Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα οικονομία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα οικονομία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

31 Αυγούστου 2025

Οι εισοδηματικές ανισότητες στο προσκήνιο

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 31 Αυγούστου 2025).

Σε μια αποστροφή της διαβόητης συνέντευξής του στην Monde, ο Αλέξης Τσίπρας είπε κατά λέξει τα εξής: «Μεταξύ 2015 και 2019, τα εισοδήματα του 10% των φτωχότερων αυξήθηκαν κατά 45%, ενώ μειώθηκαν κατά 2,7% για το 10% των πλουσιότερων [...]. Αντίθετα, μεταξύ 2019 και 2023, τα εισοδήματα του 10% των φτωχότερων μειώθηκαν κατά 8,1%, ενώ τα εισοδήματα του 10% των πλουσιότερων αυξήθηκαν κατά 13%.»

Είναι κάπως απλουστευτικό να πιστώνεται – ή να χρεώνεται – εξ ολοκλήρου σε μια κυβέρνηση η πορεία της οικονομίας, και οι επιπτώσεις της στην κατανομή του εισοδήματος. Όμως μια τόσο θεαματική αναδιανομή αρχικά υπέρ των οικονομικά αδύναμων και στη συνέχεια υπέρ των οικονομικά ισχυρών δεν μπορεί ούτε να αγνοηθεί, ούτε να αποδοθεί (και πάλι: εξ ολοκλήρου) σε εξελίξεις πέρα από τον έλεγχο της κυβέρνησης. Το θέμα είναι εάν αυτό που είπε ο πρώην πρωθυπουργός ισχύει.

Εάν αναλύσει κανείς τα ίδια στοιχεία (Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών EU-SILC), αποπληθωρισμένα με τον Γενικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, η εικόνα που προκύπτει είναι αρκετά διαφορετική: Την περίοδο 2015-2019, τα (πραγματικά) εισοδήματα αυξήθηκαν κατά 31,7% στο χαμηλότερο δέκατο της εισοδηματικής κατανομής, και κατά 2,3% στο υψηλότερο. Την περίοδο 2019-2023, η αύξηση ήταν 15,5% για το φτωχότερο δεκατημόριο και 9,7% για το υψηλότερο.

Δεδομένου ότι η πρόθεση του κ. Τσίπρα ήταν να καρπωθεί την επί των ημερών του αναδιανομή υπέρ των φτωχότερων, είναι λίγο παράξενο που συγκρίνει το 2019 με το 2015. Στο κάτω-κάτω, σχεδόν ολόκληρο το 2015, από τον Ιανουάριο, κυβερνούσε ο ίδιος. Η παράλειψη, ηθελημένη ή όχι, δεν είναι άμοιρη συνεπειών: σύμφωνα με τα ίδια δεδομένα, το ταραγμένο 2015 τα εισοδήματα των φτωχότερων μειώθηκαν κατά 6,2%, ενώ των πλουσιότερων αυξήθηκαν κατά 1,4%. Δεν χρεώνεται στον κ. Τσίπρα αυτή η αναδιανομή σε βάρος των φτωχότερων;

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και έτσι, τα στοιχεία δείχνουν ότι η εισοδηματική ανισότητα όντως μειώθηκε σημαντικά το δεύτερο μισό της προηγούμενης δεκαετίας. Αντίθετα, το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού του κ. Τσίπρα δεν επιβεβαιώνεται: δεν προκύπτει από πουθενά ότι τα πραγματικά εισοδήματα των φτωχότερων μειώθηκαν, ούτε ότι η ανισότητα αυξήθηκε σημαντικά, μετά το 2019.

Για τους ρέκτες: ο λόγος των εισοδημάτων του πλουσιότερου 10% με το φτωχότερο 10% (δείκτης συνέντευξης Τσίπρα) συνέχισε να μειώνεται επί Νέας Δημοκρατίας, ενώ ο λόγος των εισοδημάτων του πλουσιότερου 20% με το φτωχότερο 20% (δείκτης Eurostat/ΕΛΣΤΑΤ) αυξήθηκε επί Covid, μετά μειώθηκε, και έκτοτε σταθεροποιήθηκε – τουλάχιστον προς το παρόν – λίγο πάνω από το επίπεδο του 2019.

Είναι λογικό ότι τα πραγματικά εισοδήματα των φτωχότερων βελτιώθηκαν μετά το 2019. Οι μισθοί παραμένουν απελπιστικά χαμηλοί, αλλά μερικές εκατοντάδες χιλιάδες που πριν ήταν άνεργοι τώρα εργάζονται. Οι κατώτατοι μισθοί αυξήθηκαν σημαντικά. Τα επιδόματα δεν έχουν μειωθεί.

Έκλεισε το θέμα; Όχι ακριβώς. Η ακρίβεια δεν πλήττει το ίδιο τους πάντες: οι φτωχοί αφιερώνουν μεγαλύτερο μερίδιο του οικογενειακού προϋπολογισμού για ενέργεια και τρόφιμα, άρα η πρόσφατη πληθωριστική έξαρση τους κοστίζει περισσότερο. Επίσης, τα εισοδήματα δεν είναι το παν: η χώρα μας είναι πρωταθλητής Ευρώπης στο ποσοστό των πολιτών που δηλώνουν ότι δεν έχουν πρόσβαση στην περίθαλψη που έχουν ανάγκη. Η αδιαφορία για την παρακμή του ΕΣΥ έχει συνέπειες. Αντιστοίχως για τα δημόσια σχολεία, τις δημόσιες συγκοινωνίες, και τα άλλα «εισοδήματα σε είδος». 

