Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα «ΟΠΕΚ». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα «ΟΠΕΚ». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

8 Απριλίου 2009

Η ευελιξία με ασφάλεια και η εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά

Ομιλία στην εκδήλωση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ) με θέμα «Στο περιθώριο της αγοράς εργασίας: επισφαλής εργασία και ανεργία» (Τετάρτη 8 Απριλίου 2009)

Θα δοκιμάσω να απαντήσω στα ερωτήματα της πρόσκλησης, με εξαίρεση το πρώτο («Πόσο νέο φαινόμενο είναι η επισφαλής εργασία;») που θα το αφήσω στον Αντώνη Λιάκο ως καθ’ ύλην αρμόδιο.

Ταυτίζεται η επισφαλής εργασία με την ευέλικτη εργασία;

Γενικώς, όχι. Δεν είναι υποχρεωτικό η ευέλικτη εργασία να είναι επίσης επισφαλής. Παραδείγματα οργάνωσης της εργασίας ώστε να είναι και ευέλικτη (π.χ. part-time) και «ασφαλής» (με την έννοια του εργατικού δικαίου αλλά και της κοινωνικής προστασίας) υπάρχουν διεθνώς πολλά – σε λίγο θα αναφέρω κάποια.

Ειδικώς, συχνά ναι. Το «ευέλικτο» κομμάτι της αγοράς εργασίας τείνει να απασχολεί εργαζόμενους που δεν ανήκουν σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και που είναι ευάλωτοι στους χώρους δουλειάς έναντι του εργοδότη: μετανάστες, γυναίκες, νέοι, ανειδίκευτοι, και διάφοροι συνδυασμοί αυτών των ιδιοτήτων. Πρόκειται για κατ’ εξοχήν πρόβλημα συσχετισμού ισχύος, στο οποίο θα επανέλθω στη συνέχεια.

Κατά πόσον ισχύει η διχοτόμηση των ανθρώπων σε δυο κόσμους: τον κόσμο των «εντός» προνομίων και προστασίας, και τον κόσμο των «εκτός»;

Ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας παρατηρείται σε όλες τις Ευρωπαϊκές αγορές εργασίας, αλλά δεν είναι το ίδιο έντονος παντού. Για παράδειγμα, στις Σκανδιναβικές χώρες και στην Ολλανδία οι outsiders έχουν περισσότερη προστασία από ό,τι αλλού, ενώ στη Βρετανία και στην Ιρλανδία οι insiders έχουν λιγότερη ασφάλεια από ό,τι αλλού. Το χάσμα μεταξύ των δύο κόσμων είναι βαθύτερο στις αγορές εργασίας της Ηπειρωτικής Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Βελγιο κτλ.). Πουθενά όμως δεν είναι τόσο βαθύ όσο στην Ελλάδα.

Ως ποιο σημείο συμπίπτουν και πού αποκλίνουν τα συμφέροντα των «κανονικών» εργαζομένων, των «επισφαλών» εργαζομένων και των ανέργων;

Το εάν τα συμφέροντα συμπίπτουν ή αποκλίνουν εξαρτάται, κυρίως από το πώς τα αντιλαμβάνονται οι insiders. Η βιβλιογραφία σε θέματα industrial relations κάνει διάκριση μεταξύ «περιεκτικών» (encompassing) και συντεχνιακών συνδικάτων. Στην πρώτη περίπτωση, οι συνδικαλιστές καταβάλλουν προσπάθεια να εκπροσωπήσουν το σύνολο της εργατικής τάξης, ενώ επίσης θεωρούν προτεραιότητά τους την αύξηση της παρουσίας και της επιρροής των συνδικάτων στον «άτυπο» τομέα. Στη δεύτερη περίπτωση, οι συνδικαλιστές έχουν πρακτικά διαγράψει από την οπτική τους τα προβλήματα των outsiders (ως άλυτα, ενδεχομένως) και έχουν αποκλειστικά στραμμένο το ενδιαφέρον τους στην υπεράσπιση των «κεκτημένων» των προνομιούχων ομάδων από τις οποίες οι ίδιοι προέρχονται.

Πόσο αντιπροσωπεύονται οι επισφαλώς εργαζόμενοι/ες και οι άνεργοι/ες από τα συνδικάτα;

Στη χώρα μας, όπου ο συνδικαλισμός αναπτύχθηκε κυρίως στη θαλπωρή της δημόσιας απασχόλησης, οι επισφαλώς εργαζόμενοι και οι άνεργοι αντιπροσωπεύονται ελάχιστα ή καθόλου.

Οι αριθμοί μιλάνε μόνοι τους.
  • Οι κλάδοι της κοινής ωφέλειας και των τραπεζών απασχολούν μόλις το 8% των μισθωτών (εκτός μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που οργανώνονται στην ΑΔΕΔΥ), όμως η ΟΤΟΕ και τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ έχουν τη συντριπτική πλειοψηφία στα όργανα της ΓΣΕΕ. Αντίθετα, η παρουσία των συνδικάτων στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα είναι ισχνή.
  • Το 40% των μισθωτών είναι γυναίκες, αλλά η «φυλετική» αναλογία στην Διοικούσα Επιτροπή της ΓΣΕΕ τις τελευταίες δύο δεκαετίες είναι κατά μέσο όρο 3 γυναίκες σε 45 μέλη.
  • Παλαιότερη δημοσκόπηση για λογαριασμό της ΓΣΕΕ έδειξε ότι η συμμετοχή των νέων εργαζομένων στα συνδικάτα είναι κατά 5 φορές μικρότερη από ό,τι των μεγαλύτερων ηλικιών.
  • Τέλος, με την τιμητική εξαίρεση του Συνδικάτου Οικοδόμων, καμιά άλλη συνδικαλιστική οργάνωση δεν έχει προσπαθήσει να οργανώσει τους ξένους εργάτες, ούτε έχει εκλέξει κάποιον από αυτούς σε διοικητικό συμβούλιο ομοσπονδίας.
Με λίγα λόγια, η εικόνα του μέσου συνδικαλιστή (άνδρας, μεσήλικας, με μονιμότητα, 100% Έλληνας) μοιάζει όλο και λιγότερο με την εικόνα του μέσου μισθωτού (νεότερος, χωρίς μονιμότητα, με πιθανότητα 40% να είναι γυναίκα και 12% να είναι ξένος).

Υπάρχει «Ευρωπαϊκή διαδρομή» προς τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας;

Υπάρχει, και είναι σαφώς «Ευρωπαϊκή», με την έννοια ότι απορρίπτει την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας τύπου ΗΠΑ ή Βρετανίας, χωρίς από την άλλη να αρνείται την ανάγκη μεταρρύθμισης. Να προσθέσω ότι είναι πνευματικό παιδί του «χώρου», αφενός επειδή ήδη εφαρμόζεται σε «σοσιαλδημοκρατικές» χώρες, αφετέρου επειδή οι πιο δραστήριοι υποστηρικτές της (Tito Boeri κ.ά.) πρόσκεινται στην κεντροαριστερά. Πρόκειται για τη (μάλλον συκοφαντημένη στην Ελλάδα) στρατηγική της ευελιξίας με ασφάλεια ή flexicurity.

Η κεντρική ιδέα της flexicurity είναι η μείωση του χάσματος μεταξύ insiders και outsiders: μεγαλύτερη ελαστικότητα και λιγότερα προνόμια για τους μεν, με αντάλλαγμα καλύτερη κοινωνική προστασία και εργασιακή ασφάλεια για τους δε.

Η ευελιξία με ασφάλεια έχει εφαρμοστεί με ιδιαίτερη επιτυχία κυρίως στη Δανία και στην Ολλανδία. Έχω μελετήσει κάπως καλύτερα την περίπτωση της Ολλανδίας. Έχω, λοιπόν, να αναφέρω ότι η στροφή των Ολλανδικών συνομοσπονδιών εργαζομένων «υπέρ του σεβασμού του πλουραλισμού και της ποικιλομορφίας των μορφών απασχόλησης, και υπέρ των ίσων δικαιωμάτων των εργαζομένων σε άτυπες μορφές απασχόλησης» (στροφή που επιτεύχθηκε μετά από μακρόχρονους αγώνες των ομοσπονδιών με μεγάλη γυναικεία παρουσία) επέτρεψε τη σύναψη διμερών συμφωνιών που οδήγησαν στο «Ολλανδικό θαύμα»: αύξηση της απασχόλησης και του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, μείωση της φτώχειας και της ανισότητας.

Η ταυτόχρονη αύξηση της απασχόλησης και μείωση της φτώχειας λόγω της ευελιξίας με ασφάλεια στην Ολλανδία (και αλλού) είναι λιγότερο ευκαταφρόνητο επίτευγμα από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι η ευελιξία χωρίς ασφάλεια στη Βρετανία και στις ΗΠΑ είχε μεν θεαματικές επιδόσεις στη δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά είχε επίσης τίμημα την έκρηξη της φτώχειας των εργαζομένων. Να προσθέσω, τέλος, ότι η στροφή των Ολλανδικών συνδικάτων υπέρ της ευελιξίας με ασφάλεια αύξησε το κύρος και την επιρροή τους στην κοινωνία, αλλά και τον αριθμό των μελών τους, λόγω της μεγαλύτερης διεισδυτικότητάς τους στον άτυπο τομέα.

