5 Ιανουαρίου 2005

Το ασφαλιστικό και τα διλήμματα της «δομικής αντιπολίτευσης»

Γράφτηκε για την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (Ιανουάριος 2005) - δεν δημοσιεύτηκε ποτέ.

Ένας ανυποψίαστος επισκέπτης της σημερινής Ελλάδας θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι το πρόβλημα με τη Νέα Δημοκρατία, σύμφωνα με τους αντιπάλους της, είναι ο νεοφιλελευθερισμός.

Είναι αλήθεια ότι ειδικά στην εκδοχή των κομμάτων της Αριστεράς, νεοφιλελεύθερη ήταν και η κυβέρνηση Σημίτη, άρα δεν πρέπει να αναμένονται μεγάλες αλλαγές. Πάντως, κατά ΚΚΕ-ΣΥΝ, μια συστηματικότερη επίθεση στις κατακτήσεις των εργαζομένων και συνεπέστερη εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων συνταγών είναι μέσα στο πρόγραμμα. Στην εκδοχή του ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ απειλεί το κοινωνικό κράτος και την κοινωνική συνοχή, όπως στην περίοδο 1990-93.

Οπωσδήποτε, το γεγονός ότι ο αυθεντικότερος ίσως εκφραστής της οικονομικής πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης ΝΔ είναι σήμερα βουλευτής Επικρατείας με τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ μειώνει την πειστικότητα και τη λογική συνέπεια του επιχειρήματος της νεοφιλελεύθερης απειλής. Όμως, τουλάχιστον προς το παρόν, η διαπίστωση αυτή δεν δείχνει να επηρεάζει το είδος της αντιπολίτευσης που φαίνεται ότι θα ασκήσει το ΠΑΣΟΚ.

Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι η αντιπολιτευτική τακτική του ΠΑΣΟΚ είναι ακόμη υπό διαμόρφωση. Σωστό. Άλλωστε, ήδη μεταξύ των επιφανών στελεχών του έχουν εκδηλωθεί διαφορές (ύφους, σε αυτή τη φάση) όσον αφορά την κατάλληλη δοσολογία μεταξύ δομικής αντιπολίτευσης και μηδενιστικής κριτικής εφ’ όλης της ύλης – ευγενές άθλημα στο οποίο είχε διακριθεί ιδιαιτέρως και η σημερινή κυβέρνηση. Και πάλι σωστό.

Υπάρχει, όμως, ένα σημείο στο οποίο συμπίπτουν όλοι όσοι έχουν πάρει μέρος στη συζήτηση για τα αίτια της ήττας, πολιτικοί αλλά και αναλυτές. Παρά τις όποιες επιτυχίες της (σπουδαίες; ασήμαντες; εδώ οι απόψεις στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ διαφέρουν), η κυβέρνηση Σημίτη ακολούθησε μια πορεία αποξένωσης από τα λαϊκά στρώματα. Η αντίστροφη μέτρηση υποτίθεται ότι άρχισε τον Απρίλιο 2001, με την κατάθεση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου Γιαννίτση. Όσα επακολούθησαν ήταν λίγο-πολύ μοιραία.

Δεν συμμερίζομαι καθόλου τη διάγνωση αυτή, όμως αυτό δεν είναι σημαντικό. Το σημαντικό είναι ότι αυτή η εμμονή σε παρωχημένες αντιλήψεις της δεκαετίας του ’70, αφού μπλόκαρε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και ακύρωσε τη μετεξέλιξη του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ Σημίτη σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα Ευρωπαϊκού τύπου, δεν προοιωνίζει τίποτε θετικό ούτε για το αντιπολιτευτικό ΠΑΣΟΚ Παπανδρέου, οποιαδήποτε μορφή αυτό τελικά πάρει.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την εξαιρετικά διαδεδομένη αντίληψη περί ασφαλιστικού (αλλά το ίδιο ισχύει για μια ολόκληρη σειρά άλλων δυσεπίλυτων κόμβων), κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος είναι εκ προοιμίου καταδικαστέα. Οι νόμοι της περιόδου 1990-92 πολεμήθηκαν ως «νεοφιλελεύθερη επίθεση στις κοινωνικές κατακτήσεις».

Όμως, το ότι οι μετέπειτα κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ δεν τους κατάργησαν αποτελεί έμμεση αναγνώριση της συμβολής τους στη βραχυπρόθεσμη, τουλάχιστον, βελτίωση της χρηματοδοτικής θέσης του συστήματος. Χωρίς αμφιβολία, ο διαχωρισμός σε «παλιούς» και «νέους» ασφαλισμένους υπήρξε κατάφωρη αδικία σε βάρος των νέων, ήταν όμως ένας πραγματιστικός και (όπως φάνηκε) επιτυχής τρόπος κατευνασμού των συνδικάτων του δημοσίου τομέα: αφού τα «κεκτημένα» των τελευταίων δεν γινόταν να θιγούν, δεν έμενε παρά να σταλεί ο λογαριασμός στις επερχόμενες γενεές. Όπερ και εγένετο.

