Oμιλία σε συνάντηση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ) με θέμα «Ανισότητες και διακρίσεις στη δημόσια διοίκηση, στην εκπαίδευση και στην κοινωνική πολιτική» (Αθήνα 7 Ιουνίου 2006)
Δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι η καταπολέμηση των ανισοτήτων είναι οπωσδήποτε βασικός στόχος της κοινωνικής πολιτικής. Για παράδειγμα, έχει υποστηριχθεί ότι στο «φιλελεύθερο» μοντέλο κοινωνικής προστασίας ο κύριος στόχος (στην καλύτερη περίπτωση) είναι η παροχή ενός διχτυού ασφαλείας για την ανακούφιση από την ακραία φτώχεια, ενώ στις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης όπου η κοινωνική προστασία σχεδόν ταυτίζεται με την κοινωνική ασφάλιση (όπως άλλωστε συμβαίνει και στην Ελλάδα), ο κύριος στόχος είναι η προαγωγή της κοινωνικής συνοχής – στόχος ασύμβατος με μια ραγδαία επιδείνωση της ανισότητας, αλλά όχι κατ’ ανάγκην με τη διατήρησή της σε ένα σταθερό και ίσως σχετικά υψηλό επίπεδο.
Πράγματι, η καταπολέμηση των ανισοτήτων αποτελεί προγραμματικό στόχο της κοινωνικής (αλλά και της οικονομικής, φορολογικής, εκπαιδευτικής, καθώς και πολιτικής απασχόλησης) μόνο στο σκανδιναβικό μοντέλο κοινωνικής προστασίας. Ως γνωστόν, το μοντέλο αυτό διόλου τυχαία λέγεται και σοσιαλδημοκρατικό. Και για αυτόν το λόγο, παρότι δεν ζούσα σε άλλο πλανήτη την τελευταία δεκαετία, στο υπόλοιπο της ομιλίας μου θα υποθέσω ότι η κοινωνική πολιτική κάθε πολιτικής δύναμης που αυτοτοποθετείται αριστερά του κέντρου – πόσο μάλλον της εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς – εμπνέεται από το ιδεώδες της καταπολέμησης των ανισοτήτων (και των διακρίσεων). Εάν κάνω λάθος θα μου το πείτε.
Θα αναφερθώ επί τροχάδην σε τρία θέματα: στην εικόνα της κατανομής του εισοδήματος στη χώρα μας σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, σε όψεις ανισοτήτων (και διακρίσεων) στην κοινωνική πολιτική όπως παραδοσιακά ασκείται στην Ελλάδα, και τέλος στις αιτίες της επιβίωσης του παραδοσιακού μοντέλου πολύ μετά την ημερομηνία λήξης του.
1. Κατανομή του εισοδήματος
Σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, η ανισότητα μειώθηκε σημαντικά κατά την περίοδο 1974-82 και παρέμεινε περίπου αμετάβλητη από τότε. Το ίδιο συμβαίνει και με τη (σχετική) φτώχεια – όμως, όταν η σχετική φτώχεια παραμένει σταθερή ενώ το μέσο εισόδημα αυξάνει, η απόλυτη φτώχεια κατά κανόνα μειώνεται.
Σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης (και μάλιστα των 25!), η ανισότητα στην Ελλάδα είναι σαφώς μεγαλύτερη. Μάλιστα, ενώ στην ΕΕ η εισοδηματική ανισότητα των ηλικιωμένων είναι χαμηλότερη από ό,τι στον υπόλοιπο πληθυσμό, στη χώρα μας συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν και όσον αφορά τη φτώχεια, η οποία είναι υψηλότερη (μεγαλύτερο ποσοστό σχετικής φτώχειας), οξύτερη (μεγαλύτερο ποσοστό ακραίας φτώχειας), βαθύτερη (μεγαλύτερο χάσμα φτώχειας) και πιο επίμονη (μεγαλύτερο ποσοστό συνεχούς επί 3 έτη παραμονής κάτω από το όριο φτώχειας) στην Ελλάδα από ό,τι στην ΕΕ-25 κατά μέσο όρο.