Μεταφέρεται η εμπειρία της Ολλανδίας (ή της Δανίας) αλλού, π.χ. στην Ελλάδα; Οι ίδιοι οι υποστηρικτές της (Tito Boeri κ.ά.) αναγνωρίζουν, και μάλιστα σε επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι η επιτυχία της στρατηγικής της ευελιξίας με ασφάλεια στις χώρες αυτές βασίστηκε αφενός στη μακρά παράδοση συλλογικών διαπραγματεύσεων και διμερών συμφωνιών, και αφετέρου στον αμοιβαίο σεβασμό των κοινωνικών εταίρων και στην εμπιστοσύνη τους ότι τα συμφωνηθέντα θα τηρηθούν. Εκεί όπου οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται, οι «εθνικές διαδρομές» προς την ευελιξία με ασφάλεια κατ’ ανάγκη περιπλέκονται – αν, και κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν καθιστά λιγότερο επείγουσα την ανάγκη γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ insiders και outsiders.

Τι μας διδάσκουν τα παραπάνω για τις προοπτικές της αγοράς εργασίας (και για τη στάση της εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς) στην Ελλάδα;

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, τρία πράγματα.

Πρώτον, ότι η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας θα πρέπει να επιχειρηθεί ταυτόχρονα με τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Ήδη αναφέρθηκα στην κατεύθυνση της ευελιξίας με ασφάλεια προς την οποία θα πρέπει να κινηθεί η πρώτη. Όσο για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους, εδώ ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η γενναία αναδιανομή πόρων από τις κοινωνικά αντιπαραγωγικές δαπάνες (όπως είναι τα σκανδαλώδη συνταξιοδοτικά προνόμια πολλών ομάδων) προς τις κοινωνικές υπηρεσίες (π.χ. βρεφονηπιακοί σταθμοί, βοήθεια στο σπίτι), καθώς και στη στήριξη του εισοδήματος (επιδόματα παιδιών, επιδόματα ανέργων, επιδόματα κατοικίας, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα).

Δεύτερον, ότι αν και η παραπάνω διαδρομή είναι ίσως βραχυπρόθεσμα επώδυνη για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τουλάχιστον υπόσχεται την αναστήλωση του (χαμηλού σήμερα) κύρους τους στην κοινωνία και την αύξηση της πολιτικής και αριθμητικής επιρροής τους. Αντίθετα, η πεπατημένη της με νύχια και δόντια υπεράσπισης των «κεκτημένων» οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην οριστική παρακμή τους.

Τρίτον, ότι η στρατηγική της ευελιξίας με ασφάλεια δεν προϋποθέτει μόνο την αλλαγή πορείας των συνδικάτων, αλλά και την αξιοπιστία των εργοδοτικών οργανώσεων (it takes two to tango). Στη χώρα μας, όπου η αστική τάξη αποστρέφεται τα ρίσκα και αναζητά εναγωνίως το σίγουρο κέρδος στη σκιά του πελατειακού κράτους, όπου πάρα πολλοί επιχειρηματίες θεωρούν την επιχειρηματικότητα συνώνυμο της «αρπαχτής», και όπου η κερδοφορία συνήθως δεν είναι επιστέγασμα κάποιας καινοτόμου ιδέας για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που ζητά η αγορά, αλλά αποτέλεσμα της ανελέητης συμπίεσης του εργατικού κόστους (τύπου «εσύ υπογράφεις για €700 και εγώ σου δίνω €400») – τι ελπίδα μπορεί να υπάρχει;

Καμμία ελπίδα – εκτός εάν μια υγιέστερη επιχειρηματική κουλτούρα επικρατήσει (πώς;), και εκτός εάν ο συσχετισμός ισχύος στον ιδιωτικό τομέα αλλάξει υπέρ των εργαζομένων.

Μπορεί να προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις υπέρ των «εκτός» χωρίς να θιγούν τα κεκτημένα των «εντός»;

Φοβάμαι πως κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε εφικτό αλλά ούτε και επιθυμητό.

Δεν είναι εφικτό επειδή το «πολιτικό κεφάλαιο» που διαθέτουν τα συνδικάτα και τα κόμματα της ευρείας αριστεράς είναι πεπερασμένο. Στα λόγια όλοι είναι υπέρ της βελτίωσης της θέσης των «εκτός». Όταν όμως τα συνδικάτα επιλέγουν να δώσουν τις ηρωικότερες μάχες τους για να μην αλλάξει τίποτε (όπως έγινε στο παρελθόν με τις προτάσεις Γιαννίτση για το ασφαλιστικό), ή για τη διατήρηση του δικαιώματος των «εντός» να συνταξιοδοτούνται μέχρι και 17 χρόνια νωρίτερα από όλους τους άλλους (όπως έγινε πιο πρόσφατα με αφορμή την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου), δεν περισσεύει και πολύς χρόνος και ενέργεια για τα πιο πεζά προβλήματα της Κούνεβα και των άλλων θαρραλέων συνδικαλιστριών του Σωματείου της.

Τα κεκτημένα των «εντός» δεν είναι εφικτό λοιπόν να μείνουν άθικτα, εάν θέλουμε να βελτιωθεί η θέση των «εκτός». Δεν είναι όμως ούτε επιθυμητό. Αφενός, γιατί η ύπαρξη των κεκτημένων αυτών προσβάλλει την αρχή της ισονομίας των πολιτών και κάθε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης. Αφετέρου, γιατί ποιος θα ήθελε να ζει σε μια χώρα όπου όλοι οι εργαζόμενοι συμπεριφέρονται ως δημόσιοι υπάλληλοι (και όπου όλες οι αεροπορικές εταιρίες είναι σαν την Ολυμπιακή, όλες οι Τράπεζες σαν την Εθνική κ.ο.κ.);

Εγώ πάντως όχι.

6 Ιουλίου 2007

Ο δημόσιος χώρος, το κοινωνικό κράτος και η κεντροαριστερά

Oμιλία σε συνάντηση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ) με θέμα «Δημόσιος χώρος, ανισότητες και διακρίσεις» (Σύρος 6-8 Ιουλίου 2007)

Το θέμα μου είναι η ‘φυγή από το κράτος’, όπως αυτή εκδηλώνεται στη χώρα μας τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80. Συγκεκριμένα, αυξάνεται συνεχώς το ποσοστό των συμπολιτών μας, ιδιαίτερα (αλλά όχι αποκλειστικά) των πιο εύπορων, που χρησιμοποιεί υπηρεσίες που του παρέχουν ιδιωτικοί γιατροί, ιδιωτικά νοσοκομεία, ιδιωτικά σχολεία, και επίσης όλο και συχνότερα ιδιωτικά γυμναστήρια, ιδιωτικά ταχυδρομεία, ιδιωτικοί φρουροί κ.ο.κ.[*]

Η ‘φυγή από το κράτος’ αφενός συνδέεται με την εξάπλωση ενός καταναλωτισμού: άλλοτε εύλογου (όπως είναι η απαίτηση για αξιοπρεπή αντιμετώπιση από όσους παρέχουν υπηρεσίες), άλλοτε υπερφίαλου (όπως είναι η ιδέα ότι οι παιδικοί σταθμοί που δεν διδάσκουν computer ή τα σχολεία που δεν διαθέτουν πισίνα δεν αξίζουν). Αφετέρου, πατά πάνω στο έδαφος των κενών, των αποτυχιών και των διαψεύσεων της δημόσιας παροχής. Μεταξύ των προσδοκιών των πολιτών (εύλογων ή υπερφίαλων) από τη μια, και της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχει το δημόσιο από την άλλη, το χάσμα είναι μεγάλο και (ίσως) διευρύνεται.

Το φαινόμενο δεν είναι άγνωστο αλλού, αλλά παρουσιάζεται με ιδιαίτερη ένταση στην Ελλάδα – την πιο ‘αμερικανική’ χώρα της Ευρώπης ως προς το βαθμό διείσδυσης της αγοράς στο σκληρότερο πυρήνα του κοινωνικού κράτους: υγεία (όπου το μερίδιο της ιδιωτικής δαπάνης είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη, και υπολείπεται μόνο των ΗΠΑ, του Μεξικού και της Κορέας) και παιδεία. Και όλα αυτά, μάλιστα, χωρίς νεοφιλελεύθερη ιδιωτικοποίηση. Όχι μόνο αυτό: οι ρητορείες περί της τελευταίας κρύβουν τη θέα στην άλλη, υφέρπουσα ιδιωτικοποίηση που de facto συντελείται μπροστά στα μάτια μας επί δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Η υφέρπουσα, de facto ιδιωτικοποίηση σχετίζεται τόσο με την εγκατάλειψη της δημόσιας παροχής από τους πολίτες (π.χ. άνθηση της ιδιωτικής περίθαλψης), όσο και με την ανενόχλητη άσκηση κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων εκ μέρους ομάδων παραγωγών στο εσωτερικό των δημοσίων μονάδων (π.χ. διαφθορά στα δημόσια νοσοκομεία).

