Ελλήνων στην Αυστραλία, η σχετική ροή παραμένει πολύ περιορισμένη: 15 για νέα εγκατάσταση και 59 για οικογενειακή επανένωση το 2011 (έναντι 22 και 101 αντιστοίχως το 2008).


Τι μας δείχνουν τα στοιχεία αυτά; Κυρίως ότι η νέα μετανάστευση είναι προς το παρόν λιγότερο πραγματικότητα και περισσότερο επιθυμία, διάθεση. Φυσικά αυτό μπορεί να αλλάξει. Όμως, η παγκόσμια οικονομία είναι σε φάση στασιμότητας. Κάποια στιγμή βέβαια θα βγει από αυτήν - αλλά τίποτε δεν δείχνει ότι τότε θα μπει σε φάση ανάπτυξης με ρυθμούς παρόμοιους με εκείνους της «χρυσής τριακονταετίας» (από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του ’70). Επί πλέον, η νέα μετανάστευση των Ελλήνων – ή των Ισπανών, των Ιρλανδών κτλ. – θα έχει να ανταγωνιστεί τη μετανάστευση των εξαθλιωμένων μαζών της Αφρικής και της Ασίας, αλλά και τη μετανάστευση των εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης από χώρες όπως η Ινδία ή η Κορέα. Τίποτε από τα δύο δεν ίσχυε όταν εκδηλώθηκε η προηγούμενη μετανάστευση των Ελλήνων, τις δεκαετίες του ’50 και του ’70. Συνεπώς, εξ αιτίας των διεθνών συνθηκών, η νέα μετανάστευση ίσως τελικά αποδειχθεί μικρότερης έκτασης από όσο μας φαίνεται σήμερα.


Καλό είναι αυτό ή κακό; Θα πω με δυο λόγια τι σκέφτομαι για αυτό – αλλά σε λίγο.


Τι άλλο μπορούμε να συμπεράνουμε από τα διαθέσιμα στοιχεία; Να σημειώσω κατ’ αρχήν ότι αυτά είναι πιο δυσεύρετα από ό,τι στο παρελθόν, αφού ούτε η Ελ.Στατ. ούτε το γραφείο του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης στην Αθήνα συλλέγουν στατιστικά δεδομένα για τη μετανάστευση των Ελλήνων, συμπεραίνοντας ίσως (πρόωρα) ότι το κύμα παλιννόστησης που εντάθηκε από τη δεκαετία του ’70 έκλεισε οριστικά το ζήτημα της μετανάστευσης των Ελλήνων. Παρά την έλλειψη λεπτομερών δεδομένων, όμως, κοινή διαπίστωση είναι οι νέοι μετανάστες έχουν σαφώς υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο από ό,τι οι προηγούμενοι (που ήταν κυρίως υπεράριθμοι αγρότες και άνεργοι εργάτες, κατά κανόνα μη κάτοχοι πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων).


Αυτό με φέρνει στη νέα μετανάστευση των φοιτητών και των πανεπιστημιακών που έλεγα νωρίτερα. Οι τελευταίοι είναι μια αριθμητικά μικρή ομάδα, αλλά ενδεικτική ίσως της γενικής τάσης. Πάντοτε είχαμε Έλληνες καθηγητές σε ξένα πανεπιστήμια, ακόμη και στα καλύτερα. Όμως, η (αλόγιστη) επέκταση της ανώτατης εκπαίδευσης την τελευταία δεκαετία (με κοινοτικά κονδύλια: το γνωστό ΕΠΕΑΕΚ) είχε απορροφήσει το σύνολο σχεδόν του αποθέματος των νεαρών διδακτορούχων με καλές σπουδές και - συχνά - διδακτική εμπειρία στο εξωτερικό οι οποίοι φιλοδοξούσαν να ακολουθήσουν ακαδημαϊκή καριέρα στην Ελλάδα. Τώρα που (και αυτή) η φούσκα έσκασε, το απόθεμα αυξάνεται.