Νεοφιλελεύθερες, λοιπόν, οι νομοθετικές πρωτοβουλίες Μάνου-Σιούφα, «νεοφιλελεύθερη» η Έκθεση του (παλιού ΕΠΟΝίτη και στελέχους του αντιδικτατορικού αγώνα) καθηγητή Σπράου, «νεοφιλελεύθερο» και το άτυχο νομοσχέδιο του (ει μη τι άλλο υπερβολικά παραδοσιακού σοσιαλδημοκράτη) Γιαννίτση – μόνη μη νεοφιλελεύθερη παρέμβαση ο νόμος Ρέππα, που εισάγει τα βαρέα και ανθυγιεινά στο Δημόσιο μειώνοντας (και άλλο!) τη μέση ηλικία συνταξιοδότησης.

Θα είχε άδικο ο ανυποψίαστος επισκέπτης της εισαγωγής να συμπεράνει ότι το ασφαλιστικό που έχουμε είναι το καλύτερο δυνατό; Και όμως, το σύστημα συντάξεων στην Ελλάδα είναι κατακερματισμένο (διαφορετικό σύστημα σε κάθε ταμείο), αναπαράγει και διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες αντί να τις περιορίζει, δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τη φτώχεια των ηλικιωμένων. Όσον αφορά την οικονομική βιωσιμότητά του, τα πράγματα είναι μάλλον τραγικά: η μακροπρόθεσμη εξέλιξη του ελλείμματος προβλέπεται εκρηκτική, πιο εκρηκτική από ό,τι οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη των 15.

Στο σημείο αυτό, ο πειρασμός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι προφανής. Πράγματι, το ΠΑΣΟΚ δεν έλυσε το ασφαλιστικό. Γιατί να μην προσπαθήσει να το κάνει η ΝΔ; Αφενός θα αναλάβει εκείνη τη βρώμικη δουλειά, αφετέρου θα φθαρεί, διευκολύνοντας την επάνοδο της «δημοκρατικής παράταξης» στην εξουσία.

Εύχομαι ειλικρινά στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ (και, θα πρόσθετα, του ΣΥΝ, εάν δεν είναι πολύ αργά) να μην ενδώσει. Από τη μια, ένα σοσιαλδημοκρατικό/ σοσιαλιστικό/ κεντροαριστερό κόμμα που αποστρέφεται τις μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να αναρωτηθεί σε τι ακριβώς χρησιμεύει.

Από την άλλη, υπάρχει ένα πρακτικό πρόβλημα. Η σημερινή κυβέρνηση δεν δείχνει πρόθυμη να παίξει το ρόλο του «νεοφιλελεύθερου κακού» που προβλέπει το σενάριο, διαβεβαιώνοντας σε όλους τους τόνους ότι τα όρια ηλικίας κτλ. δεν πρόκειται να θιγούν. Ακριβώς επειδή η ΝΔ είναι περισσότερο συντηρητική παρά νεοφιλελεύθερη, η πρόθεσή της να ασχοληθεί όσο γίνεται λιγότερο με το ασφαλιστικό μου φαίνεται ειλικρινής. Και τότε «τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».

1 Ιανουαρίου 2005

«La Macedonia greca è greca»

Δημοσιεύτηκε στη μηνιαία εφημερίδα «Eureka» (Ιανουάριος 2005)

Senza dubbio, per gran parte degli italiani la parola «macedonia» ha (o almeno aveva, fino a pocchi anni fa) un significato culinario-gastronomico piuttosto che politico-storico. Ma non intendo adottare il solito atteggiamento del greco incompreso nei confronti dello straniero che non riesce proprio a comprendere («impara la storia», come dicevano i cartelloni appesi ai muri di tutti gli aeroporti greci nei primi anni ’90). Tutt’ altro. Anche perchè, se è vero che la storia dei Balcani è sempre stata incomprensibile al resto del mondo (con l’ eccezzione sporadica di qualche storico o quella ancora più rara di qualche politico), è altrettanto vero che la versione dei fatti che passa per «storia» ad Atene non è certo quella di Skopje, nè quella di Belgrado, nè quella di Sofia, nè quanto meno quella di Ankara. Allora come spiegare gli eventi del ultimo mese, quando la questione della Macedonia è tornata ad eccitare brevemente la classe politica greca?