Τα παραπάνω είναι (σχετικά) γνωστά και ως επί το πλείστον θλιβερά. Όμως, το πολιτικό διακύβευμα αυτής της υπόθεσης φοβάμαι ότι δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητό στους κόλπους της αριστεράς/κεντροαριστεράς. Αυτό που προσπαθώ να πω εδώ είναι ότι η de facto ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου, η γενικευμένη δυσπιστία προς το κράτος και τα φαινόμενα που συνδέονται με αυτήν (όπως η χαμηλή εμπιστοσύνη, ο εθισμός σε μια διάχυτη ‘ανομία’, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή κτλ.) διαμορφώνουν τους όρους με τους οποίους διεξάγεται το πολιτικό παιγνίδι – σημαδεύοντας, ταυτόχρονα, την τράπουλα και υπονομεύοντας εκ προοιμίου τις δυνατότητες επιτυχίας μιας εκσυγχρονιστικής αριστεράς/κεντροαριστεράς.

Αντιστρόφως, η ρεαλιστική ουτοπία της μεταρρυθμιστικής/σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς, όπως αυτή σχεδόν πραγματοποιήθηκε στη βόρεια Ευρώπη των ‘χρυσών’ μεταπολεμικών δεκαετιών, προϋποθέτει ένα κράτος δημοκρατικό, αποτελεσματικό, στην υπηρεσία του πολίτη, το οποίο φορολογεί μεν ‘αγρίως’ αλλά ανταποδίδει στους πολίτες τους φόρους που εισπράττει παρέχοντας υψηλού επιπέδου υπηρεσίες και καταπολεμώντας τα κοινωνικά προβλήματα.

Για το λόγο αυτό, δεν βλέπω από πού μπορεί να ξεκινήσει η ανάκτηση της ηγεμονίας στο πεδίο των ιδεών και αξιών εκ μέρους της εκσυγχρονιστικής αριστεράς/ κεντροαριστεράς στη μπερδεμένη Ελλάδα της εποχής μας, εάν όχι από την αποκατάσταση (ή και εξ αρχής οικοδόμηση) του κύρους και της δημόσιας εικόνας των συλλογικών αγαθών: του ΕΣΥ, του εκπαιδευτικού μας συστήματος, των συγκοινωνιών, αλλά και της πολεοδομίας, της προστασίας των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος, της δημόσιας ασφάλειας κτλ.

Δεν ισχυρίζομαι ότι τα παραπάνω συνιστούν κάποια ‘Μεγάλη Ιδέα’. Πιο πολύ μοιάζουν με minimum πρόγραμμα, ας πούμε, για την πολιτισμένη συμβίωση όλων σε μια κοινωνία στοιχειώδους συνοχής. Και όμως, φαίνεται ότι για να γίνουν αποδεκτά στους κόλπους της αριστεράς/ κεντροαριστεράς θα πρέπει πρώτα να καταπολεμηθούν τρεις πειρασμοί.

Ο ένας πειρασμός είναι να συγχέουμε την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου με την υπεράσπιση των πράξεων και των παραλήψεων όσων έχουν την τύχη να εργάζονται σε αυτόν. Η αποστολή των δημοσίων υπηρεσιών είναι να υπηρετούν τους πολίτες, όχι να εξασφαλίζουν μια ήρεμη και άνετη ζωή στους υπαλλήλους τους – ούτε, ακόμη χειρότερα, να παρέχουν ένα προστατευτικά αδιαφανές περιβάλλον για την ανενόχλητη άσκηση κερδοφόρων και προφανώς παράνομων δραστηριοτήτων. Με άλλα λόγια, ο δημόσιος χώρος είναι υπερβολικά πολύτιμος για να τον εμπιστευθούμε στους συνδικαλιστές ή στα διάφορα λόμπυ (π.χ. των γιατρών).

Ο δεύτερος πειρασμός είναι να γοητευθούμε από τις σειρήνες της αγοράς. Ακούγεται ίσως επικίνδυνα ανατρεπτικό (ακόμη και σε μένα, προς στιγμήν), αλλά πρόκειται για διαπίστωση που ένας φιλελεύθερος τύπου Paul Krugman ή ένας Εργατικός τύπου Gordon Brown δεν θα δυσκολευόταν να συνυπογράψει. Τα συλλογικά αγαθά, για τα οποία συζητάμε, ή θα παρέχονται σε επαρκείς ποσότητες (και ποιότητες) από το κράτος, ή δεν θα παρέχονται καθόλου. Και για το λόγο αυτό, το ‘όραμα’ της συνεχούς μείωσης των φορολογικών συντελεστών (η διαβόητη ‘φορολογική μεταρρύθμιση’ που επαγγέλλεται ο Αλογοσκούφης, αλλά που είχε ήδη θέσει σε κίνηση ο Χριστοδουλάκης) είναι ένας πειρασμός στον οποίο πρέπει να αντισταθούμε.

Ο τρίτος πειρασμός είναι να κάνουμε ένα φαινομενικό άλμα προς τα εμπρός: ‘μακριά από το αποτυχημένο κράτος, μόνη λύση ο εθελοντισμός’. Να ξεκαθαρίσω ότι εάν τα παιδιά μου π.χ. επιλέξουν να αφιερώσουν μέρος του χρόνου τους στις δραστηριότητες κάποιας μη κυβερνητικής οργάνωσης, θα είμαι απολύτως ευτυχής (αρκεί φυσικά να εγκρίνω τους σκοπούς της). Όμως, με κάθε ειλικρίνεια – και με κίνδυνο να δυσαρεστήσω μερικούς εν εκσυγχρονισμώ αδελφούς – σας λέω ότι εάν το κράτος είναι ‘αποτυχημένο’ δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να το κάνουμε ‘πετυχημένο’. Είναι μια δουλειά κοπιαστική και άχαρη, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει. Πάντως, θυμίζω ότι χωρίς νομική θωράκιση, χωρίς αποτελεσματική αστυνόμευση, χωρίς επαγγελματική πυρόσβεση, χωρίς αδιάφθορη πολεοδομία, χωρίς μηδενική ανοχή στην αυθαίρετη δόμηση – χωρίς όλα αυτά, ο εθελοντισμός δεν έσωσε την Πάρνηθα, ούτε θα μπορέσει να σώσει ό,τι έχει απομείνει από αυτήν (όχι μόνος του τουλάχιστον).

Εν κατακλείδι. Η οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού και δίκαιου κράτους γενικώς, και η αποκατάσταση της ποιότητας και της ελκτικότητας των συλλογικών αγαθών ειδικώς, δεν μπορούν παρά να βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής και του πολιτικού σχεδίου της εκσυγχρονιστικής αριστεράς/κεντροαριστεράς. Εδώ, τρίτοι δρόμοι δεν χωράνε.


[*] Ενδιαφέρουσα πτυχή: ταυτόχρονα με τη ‘φυγή από το κράτος’ παρατηρείται μια ‘εποίκιση’ από μετανάστες πρώτης ή δεύτερης γενιάς των δημόσιων χώρων (π.χ. μαιευτήρια, σχολεία, πλατείες) που οι παλαιότεροι κάτοικοι εγκαταλείπουν – παρά τις διακρίσεις, ή ίσως εξαιτίας αυτών. Το φαινόμενο είναι πραγματικά σύνθετο: μιλώντας από τη σκοπιά της αριστεράς/κεντροαριστεράς, έχει (προφανείς) θετικές πτυχές και (λιγότερο προφανείς) αρνητικές. Από τη μια, αναζωογόνηση και εμπλουτισμός του δημόσιου χώρου. Από την άλλη, κίνδυνος υποβάθμισης και γκετοποίησής του καθώς εγκαταλείπεται μαζικά από τους παλαιότερους κατοίκους. Κλειδί για την επίλυση (σε προοδευτική κατεύθυνση) του περίπλοκου αυτού προβλήματος, η επιμονή στη διατήρηση (βελτίωση) της ποιότητας των δημόσιων μαιευτηρίων, σχολείων ή πλατειών που χρησιμοποιούν (και) οι μετανάστες, τσιγγάνοι, φτωχοί κ.ο.κ.

7 Ιουνίου 2006

Ανισότητες και διακρίσεις στην κοινωνική πολιτική

Oμιλία σε συνάντηση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ) με θέμα «Ανισότητες και διακρίσεις στη δημόσια διοίκηση, στην εκπαίδευση και στην κοινωνική πολιτική» (Αθήνα 7 Ιουνίου 2006)

Δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι η καταπολέμηση των ανισοτήτων είναι οπωσδήποτε βασικός στόχος της κοινωνικής πολιτικής. Για παράδειγμα, έχει υποστηριχθεί ότι στο «φιλελεύθερο» μοντέλο κοινωνικής προστασίας ο κύριος στόχος (στην καλύτερη περίπτωση) είναι η παροχή ενός διχτυού ασφαλείας για την ανακούφιση από την ακραία φτώχεια, ενώ στις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης όπου η κοινωνική προστασία σχεδόν ταυτίζεται με την κοινωνική ασφάλιση (όπως άλλωστε συμβαίνει και στην Ελλάδα), ο κύριος στόχος είναι η προαγωγή της κοινωνικής συνοχής – στόχος ασύμβατος με μια ραγδαία επιδείνωση της ανισότητας, αλλά όχι κατ’ ανάγκην με τη διατήρησή της σε ένα σταθερό και ίσως σχετικά υψηλό επίπεδο.