Τα παραπάνω δεδομένα χαρακτηρίζονται και αυτά από μεγάλη σταθερότητα. Αυξομειώσεις στους διάφορους δείκτες υπάρχουν, αλλά βρίσκονται κατά κανόνα στα όρια του στατιστικού σφάλματος. Η ΕΣΥΕ πρόσφατα δημοσίευσε νεώτερα στοιχεία που δείχνουν ότι στην περίοδο 2001-03 η ανισότητα και η συνολική φτώχεια αυξήθηκαν, ενώ η φτώχεια των ηλικιωμένων μειώθηκε. Τα στοιχεία αυτά βασίζονται σε μια νέα στατιστική σειρά και θα πρέπει να ιδωθούν με κάποια επιφύλαξη. Πάντως, η γενική εικόνα σταθερότητας δεν φαίνεται να μεταβάλλεται.
Το ερώτημα είναι: γιατί; Η απάντηση του συρμού (φτωχό και μίζερο κοινωνικό κράτος κτλ.) δεν στέκει: η κοινωνική δαπάνη στη χώρα μας αυξήθηκε σημαντικά τη δεκαετία 1994-2004, σε απόλυτες τιμές και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Συνεπώς, ακόμη και αν λάβει υπόψη του κανείς τον υπερβάλλοντα ζήλο με τον οποίο συχνά υπολογίζονταν τα σχετικά μεγέθη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σύγκλιση που επιτεύχθηκε προς τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο ήταν πραγματική.
Όμως, η σταθερότητα της ανισότητας και της φτώχειας σε συνθήκες αύξησης της κοινωνικής δαπάνης δείχνει ότι κάτι δεν πάει καλά: το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα χρηματοδοτείται πολύ καλύτερα σήμερα από ό,τι 10 ή 20 χρόνια πριν, αλλά παραμένει το ίδιο πελατειακό κράτος παροχών που γνωρίσαμε και δεν αγαπήσαμε. Είχαμε μεγέθυνση αλλά όχι ανάπτυξη. Η σύγκλιση με το Ευρωπαϊκό mainstream ήταν ποσοτική αλλά όχι ποιοτική.
2. Όψεις ανισοτήτων (και διακρίσεων)
«Το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα οικοδομήθηκε άναρχα. [Είναι] προϊόν συνεχών συμβιβασμών με ομάδες πίεσης ή περιστασιακής αντιμετώπισης κρίσεων». Χάρη σε αυτή την ιστορική διαδικασία, το σημερινό κοινωνικό κράτος δεν συνιστά συνεκτικό σύνολο αλλά «εντυπωσιακό μωσαϊκό ρυθμίσεων» – τόσο που να δικαιολογεί το χαρακτηρισμό του ως «κράτους πελατειακών παροχών». Τάδε έφη Κωσταντίνος Σημίτης στο μακρινό 1989.
