Ένας ανυποψίαστος επισκέπτης της σημερινής Ελλάδας θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι το πρόβλημα με τη Νέα Δημοκρατία, σύμφωνα με τους αντιπάλους της, είναι ο νεοφιλελευθερισμός.
Είναι αλήθεια ότι ειδικά στην εκδοχή των κομμάτων της Αριστεράς, νεοφιλελεύθερη ήταν και η κυβέρνηση Σημίτη, άρα δεν πρέπει να αναμένονται μεγάλες αλλαγές. Πάντως, κατά ΚΚΕ-ΣΥΝ, μια συστηματικότερη επίθεση στις κατακτήσεις των εργαζομένων και συνεπέστερη εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων συνταγών είναι μέσα στο πρόγραμμα. Στην εκδοχή του ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ απειλεί το κοινωνικό κράτος και την κοινωνική συνοχή, όπως στην περίοδο 1990-93.
Οπωσδήποτε, το γεγονός ότι ο αυθεντικότερος ίσως εκφραστής της οικονομικής πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης ΝΔ είναι σήμερα βουλευτής Επικρατείας με τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ μειώνει την πειστικότητα και τη λογική συνέπεια του επιχειρήματος της νεοφιλελεύθερης απειλής. Όμως, τουλάχιστον προς το παρόν, η διαπίστωση αυτή δεν δείχνει να επηρεάζει το είδος της αντιπολίτευσης που φαίνεται ότι θα ασκήσει το ΠΑΣΟΚ.
Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι η αντιπολιτευτική τακτική του ΠΑΣΟΚ είναι ακόμη υπό διαμόρφωση. Σωστό. Άλλωστε, ήδη μεταξύ των επιφανών στελεχών του έχουν εκδηλωθεί διαφορές (ύφους, σε αυτή τη φάση) όσον αφορά την κατάλληλη δοσολογία μεταξύ δομικής αντιπολίτευσης και μηδενιστικής κριτικής εφ’ όλης της ύλης – ευγενές άθλημα στο οποίο είχε διακριθεί ιδιαιτέρως και η σημερινή κυβέρνηση. Και πάλι σωστό.
Υπάρχει, όμως, ένα σημείο στο οποίο συμπίπτουν όλοι όσοι έχουν πάρει μέρος στη συζήτηση για τα αίτια της ήττας, πολιτικοί αλλά και αναλυτές. Παρά τις όποιες επιτυχίες της (σπουδαίες; ασήμαντες; εδώ οι απόψεις στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ διαφέρουν), η κυβέρνηση Σημίτη ακολούθησε μια πορεία αποξένωσης από τα λαϊκά στρώματα. Η αντίστροφη μέτρηση υποτίθεται ότι άρχισε τον Απρίλιο 2001, με την κατάθεση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου Γιαννίτση. Όσα επακολούθησαν ήταν λίγο-πολύ μοιραία.
Δεν συμμερίζομαι καθόλου τη διάγνωση αυτή, όμως αυτό δεν είναι σημαντικό. Το σημαντικό είναι ότι αυτή η εμμονή σε παρωχημένες αντιλήψεις της δεκαετίας του ’70, αφού μπλόκαρε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και ακύρωσε τη μετεξέλιξη του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ Σημίτη σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα Ευρωπαϊκού τύπου, δεν προοιωνίζει τίποτε θετικό ούτε για το αντιπολιτευτικό ΠΑΣΟΚ Παπανδρέου, οποιαδήποτε μορφή αυτό τελικά πάρει.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την εξαιρετικά διαδεδομένη αντίληψη περί ασφαλιστικού (αλλά το ίδιο ισχύει για μια ολόκληρη σειρά άλλων δυσεπίλυτων κόμβων), κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος είναι εκ προοιμίου καταδικαστέα. Οι νόμοι της περιόδου 1990-92 πολεμήθηκαν ως «νεοφιλελεύθερη επίθεση στις κοινωνικές κατακτήσεις».