Πράγματι, η καταπολέμηση των ανισοτήτων αποτελεί προγραμματικό στόχο της κοινωνικής (αλλά και της οικονομικής, φορολογικής, εκπαιδευτικής, καθώς και πολιτικής απασχόλησης) μόνο στο σκανδιναβικό μοντέλο κοινωνικής προστασίας. Ως γνωστόν, το μοντέλο αυτό διόλου τυχαία λέγεται και σοσιαλδημοκρατικό. Και για αυτόν το λόγο, παρότι δεν ζούσα σε άλλο πλανήτη την τελευταία δεκαετία, στο υπόλοιπο της ομιλίας μου θα υποθέσω ότι η κοινωνική πολιτική κάθε πολιτικής δύναμης που αυτοτοποθετείται αριστερά του κέντρου – πόσο μάλλον της εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς – εμπνέεται από το ιδεώδες της καταπολέμησης των ανισοτήτων (και των διακρίσεων). Εάν κάνω λάθος θα μου το πείτε.

Θα αναφερθώ επί τροχάδην σε τρία θέματα: στην εικόνα της κατανομής του εισοδήματος στη χώρα μας σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, σε όψεις ανισοτήτων (και διακρίσεων) στην κοινωνική πολιτική όπως παραδοσιακά ασκείται στην Ελλάδα, και τέλος στις αιτίες της επιβίωσης του παραδοσιακού μοντέλου πολύ μετά την ημερομηνία λήξης του.

1. Κατανομή του εισοδήματος

Σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, η ανισότητα μειώθηκε σημαντικά κατά την περίοδο 1974-82 και παρέμεινε περίπου αμετάβλητη από τότε. Το ίδιο συμβαίνει και με τη (σχετική) φτώχεια – όμως, όταν η σχετική φτώχεια παραμένει σταθερή ενώ το μέσο εισόδημα αυξάνει, η απόλυτη φτώχεια κατά κανόνα μειώνεται.

Σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης (και μάλιστα των 25!), η ανισότητα στην Ελλάδα είναι σαφώς μεγαλύτερη. Μάλιστα, ενώ στην ΕΕ η εισοδηματική ανισότητα των ηλικιωμένων είναι χαμηλότερη από ό,τι στον υπόλοιπο πληθυσμό, στη χώρα μας συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν και όσον αφορά τη φτώχεια, η οποία είναι υψηλότερη (μεγαλύτερο ποσοστό σχετικής φτώχειας), οξύτερη (μεγαλύτερο ποσοστό ακραίας φτώχειας), βαθύτερη (μεγαλύτερο χάσμα φτώχειας) και πιο επίμονη (μεγαλύτερο ποσοστό συνεχούς επί 3 έτη παραμονής κάτω από το όριο φτώχειας) στην Ελλάδα από ό,τι στην ΕΕ-25 κατά μέσο όρο.

Τα παραπάνω δεδομένα χαρακτηρίζονται και αυτά από μεγάλη σταθερότητα. Αυξομειώσεις στους διάφορους δείκτες υπάρχουν, αλλά βρίσκονται κατά κανόνα στα όρια του στατιστικού σφάλματος. Η ΕΣΥΕ πρόσφατα δημοσίευσε νεώτερα στοιχεία που δείχνουν ότι στην περίοδο 2001-03 η ανισότητα και η συνολική φτώχεια αυξήθηκαν, ενώ η φτώχεια των ηλικιωμένων μειώθηκε. Τα στοιχεία αυτά βασίζονται σε μια νέα στατιστική σειρά και θα πρέπει να ιδωθούν με κάποια επιφύλαξη. Πάντως, η γενική εικόνα σταθερότητας δεν φαίνεται να μεταβάλλεται.

Το ερώτημα είναι: γιατί; Η απάντηση του συρμού (φτωχό και μίζερο κοινωνικό κράτος κτλ.) δεν στέκει: η κοινωνική δαπάνη στη χώρα μας αυξήθηκε σημαντικά τη δεκαετία 1994-2004, σε απόλυτες τιμές και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Συνεπώς, ακόμη και αν λάβει υπόψη του κανείς τον υπερβάλλοντα ζήλο με τον οποίο συχνά υπολογίζονταν τα σχετικά μεγέθη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σύγκλιση που επιτεύχθηκε προς τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο ήταν πραγματική.
Όμως, η σταθερότητα της ανισότητας και της φτώχειας σε συνθήκες αύξησης της κοινωνικής δαπάνης δείχνει ότι κάτι δεν πάει καλά: το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα χρηματοδοτείται πολύ καλύτερα σήμερα από ό,τι 10 ή 20 χρόνια πριν, αλλά παραμένει το ίδιο πελατειακό κράτος παροχών που γνωρίσαμε και δεν αγαπήσαμε. Είχαμε μεγέθυνση αλλά όχι ανάπτυξη. Η σύγκλιση με το Ευρωπαϊκό mainstream ήταν ποσοτική αλλά όχι ποιοτική.

2. Όψεις ανισοτήτων (και διακρίσεων)

«Το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα οικοδομήθηκε άναρχα. [Είναι] προϊόν συνεχών συμβιβασμών με ομάδες πίεσης ή περιστασιακής αντιμετώπισης κρίσεων». Χάρη σε αυτή την ιστορική διαδικασία, το σημερινό κοινωνικό κράτος δεν συνιστά συνεκτικό σύνολο αλλά «εντυπωσιακό μωσαϊκό ρυθμίσεων» – τόσο που να δικαιολογεί το χαρακτηρισμό του ως «κράτους πελατειακών παροχών». Τάδε έφη Κωσταντίνος Σημίτης στο μακρινό 1989.

Από τότε μέχρι τώρα λίγα άλλαξαν, κάποια μάλιστα προς το χειρότερο. 90% των κοινωνικών επιδομάτων είναι συντάξεις (68% στην ΕΕ-15). Περίπου ένα τρίτο της συνολικής δαπάνης για συντάξεις, επιχορηγήσεις του κράτους στην κοινωνική ασφάλιση, κατανέμεται το ίδιο άδικα και ανορθολογικά όπως και πριν. Η κατάργηση του ΛΑΦΚΑ (σταγόνας στον ωκεανό, αλλά σταγόνας εξισωτικής αναδιανομής) λίγες επί της ουσίας διαμαρτυρίες προκάλεσε. 40% των ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα (σε μια χώρα χωρίς βαρειά βιομηχανία) υπάγεται στο καθεστώς των ΒΑΕ – μάλιστα, με το νόμο Ρέππα το καθεστώς αυτό επεκτείνεται και στον δημόσιο τομέα. Όπως και τότε, εξακολουθούμε να έχουμε όχι ένα αλλά πολλά κοινωνικά κράτη: άλλο καθεστώς, με ευνοϊκούς κανόνες για άνδρες, μεσήλικες, ασφαλισμένους σε ευγενή ταμεία, εργαζόμενους στο Δημόσιο, τις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες – και άλλο καθεστώς, με δυσμενείς κανόνες για τους νεότερους, τους εργαζόμενους στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα, τους ασφαλισμένους στα «λαϊκά» ταμεία, καθώς και τις (περισσότερες) γυναίκες. Το ΕΚΑΣ ήταν καινοτομία, αλλά δεν αντιστοιχεί σε πάνω από το 2-3% της συνολικής δαπάνης για συντάξεις. Πάντως, η συμβολή του (μαζί με την αναβάθμιση των αγροτικών συντάξεων) στην πραγματική βελτίωση των εισοδημάτων των χαμηλοσυνταξιούχων υπήρξε αξιοσημείωτη.

Και εκτός συντάξεων, λίγα πράγματα άλλαξαν. Τα επιδόματα ανεργίας εξακολουθούν να καλύπτουν περισσότερο τους εποχικά εργαζόμενους παρά τους μακροχρόνια ανέργους. Δεν έχουμε επιδόματα παιδιού αλλά πολυτεκνικά (μόνο καθ’ ημάς επιβιώνει αυτό το τυπικό δείγμα κοινωνικής πολιτικής των νοτιοευρωπαϊκών φασισμών της δεκαετίας του ’30). Τα επιδόματα ΑΜΕΑ ανέρχονται σε 23, με ειδικό επίδομα «τυφλών ασκούμενων δικηγόρων», τρεις φορές πιο γενναιόδωρο από το επίδομα των τυφλών που δεν είναι ασκούμενοι δικηγόροι. Για ένα φεγγάρι η «επιλεκτικότητα» και η «στόχευση» ήταν πολύ της μόδας – και όμως, το κατ’ εξοχήν επιλεκτικό και στοχευμένο πρόγραμμα, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που εφαρμόζεται στην Κύπρο και σε άλλες 22 χώρες μέλη της ΕΕ, παραμένει αντικείμενο μιας ανούσιας και ρηχής ρητορικής στην Ελλάδα.