Η κυβέρνηση δεν στρέφεται κατά των φτωχών. Εάν μπορεί κανείς να την κατηγορήσει για κάτι είναι για το πώς (δεν) αντιμετωπίζει τις παρενέργειες εξελίξεων που δεν ελέγχει πλήρως αλλά εν μέρει: η επαναφορά ενός βαθιά προβληματικού μοντέλου ανάπτυξης συσσωρεύει αδιέξοδα, ο υπερτουρισμός υποσκάπτει την (περιβαλλοντική, κοινωνική, οικονομική) βιωσιμότητα της χώρας, η Golden Visa και το Airbnb κάνουν απρόσιτη την κατοικία κ.ο.κ.

Ενίοτε βέβαια η κυβέρνηση στρέφεται ευθέως υπέρ των μη φτωχών: π.χ. με τη σχεδιαζόμενη κατάργηση της προσωπικής διαφοράς ετοιμάζεται να μοιράσει εκατοντάδες εκατομμύρια σε συνταξιούχους που ακόμη και μετά τις μνημονιακές περικοπές εισπράττουν πολύ περισσότερα από όσα είχαν συνεισφέρει (οι ίδιοι και οι εργοδότες τους), υποθηκεύοντας αμέριμνα το μέλλον των νέων και των επερχόμενων γενεών. Σαν να μην χρεωκοπήσαμε το 2010.

Αλλά αυτό είναι θέμα επόμενου άρθρου.


24 Αυγούστου 2025

Αντί για επιδόματα, αναπτυξιακή δημόσια πολιτική

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 24 Αυγούστου 2025).

Εδώ και αρκετά χρόνια, έχει επικρατήσει η ομιλία του εκάστοτε πρωθυπουργού στα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης να περιέχει εξαγγελίες νέων παροχών. Δεν ήταν πάντα έτσι: αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στο κείμενο της ομιλίας του Κώστα Σημίτη στις 7 Σεπτεμβρίου 1996, ακριβώς 15 μέρες πριν από τις εκλογές, όπου οι παρευρισκόμενοι αντί παροχολογίας έγιναν αποδέκτες μιας σφοδρής καταγγελίας της παροχολογίας, και της δημοσιονομικής ανευθυνότητας εν γένει.

Ως γνωστόν, η συνετή διαχείριση διήρκεσε όσο και οι κυβερνήσεις Σημίτη: από το 2004 η χώρα μπήκε στο δρόμο του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία: ενώ το 2009 το μέσο κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα ήταν μόλις 6% κάτω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των (σημερινών) 27 κρατών μελών, το 2019 είχε φτάσει να είναι 34% χαμηλότερο, ενώ ακόμη και σήμερα παραμένει 29% κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ. Εν έτει 2025, δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια μετά την οιονεί χρεωκοπία, είμαστε μεν πλουσιότεροι από τη Βουλγαρία, και περίπου στο ίδιο επίπεδο με τη Λεττονία, αλλά φτωχότεροι από όλους τους άλλους Ευρωπαίους.

Θα περίμενε κανείς ότι μια τέτοια καθίζηση θα «εμβολίαζε» το πολιτικό σύστημα κατά της παροχολογίας. Αντιθέτως, και σε αυτό το θέμα συνέβη ό,τι συνέβη με το τέλος της πανδημίας, όταν η ευγνωμοσύνη μας για τους γιατρούς και τις νοσοκόμες (αλλά και για τους ντελιβεράδες, τους υπαλλήλους των σούπερ μάρκετ, και τους άλλους «εργαζόμενους πρώτης γραμμής») μεταβλήθηκε στη συνήθη αδιαφορία για τις αμοιβές τους και για τις συνθήκες εργασίας τους: με ευθύνη των πολιτικών, και με συνενοχή του Τύπου και των ψηφοφόρων, το πολιτικό σύστημα επανήλθε στην πεπατημένη.

Με την προηγούμενη κυβέρνηση, η παροχολογία (όπως και πολλά άλλα πεπραγμένα της) είχε κάτι το κωμικό: το περίφημο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», που εξήγγειλε ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της ΔΕΘ στις 13 Σεπτεμβρίου 2014 (προτού δηλ. γίνει πρωθυπουργός), ήταν τόσο εκτός τόπου και χρόνου που μπήκε αμέσως στο αρχείο. Με τη σημερινή κυβέρνηση, η παροχολογία συνεχίζεται, αλλά χρηματοδοτείται από κοινοτικά κονδύλια, επιτρέποντας στη χώρα να παρουσιάζει αξιοζήλευτες δημοσιονομικές επιδόσεις.

Πρόκειται για πανούργα επιλογή – μόνο που τα εν λόγω κοινοτικά κονδύλια δεν διατίθενται στα κράτη μέλη για να τα μοιράζουν στους ψηφοφόρους αλλά για να αντιμετωπίσουν διαρθρωτικά προβλήματα. Οι πόροι της Κοινοτικής Αγροτικής Πολιτικής δίνονται για τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας, όχι για τον πλουτισμό απατεώνων με πολιτική κάλυψη. Οι πόροι του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάπτυξης στοχεύουν στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων, όχι στην επιδότηση μιας παρασιτικής βιομηχανίας εικονικής κατάρτισης. Οι πόροι του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης υπάρχουν για να διευκολύνουν την ενεργειακή μετάβαση κάνοντάς την πιο ομαλή και πιο δίκαιη, όχι για να επιδοτούμε το λογαριασμό του κλιματιστικού σε βίλες της Μυκόνου. (Το 2022 η Ελλάδα δαπάνησε για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης 5% του ΑΕΠ, πολύ περισσότερο από ό,τι κάθε άλλη χώρα της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Στη δεύτερη θέση, με μόλις 2,8% του ΑΕΠ, ισοβαθμούσαν η Ιταλία και η Πολωνία. Τα κοινοτικά κονδύλια κάλυψαν μεγάλο μέρος του κόστους των μέτρων, αλλά όχι το σύνολο: σχεδόν το μισό, ή 2,2% του ΑΕΠ, προήλθε από εθνικούς πόρους.)