Από τότε μέχρι τώρα λίγα άλλαξαν, κάποια μάλιστα προς το χειρότερο. 90% των κοινωνικών επιδομάτων είναι συντάξεις (68% στην ΕΕ-15). Περίπου ένα τρίτο της συνολικής δαπάνης για συντάξεις, επιχορηγήσεις του κράτους στην κοινωνική ασφάλιση, κατανέμεται το ίδιο άδικα και ανορθολογικά όπως και πριν. Η κατάργηση του ΛΑΦΚΑ (σταγόνας στον ωκεανό, αλλά σταγόνας εξισωτικής αναδιανομής) λίγες επί της ουσίας διαμαρτυρίες προκάλεσε. 40% των ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα (σε μια χώρα χωρίς βαρειά βιομηχανία) υπάγεται στο καθεστώς των ΒΑΕ – μάλιστα, με το νόμο Ρέππα το καθεστώς αυτό επεκτείνεται και στον δημόσιο τομέα. Όπως και τότε, εξακολουθούμε να έχουμε όχι ένα αλλά πολλά κοινωνικά κράτη: άλλο καθεστώς, με ευνοϊκούς κανόνες για άνδρες, μεσήλικες, ασφαλισμένους σε ευγενή ταμεία, εργαζόμενους στο Δημόσιο, τις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες – και άλλο καθεστώς, με δυσμενείς κανόνες για τους νεότερους, τους εργαζόμενους στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα, τους ασφαλισμένους στα «λαϊκά» ταμεία, καθώς και τις (περισσότερες) γυναίκες. Το ΕΚΑΣ ήταν καινοτομία, αλλά δεν αντιστοιχεί σε πάνω από το 2-3% της συνολικής δαπάνης για συντάξεις. Πάντως, η συμβολή του (μαζί με την αναβάθμιση των αγροτικών συντάξεων) στην πραγματική βελτίωση των εισοδημάτων των χαμηλοσυνταξιούχων υπήρξε αξιοσημείωτη.
Και εκτός συντάξεων, λίγα πράγματα άλλαξαν. Τα επιδόματα ανεργίας εξακολουθούν να καλύπτουν περισσότερο τους εποχικά εργαζόμενους παρά τους μακροχρόνια ανέργους. Δεν έχουμε επιδόματα παιδιού αλλά πολυτεκνικά (μόνο καθ’ ημάς επιβιώνει αυτό το τυπικό δείγμα κοινωνικής πολιτικής των νοτιοευρωπαϊκών φασισμών της δεκαετίας του ’30). Τα επιδόματα ΑΜΕΑ ανέρχονται σε 23, με ειδικό επίδομα «τυφλών ασκούμενων δικηγόρων», τρεις φορές πιο γενναιόδωρο από το επίδομα των τυφλών που δεν είναι ασκούμενοι δικηγόροι. Για ένα φεγγάρι η «επιλεκτικότητα» και η «στόχευση» ήταν πολύ της μόδας – και όμως, το κατ’ εξοχήν επιλεκτικό και στοχευμένο πρόγραμμα, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που εφαρμόζεται στην Κύπρο και σε άλλες 22 χώρες μέλη της ΕΕ, παραμένει αντικείμενο μιας ανούσιας και ρηχής ρητορικής στην Ελλάδα.
Εν τω μεταξύ, νέες ανισότητες προστέθηκαν στις παλιές. Το 12% του εργατικού δυναμικού ήλθαν στη χώρα μας ως μετανάστες. Χάρη σε μύρια νομοθετικά και γραφειοκρατικά εμπόδια, πολλοί από αυτούς είναι «παράνομοι» – άρα χωρίς κοινωνικά δικαιώματα. Όσοι καταφέρουν να υπερβούν τα εμπόδια (και πείσουν τους εργοδότες τους να τους κολλάνε ένσημα), συχνά διαπιστώνουν ότι για τους υπαλλήλους του ΟΑΕΔ και άλλων υπηρεσιών εξακολουθούν να είναι πολίτες β’ κατηγορίας. Πρόκειται για την πιο κραυγαλέα περίπτωση διακρίσεων κατά την εφαρμογή μιας νομοθεσίας που ούτως ή άλλως προσβάλλει την έννοια της δικαιοσύνης.
Λίγα, λοιπόν, πράγματα άλλαξαν – κάποια μάλιστα προς το χειρότερο – στα χρόνια που μεσολάβησαν από τη δημοσίευση του «Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας», παρότι εν τω μεταξύ ο συγγραφέας του (αιρετικός βουλευτής της αντιπολίτευσης τότε) στα μισά από αυτά τα χρόνια κυβέρνησε τη χώρα ως πρωθυπουργός.