Εν τω μεταξύ, νέες ανισότητες προστέθηκαν στις παλιές. Το 12% του εργατικού δυναμικού ήλθαν στη χώρα μας ως μετανάστες. Χάρη σε μύρια νομοθετικά και γραφειοκρατικά εμπόδια, πολλοί από αυτούς είναι «παράνομοι» – άρα χωρίς κοινωνικά δικαιώματα. Όσοι καταφέρουν να υπερβούν τα εμπόδια (και πείσουν τους εργοδότες τους να τους κολλάνε ένσημα), συχνά διαπιστώνουν ότι για τους υπαλλήλους του ΟΑΕΔ και άλλων υπηρεσιών εξακολουθούν να είναι πολίτες β’ κατηγορίας. Πρόκειται για την πιο κραυγαλέα περίπτωση διακρίσεων κατά την εφαρμογή μιας νομοθεσίας που ούτως ή άλλως προσβάλλει την έννοια της δικαιοσύνης.
Λίγα, λοιπόν, πράγματα άλλαξαν – κάποια μάλιστα προς το χειρότερο – στα χρόνια που μεσολάβησαν από τη δημοσίευση του «Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας», παρότι εν τω μεταξύ ο συγγραφέας του (αιρετικός βουλευτής της αντιπολίτευσης τότε) στα μισά από αυτά τα χρόνια κυβέρνησε τη χώρα ως πρωθυπουργός.

Έχω λόγους να πιστεύω (άλλοι, όμως, μπορεί να διαφωνούν) ότι αυτή η αναντιστοιχία λόγων και έργων δεν οφείλεται σε έλλειψη ειλικρίνειας. Αντίθετα, θεωρώ ότι η διάψευση των ελπίδων που γέννησε το 1996 θα πρέπει να αναζητηθεί αφενός στην αδυναμία των μεταρρυθμιστικών ιδεών, και αφετέρου στη δυσαρμονία τους με βαθύτατα ριζωμένες αντιλήψεις που (παρότι ανεδαφικές) καλλιεργήθηκαν επί δεκαετίες από ευρύτατο φάσμα της πολιτικής ελίτ και των υπόλοιπων διαμορφωτών της κοινής γνώμης.

3. Αιτίες της επιβίωσης του παραδοσιακού μοντέλου

Η ιδέα ότι η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους είναι κάτι που μας το ζητούν πιεστικά οι διεθνείς οργανισμοί και τα ντόπια φερέφωνά τους από ιδεολογική εχθρότητα στις κατακτήσεις του λαού μας (ίσως και του τόπου), καθώς και η συνακόλουθη ιδέα ότι κατά βάθος το μόνο που χρειάζεται η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα είναι περισσότερα χρήματα, διαπερνούν το σύνολο του πολιτικού φάσματος: από τη λαϊκή δεξιά έως την παραδοσιακή αριστερά. Είναι περιττό να προσθέσω ότι οι δύο αυτές ιδέες αποτελούν επίσης βαθιές πεποιθήσεις σχεδόν του συνόλου των μελών και στελεχών του ΠΑΣΟΚ, με μερικές μάλλον δακτυλοδεικτούμενες εξαιρέσεις.

Θα έπρεπε να είναι επίσης περιττό να σημειώσω ότι οι δύο κεντρικές ιδέες του παραδοσιακού μοντέλου είναι βαθύτατα λαθεμένες. Η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους είναι επειγόντως αναγκαία, για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας αλλά και για την εξάλειψη των αδικιών (και διακρίσεων) του σημερινού συστήματος. Και η αποκατάσταση της βιωσιμότητας θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης είναι – έναντι της γενιάς των παιδιών μας ή των παιδιών των παιδιών μας. Για αυτά χρειάζεται η μεταρρύθμιση, όχι λόγω Μάαστριχτ ή ΟΝΕ ή Συμφώνου Σταθερότητας.

Έχει κατανοηθεί αυτό το κομβικό σημείο; Είναι μέρος της πολιτικής κουλτούρας μας; Φοβάμαι πως όχι – ούτε καν μεταξύ των πιο προωθημένων εκσυγχρονιστών. Εξ ου και η επιλογή του να δοθεί η μάχη για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους με τον άτολμο, σχεδόν «ένοχο» τρόπο που έγινε, εξ ου και η συνεχής επίκληση του Μάαστριχτ και της ΟΝΕ – σαν από εκεί να απέρρεε η πολιτική νομιμοποίηση της μεταρρύθμισης, όχι από τις παταγώδεις αποτυχίες του σημερινού συστήματος. Η τύχη των προτάσεων Γιαννίτση απέδειξε κυρίως αυτό: ότι οι μάχες που δεν δίνονται, τελικά χάνονται πιο εύκολα και με μεγαλύτερο πολιτικό κόστος.

Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι τα περιθώρια χειρισμών ήταν ούτως ή άλλως στενά, λόγω της «κάθετης» αντίθεσης των συνδικάτων. Σωστό – αν και η κυριαρχία της ΠΑΣΚΕ εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια δείχνει ότι η αντίθεση των συνδικάτων θα πρέπει να θεωρείται μάλλον ενδογενής παρά εξωγενής περιορισμός.

Το κύριο πρόβλημα με τα συνδικάτα είναι η στρεβλή αντιπροσώπευση των εργαζομένων από αυτά. Η αναντιστοιχία έχει διάφορες διαστάσεις:

- Μεταξύ κλάδων της οικονομίας: η ΟΤΟΕ και τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ έχουν απόλυτη πλειοψηφία στα όργανα της ΓΣΕΕ, παρότι οι κλάδοι της κοινής ωφέλειας και των τραπεζών απασχολούν μόλις το 8% των μισθωτών (εκτός μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που οργανώνονται στην ΑΔΕΔΥ).

- Μεταξύ των δύο φύλων: 40% των μισθωτών είναι γυναίκες, αλλά η αναλογία τους στην Διοικούσα Επιτροπή της ΓΣΕΕ την περίοδο 1992-2004 ήταν κατά μέσο όρο 3 γυναίκες σε 45 μέλη.

- Μεταξύ ηλικιακών ομάδων: παλαιότερη δημοσκόπηση για λογαριασμό της ΓΣΕΕ διαπίστωσε ότι η συμμετοχή των νέων εργαζομένων στα συνδικάτα είναι κατά 5 φορές μικρότερη από ό,τι των μεγαλύτερων ηλικιών.

- Μεταξύ εθνικών ομάδων: με την τιμητική εξαίρεση του Συνδικάτου Οικοδόμων, καμιά άλλη συνδικαλιστική οργάνωση δεν κατάφερε (ή δεν προσπάθησε;) να οργανώσει τους ξένους εργάτες, ούτε έχει εκλέξει κάποιον από αυτούς σε ΔΣ ομοσπονδίας.

- Τέλος, μεταξύ ασφαλιστικών ταμείων: παρότι ως γνωστόν το ΙΚΑ ασφαλίζει πάνω από 90% των μισθωτών εκτός μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, το ποσοστό των μελών της Διοικούσας Επιτροπής της ΓΣΕΕ που είναι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ κυμαίνεται γύρω στο 30%.

Όλα αυτά έχουν δύο κρίσιμες συνέπειες. Πρώτον, η εικόνα του μέσου συνδικαλιστή όλο και λιγότερο μοιάζει με την εικόνα του μέσου μισθωτού. Δεύτερον, μια μεταρρυθμιστική πολιτική μπορεί κάλλιστα να εξυπηρετεί τα ταξικά συμφέροντα των μισθωτών, χωρίς παρόλα αυτά να αποσπά την έγκριση της ΓΣΕΕ.

Νομίζω ότι το ηθικό δίδαγμα των παραπάνω είναι προφανές. Μια μελλοντική σοσιαλιστική, κεντροαριστερή κτλ. κυβέρνηση δεν θα αξίζει να λέγεται σοσιαλιστική, κεντροαριστερή κτλ. εάν απλώς «κάνει καθυστέρηση» μέχρι να τελειώσει η θητεία της ώστε να κληροδοτήσει την «καυτή πατάτα του ασφαλιστικού» στην επόμενη κυβέρνηση.

Κάποια μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους είναι αναπόφευκτη, όμως το περιεχόμενό της δεν είναι δεδομένο. Το σενάριο μιας γενικής, δραστικής περικοπής κοινωνικών δικαιωμάτων όταν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο ακόμη δεν είναι ρεαλιστικό, αλλά κάποτε μπορεί να είναι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το status quo δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ.

Καταλαβαίνω την απροθυμία των πολιτικών να θίξουν τα κακώς κείμενα του ασφαλιστικού. Είναι άχαρη δουλειά, που φθείρει όποιον την αναλάβει. Ο πειρασμός της φυγομαχίας είναι μεγάλος. Όμως, από κάτι τέτοια κρίνεται η συλλογική διορατικότητα των πολιτικών δυνάμεων. Και σε κάτι τέτοια φαίνεται η διαφορά μεταξύ πολιτικών που αγωνιούν για το τι θα γράφουν για αυτούς οι αυριανές εφημερίδες, και πολιτικών που αγωνιούν για το τι θα γράφουν για αυτούς τα μελλοντικά βιβλία ιστορίας.