Από την άλλη, έχουμε αρκετά παραδείγματα διδασκόντων σε πανεπιστήμια του εξωτερικού που ενώ έχουν εκλεγεί σε ένα ελληνικό πανεπιστήμιο, ο διορισμός τους καθυστερεί τόσο απελπιστικά ώστε τελικά αναθεωρούν (προσωρινά;) την απόφασή τους να επιστρέψουν. Έχουμε επίσης (λιγότερα) παραδείγματα συναδέλφων που εγκαταλείπουν ή απλώς διακόπτουν την καριέρα τους σε κάποιο ελληνικό πανεπιστήμιο για να (ξανα)φύγουν στο εξωτερικό. Έχουμε τέλος μερικά παραδείγματα νεαρών διδακτορούχων που έρχονται από το εξωτερικό, δεν βλέπουν φώς εδώ, και ξαναφεύγουν έχοντας επιλεγεί ως ερευνητές ή λέκτορες σε κάποιο ξένο πανεπιστήμιο.


Επίσης, τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι πρώην φοιτητές μας που φεύγουν μεν για μεταπτυχιακές σπουδές, αλλά που όταν αυτές ολοκληρωθούν ψάχνουν και βρίσκουν δουλειά στην ξένη χώρα (ή και σε κάποια άλλη), αντί να επιστρέψουν αμέσως στην Ελλάδα όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα. Δεν μπορώ να το αποδείξω, αλλά η εντύπωσή μου είναι ότι αυτοί που μένουν στο εξωτερικό είναι οι πιο δραστήριοι, οι πιο επινοητικοί, οι πιο κοσμοπολίτες.


Είχα υποσχεθεί (ή απειλήσει) ότι θα πω δυο λόγια για το εάν όλα αυτά μου φαίνονται θετικά ή αρνητικά. Νομίζω ότι για τους ίδιους τους νέους μετανάστες, ιδίως όσους έχουν υψηλές δεξιότητες, η καριέρα στο εξωτερικό θα αποδειχθεί μια από τις καλύτερες ιδέες που είχαν ποτέ. Θα αφήσουν πίσω τους μια χώρα όχι απλώς φτωχότερη αλλά επίσης πιο στενάχωρη, πιο μίζερη, πιο απαισιόδοξη και πιο βίαιη από ό,τι πριν. Και επίσης μια χώρα όπου – ακριβώς όπως πριν – η αξιοκρατία είναι κενή ρητορεία, όπου οι καλές δουλειές πάνε στους «κολλητούς» και όχι στους καλύτερους, όπου ένα νέο παιδί δεν αρκεί να έχει καλές σπουδές και κέφι για δουλειά, εάν δεν έχει επί πλέον τις κατάλληλες διασυνδέσεις.


Για αυτό δεν σας κρύβω ότι σε όσους πρώην φοιτητές ή συναδέλφους ζητούν τη γνώμη μου συνιστώ πάντοτε να πάρουν τη μεγάλη απόφαση και να τολμήσουν. Για να μην πω ότι πολύ θα ήθελα κάποια στιγμή να τους ακολουθήσω. (Εάν κάποτε το κάνω, θα είναι η τρίτη φορά που μεταναστεύω: οι άλλες δύο ήταν - η πρώτη - ως παιδί Gastarbeiter στη Γερμανία της δεκαετίας του ’60, και - η δεύτερη - ως μεταπτυχιακός υπότροφος στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στη συνέχεια junior academic στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 στην Αγγλία. Νομίζω ότι έχω πλέον αποκτήσει τεχνογνωσία.)


Συνεπάγεται αυτό ότι η νέα μετανάστευση των Ελλήνων είναι ευεργετική και για τη χώρα; Προτού απαντήσω, θα ήθελα να θυμίσω ότι έχουμε ξαναβρεθεί εδώ. Όπως γράφει ο Γιάννης Καούνης σε άρθρο του στην «Καθημερινή» (2/5/2004), το 1965 το περιοδικό «Eποχές» αφιέρωσε 5 τεύχη (21-25) στο ερώτημα «Mετανάστευση: ευλογία ή κατάρα;»