Ακόμη και τα κοινωνικά επιδόματα πλησιάζουν το σημείο κορεσμού (ενώ οι συντάξεις το έχουν ξεπεράσει προ πολλού). Τα κενά κοινωνικής προστασίας ήταν κραυγαλέα προ κρίσης, συνεπώς η θεσμοθέτηση νέων ευρωπαϊκού τύπου προγραμμάτων υπήρξε επιβεβλημένη. Όμως ακόμη και εδώ, η χώρα δεν χρειάζεται νέες παροχές. Αυτό που χρειάζεται είναι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης (και κυρίως θέσεις εργασίας) για τους ανέργους, προγράμματα κοινωνικής επανένταξης για τους δικαιούχους ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, αντί νέων επιδομάτων ενοικίου μια αποτελεσματική πολιτική για προσιτή κατοικία, και αντί voucher βρεφονηπιακούς σταθμούς υψηλής ποιότητας και χαμηλού κόστους σε όλη την επικράτεια για όλα τα παιδιά που γεννιώνται στη χώρα μέχρι να πάνε στο νηπιαγωγείο.

Με άλλα λόγια, αυτό που χρειάζεται η οικονομία και η κοινωνία είναι μια αναπτυξιακή δημόσια πολιτική. Αυτό είναι το μέτρο με βάση το οποίο θα κριθεί η ομιλία του πρωθυπουργού το Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου.

6 Ιουλίου 2025

«Ποινή μητρότητας» και άδεια πατρότητας: μαθήματα από τη Σκανδιναβία

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 6 Ιουλίου 2025).


Πριν μισό αιώνα, μια ομάδα πολιτικών, συνδικαλιστών και ερευνητών στη Σουηδία είχαν μια πρωτότυπη ιδέα: Γιατί να μην δοθεί το δικαίωμα και στους άνδρες να παίρνουν άδεια από τη δουλειά τους όταν γεννιέται το παιδί τους; Αφενός θα μοιράζονται καλύτερα τις ευθύνες με τη σύντροφό τους, και αφετέρου θα δένονται με το μωρό. Αμ’ έπος αμ’ έργον: έτσι έγινε η Σουηδία, το μακρινό 1974, η πρώτη χώρα στον κόσμο όπου θεσμοθετήθηκε η άδεια πατρότητας μετ’ αποδοχών.

Αρχικά τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά από ό,τι είχαν φανταστεί οι εμπνευστές της νέας πολιτικής. Ο νόμος έδινε το δικαίωμα στο ζευγάρι να αποφασίσει αν την άδεια θα την έπαιρνε όντως ο πατέρας, ή αν απλώς θα παρατεινόταν η καθιερωμένη άδεια μητρότητας, προσθέτοντας τους δύο χρόνους. Επειδή ακόμη και στην προχωρημένη Σουηδία οι γυναίκες αμείβονταν λιγότερο από τους άνδρες, ο στενός οικονομικός υπολογισμός ευνοούσε την παραδοσιακή κατανομή των ευθυνών: η γυναίκα στο σπίτι με το μωρό, ο άνδρας στη δουλειά. Επιπλέον, οι (λίγοι) άνδρες που επέλεγαν να πάρουν άδεια πατρότητας αντιμετωπίζονταν ως «φλώροι» από τους συναδέλφους τους, και ως αδιάφοροι για καριέρα από τους εργοδότες τους. Με αυτά και με αυτά, η νέα πολιτική κινδύνευε να πέσει στο κενό.

Η λύση δόθηκε το 1993 στη γειτονική Νορβηγία. Ο πατέρας μπορούσε να μην ασκήσει το νέο δικαίωμα αν δεν ήθελε, έχανε όμως τη δυνατότητα να μεταφέρει την άδειά του στη μητέρα: take it or leave it. Η τροποποίηση άλλαξε θεαματικά τα δεδομένα. Τα ζευγάρια είχαν πλέον κίνητρο να παίρνει άδεια και ο πατέρας. Καθώς όλο και περισσότεροι άνδρες ανακοίνωναν στη δουλειά ότι τις επόμενες 4 εβδομάδες θα έμεναν στο σπίτι για να αλλάζουν πάνες και να πλένουν μπιμπερό, σταδιακά η καζούρα των συναδέλφων άρχισε να κρυώνει. Οι εργοδότες συμβιβάστηκαν με τη νέα κατάσταση. Με τον καιρό, οι 4 εβδομάδες έγιναν 15 (με πλήρεις αποδοχές) ή 19 (με το 80%). Κάπως έτσι στη Νορβηγία το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών φτάνει το 77,4% (στην Ελλάδα: 59,9%), η οικονομία ακμάζει, τα ζευγάρια έχουν πιο ισορροπημένες σχέσεις, γεννιώνται περισσότερα παιδιά, και μεγαλώνουν πιο χαρούμενα.

Αυτά και άλλα πολλά γράφουμε στην εργασία του ΕΛΙΑΜΕΠ, μαζί με το ερευνητικό κέντρο FAFO του Όσλο, για το θέμα της «ποινής μητρότητας»: όταν το ζευγάρι αποκτά παιδί, η πιθανότητα απασχόλησης και οι αποδοχές των γυναικών μειώνονται, ενώ των ανδρών μένουν ανεπηρέαστες ή αυξάνονται. Όχι όμως παντού: στην Ελλάδα η ποινή μητρότητας είναι μεγάλη, στη Νορβηγία αμελητέα. Η εργασία, στην οποία συνετέλεσαν η Tone Fløtten, η Χρύσα Παπαλεξάτου, η Δάφνη Νικολίτσα, και ο Bjorn Dapi, δημοσιεύθηκε στα αγγλικά και είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του ΕΛΙΑΜΕΠ (εδώ).