Έχω λόγους να πιστεύω (άλλοι, όμως, μπορεί να διαφωνούν) ότι αυτή η αναντιστοιχία λόγων και έργων δεν οφείλεται σε έλλειψη ειλικρίνειας. Αντίθετα, θεωρώ ότι η διάψευση των ελπίδων που γέννησε το 1996 θα πρέπει να αναζητηθεί αφενός στην αδυναμία των μεταρρυθμιστικών ιδεών, και αφετέρου στη δυσαρμονία τους με βαθύτατα ριζωμένες αντιλήψεις που (παρότι ανεδαφικές) καλλιεργήθηκαν επί δεκαετίες από ευρύτατο φάσμα της πολιτικής ελίτ και των υπόλοιπων διαμορφωτών της κοινής γνώμης.
3. Αιτίες της επιβίωσης του παραδοσιακού μοντέλου
Η ιδέα ότι η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους είναι κάτι που μας το ζητούν πιεστικά οι διεθνείς οργανισμοί και τα ντόπια φερέφωνά τους από ιδεολογική εχθρότητα στις κατακτήσεις του λαού μας (ίσως και του τόπου), καθώς και η συνακόλουθη ιδέα ότι κατά βάθος το μόνο που χρειάζεται η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα είναι περισσότερα χρήματα, διαπερνούν το σύνολο του πολιτικού φάσματος: από τη λαϊκή δεξιά έως την παραδοσιακή αριστερά. Είναι περιττό να προσθέσω ότι οι δύο αυτές ιδέες αποτελούν επίσης βαθιές πεποιθήσεις σχεδόν του συνόλου των μελών και στελεχών του ΠΑΣΟΚ, με μερικές μάλλον δακτυλοδεικτούμενες εξαιρέσεις.
Θα έπρεπε να είναι επίσης περιττό να σημειώσω ότι οι δύο κεντρικές ιδέες του παραδοσιακού μοντέλου είναι βαθύτατα λαθεμένες. Η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους είναι επειγόντως αναγκαία, για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας αλλά και για την εξάλειψη των αδικιών (και διακρίσεων) του σημερινού συστήματος. Και η αποκατάσταση της βιωσιμότητας θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης είναι – έναντι της γενιάς των παιδιών μας ή των παιδιών των παιδιών μας. Για αυτά χρειάζεται η μεταρρύθμιση, όχι λόγω Μάαστριχτ ή ΟΝΕ ή Συμφώνου Σταθερότητας.
Έχει κατανοηθεί αυτό το κομβικό σημείο; Είναι μέρος της πολιτικής κουλτούρας μας; Φοβάμαι πως όχι – ούτε καν μεταξύ των πιο προωθημένων εκσυγχρονιστών. Εξ ου και η επιλογή του να δοθεί η μάχη για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους με τον άτολμο, σχεδόν «ένοχο» τρόπο που έγινε, εξ ου και η συνεχής επίκληση του Μάαστριχτ και της ΟΝΕ – σαν από εκεί να απέρρεε η πολιτική νομιμοποίηση της μεταρρύθμισης, όχι από τις παταγώδεις αποτυχίες του σημερινού συστήματος. Η τύχη των προτάσεων Γιαννίτση απέδειξε κυρίως αυτό: ότι οι μάχες που δεν δίνονται, τελικά χάνονται πιο εύκολα και με μεγαλύτερο πολιτικό κόστος.
Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι τα περιθώρια χειρισμών ήταν ούτως ή άλλως στενά, λόγω της «κάθετης» αντίθεσης των συνδικάτων. Σωστό – αν και η κυριαρχία της ΠΑΣΚΕ εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια δείχνει ότι η αντίθεση των συνδικάτων θα πρέπει να θεωρείται μάλλον ενδογενής παρά εξωγενής περιορισμός.