7 Μαΐου 1998

Τα διλήμματα της μεταρρύθμισης της κοινωνικής ασφάλισης

Oμιλία σε συνάντηση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ) (Αθήνα 7 Μαΐου 1998)

Θα ξεκινήσω με μια κοινή διαπίστωση: ο διάλογος για το μέλλον της κοινωνικής ασφάλισης περιστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τα προβλήματα του συστήματος συντάξεων. Αυτό ισχύει τόσο για τον επίσημο - ‘κοινωνικό’ - διάλογο, όσο και για τον ανεπίσημο (και, κατά κανόνα, πιο διαφωτιστικό) δημόσιο διάλογο που διεξάγεται με άρθρα και εκθέσεις, ή με ομιλίες σε συνέδρια και εκδηλώσεις όπως η σημερινή.

Η μια μονομέρεια (της συζήτησης) αντανακλά πιστά μιαν άλλη: τη μονομέρεια της δομής του συστήματος κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας. Οι συντάξεις απορροφούν το 60% της κοινωνικής δαπάνης του κράτους και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Το φαινόμενο αυτό είναι Ελληνική πρωτοτυπία: το ειδικό βάρος των συντάξεων είναι σε όλες τις χώρες της Ευρώπης μεγάλο, πουθενά όμως τόσο μεγάλο.

Σπεύδω να προλάβω τη συνηθισμένη ένσταση: ότι το ποσοστό των συντάξεων στη συνολική κοινωνική δαπάνη είναι υψηλό επειδή η τελευταία είναι χαμηλή. Θα συμφωνήσω εν μέρει. Η δαπάνη για κοινωνική προστασία στην Ελλάδα είναι σίγουρα χαμηλότερη από το μέσο Ευρωπαϊκό όρο. Όμως, αφού η χώρα μας είναι η λιγότερο πλούσια μεταξύ των εταίρων της, το αντίθετο θα ήταν παράδοξο. Και πάλι, η κοινωνική δαπάνη είναι υψηλότερη στην Ελλάδα από ό,τι στην Πορτογαλία - και στο ίδιο περίπου επίπεδο όπως στην Ιρλανδία.

[Παρένθεση: γνωρίζω ότι οι στατιστικές που κυκλοφορούν δίνουν μια διαφορετική εικόνα, αλλά αυτό αφορά περισσότερο τις ίδιες τις στατιστικές παρά την πραγματικότητα την οποία υποτίθεται ότι περιγράφουν. Η συμφιλίωση στατιστικών και πραγματικότητας είναι το έργο μιας ομάδας της ΕΣΥΕ, η οποία αναμένεται να παραδώσει το Σεπτέμβριο. Ήδη, όμως, είναι ενδεικτικό ότι η αμέσως επόμενη σειρά πινάκων που πρόκειται να δημοσιεύσει η Eurostat θα περιλαμβάνει ολόκληρα προγράμματα κοινωνικής προστασίας, συνολικού ύψους ούτε λίγο ούτε πολύ 5% του ΑΕΠ, τα οποία είχαμε παραλείψει να προσμετρήσουμε τις προηγούμενες φορές. Αν όλα πάνε καλά, η απόσταση στατιστικών και πραγματικότητας θα κυμαίνεται στο μέλλον σε λογικότερα επίπεδα από ό,τι στο παρελθόν.]

Επιστρέφουμε στο θέμα. Ένα σύστημα συντάξεων είναι ένα σύνολο ρυθμίσεων, με τις οποίες μια κοινωνία διανέμει τους διαθέσιμους πόρους μεταξύ εργαζομένων και συνταξιούχων. Το πώς γίνεται αυτή η διανομή είναι μάλλον τεχνικό ζήτημα, με ουσιαστικές όμως προεκτάσεις, μερικές από τις οποίες θα θίξω στη συνέχεια. Το πόσο, το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος το οποίο απορροφάται από τις συντάξεις, είναι θέμα επιλογής. Στην Ελλάδα, το ποσοστό του ΑΕΠ το οποίο διανέμουμε στους συνταξιούχους είναι γύρω στο 12%.

Πολύ είναι αυτό ή λίγο; Μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα βλέποντας τι κάνουν άλλες χώρες. Η Ιταλία δαπανά περισσότερο, η Σουηδία περίπου το ίδιο, η Γερμανία και η Γαλλία λιγότερο. Εάν σκεφθεί κανείς ότι πρόκειται για χώρες όχι μόνο πλουσιότερες από τη δική μας αλλά και με μεγαλύτερο ποσοστό ηλικιωμένων, τότε μάλλον δαπανούμε πολύ. Με βάση τις σημερινές τάσεις, όταν η δημογραφική πυραμίδα της Ελλάδας πάρει τη μορφή της υπόλοιπης Ευρώπης θα δαπανούμε περισσότερο από κάθε άλλη χώρα.

Όπως ανέφερα πριν, το πόσο δαπανά μια χώρα για συντάξεις είναι σε μεγάλο βαθμό θέμα επιλογής. Τίποτε δεν μας εμποδίζει να είμαστε περισσότερο γενναιόδωροι προς τους δικούς μας συνταξιούχους από ό,τι είναι άλλοι λαοί προς τους δικούς τους. Αρκεί βέβαια να είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε το τίμημα: ως γνωστόν, δωρεάν γεύματα δεν υπάρχουν. Μια δραχμή παραπάνω για τις συντάξεις σημαίνει μια δραχμή λιγότερο για κάτι άλλο.

Μεταξύ των θυμάτων του υπερτροφισμού του συστήματος συντάξεων στη χώρα μας είναι τα υπόλοιπα κοινωνικά προγράμματα. Τα επιδόματα ανεργίας στην Ελλάδα είναι μικρότερης αξίας και διάρκειας από ό,τι σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Οι μισοί σχεδόν άνεργοι είναι νέοι, αλλά μόνο πρόσφατα άρχισαν να εφαρμόζονται μαζικά προγράμματα ένταξης στην αγορά εργασίας. Τα οικογενειακά επιδόματα είναι μόνο για τους δημοσίους υπαλλήλους, για τους υπόλοιπους υπάρχουν μόνο ‘πολυτεκνικά’. Για να αποκτήσει ένα νέο ζευγάρι στεγαστική αυτονομία θα πρέπει να προικοδοτηθεί αγρίως και από τις δύο οικογένειες. Και όλα αυτά σε μια χώρα που υποτίθεται ότι ανησυχεί για το ότι όλο και λιγότεροι νέοι σχηματίζουν όλο και μικρότερες οικογένειες σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία.

Και λοιπόν; Άραγε τα κενά στην κοινωνική προστασία οφείλονται στο ότι δαπανούμε τόσο πολύ για συντάξεις; Σε μεγάλο βαθμό, ναι! Όπως ανέφερα πριν, στη χώρα μας η συνολική κοινωνική δαπάνη είναι σε συγκρίσιμα επίπεδα με αυτά συγκρίσιμων χωρών, ενώ η δαπάνη για συντάξεις είναι πολύ υψηλότερη από ό,τι σε πλουσιότερες χώρες με μεγαλύτερο ποσοστό ηλικιωμένων. Η χρηματοδότηση των υπολοίπων κοινωνικών προγραμμάτων δεν είναι φτωχή επειδή το ύψος της κοινωνικής δαπάνης στην Ελλάδα είναι χαμηλό, αλλά επειδή η κατανομή της είναι μονομερής. Θα πρέπει, λοιπόν, να αναρωτηθούμε μήπως το ‘μείγμα’ κοινωνικών πολιτικών που θα είχαμε εάν εξοικονομούσαμε πόρους που σήμερα απορροφώνται από το σύστημα συντάξεων έχει μεγαλύτερη κοινωνική αξία από το σημερινό μείγμα. Αυτό είναι το πρώτο δίλημμα που προτείνω στη σημερινή συζήτηση:

Συντάξεις και ‘ξερό ψωμί’, ή ένα ισορροπημένο σύστημα κοινωνικής προστασίας για όλες τις ηλικίες και για όλους τους κοινωνικούς κινδύνους;

Η ομιλία μου μέχρι αυτό το σημείο συνοψίζεται ως εξής: Με βάση το βιοτικό επίπεδο και τη δημογραφική σύνθεση της χώρας, έχουμε ένα υπερβολικά γενναιόδωρο σύστημα συντάξεων. Ο υπερτροφισμός των συντάξεων και τα κενά του συστήματος κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα σε άλλους τομείς της κοινωνικής πολιτικής είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Φαντάζομαι ότι ένα μέρος του ακροατηρίου δεν θα πιστεύει στα αυτιά του: πώς είναι δυνατό να αποκαλείται γενναιόδωρο ένα σύστημα που, κατά τη φράση του συνδικαλιστικού συρμού, δίνει ‘συντάξεις πείνας’; Και όμως είναι: Κατ’ αρχήν επειδή εκτός από γενναιόδωρο είναι και κακοσχεδιασμένο, αφού δίνει κίνητρα πρόωρης συνταξιοδότησης και εισφοροδιαφυγής. Αφ’ ετέρου επειδή για κάθε χαμηλοσυνταξιούχο (και για κάθε ηλικιωμένο χωρίς καμιά σύνταξη) υπάρχουν ένας ή περισσότεροι συνταξιούχοι με συντάξεις που δεν πλήρωσαν ποτέ οι ίδιοι.