O διάλογος ήταν πλούσιος. Συντονιστές ήταν οι Hλίας Δημητράς και Nικόλαος Πολύζος. Συμμετείχαν με κείμενά τους κορυφαία ονόματα της επιστημονικής και πολιτικής ζωής της χώρας. Μεταξύ άλλων: οι πανεπιστημιακοί καθηγητές Σωτήρης Αγαπητίδης, Διονύσης Kαράγιωργας και Λουκάς Πάτρας. Ο διοικητής της ΤτΕ Γιάγκος Πεσμαζόγλου και ο υποδιοικητής της ΑTE Αδαμάντιος Πεπελάσης. Ο πρόεδρος του ΣΕΒ Γεώργιος Δράκος. Οι συνδικαλιστές Oρέστης Xατζηβασιλείου και Kώστας Παπαϊωάννου. Ο αρχηγός της EPE Παναγιώτης Kανελλόπουλος – ο οποίος εθεωρείτο (ανακριβώς, κατά τον ίδιο) ότι μιλώντας για το θέμα αυτό είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη «ευλογία». Οι βουλευτές της Eνώσεως Kέντρου Γεώργιος Mαύρος και Ανδρέας Παπανδρέου. Ο ηγέτης της ΕΔΑ Hλίας Hλιού, ο οποίος χαρακτήρισε την τότε μετανάστευση των Ελλήνων «αληθινή θεομηνία» («Eποχές», τ. 22/1965). Γενικά, καθώς μετακινούμαστε από τα δεξιά προς τα αριστερά, η στάση του γράφοντος γινόταν λιγότερο αμφίθυμη και σαφώς πιο απορριπτική.


Ακόμη και εάν δεχθούμε ότι η προηγούμενη μετανάστευση, της γενιάς του πατέρα μου (η μετανάστευση των υπεράριθμων αγροτών και των ανέργων εργατών χωρίς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων), είχε κάποιες θετικές επιπτώσεις (μεταναστευτικά εμβάσματα, εκτόνωση των πιέσεων στην αγορά εργασίας), φοβάμαι ότι η νέα μετανάστευση των Ελλήνων δεν θα έχει ούτε καν αυτές. Θα έχει σχεδόν αποκλειστικά αρνητικές επιπτώσεις - δηλ. όλες όσες είχαν αναφερθεί στο αφιέρωμα του περιοδικού «Eποχές» το 1965 - στις οποίες θα πρέπει να προστεθεί μια ακόμη, η εξής:


Όταν θα βγούμε από την κρίση, θα το χρωστάμε στους πιο δραστήριους, στους πιο επινοητικούς, στους πιο κοσμοπολίτες. Εάν, όπως έχω την εντύπωση, τέτοιοι είναι οι νεαροί συμπατριώτες μας που σήμερα μεταναστεύουν, ποιος θα μείνει πίσω για να μας βγάλει από την κρίση; Μήπως οι μπαχαλάκηδες που καίνε την Αθήνα; Οι «αδιόριστοι πτυχιούχοι» που περιμένουν καρτερικά να έρθει η σειρά τους; Οι ανεπρόκοποι γόνοι των «καλών οικογενειών» που περιμένουν να κληρονομήσουν το ιατρείο ή το δικηγορικό γραφείο ή την επιχείρηση του μπαμπά; Ή μήπως οι αγανακτισμένοι πελάτες του πελατειακού συστήματος που καταρρέει; Φοβάμαι ότι όχι: δεν θα μας βγάλουν αυτοί από την κρίση.


Για αυτό πρέπει να σταματήσουμε την αιμορραγία. Όχι βέβαια εμποδίζοντας τους νέους ανθρώπους να πάρουν το δρόμο της ξενητειάς, εάν αυτό θέλουν. Αλλά δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να βρουν γρήγορα τον δρόμο του γυρισμού - κάνοντας δηλ. ό,τι μπορούμε για να γίνει η Ελλάδα λιγότερο στενάχωρη, λιγότερο μίζερη, λιγότερο απαισιόδοξη και λιγότερο βίαιη από ό,τι είναι σήμερα. Μια χώρα όπου η αξιοκρατία δεν είναι κενή ρητορεία, και όπου για να πάει μπροστά ένα νέο παιδί θα αρκεί να έχει απλώς καλές σπουδές και κέφι για δουλειά.

23 Απριλίου 2012

Φορολογική δημοκρατία;

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Δευτέρα 23 Απριλίου 2012).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αμοιβαία δυσπιστία που πάντοτε χαρακτήριζε τη σχέση κράτους-πολιτών στην Ελλάδα έχει ενταθεί και άλλο λόγω της κρίσης. Παρότι οι πολιτικοί δεν μιλούν για αυτό, το πρόβλημα είναι σοβαρό: δύσκολα θα βγούμε από την κρίση και δύσκολα θα μπούμε σε μια τροχιά (υγιέστερης) ανάπτυξης χωρίς πρώτα το κράτος να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών.