Το κύριο πρόβλημα με τα συνδικάτα είναι η στρεβλή αντιπροσώπευση των εργαζομένων από αυτά. Η αναντιστοιχία έχει διάφορες διαστάσεις:
- Μεταξύ κλάδων της οικονομίας: η ΟΤΟΕ και τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ έχουν απόλυτη πλειοψηφία στα όργανα της ΓΣΕΕ, παρότι οι κλάδοι της κοινής ωφέλειας και των τραπεζών απασχολούν μόλις το 8% των μισθωτών (εκτός μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που οργανώνονται στην ΑΔΕΔΥ).
- Μεταξύ των δύο φύλων: 40% των μισθωτών είναι γυναίκες, αλλά η αναλογία τους στην Διοικούσα Επιτροπή της ΓΣΕΕ την περίοδο 1992-2004 ήταν κατά μέσο όρο 3 γυναίκες σε 45 μέλη.
- Μεταξύ ηλικιακών ομάδων: παλαιότερη δημοσκόπηση για λογαριασμό της ΓΣΕΕ διαπίστωσε ότι η συμμετοχή των νέων εργαζομένων στα συνδικάτα είναι κατά 5 φορές μικρότερη από ό,τι των μεγαλύτερων ηλικιών.
- Μεταξύ εθνικών ομάδων: με την τιμητική εξαίρεση του Συνδικάτου Οικοδόμων, καμιά άλλη συνδικαλιστική οργάνωση δεν κατάφερε (ή δεν προσπάθησε;) να οργανώσει τους ξένους εργάτες, ούτε έχει εκλέξει κάποιον από αυτούς σε ΔΣ ομοσπονδίας.
- Τέλος, μεταξύ ασφαλιστικών ταμείων: παρότι ως γνωστόν το ΙΚΑ ασφαλίζει πάνω από 90% των μισθωτών εκτός μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, το ποσοστό των μελών της Διοικούσας Επιτροπής της ΓΣΕΕ που είναι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ κυμαίνεται γύρω στο 30%.
Όλα αυτά έχουν δύο κρίσιμες συνέπειες. Πρώτον, η εικόνα του μέσου συνδικαλιστή όλο και λιγότερο μοιάζει με την εικόνα του μέσου μισθωτού. Δεύτερον, μια μεταρρυθμιστική πολιτική μπορεί κάλλιστα να εξυπηρετεί τα ταξικά συμφέροντα των μισθωτών, χωρίς παρόλα αυτά να αποσπά την έγκριση της ΓΣΕΕ.
Νομίζω ότι το ηθικό δίδαγμα των παραπάνω είναι προφανές. Μια μελλοντική σοσιαλιστική, κεντροαριστερή κτλ. κυβέρνηση δεν θα αξίζει να λέγεται σοσιαλιστική, κεντροαριστερή κτλ. εάν απλώς «κάνει καθυστέρηση» μέχρι να τελειώσει η θητεία της ώστε να κληροδοτήσει την «καυτή πατάτα του ασφαλιστικού» στην επόμενη κυβέρνηση.
Κάποια μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους είναι αναπόφευκτη, όμως το περιεχόμενό της δεν είναι δεδομένο. Το σενάριο μιας γενικής, δραστικής περικοπής κοινωνικών δικαιωμάτων όταν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο ακόμη δεν είναι ρεαλιστικό, αλλά κάποτε μπορεί να είναι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το status quo δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ.
Καταλαβαίνω την απροθυμία των πολιτικών να θίξουν τα κακώς κείμενα του ασφαλιστικού. Είναι άχαρη δουλειά, που φθείρει όποιον την αναλάβει. Ο πειρασμός της φυγομαχίας είναι μεγάλος. Όμως, από κάτι τέτοια κρίνεται η συλλογική διορατικότητα των πολιτικών δυνάμεων. Και σε κάτι τέτοια φαίνεται η διαφορά μεταξύ πολιτικών που αγωνιούν για το τι θα γράφουν για αυτούς οι αυριανές εφημερίδες, και πολιτικών που αγωνιούν για το τι θα γράφουν για αυτούς τα μελλοντικά βιβλία ιστορίας.