Όμως, το ότι οι μετέπειτα κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ δεν τους κατάργησαν αποτελεί έμμεση αναγνώριση της συμβολής τους στη βραχυπρόθεσμη, τουλάχιστον, βελτίωση της χρηματοδοτικής θέσης του συστήματος. Χωρίς αμφιβολία, ο διαχωρισμός σε «παλιούς» και «νέους» ασφαλισμένους υπήρξε κατάφωρη αδικία σε βάρος των νέων, ήταν όμως ένας πραγματιστικός και (όπως φάνηκε) επιτυχής τρόπος κατευνασμού των συνδικάτων του δημοσίου τομέα: αφού τα «κεκτημένα» των τελευταίων δεν γινόταν να θιγούν, δεν έμενε παρά να σταλεί ο λογαριασμός στις επερχόμενες γενεές. Όπερ και εγένετο.
Νεοφιλελεύθερες, λοιπόν, οι νομοθετικές πρωτοβουλίες Μάνου-Σιούφα, «νεοφιλελεύθερη» η Έκθεση του (παλιού ΕΠΟΝίτη και στελέχους του αντιδικτατορικού αγώνα) καθηγητή Σπράου, «νεοφιλελεύθερο» και το άτυχο νομοσχέδιο του (ει μη τι άλλο υπερβολικά παραδοσιακού σοσιαλδημοκράτη) Γιαννίτση – μόνη μη νεοφιλελεύθερη παρέμβαση ο νόμος Ρέππα, που εισάγει τα βαρέα και ανθυγιεινά στο Δημόσιο μειώνοντας (και άλλο!) τη μέση ηλικία συνταξιοδότησης.
Θα είχε άδικο ο ανυποψίαστος επισκέπτης της εισαγωγής να συμπεράνει ότι το ασφαλιστικό που έχουμε είναι το καλύτερο δυνατό; Και όμως, το σύστημα συντάξεων στην Ελλάδα είναι κατακερματισμένο (διαφορετικό σύστημα σε κάθε ταμείο), αναπαράγει και διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες αντί να τις περιορίζει, δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τη φτώχεια των ηλικιωμένων. Όσον αφορά την οικονομική βιωσιμότητά του, τα πράγματα είναι μάλλον τραγικά: η μακροπρόθεσμη εξέλιξη του ελλείμματος προβλέπεται εκρηκτική, πιο εκρηκτική από ό,τι οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη των 15.
Στο σημείο αυτό, ο πειρασμός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι προφανής. Πράγματι, το ΠΑΣΟΚ δεν έλυσε το ασφαλιστικό. Γιατί να μην προσπαθήσει να το κάνει η ΝΔ; Αφενός θα αναλάβει εκείνη τη βρώμικη δουλειά, αφετέρου θα φθαρεί, διευκολύνοντας την επάνοδο της «δημοκρατικής παράταξης» στην εξουσία.
Εύχομαι ειλικρινά στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ (και, θα πρόσθετα, του ΣΥΝ, εάν δεν είναι πολύ αργά) να μην ενδώσει. Από τη μια, ένα σοσιαλδημοκρατικό/ σοσιαλιστικό/ κεντροαριστερό κόμμα που αποστρέφεται τις μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να αναρωτηθεί σε τι ακριβώς χρησιμεύει.
Από την άλλη, υπάρχει ένα πρακτικό πρόβλημα. Η σημερινή κυβέρνηση δεν δείχνει πρόθυμη να παίξει το ρόλο του «νεοφιλελεύθερου κακού» που προβλέπει το σενάριο, διαβεβαιώνοντας σε όλους τους τόνους ότι τα όρια ηλικίας κτλ. δεν πρόκειται να θιγούν. Ακριβώς επειδή η ΝΔ είναι περισσότερο συντηρητική παρά νεοφιλελεύθερη, η πρόθεσή της να ασχοληθεί όσο γίνεται λιγότερο με το ασφαλιστικό μου φαίνεται ειλικρινής. Και τότε «τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».