Το ερώτημα είναι «πώς». Και εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν ούτε εδώ. Για να μετατραπεί η δυσπιστία σε εμπιστοσύνη χρειάζεται να φυσήξει ένας δυνατός άνεμος εξυγίανσης (της πολιτικής, της δικαιοσύνης, της δημόσιας διοίκησης), και αποκατάστασης του κράτους δικαίου (δηλ. σεβασμού των δικαιωμάτων και της νομιμότητας). Κάτι τέτοιο προφανώς δεν πρόκειται να συμβεί από τη μια μέρα στην άλλη – αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε από τώρα να αρχίσουμε να δουλεύουμε λύσεις προς μια τέτοια κατεύθυνση. Ήδη έχουμε αργήσει πολύ ...

Η φοροδιαφυγή είναι μια μόνο εκδήλωση αυτής της έλλειψης εμπιστοσύνης στη σχέση κράτους-πολιτών. Σημαντική όμως: η φοροδιαφυγή μας στοιχίζει ακριβά, αφού το κόστος της το πληρώνουμε σε μεγαλύτερες περικοπές στη δημόσια δαπάνη (δηλ. σε μισθούς, συντάξεις και χρηματοδότηση δημόσιων υπηρεσιών), και σε υψηλότερους φόρους (για όσους δεν μπορούν να τους αποφύγουν), από ό,τι θα ήταν αναγκαίο. Και για αυτό, μια ειλικρινής συζήτηση για το πώς μπορεί ρεαλιστικά να περιοριστεί η φοροδιαφυγή επείγει πολύ.

Μια πτυχή αυτού του προβλήματος είναι ότι ο φορολογούμενος πολίτης δεν έχει λόγο στο πώς το κράτος δαπανά τους φόρους που αυτός πληρώνει. Τι να κάνουμε; Μια ιδέα για αυτό μας έρχεται από τη γειτονική μας Ιταλία. Εδώ και λίγα χρόνια (από το 2006), στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων έχουν προστεθεί δύο κουτάκια. Σε αυτά ο φορολογούμενος μπορεί να δηλώσει σε ποια μη κερδοσκοπική οργάνωση επιθυμεί να αποδοθεί το 5 τοις χιλίοις του φόρου που του αναλογεί. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν οι οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του εθελοντισμού, της ιατρικής έρευνας, τα ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια. Με τον τρόπο αυτό κατανέμεται το συνολικό ποσό που το ιταλικό κράτος έχει αποφασίσει να μοιράσει στις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις: μέσω μιας ανοιχτής διαδικασίας φορολογικής δημοκρατίας, όχι με (ενίοτε, άγριο) λόμπυ στο παρασκήνιο.

Και το δεύτερο κουτάκι; Να θυμίσω κατ’ αρχήν ότι η Ιταλία είναι κοσμικό κράτος, πλήρως διαχωρισμένο από την καθολική εκκλησία (της οποίας η έδρα, στην καρδιά της Ρώμης, αναγνωρίζεται ώς άλλο κράτος: το Βατικανό). Για παράδειγμα στα σχολεία ή στα δικαστήρια δεν υπάρχει Εσταυρωμένος: μόνο η ιταλική σημαία (και η ευρωπαϊκή), καθώς και η φωτογραφία του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας. Φυσικά, το ιταλικό κράτος έχει επιλέξει να επιχορηγεί με ένα όχι ασήμαντο ποσό (περίπου 1 δις ευρώ ετησίως) την εκκλησία – ή μάλλον όλες τις εκκλησίες με σημαντική παρουσία στη χώρα: την καθολική, βέβαια, αλλά και τη μεθοδική, την ευαγγελική-λουθηρανική, καθώς επίσης και την εβραϊκή κοινότητα.

Ο μηχανισμός (γνωστός ως «8 τοις χιλίοις») με τον οποίο κατανέμεται το ποσό του 1 δις στις θρησκευτικές οργανώσεις είναι παρόμοιος αλλά όχι ακριβώς ίδιος με τον προηγούμενο. Κάθε φορολογούμενος μπορεί να συμπληρώσει το όνομα της εκκλησίας που προτιμά, ενώ στο τέλος οι προτιμήσεις αθροίζονται έχοντας όλες το ίδιο βάρος (όπως σε μια ψηφοφορία). Με άλλα λόγια, ο φορολογούμενος δεν δεσμεύει το 8 τοις χιλίοις του φόρου που αναλογεί στον ίδιο, αλλά επηρεάζει την κατανομή του 8 τοις χιλίοις του συνολικού φόρου όλων των φορολογουμένων (περίπου 1 δις ευρώ). Όπως αναμενόταν, πάνω από 80% των φορολογουμένων επιλέγουν την καθολική εκκλησία, ενώ 10% επιλέγουν την απάντηση «καμμιά θρησκευτική οργάνωση» (το ποσό παραμένει στο κράτος για να το δαπανήσει με άλλον τρόπο).