Στη χώρα μας, μετά από σχετική νομοθετική πρωτοβουλία της ΕΕ, άδεια πατρότητας διάρκειας 14 ημερών θεσμοθετήθηκε το 2021. Δεν κατορθώσαμε να βρούμε στοιχεία για το πόσοι άνδρες εργαζόμενοι κάνουν χρήση του νέου δικαιώματος. Ρωτώντας στον κύκλο μας μείναμε με την εντύπωση ότι στο Δημόσιο (εκτός σωμάτων ασφαλείας και ενόπλων δυνάμεων) ο νόμος τηρείται, ενώ στον ιδιωτικό τομέα κατά κανόνα όχι.

Η εργασία μας καταλήγει στην πρόταση να αυξηθεί η διάρκεια της άδειας πατρότητας σε 4 μήνες, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, και ταυτόχρονα να απαλλαγούν οι εργοδότες από το σχετικό κόστος, το οποίο θα μοιράζονται ΕΦΚΑ και ΔΥΠΑ. Αυτό σίγουρα περιέχει μια μικρή δόση βολονταρισμού. Όμως, όπως έχει γράψει ο Maurizio Ferrera, «η πρώτη ύλη κάθε μεταρρύθμισης είναι πάντοτε ένα ιδεατό σχέδιο αλλαγής».

Είναι υπερβολικό να ελπίζει κανείς ότι η ελληνική κυβέρνηση, που οπωσδήποτε έχει να επιδείξει σαφώς προοδευτικό έργο στα κοινωνικά θέματα (εκτός μετανάστευσης), θα τολμήσει αυτή την – χωρίς υπερβολή – ιστορική πρωτοβουλία, που θα ωφελούσε τους πάντες (γυναίκες, άνδρες, παιδιά, την οικονομία); Και είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι η εχέφρων αντιπολίτευση θα την στήριζε;

22 Ιουνίου 2025

Τα ιδιωτικά ΑΕΙ και η ελληνική οικονομία

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 22 Ιουνίου 2025).

Έχει βάση ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι η λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα έχει «πολλαπλά οφέλη για τους φοιτητές, τις οικογένειές τους, και την ελληνική οικονομία»;

Φαίνεται ότι η πελατεία των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα είναι βασικά εκείνη των πρώην κολλεγίων: νέοι που δεν τα πήγαν αρκετά καλά στις πανελλήνιες για να εισαχθούν στο (δημόσιο) πανεπιστημιακό τμήμα της επιλογής τους, από οικογένειες που δεν έχουν την οικονομική άνεση να τους στείλουν στο εξωτερικό. Υπό μια έννοια, η νομιμοποίηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, και η αναγνώριση «επαγγελματικών δικαιωμάτων» στους αποφοίτους τους, θα εκτρέψει προς αυτά ροές φοιτητών προς κάποια λιγότερο ελκυστικά πανεπιστήμια της επαρχίας ή ακόμη και του εξωτερικού.

Οφέλη για τους ίδιους τους φοιτητές δεν βλέπω. Η φοίτηση ακόμη και σε ένα μέτριο πανεπιστήμιο μακριά από το πατρικό σπίτι βοηθά στην ωρίμανση και στην εξοικείωση με την πραγματική ζωή, η δε επαφή με το πώς σκέφτονται, φέρονται, και εργάζονται οι άνθρωποι σε μια προηγμένη χώρα βοηθά στη διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων. Αντιστρόφως, η φοίτηση σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο, σε κάποιο βολικό σημείο κοντά στο πατρικό σπίτι, αναβάλλει την ανεξαρτητοποίηση, που με τη σειρά της παρατείνει την ανωριμότητα και αναπαράγει τον επαρχιωτισμό. Όσο για τα υποτιθέμενα οφέλη για την οικογένεια, ας μην επεκταθώ άλλο. Το είδος της οικογένειας που ωφελεί η λειτουργία κάποιων ιδιωτικών πανεπιστημίων βλάπτει τα μέλη της, και βέβαια τη χώρα.

Και τα οφέλη για την ελληνική οικονομία; Ας θυμηθούμε καταρχάς ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει ήδη επεκταθεί θεαματικά τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό των Ελλήνων ηλικίας 25-34 ετών που κατέχουν πτυχίο ή μεταπτυχιακό τίτλο έχει αυξηθεί από 24,8% το 2004 σε 44,5% το 2024, και πλέον ξεπερνά τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ (44,1% το 2024). Όμως, σύμφωνα με τα ευρήματα της τελευταίας έρευνας του ΟΟΣΑ για τις δεξιότητες των ενηλίκων (PIAAC), 19% των πτυχιούχων ηλικίας έως 34 ετών στην Ελλάδα ήταν λειτουργικά αναλφάβητοι, δηλαδή δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν σύντομα κείμενα πάνω σε καθημερινά θέματα, ή να κάνουν απλές πράξεις με ακέραιους αριθμούς. Σε καμιά άλλη χώρα δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο.