Ο κατακερματισμός του συστήματος σε μια πληθώρα ταμείων, το καθένα με τους δικούς του κανόνες (όσον αφορά όρους ασφάλισης, ύψος εισφορών, προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, υπολογισμό σύνταξης), συσκοτίζει - και για αυτό διευκολύνει - τη διαιώνιση προνομίων. Η λέξη είναι φορτισμένη, για αυτό θα ήταν καλό να την ορίσουμε. Προτείνω τον εξής ορισμό: ‘ρυθμίσεις των οποίων το όφελος κατανέμεται μόνο σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες, ενώ το κόστος διαχέεται στο κοινωνικό σύνολο’.

Τα δεδομένα του προβλήματος πρέπει (ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε) να είναι γνωστά σε όλους: Ελλείψει μεταλλωρύχων, στα ‘βαρέα και ανθυγιεινά’ επαγγέλματα εντάσσονται κομμωτές και παρουσιαστές της τηλεόρασης. Συντάξεις αναπηρίας χορηγούνται με ελαστικά κριτήρια, συχνά με χρηματικά ή και πολιτικά ανταλλάγματα. Πώς αλλιώς εξηγείται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό συντάξεων αναπηρίας στην Ελλάδα εκδίδεται στην υγιέστερη περιφέρεια της Ευρώπης (την Κρήτη); Συντάξεις χηρείας απονέμονται χωρίς κριτήρια ηλικίας. Οι γυναίκες συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από τους άνδρες και οι μητέρες ανηλίκων νωρίτερα από τις γυναίκες χωρίς παιδιά. Οι ασφαλισμένοι των ‘ειδικών ταμείων’ συνταξιοδοτούνται με πλήρη δικαιώματα έως και δέκα χρόνια νωρίτερα από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ.

Η συσσώρευση πολλών προνομίων στο ίδιο άτομο οδηγεί σε καταστάσεις που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως καθαρές παραβιάσεις της αρχής της ισότητας των πολιτών μπροστά στο νόμο: μια εργάτρια κλωστοϋφαντουργίας, ηλικίας 60 ετών, δεν στοιχειοθετεί δικαίωμα για σύνταξη εάν έχει ‘ένσημα’ για λιγότερα από 15 χρόνια, όμως μια δημόσια υπάλληλος με δύο παιδιά συνταξιοδοτείται στα 45 (δηλ. όταν τα παιδιά της είναι πλέον στο λύκειο).

Σύμφωνα με την εύστοχη και σε ανύποπτο χρόνο διατυπωμένη φράση ενός πρώην υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ‘το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα οικοδομήθηκε άναρχα’ ως ‘προϊόν συνεχών συμβιβασμών με ομάδες πίεσης ή περιστασιακής αντιμετώπισης κρίσεων’. Αυτή η διαδικασία, από την οποία προέκυψε το σημερινό ‘εντυπωσιακό μωσαϊκό ρυθμίσεων’, κάνει την Ελληνική περίπτωση μοναδική και της δίνει το χαρακτηρισμό του ‘κράτους πελατειακών παροχών’. Πράγματι, ο σημερινός ‘χάρτης’ των κοινωνικών παροχών στην Ελλάδα φέρνει τα σημάδια μιας ιστορικής διαδικασίας, κατά την οποία η προνομιακή πρόσβαση ορισμένων ομάδων στην πολιτική εξουσία τους έχει δώσει τη δύναμη να αποσπούν και να διατηρούν ευνοϊκές ρυθμίσεις για λογαριασμό των μελών τους.

Ως πολίτης, θα περιοριστώ στη διαπίστωση ότι η εξάπλωση των πελατειακών παροχών είναι επικίνδυνη για την αξιοπιστία του δημοκρατικού πολιτεύματος και σίγουρα δεν αρμόζει σε ένα κράτος δικαίου. Ως ‘ειδικός’ σε θέματα κοινωνικής πολιτικής, θα προσθέσω απλώς ότι οι ισχυρές πολιτικά ομάδες συνήθως διαθέτουν και οικονομική ισχύ: συνεπώς, τα προνόμια καταλήγουν να ωφελούν ομάδες κατά κανόνα πιο εύπορες από αυτές τις οποίες επιβαρύνουν.

Ο μηχανισμός της μεταβίβασης πόρων από το κοινωνικό σύνολο στις ομάδες που ευνοούνται από τα προνόμια είναι συχνά αδιαφανής. Το έλλειμμα του ΙΚΑ ανακοινώνεται κάθε χρόνο, αλλά το ‘έλλειμμα’ των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων όχι. Το κόστος των προνομίων των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ μετακυλίεται στο φορολογούμενο, αλλά και στον καταναλωτή των υπηρεσιών τους. Το ‘άνοιγμα’ μεταξύ επιτοκίου χορηγήσεων και επιτοκίου καταθέσεων έχει σωστά διαγνωσθεί ως σύμπτωμα της ολιγοπωλιακής δομής του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος, αλλά λησμονείται ότι μέρος της ‘προσόδου’ διανέμεται στους εργαζομένους των Τραπεζών (ιδίως των κρατικών), με τη μορφή υψηλών συντάξεων σε χαμηλή ηλικία.

Άλλες φορές, η ιδιοποίηση κοινωνικών πόρων γίνεται με μια απροκάλυπτη ωμότητα που θα σόκαρε όποιον δεν έχει εξοικειωθεί καλά με τα πολιτικά ήθη της χώρας μας. Η εξαίρεση του Ταμείου Νομικών από την υποχρέωση συνεισφοράς στο Λογαριασμό Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης του ν.2084/92 έγινε από τη Βουλή - με διακομματική συναίνεση. Το ΤΣΜΕΔΕ, το ταμείο των μηχανικών, εισπράττει 1% της δαπάνης εκτέλεσης δημοσίων έργων με αποτέλεσμα να πρέπει τώρα να αποφασίσει εάν είναι προτιμότερο να επενδύσει τα κέρδη από τα πακέτα Ντελόρ και Σαντέρ (και τα μελλοντικά από την Ολυμπιάδα του 2004) σε δικό του νοσοκομείο, δική του τράπεζα ή σε συνδυασμό και των δύο. Το ΤΣΑΥ, το ταμείο των γιατρών, εισέπραττε μέχρι πέρυσι ένα ποσοστό της τιμής κάθε φαρμάκου, ώστε οι υψηλές συντάξεις αυτής της κατά τεκμήριο εύπορης κοινωνικής ομάδας να χρηματοδοτούνται από τους αγοραστές φαρμάκων, δηλαδή κυρίως από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ και του ΟΓΑ. Όταν πέρυσι, στα πλαίσια της νέας τιμολογιακής πολιτικής για το φάρμακο, αποφασίστηκε η κατάργηση αυτής της επιβάρυνσης, το υπουργείο Οικονομικών (κέρβερος, κατά τα άλλα, του δημοσίου χρήματος) έσπευσε να αποζημιώσει το πλεονασματικό ΤΣΑΥ με μια επιχορήγηση ύψους 12 δις. δρχ., δηλ. 863.000 δρχ. ανά συνταξιούχο του ταμείου.

Πάνω σε αυτό το φαινόμενο, που ένας Ιταλός συνάδελφός μου αποκαλεί ‘δημοσιονομικό σφετερισμό’ και που εμείς κατ’ ευφημισμό ονομάζουμε ‘κοινωνικό πόρο’, δεν έχω τίποτε να προσθέσω σε αυτό που ο ίδιος πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας έγραφε πριν από εννέα ολόκληρα χρόνια: ‘Το σύστημα των πολλαπλών ταμείων και κοινωνικών πόρων, το οποίο έχει ως συνέπεια να φορολογεί ο κάθε Έλληνας τους υπολοίπους και να αναδιανέμονται οι εισφορές σε όφελος της ισχυρότερης πολιτικά ομάδας, είναι ανάγκη να αντικατασταθεί’. Αυτό είναι το δεύτερο δίλημμα που προτείνω στους ομιλητές που θα μας διαδεχθούν:

Πελατειακή επιλεκτικότητα και κατακερματισμός, ή ισονομία και ενιαίοι κανόνες για όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως ταμείου ασφάλισης;

Προλαβαίνω την επόμενη ένσταση (‘μα εξίσωση προς τα κάτω θα κάνουμε;’) και σπεύδω να διευκρινήσω ότι η ισονομία δεν ταυτίζεται με την ισοπεδωτική ομοιομορφία. Κανένα άτομο δεν θα πρέπει να εμποδίζεται να συνταξιοδοτηθεί στην ηλικία των 55 εάν το επιθυμεί. Όμως, ένα δίκαιο σύστημα θα έδινε σημαντικά χαμηλότερη σύνταξη σε μια τέτοια περίπτωση από ό,τι εάν το άτομο συνέχιζε να εργάζεται και να πληρώνει εισφορές μέχρι την ηλικία των 65.

Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν είναι εάν τα όρια ηλικίας θα ανέβουν ή όχι, αλλά το ποιος θα πληρώνει τις συντάξεις εκείνων που σήμερα έχουν δικαίωμα να συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από τους υπόλοιπους. Είναι και πάλι θέμα επιλογής. Μπορεί κάλλιστα να αποφασίσουμε ότι κάποια ομάδα καλώς συνταξιοδοτείται νωρίτερα από τις υπόλοιπες και ότι καλώς η κοινωνία αναλαμβάνει το κόστος. Για παράδειγμα, οι μητέρες ανηλίκων. Ίσως, όμως, διαπιστώσουμε ότι η συνταξιοδότηση μιας 45χρονης με παιδιά 16-17 ετών είναι μάλλον άστοχη ως πολιτική για την οικογένεια (αν όχι επιζήμια για την ευημερία των παιδιών). Ο διπλασιασμός σε διάρκεια της άδειας μητρότητας για όλες τις εργαζομένες θα κόστιζε απείρως λιγότερο από την πρόωρη συνταξιοδότηση και θα ωφελούσε απείρως περισσότερο τις οικογένειες με παιδιά.

Μπορεί να αποφασίσουμε ότι στον κατάλογο όσων καλώς συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από τους υπόλοιπους (και με έξοδα των υπολοίπων) ανήκουν π.χ. και οι τραπεζικοί υπάλληλοι; Τίποτε δεν είναι απίθανο, αλλά νομίζω ότι δύσκολα μια κοινωνία, όσο και εάν αντιστέκεται στον ορθολογισμό, θα αποφάσιζε συνειδητά να ενισχύσει κατά προτεραιότητα μια κοινωνική ομάδα μάλλον υψηλού εισοδήματος με τη συγκέντρωση πόρων από το κοινωνικό σύνολο.

Το κλειδί του προβλήματος είναι η λέξη ‘συνειδητά’: κάτι τέτοιο είναι δυνατό στο σημερινό σύστημα ακριβώς επειδή στη συζήτηση για το λεγόμενο ‘ασφαλιστικό’ έχει επικαθήσει μια ομίχλη που μειώνει την ορατότητα. Αν και απεχθάνομαι τις θεωρίες συνωμοσίας, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι η ομίχλη αυτή είναι τόσο βολική για ορισμένους που τους εξωθεί σε αντιδράσεις δυσανάλογης βιαιότητας κάθε φορά που μια πνοή φρέσκου αέρα καθαρίζει το τοπίο, έστω και για λίγο - όπως συνέβη με τη δημοσίευση της Έκθεσης Σπράου.

Έστω λοιπόν ότι αποφασίζουμε (με νηφαλιότητα και κανενός είδους εκδικητικότητα) ότι στο εξής τα προνόμια των προνομιούχων θα χρηματοδοτούνται από τους ίδιους. Θα λυθεί έτσι το ‘ασφαλιστικό’; Ως προς το ένα σκέλος, αυτό της δικαιοσύνης μεταξύ διαφορετικών ομάδων, ναι! Η επίλυση του άλλου σκέλους του προβλήματος, αυτού της δικαιοσύνης μεταξύ γενεών, απαιτεί πρόσθετη προσπάθεια: θα αντισταθούμε στον πειρασμό να επιρρίψουμε το κόστος των σημερινών αποφάσεών μας στις περίφημες ‘επερχόμενες γενεές’, οι οποίες δεν είναι σε θέση να πάρουν μέρος στον κοινωνικό διάλογο;

Εδώ διακυβεύονται πολύ περισσότερα από ό,τι υπαινίσσεται ένα τεχνικό ζήτημα διαγενεακής κατανεμητικής δικαιοσύνης: διακυβεύεται η αξιοπιστία (και, συνεπώς, η βιωσιμότητα) του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης. Εάν οι εργαζόμενοι του μέλλοντος βρεθούν αντιμέτωποι με ένα ‘κοινωνικό συμβόλαιο’ το οποίο προβλέπει για αυτούς δυσβάσταχτες υποχρέωσεις και αβέβαια δικαιώματα, μπορεί κάλλιστα να αποφασίσουν ότι τους εξαπατήσαμε. Και τότε; Τότε μπορεί να αρνηθούν να τηρήσουν τους όρους αυτού του ‘κοινωνικού συμβολαίου’ που δεν έλαβε υπόψη τα δικά τους συμφέροντα, ενώ για τους όρους του δεν ρωτήθηκαν ποτέ. Δεν πρόκειται για κινδυνολογία: η συναίνεση στο κοινωνικό κράτος δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αλλά εξαρτάται από το κατά πόσον τα συμβαλλόμενα μέρη δέχονται τις ισχύουσες ρυθμίσεις ως δίκαιες. Αυτό είναι το τελευταίο δίλημμα που θέτω στη συζήτηση:

‘Μετά από εμάς ο κατακλυσμός’, ή υπεύθυνες λύσεις που υπερασπίζονται τα συμφέροντα και της επόμενης γενιάς;

Η απόρριψη της εύκολης λύσης της ελλειμματικής χρηματοδότησης με δανεισμό δεν αφήνει παρά τρεις δυνατότητες: ή αύξηση των εσόδων, ή μείωση των συντάξεων, ή επιμήκυνση του χρόνου καταβολής εισφορών σε σχέση με το χρόνο πληρωμής της σύνταξης. Όσοι (αρκετά δικαιολογημένα) απεύχονται το δεύτερο και (λιγότερο δικαιολογημένα) αρνούνται το τρίτο, αρπάζονται από το πρώτο όπως ο ναυαγός από μια σανίδα σωτηρίας: ‘αντί να μειωθούν οι συντάξεις μας ή να δουλεύουμε περισσότερο, ας αυξηθούν οι πόροι του συστήματος’.

Η συλλογιστική αυτή προδίδει την αρκετά διαδεδομένη, δυστυχώς, αντίληψη ότι για ό,τι δεν πάει καλά φταίει πάντα κάποιος άλλος, στην προκειμένη περίπτωση ‘τα μονοπώλια’ που δεν πληρώνουν φόρους και εισφορές. Το πρόβλημα με τη συλλογιστική αυτή είναι ότι ακόμη και η εισφοροδιαφυγή, για την πάταξη της οποίας δεν θα διαφωνήσει ποτέ κανείς, οφείλεται και στο ότι η αύξηση των εσόδων είχε θεωρηθεί στο παρελθόν η εύκολη λύση που θα επιτρέψει σε όλους να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουμε εισφορές που ως ποσοστό του μισθού είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη και που δυσκολεύουν (όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη) την καταπολέμηση της ανεργίας, από την οποία μεταξύ άλλων εξαρτάται και η βιωσιμότητα του ίδιου του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Το να κατακρίνει κανείς την εισφοροδιαφυγή ως αντικοινωνική και μυωπική συμπεριφορά είναι αναγκαίο αλλά δεν αρκεί: θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι όταν οι εισφορές είναι υψηλές, ενώ για μια μακρά περίοδο του εργάσιμου βίου δεν λαμβάνονται καν υπόψη στον καθορισμό του ύψους της σύνταξης, η εισφοροδιαφυγή γίνεται ορθολογική συμπεριφορά. Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται ότι για να είναι αποτελεσματική και δίχως παρενέργειες η αναζήτηση νέων πόρων πρέπει να στηριχθεί όχι στην αύξηση των συντελεστών ή στην επιβολή νέων φόρων, αλλά στην ενίσχυση της ανταποδοτικότητας των εισφορών.

Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις: μόνο στο εσωτερικό του συστήματος μπορούν να βρεθούν πρόσθετοι πόροι. Ένα δίκαιο σύστημα συντάξεων, το οποίο συνδέει το ύψος της σύνταξης με την αξία των καταβληθέντων εισφορών, θα είναι επίσης ένα σύστημα διαφανές: θα μεταφέρει στον ίδιο τον ασφαλισμένο τόσο το όφελος από την καταβολή εισφορών, όσο και το κόστος από την εισφοροδιαφυγή. Τεχνικές που να συνδυάζουν την ανταποδοτικότητα με την αλληλεγγύη σε δοσολογία αντίστοιχη με τις κοινωνικές προτιμήσεις είναι εύκολο να επινοηθούν. Το δύσκολο είναι να πάρουμε ως κοινωνία τη ‘μεγάλη απόφαση’.

Θα ολοκληρώσω την ομιλία μου με μια διευκρίνηση. Δεν θα ήθελα να δώσω την εντύπωση ότι θεωρώ την απάντηση σε αυτά τα διλήμματα εύκολη ή αυτονόητη. Κάθε άλλο: τα οφέλη της αναγκαίας μεταρρύθμισης διαχέονται σε κοινωνικές ομάδες με μικρή πολιτική δύναμη, ενώ αντίθετα το κόστος της επικεντρώνεται σε κοινωνικές ομάδες που είναι διατεθειμένες να υπερασπιστούν το status quo με νύχια και με δόντια - και έχουν τη δύναμη να το κάνουν. Οι επερχόμενες γενεές δεν ψηφίζουν - και είναι γνωστό ότι ο χρόνος για πολλούς πολιτικούς και ακόμη περισσότερους συνδικαλιστές δεν μετράται με ‘γενεές’ αλλά με χρόνια (αν όχι μήνες). Θα πρόσθετα μόνο ότι από τον τρόπο που απαντά κανείς σε παρόμοια διλήμματα κρίνεται το αν θα γράφουν για αυτόν οι εφημερίδες της επόμενης εβδομάδας, ή τα βιβλία ιστορίας του επόμενου αιώνα.