Θα μου πείτε: «Έτσι θα σωθούμε;» Όχι, όχι μόνο έτσι. Μια τέτοια ένεση φορολογικής δημοκρατίας θα ήταν (το πολύ) μια μικρή λύση στο μεγάλο πρόβλημα της αμοιβαίας δυσπιστίας στη σχέση κράτους-πολιτών. Θα ήταν όμως μια καλή – και τεχνικά εύκολη – αρχή.

21 Απριλίου 2012

Το πανεπιστήμιο της ανομίας

Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Σάββατο 21 Απριλίου 2012)

Το ελληνικό πανεπιστήμιο είναι βαριά άρρωστο: λειτουργεί σε ένα θεσμικό κενό, και σε μια ατμόσφαιρα διάχυτης ανομίας.

Το θεσμικό κενό προκύπτει από την απροθυμία των πολιτικών δυνάμεων να υποστηρίξουν τις μεταρρυθμίσεις που (υποτίθεται ότι) προτείνουν, καθώς και από την αδυναμία του κράτους να εφαρμόσει τους νόμους που ψηφίζει η Βουλή.

Ο νόμος Γιαννάκου προσέκρουσε στη λυσσαλέα αντίδραση των φοιτητικών παρατάξεων της αριστεράς, καθώς και όσων πανεπιστημιακών πρόσκεινται σε αυτές. Οι τελευταίοι όμως ηττήθηκαν όταν η πλειοψηφία των διδασκόντων, που τάσσονται υπέρ της μεταρρύθμισης, αποφάσισαν να ενεργοποιηθούν στους συλλόγους τους. Ο βασικός λόγος για τον οποίο ο νόμος Γιαννάκου δεν εφαρμόστηκε ήταν άλλος: η υπονόμευσή του εκ των ένδον, αφενός από τη φοιτητική παράταξη της ΝΔ και αφετέρου από την ίδια την κυβέρνηση Καραμανλή. Η πρώτη είδε τη μείωση της επιρροής των φοιτητών στους θεσμούς διοίκησης των πανεπιστημίων ως απειλή για το σύστημα πελατειακών σχέσεων στο οποίο (και αυτή) πρωταγωνιστεί. Η δεύτερη αποφάσισε ότι η υπόθεση του βιβλίου ιστορίας, καθώς και η άρνηση της κυρίας Γιαννάκου να υποκύψει στις πιέσεις του εθνικιστικού μπλοκ, είχαν κάνει την παραμονή της στο υπουργείο ασύμφορη.

Ο νόμος Διαμαντοπούλου ήταν θεωρητικά ισχυρότερος, αφού ψηφίστηκε από μια ευρύτερη πλειοψηφία βουλευτών. Όμως δεν κατάφερε να πείσει παρά μόνο ένα υποσύνολο των εν δυνάμει υποστηρικτών του μεταξύ των πανεπιστημιακών. Και πάλι, αυτό δεν αρκεί για να δικαιολογήσει (ούτε καν να εξηγήσει) τη μη εφαρμογή του: σε μια ευνομούμενη πολιτεία, υπάρχει περιθώριο για μια συντεταγμένη αναθεώρηση όσων πτυχών μιας μεταρρύθμισης κρίνονται ανεφάρμοστες ή ατελέσφορες. Όχι, το βασικό πρόβλημα είναι ότι οι πολιτικές δυνάμεις, που στα λόγια υποστήριξαν τη μεταρρύθμιση, έχασαν γρήγορα το ενδιαφέρον τους για αυτή. Και φαίνεται ότι αυτό ισχύει και για την ίδια την κυρία Διαμαντοπούλου.

Η βίαιη διάλυση των εκλογών για συμβούλια διοίκησης από τις γνωστές ομάδες της άκρας αριστεράς συνέβαλε φυσικά στην γενική παράλυση. Όμως, ο ρόλος των επεισοδίων θα ήταν λιγότερο καθοριστικός, εάν οι πολιτικές δυνάμεις που υποτίθεται ότι αντιτάσσονται στη βία δεν την εκμεταλλεύονταν για την προώθηση της δικής τους αντιμεταρρυθμιστικής ατζέντας.