Το πρόβλημα είναι τεράστιο όσο και παραγνωρισμένο, εντοπίζεται κυρίως στη δευτεροβάθμια (και στην πρωτοβάθμια) εκπαίδευση, αλλά φυσικά αφορά και τα δημόσια πανεπιστήμια. Το ερώτημα είναι αν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα εφαρμόζουν κανόνες που να αποτρέπουν τη χορήγηση πτυχίων σε λειτουργικά αναλφάβητους. Δεν έχουμε καμμία ένδειξη μεγαλύτερης αυστηρότητας, αντίθετα έχουμε πολλές ενδείξεις μεγαλύτερης χαλαρότητας. Ελπίζω να διαψευστώ, αλλά το βλέπω δύσκολο.

Πράγματι, η νομιμοποίηση της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων ήταν μια περιττή εκκρεμμότητα που όφειλε να τακτοποιηθεί. Αυτό έγινε. Όμως η αναγκαία συζήτηση για τη διασφάλιση της ποιότητας των σπουδών, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ιδιωτικής και δημόσιας, δεν έχει καν αρχίσει.

Ακόμη και αν οι απόφοιτοι των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι εγγράμματοι, η συμβολή τους στην ελληνική οικονομία θα είναι αμφίβολη αν συγκεντρώνονται σε ήδη κορεσμένους κλάδους. Αλήθεια χρειαζόμαστε περισσότερους συμβούλους επιχειρήσεων, ψυχολόγους, γιατρούς, δικηγόρους; Εάν όχι, οι νέοι απόφοιτοι στην καλύτερη περίπτωση θα εκτοπίσουν απλώς κάποιους άλλους υποψήφιους για την ίδια θέση. Εάν το επίπεδο των δεξιοτήτων που κατέχουν είναι χαμηλότερο, το όφελος θα είναι αρνητικό.

Παραμένει το ερώτημα της συμβολής στην οικονομία των δημόσιων πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων. Εδώ το αναξιοποίητο κεφάλαιο είναι κυρίως η έρευνα. Είναι όμως επίσης μεγάλες οι δυνατότητες προσέλκυσης ξένων φοιτητών σε θερινά σχολεία ή μεταπτυχιακά προγράμματα στα αγγλικά. Αρκετά από τα δημόσια πανεπιστήμιά μας διαθέτουν τη φήμη, τις διεθνείς διασυνδέσεις, και το διδακτικό προσωπικό που θα τα καθιστούσαν ανταγωνιστικά. Υστερούν στις υποδομές (π.χ. για τη στέγαση των φοιτητών), στις διοικητικές υπηρεσίες, καθώς και στην ασφάλεια. Αν θέλουμε να βελτιώσουμε τη συμβολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην οικονομία, θα πρέπει να επενδύσουμε σε αυτά.

8 Ιουνίου 2025

Το χαμένο στοίχημα της ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 8 Ιουνίου 2025).

Είναι τόσο εξώφθαλμα και τόσο εξοργιστικά όσα έχουν έρθει τον τελευταίο καιρό στην επιφάνεια με το σκάνδαλο των παράνομων επιδοτήσεων των αγροτών που κανονικά το θέμα θα έπρεπε να είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας των συντακτών του αστυνομικού δελτίου. Οι Κρητικοί αγρότες (ή «αγρότες»), που δηλώνουν ως βοσκοτόπια ένα εκατομμύριο σχεδόν στρέμματα, ακόμη και στη Μακεδονία ή στη Θράκη, και επιδοτούνται πλουσιοπάροχα για αυτό, με χρήματα του ευρωπαίου φορολογούμενου, είναι η βιτρίνα της χειρότερης Ελλάδας – το ίδιο φυσικά και οι συνάδελφοί τους από τις άλλες περιφέρειες. Κάθε έντιμος άνθρωπος στη χώρα αυτή θα πρέπει να αγανακτεί, και να απαιτεί την τιμωρία των ενόχων, την επιστροφή των ποσών που καταχράστηκαν, την διαγραφή τους από τα μητρώα αγροτών, και την εξυγίανση του ΟΠΕΚΕΠΕ. Όλα αυτά θα έπρεπε να είναι αυτονόητα.

Το πρόβλημα είναι ότι για σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης και της πολιτικής τάξης, ανεξαρτήτως κομματικού χρώματος, η εξυγίανση των αγροτικών επιδοτήσεων δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Εάν ήταν, οι πέντε υπουργοί αγροτικής ανάπτυξης από το 2019, ανάμεσά τους πρωτοκλασάτα στελέχη της σημερινής κυβέρνησης, δεν θα έπεφταν από τα σύννεφα, λες και τώρα έμαθαν για τις καταγγελίες των ευρωπαϊκών αρχών, δεν θα επικαλούνταν αναρμοδιότητα, δεν θα έριχναν ολόκληρη την ευθύνη στους υφισταμένους τους. Θα είχαν ήδη προχωρήσει σε μέτρα εξυγίανσης από τότε που ήταν υπουργοί.

Όμως η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο τη σημερινή κυβέρνηση. Μάλιστα, οι δικές της σημαντικότατες ευθύνες θα ξεχαστούν εάν προχωρήσει στην εξυγίανση των αγροτικών επιδοτήσεων με την αποφασιστικότητα που εμφανίζει τώρα. Ο λόγος για τον οποίο η αντιπολίτευση παρουσιάζει το θλιβερό θέαμα που παρουσιάζει, να επιτίθεται στην κυβέρνηση χωρίς να δυσαρεστήσει την περήφανη αγροτιά, μην τυχόν και χάσει μερικές ψήφους, είναι ότι στο παρελθόν, όταν κυβερνούσε εκείνη, έκανε ακριβώς το ίδιο: τα στραβά μάτια για το πλιάτσικο των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, τη μπάλα στην εξέδρα κάθε φορά που ερχόταν μια καταγγελία των ευρωπαϊκών οργάνων, και όταν η υπόθεση τελεσιδικούσε με καταδίκη της χώρας, και καταλογισμό των αχρεωστήτως καταβεβληθέντων, ρύθμιση για επιστροφή των καταχρασθέντων και πληρωμή των προστίμων με δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού.