Forse è più facile partire proprio dall’ equivoco gastronomico: se all’insalata di frutta è stato dato il nome di una fascia larga della penisola balcanica, è solo perchè la composizione etnica, linguistica e religiosa della Macedonia (intesa, appunto, nel senso geografico) è storicamente stata piuttosto complicata. Ma il mosaico culturale è stato anche un puzzle politico – e spesso, tragicamente, «la polveriera d’ Europa».

Ai tempi del Congresso di San Stefano (1877) che ha assegnato la Macedonia alla Bulgaria, e di quello di Berlino (1878) che ha ripristinato il dominio ottomano su gran parte di questa area, la questione della Macedonia sembrava alla diplomazia europea proprio insolubile. La Macedonia era un territorio strategico, abitato da slavi, greci, albanesi e turchi. Inoltre, il suo porto principale era patria di cinquantamila ebrei sefaraditi, la cosmopolita «ville juif» di Salonicco. Aromano vlacchi, Roma zingari e tante altre comunità nomadiche o minoritarie completavano il quadro. Era piuttosto ovvio che in un futuro non troppo distante l’ Impero ottomano perderebbe la Macedonia. Ma chi fra i nazionalismi emergenti dell’ area riuscirebbe a stabilire il proprio controllo?

Quello che è successo dopo è stato descritto «stato di conflitto continuo»: terrorismo dei nazionalisti macedoni del VMRO (1903), guerriglia greca (1905, molto simile nei metodi e negli effetti), prima guerra balcanica (1912, tutti contro i turchi), seconda guerra balcanica (1913, greci e serbi contro i bulgari), prima guerra mondiale, guerra greco-turca (1921-22), seconda guerra mondiale, guerra civile greca (1946-49). Un mare di sangue, spostamenti di popolazioni e «pulizia etnica» (tramite le armi, gli scambi di minoranze o tramite l’ istituzione moderna dell’ istruzione obbligatoria).

Alla fine degli anni ’40, i confini dei Balcani sembravano definiti una volta per sempre. Per i greci, oltre che patria storica di Filippo il Secondo e di Alessandro Magno, la Macedonia era semplicemente la regione della Grecia del Nord. Una area indubbiamente greca, con i greci arrivati dal Ponto o dall’ Asia Minore, e senza gli ebrei sterminati nei campi nazisti, senza i musulmani «restituiti» alla Turchia, senza gli slavi emigrati o assimilati a metà. Per gli altri macedoni, quelli slavi ma nè bulgari nè serbi, è rimasta la semi-autonomia della Repubblica federale iugoslava di Macedonia – ovvero, la coesistenza con i serbi e gli altri all’ interno di uno stato non sempre rispettoso nei confronti delle minoranze etniche, come per esempio quella italiana d’ Istria, ma che almeno riconosceva i macedoni slavi come sua parte costituente.

Negli ultimi anni ’80, mentre sloveni e soppratutto croati e serbi cominciavano la loro discesa verso il nazionalismo violento, la Macedonia iugoslava di Kiro Gligorov ha lavorato inutilmente fino alla fine per la soppravivenza della federazione. Era logico: la Jugoslavia federale offriva protezione ai macedoni slavi come l’ Austro-Ungheria imperiale di ottanta anni prima offriva protezione agli ebrei. Gli stati nazionali fanno paura alle nazioni troppo debole, alle communità senza nazione e senza stato. La dichiarazione d’ indipendenza da parte della Macedonia iugoslava nel 1992 fu una decisione quasi inevitabile, presa con molto timore e poco entusiasmo.

La reazione greca è ben nota. Prima l’ embargo contro quello stato indifeso e impoverito, voluto da quasi tutta la classe politica e accolto con entusiasmo dalla stragrande maggioranza dell’ opinione pubblica. Poi il rifiuto totale di discutere i termini di qualsiasi compromesso («Macedonia Slava»? «Macedonia del Nord»? «Macedonia del Vardar»?), come quello proposto dalla Presidenza portoghese dell’ Ue nel 1992. Solo qualche centinaia di intellettuali della sinistra democratica e del centrodestra liberale (tutte e due correnti politiche in via d’ estinzione) hanno osato opporsi pubblicamente all’ ondata nazionalista che avvelenava la vita politica. Era allora che lo storico Filippos Iliù, scomparso nel 2004, pronunciò la sua risposta allo slogan ufficiale «la Macedonia è greca» che serve da titolo di questo articolo.

Oggi, la nostra classe politica è ben consapevole di essere prigioniera del delirio nazionalista di dieci anni fa e dei luoghi comuni tanto cari a gran parte dell' elettorato, cresciuto sulla dieta quotidiana di semiverità ripetute ad nauseam da opinionisti ignoranti o dal partito virtuale del nostro arcivescovo. Riconoscere che la politica greca sulla «questione macedone» è stata moralmente difettosa e politicamente falimentare non è certo facile, ma è proprio quel che ci vuole per uscire da questa strada cieca. È troppo chiederlo?