Με αυτά και με αυτά, το πανεπιστήμιο κινδυνεύει να αναδειχθεί σε έναν από τους πιο εμβληματικούς θεσμούς της Ελλάδας της κρίσης. Ένας θεσμός όπου οι νόμοι όχι μόνο παραβιάζονται χωρίς συνέπειες από οποιονδήποτε νομίζει ότι θίγεται από αυτούς, αλλά επίσης περιφρονούνται τόσο από τη νομοθετική όσο και από την εκτελεστική εξουσία. Πώς αλλιώς εξηγείται η άρνηση των δύο μεγάλων κομμάτων να επιβάλλουν τη μεταρρύθμιση που ψήφισαν στη Βουλή; Πώς αλλιώς ερμηνεύεται η άνεση με την οποία ο νέος υπουργός παιδείας (και, ιδίως, θρησκευμάτων) επιλέγει ποιες διατάξεις εφαρμόζει και ποιες όχι;

Κάπως έτσι πορευόμαστε προς τις εκλογές. Με πολιτικούς που υπόσχονται να βγάλουν τη χώρα από την οξύτερη κρίση της πρόσφατης ιστορίας της, ενώ στην πραγματικότητα παραμένουν προσκολλημένοι στις πιο καθυστερημένες αντιλήψεις του 19ου αιώνα.

19 Απριλίου 2012

Οι εκλογές της επόμενης μέρας

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 19 Απριλίου 2012).