Με άλλα λόγια, η ζημιά των ευρωπαίων φορολογουμένων καλυπτόταν με ευγενική χορηγία των ελλήνων φορολογουμένων - στους οποίους ως γνωστόν δεν συγκαταλέγονται οι αγρότες, οι οποίοι από ιδρύσεως ελληνικού κράτους έχουν εξαιρεθεί της υποχρέωσης πληρωμής φόρων. Όσο για τους ίδιους τους ενόχους, δεν διαγράφονταν καν από τα μητρώα επιδοτουμένων. Πρόκειται για μια ιστορία γνωστή στους πάντες, η οποία επαναλαμβάνεται με παραλλαγές από το 1981.

Η ομερτά του συνόλου του πολιτικού φάσματος, με σιωπηρή υποστήριξη μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης, είναι η μια πλευρά του προβλήματος. Έχει μακρά παράδοση η αντιμετώπιση των ευρωπαίων εταίρων της χώρας ως «κουτόφραγκων», η εξαπάτηση τους ως περίπου πατριωτικό καθήκον. Ούτε φυσικά περιορίζεται στις αγροτικές επιδοτήσεις. Ο ευγενής κλάδος π.χ. της επιδοτούμενης κατάρτισης έχει επίσης επιδείξει αξιοσημείωτες επιδόσεις στο σπορ αυτό.

Η άλλη πλευρά του προβλήματος είναι ότι οι «κουτόφραγκοι» έχουν θεσπίσει χρηματοδοτικά εργαλεία προκειμένου να επιτυγχάνονται στόχοι πολιτικής στους οποίους έχουν συμφωνήσει ομοφώνως όλα τα μέλη της ΕΕ – και η Ελλάδα. Όταν σε μια χώρα κάποιοι καταχρώνται κονδύλια, μένει πίσω η ίδια η χώρα. Παρά την απορρόφηση δισεκατομμυρίων ευρώ π.χ. για την κατάρτιση, οι δεξιότητες στην Ελλάδα παραμένουν οι χειρότερες στην Ευρώπη. Πόσο έξυπνο είναι αυτό;

Εδώ και δεκαετίες το στοίχημα για την ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία είναι η απεξάρτηση από τις επιδοτήσεις, η ανταγωνιστικότητα του αγροδιατροφικού made in Greece, η επιβίωση και η προκοπή του Έλληνα αγρότη σε ένα καθεστώς μεγαλύτερης οικονομικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, η μετάβαση σε αυτό το νέο καθεστώς με όσο το δυνατόν λιγότερες κοινωνικές αναταράξεις.

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δείχνει ότι το στοίχημα αυτό μέχρι τώρα η χώρα το χάνει – και χωρίς εξυγίανση τώρα κινδυνεύει να το χάσει οριστικά.

18 Μαΐου 2025

Αδύνατη η αναβάθμιση χωρίς αξιολόγηση

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 18 Μαΐου 2025).

Δύσκολα μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει στα σοβαρά – αν και κάποιοι προσπαθούν – ότι δεν πρέπει να δίνεται η ευκαιρία στους χρήστες μιας δημόσιας υπηρεσίας να λένε τη γνώμη τους για την ποιότητα της εξυπηρέτησης εκεί. Στην πραγματικότητα, το κάνουμε ήδη: εδώ και δεκαετίες, δικαίως ή αδίκως, η κυρίαρχη αντίληψη για τις δημόσιες υπηρεσίες είναι ότι καταδυναστεύουν τον πολίτη. Αυτό που θα αλλάξει με την πρωτοβουλία της κυβέρνησης είναι ότι εκτός από αυτή την κάπως ανεκδοτολογικού τύπου κυρίαρχη αντίληψη θα αποκτήσουμε επίσης «σκληρά» δεδομένα.

Το ερώτημα είναι τι γίνεται μετά. Στη χώρα μας δεν φαίνεται να κινδυνεύουμε από αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ, όπου εκπρόσωποι του «Υπουργού Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας» (πιτσιρικάδες που μέχρι χθες έγραφαν κώδικα στην Tesla) ζητάνε επιτακτικά από δημόσιους λειτουργούς (που κατά κανόνα τιμάνε τη θέση τους) να αυτοαξιολογηθούν και ταυτόχρονα να ομνύσουν πίστη στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, ώστε στη συνέχεια να κριθεί αν θα κρατήσουν τη δουλειά τους ή όχι.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος εδώ είναι ... μετά να μην γίνει τίποτε. Τα ποσοτικά δεδομένα πιθανότατα θα επιβεβαιώσουν αυτό που ήδη πάνω κάτω γνωρίζουμε για την χαμηλή ποιότητα της εξυπηρέτησης ή για τις παράνομες δοσοληψίες σε κάποιες υπηρεσίες. Το τι θα κάνει στη συνέχεια η κυβέρνηση (και τι μπορεί να κάνει οποιαδήποτε κυβέρνηση) είναι κάθε άλλο παρά προφανές.