Πόσοι αναγνώστες της Athens Voice παρακολουθούν την προεκλογική εκστρατεία με κομμένη την ανάσα; Φαντάζομαι ελάχιστοι. Ακόμη και εγώ (που σε αυτές τις εκλογές υποδύομαι τον υποψήφιο βουλευτή) ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να δείξω πολύ ενδιαφέρον για τις μανούβρες του Α ή του Β κόμματος, ή για τις δηλώσεις του Χ ή του Υ πολιτικού.
Δεν αμφιβάλλω ότι οι εκλογές της 6ης Μαΐου θα είναι κρίσιμες και το αποτέλεσμά τους καθοριστικό. Αυτό όμως που κυρίως με απασχολεί είναι τι θα γίνει στις 7 Μαΐου. Θα μπορέσει να μπει η χώρα μας σε μια νέα φάση, επούλωσης των πληγών της κρίσης, εξυγίανσης της πολιτικής και ανόρθωσης της οικονομίας; Ή θα ανοίξει μια παρατεταμένη περίοδος ακόμη μεγαλύτερης πολιτικής αστάθειας, οικονομικής αβεβαιότητας και κοινωνικής αναταραχής;
Οι δημοσκοπήσεις είναι αντιφατικές μεταξύ τους (και, ίσως, αμφιλεγόμενης αξιοπιστίας). Συμπίπτουν όμως όλες στο ότι κανένα κόμμα δεν πρόκειται να εξασφαλίσει – ούτε καν να πλησιάσει – την πολυπόθητη αυτοδυναμία. Παρότι το εκλογικό σύστημα είναι φτιαγμένο για να μετατρέπει αδύναμες εκλογικές μειοψηφίες σε ισχυρές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.
Συνεπώς, την επομένη των εκλογών όλες οι πολιτικές δυνάμεις θα βρεθούν αντιμέτωπες με ένα δίλημμα. Ή θα στηρίξουν μια κυβέρνηση συνεργασίας, ή θα οδηγήσουν τη χώρα σε νέες εκλογές.
Η πρώτη επιλογή φαίνεται ότι υποστηρίζεται από τα δύο τρίτα της κοινής γνώμης, αν και δεν έχει πολλούς (φανερούς) θιασώτες μεταξύ των πολιτικών. Η δεύτερη επιλογή είναι εκείνη που προτιμά η ΝΔ, ίσως και άλλοι.
Δεν χρειάζεται να εξηγήσω – ή μήπως χρειάζεται; - γιατί η δεύτερη επιλογή θα ήταν καταστροφική. Παρά τη δανειακή σύμβαση και το Μνημόνιο ΙΙ, δεν έχουμε ακόμη αποφύγει τη χρεοκοπία. Η διεθνής βοήθεια μας προσφέρει χρήμα και χρόνο (έναντι φυσικά οδυνηρών ανταλλαγμάτων) για να νοικοκυρέψουμε το κράτος και την οικονομία. Εάν σπαταλήσουμε το χρόνο (και το χρήμα) προκειμένου να γίνει ο κ. Σαμαράς πρωθυπουργός, τότε εκείνος μεν θα βρεθεί να κυβερνά μια διαλυμένη χώρα, εμείς δε οι υπόλοιποι να ζούμε σε αυτή.
Συνεπώς, εάν δεχθούμε ότι η ακυβερνησία θα ήταν καταστροφική (και κανείς δεν έχει καν προσπαθήσει να μας πείσει για το αντίθετο), κάποια κυβέρνηση συνεργασίας είναι απαραίτητη. Το θέμα είναι ποια κυβέρνηση, με ποιον επικεφαλής, και κυρίως με ποιο πρόγραμμα.
Η απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αποτέλεσμα των εκλογών. Το πρόγραμμα όμως της επόμενης κυβέρνησης μπορεί να συζητείται από σήμερα. Ή μάλλον, θα έπρεπε να είναι το βασικό θέμα συζήτησης αυτής της προεκλογικής περιόδου.
Δεν είναι, επειδή οι πολιτικοί μας σκέφτονται ακόμη με τα μυαλά της προηγούμενης φάσης: «εκλογές = κενές υποσχέσεις + θεαματικές κινήσεις + απαξίωση του αντιπάλου». Όσο για τα πραγματικά προβλήματα των πραγματικών ανθρώπων: «ε, ας εκλεγούμε πρώτα ... μετά όλο και κάτι θα σκεφτούμε».
Τι σκέφτομαι εγώ; Η Δημοκρατική Αριστερά (το κόμμα στο οποίο ανήκω) είναι η αριστερά της ευθύνης. Δεν μένει αδιάφορη μπροστά στον κίνδυνο της ακυβερνησίας. Ούτε όμως μπορεί να παίζει το ρόλο του αφελούς συνυπεύθυνου για πολιτικές επιλογές άλλων. Ούτε επείγεται για κυβερνητικά πόστα: δεν είναι σαν κάποια κόμματα που λειτουργούν ως γραφεία ευρέσεως εργασίας για τα στελέχη τους.
Τι απομένει; Ένας μόνος δρόμος, νομίζω. Η Δημοκρατική Αριστερά έχει καταθέσει μια σειρά από «ισοδύναμα»: μέτρα που μειώνουν το έλλειμμα όσο και τα μέτρα της τρόικας, αλλά με κοινωνικά δικαιότερο τρόπο. Επίσης, έχει επεξεργαστεί συγκεκριμένες προτάσεις για την προστασία των πιο αδύναμων από τα θύματα της κρίσης, μέσω της ενδυνάμωσης του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας. Οι βουλευτές της Δημοκρατικής Αριστεράς θα πρέπει λοιπόν να ζητήσουν από την επόμενη κυβέρνηση να συμπεριλάβει στις προγραμματικές της δηλώσεις (πειστικές) δεσμεύσεις εφαρμογής των πιο σημαντικών από τα μέτρα αυτά. Και, εάν αυτό γίνει αποδεκτό από τον εντολοδόχο πρωθυπουργό, να είναι έτοιμοι να προσφέρουν ψήφο ανοχής στη νέα κυβέρνηση.

7 Απριλίου 2012

Η «φιλολαϊκή πολιτική», το ΠΑΣΟΚ, και η δεκαετία του ‘80

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Σάββατο 7 Απριλίου 2012).

Μπορεί να είναι χρήσιμη και φιλολαϊκή η πολιτική; Εξαρτάται τι εννοεί ο καθένας. Όπως την εννοώ, χρήσιμη πολιτική είναι εκείνη που εγγυάται βιώσιμη ευημερία. Αυτό προϋποθέτει αποκατάσταση της νομιμότητας παντού (αρχίζοντας από την ασυδοσία των ισχυροτέρων), δίκαιη κατανομή των βαρών και προστασία των αδύνατων, μηδενική ανοχή στη φοροδιαφυγή-φοροκλοπή. Οδηγεί στην ανάπτυξη, με σταθερούς και δίκαιους κανόνες και δημόσιες υπηρεσίες που εργάζονται με επαγγελματισμό, αμεροληψία, ακεραιότητα. Σε μια οικονομία που αμείβει την υγιή επιχειρηματικότητα, επενδύει στους εργαζόμενους, σέβεται το περιβάλλον. Σε μια κοινωνία αλληλεγγύης και ευθύνης, όπου γίνονται σεβαστοί οι κανόνες κοινής συμβίωσης.