Η παρακμή των δημόσιων υπηρεσιών στην Ελλάδα και αλλού έχει βαθιές ρίζες. Απλουστεύοντας πολύ, θα μπορούσε κανείς να διηγηθεί την ιστορία περίπου ως εξής: Σε πρώτη φάση, το κύρος της κρατικής γραφειοκρατίας επλήγη από την αντιαυταρχική κριτική της ως σκληρωτικής και τυπολατρικής. Στη χώρα μας η δυσπιστία τροφοδοτήθηκε από τη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών (από το τέλος του Εμφυλίου έως την πτώση της χούντας) σχεδόν αποκλειστικά από κατόχους πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων. Στη δεκαετία του ’80, η παρακμή επιταχύνθηκε λόγω της κομματικοποίησης (διαμέσου των «κλαδικών» του κυβερνώντος κόμματος) και λόγω της ισχύος των συνδικάτων, που δημιούργησαν συνθήκες αυθαιρεσίας και ατιμωρησίας των εργαζομένων στο Δημόσιο.

Ήδη από τη δεκαετία του ’90, η ποιοτική στάθμη της δημόσιας διοίκησης - η τεχνογνωσία της, η ικανότητά της να σχεδιάζει και να υλοποιεί δημόσιες πολιτικές – είχε πέσει τόσο πολύ που οι κυβερνήσεις άρχισαν να την παρακάμπτουν. Αυτό έγινε με δύο τρόπους. Από τη μια, μέσω της ανάθεσης του σχεδιασμού και της υλοποίησης δημόσιων πολιτικών σε ιδιωτικά γραφεία μελετών. Από την άλλη, μέσω της δημιουργίας παράλληλων δημόσιων θεσμών όπως η Μονάδα Οικονομικής Διαχείρισης Αναπτυξιακών Προγραμμάτων (ΜΟΔ) και τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ), και ανεξάρτητων αρχών όπως ο Συνήγορος του Πολίτη. Όλες αυτές οι καινοτομίες πραγματοποιήθηκαν επί πρωθυπουργίας Σημίτη, αλλά ένας απόηχος της ίδιας προσέγγισης (παράκαμψη αντί για μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης) είναι η θεαματική ψηφιοποίηση του κράτους από τη σημερινή κυβέρνηση.

Το θετικό είναι ότι παρακάμπτοντας τη δημόσια διοίκηση οι τότε (και τώρα) κυβερνήσεις κατάφερναν να εφαρμόζουν τις πολιτικές για τις οποίες κρίνονταν από τους ψηφοφόρους. Το αρνητικό είναι ότι εν τω μεταξύ τα προβλήματα της δημόσιας διοίκησης παρέμεναν άλυτα, και επιδεινώνονταν: η αίσθηση υποτίμησης ενισχυόταν, το ηθικό των αξιόλογων στελεχών υποχωρούσε, η διάθεση εναντίωσης σε εκφυλιστικά φαινόμενα εκμηδενιζόταν.

Η κατάσταση έφτασε σε σημείο διάλυσης με τα Μνημόνια, όταν η (απολύτως θεμιτή) καταπολέμηση της σπατάλης έγινε με τον μπαλτά αντί με το νυστέρι, και ως εκ τούτου έδωσε νέα ώθηση στην διαδικασία «αδειάσματος» του κράτους που ήταν ήδη από καιρό σε εξέλιξη.

Και τώρα τι κάνουμε; Πέρα από πολιτικές διαφορές, η χώρα έχει ανάγκη από μια αναβαθμισμένη δημόσια διοίκηση, η οποία να παρέχει στους πολίτες και στις επιχειρήσεις τις υπηρεσίες που χρειάζονται – από βρεφονηπιακούς σταθμούς έως προώθηση εξαγωγών. Αυτά δεν γίνονται χωρίς βελτίωση των αμοιβών, χωρίς προσεκτική επιλογή του προσωπικού, χωρίς συστηματική προσπάθεια αποκατάστασης του γοήτρου της δημόσιας διοίκησης και όσων εργάζονται εκεί. Και φυσικά δεν γίνονται χωρίς αξιολόγηση.

27 Απριλίου 2025

Η πολιτική κατοικίας γίνεται σταδιακά συνεκτικότερη

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 27 Απριλίου 2025).


Σχεδόν ανεπαίσθητα, το ελληνικό κράτος φαίνεται να αποκτά μια πολιτική για την κατοικία. Η αρχή έγινε το 2019, με τη θεσμοθέτηση επιδόματος στέγασης από την προηγούμενη κυβέρνηση. Είχε προηγηθεί, από το 2017, το Πρόγραμμα Στέγασης για Αιτούντες Άσυλο του Δήμου Αθηναίων, με χρηματοδότηση από τον ΟΗΕ και την ΕΕ. Το πρόγραμμα ήταν μικρής εμβέλειας: κάλυπτε μόλις 1.550 ωφελούμενους σε 280 μισθωμένα διαμερίσματα. Όμως ο σχεδιασμός του ήταν ιδιοφυής: η δημοτική αρχή καθησύχαζε τους καχύποπτους ιδιοκτήτες εγγυώμενη την καλή κατάσταση του ακινήτου και την τακτική πληρωμή του ενοικίου για λογαριασμό των προσφύγων-ενοικιαστών.

Η καλή αυτή πρακτική μεταφέρθηκε από την κεντρική κυβέρνηση στο πρόγραμμα «Κάλυψη», το οποίο από το 2024 λειτουργεί με την μίσθωση από το κράτος ιδιωτικών κατοικιών και την παραχώρησή τους σε 2.500 δικαιούχους του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ηλικίας 25-39 ετών, ώστε να κατοικήσουν σε αυτές με δωρεάν ενοίκιο για τρία χρόνια.