Αντίθετα, η λέξη «φιλολαϊκή» δε μου λέει πολλά (και τα λίγα που μου λέει, μου είναι μάλλον απεχθή). «Φιλολαϊκή» για παράδειγμα ήταν η πολιτική των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου τη δεκαετία του ’80. Τόσο «φιλολαϊκή» μάλιστα, που ακόμη την πληρώνουμε. Στη διάρκειά της, το δημόσιο χρέος τριπλασιάστηκε. Αντίθετα, στην οκταετία Σημίτη τα ελλείμματα παρέμειναν χαμηλά και το χρέος σταθεροποιήθηκε. (Ίσως επειδή οι κυβερνήσεις Σημίτη δεν ήταν επαρκώς «φιλολαϊκές».)

Η δεκαετία του ’80 ήταν μια καλή δεκαετία για πολλούς. Ιδίως για όσους ήταν κοντά στα «κέντρα λήψης των αποφάσεων». Το τίμημα το πληρώνουν τα παιδιά που έχουν τώρα την ηλικία που είχαμε εμείς τότε. Σύμφωνα με την Eurostat, η ανεργία των νέων έχει φτάσει σήμερα το 50,4%. Εκεί καταλήγει η πολιτική που σκορπά αλόγιστα το δημόσιο χρήμα, στέλνοντας το λογαριασμό στο μέλλον.

Θα ήταν ίσως περιττό να μιλάμε σήμερα για τη δεκαετία του ’80, εάν ο πολιτικός χώρος που κυριάρχησε τότε (το ΠΑΣΟΚ) είχε διδαχθεί από τις σκοτεινές όψεις της εμπειρίας αυτής. Φοβάμαι όμως ότι κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί. Η κυρίαρχη αντίληψη της διακυβέρνησης της εποχής εκείνης εξακολουθεί να καθοδηγεί το χώρο του ΠΑΣΟΚ – και δυστυχώς όχι μόνο αυτόν. Εννοώ την χωρίς αναστολές εξυπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος ορισμένων ευνοημένων ομάδων σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος, και του μέλλοντος της χώρας.

Ας δούμε λ.χ. τι έγινε με το «ασφαλιστικό του Μνημονίου» τον Ιούλιο 2010. Ο τότε υπουργός εργασίας εμφανίστηκε ως ηρωϊκά μαχόμενος υπέρ των εθνικών συμφερόντων. Έπαιξε σκληρή άμυνα κατά της τρόικας, με μοναδικό στόχο την εξαίρεση των γνωστών «ευπαθών ομάδων»: μηχανικοί, δικηγόροι, γιατροί, εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ, υπάλληλοι της ΤτΕ, δημοσιογράφοι, βουλευτές, κληρικοί, ένστολοι κ.ά.

Σήμερα που η ανάγκη για κοινωνική προστασία είναι μεγάλη, χρήσιμη πολιτική θα ήταν η μέριμνα για τα πιο αδύναμα στρώματα. Αλλά λεφτά δεν υπάρχουν για τους μακροχρόνια άνεργους ή για τις φτωχές οικογένειες με παιδιά. Αντίθετα, βρέθηκαν €605 εκατομμύρια το χρόνο για να μπορούν οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ να συνταξιοδοτούνται σε νεαρή ηλικία με πολύ υψηλότερες συντάξεις από ό,τι αντιστοιχεί στις εισφορές τους. Ας είναι καλά ο σημερινός αρχηγός του ΠΑΣΟΚ που φρόντισε το θέμα τους το 1999 και ο νυν υπουργός υγείας που τους άφησε εκτός ασφαλιστικού της τρόικας το 2010.

Το ΠΑΣΟΚ δεν θα συνέλθει ποτέ εάν προηγουμένως δεν λογαριαστεί με τη βαριά κληρονομιά της δεκαετίας του ’80. Δεν μπόρεσε να το κάνει στο παρελθόν, και δεν φαίνεται να μπορεί να το κάνει ούτε τώρα. Και το πληρώνει. Δυστυχώς το πληρώνουμε όλοι.