Μεσολάβησε το πρόγραμμα «Σπίτι μου», που επιδοτεί το επιτόκιο του στεγαστικού δανείου για νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος. Ο πρώτος κύκλος ξεκίνησε το 2022, απευθυνόταν σε νέους ηλικίας 25-39 ετών, και στόχευε στην κάλυψη 10.000 δικαιούχων με πόρους του Ταμείου Ανάπτυξης ύψους 1 δις ευρώ. Μέχρι τώρα έχει απορροφηθεί μόλις το 60% του ποσού. Ο δεύτερος κύκλος, που βρίσκεται από πέρυσι σε εξέλιξη, έχει διπλάσιο προϋπολογισμό (2 δις ευρώ), διευρυμένα εισοδηματικά κριτήρια, ενώ απευθύνεται σε 30.000 δικαιούχους έως 50 ετών.

Πριν δύο μήνες ανακοινώθηκε κυβερνητική πρωτοβουλία για την κοινωνική αντιπαροχή, και πάλι με χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάπτυξης, που ελπίζεται ότι θα οδηγήσει στην κατασκευή από ιδιώτες αρχικά 100-150 διαμερισμάτων σε οικόπεδα του Δημοσίου. Τα ανεγερθέντα διαμερίσματα θα παραχωρηθούν στο κράτος, ώστε στη συνέχεια να ενοικιάζονται ως κοινωνικές κατοικίες.

Η πρόσφατη θεαματική εξαγγελία του πρωθυπουργού για την επιστροφή από το κράτος ενός μηνιαίου ενοικίου ετησίως σε σχεδόν 1 εκατομμύριο νοικοκυριά συμπληρώνει την εικόνα, επιβεβαιώνοντας το ενδιαφέρον της κυβέρνησης για την στεγαστική πολιτική. Αυτό από μόνο του δεν μπορεί παρά να καταγραφεί ως θετικό από όσους νοιάζονται για την πολιτική κατοικίας στη χώρα.

Όμως τα μέτρα της κυβέρνησης δεν αρκούν για να γίνει πιο προσιτή η κατοικία. Τα περισσότερα ενισχύουν τη ζήτηση, άρα κινδυνεύουν να αυξήσουν και άλλο τις τιμές και τα ενοίκια. Η (δύσκολη λύση) θα πρέπει να αναζητηθεί στην αύξηση της προσφοράς.

Εδώ, παρά το δηλητηριασμένο πολιτικό κλίμα, τα περιθώρια συγκλίσεων είναι μεγάλα. Άλλωστε, μόνο οι συγκλίσεις, έστω σιωπηρές, μπορούν να εγγυηθούν ότι το ενδιαφέρον των πολιτικών θα παραμένει συνεχώς ζωντανό, οι καλές πρακτικές θα αξιοποιούνται, τα λάθη θα διορθώνονται.

Κάποια λάθη έχουν ήδη διορθωθεί, εν μέρει: αφενός σταμάτησαν να εκδίδονται άδειες για βραχυχρόνιες μισθώσεις σε «βεβαρυμένες» περιοχές, αφετέρου αυστηροποιήθηκαν τα κριτήρια για τη χορήγηση χρυσής βίζας. Και τα δύο λάθη ήταν σοβαρά. Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις πρέπει να επιτρέπονται μόνο σε ιδιοκτήτες με 1-2 ακίνητα, για 2-3 μήνες το χρόνο, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις που δεινοπαθούν από τον υπερτουρισμό. Η χρυσή βίζα πρέπει να καταργηθεί εντελώς, το συντομότερο.

Κατά τα άλλα, το ενδιαφέρον για την κοινωνική κατοικία πρέπει να μετασχηματιστεί σε γενναία στροφή, με αξιοποίηση των πόρων του Νέου Ευρωπαϊκού Bauhaus για τη στήριξη αποκεντρωμένων πρωτοβουλιών (π.χ. συνεταιριστικής κατοικίας).

Τέλος, τα εκατοντάδες χιλιάδες διαμερίσματα που παραμένουν κλειστά, λόγω κληρονομικών περιπλοκών ή κατακερματισμένης ιδιοκτησίας, πρέπει επειγόντως να έρθουν στην αγορά. Αυτό μπορεί να γίνει αξιοποιώντας τα (μεγάλα) περιθώρια του πολεοδομικού κανονισμού για προσωρινή μεταφορά τους στη δημόσια αρχή, που θα τα ανακαινίσει, θα τα ενοικιάσει σε δικαιούχους, και τελικά θα τα επιτρέψει (υπό όρους) στους ιδιοκτήτες τους.

Στον ίδιο στόχο θα συμβάλει η δραστική αύξηση του φορολογικού κόστους των κλειστών κατοικιών. Αυτό σίγουρα θα προκαλέσει τη μήνι της ΠΟΜΙΔΑ, αλλά θα κάνει αποτελεσματικότερη την προσπάθεια να γίνει προσιτή η κατοικία στη χώρα.

15 Απριλίου 2025

Η συμβολή της έρευνας στην οικονομία

Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Απρίλιος 2025). Το κείμενο βασίζεται σε ομιλία στην ημερίδα της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών (14 Μαρτίου 2025).

Ποια είναι τα οικονομικά οφέλη της έρευνας;

Εν συντομία: Χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας, το μέγεθος της «πίτας» σε μια χώρα με σταθερό πληθυσμό είναι καταδικασμένο να παραμένει στάσιμο. Όταν το μέγεθος της «πίτας» παραμένει στάσιμο, οι μισθοί δεν μπορούν να αυξηθούν (ή τουλάχιστον δεν μπορούν να αυξηθούν με τρόπο βιώσιμο). Ούτε μπορεί σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας να χρηματοδοτηθεί μια νέα ανάγκη χωρίς ταυτόχρονα να παραμεληθεί κάποια άλλη ανάγκη.

Όπως όλοι γνωρίζουμε, η Ευρώπη και η Ελλάδα δημογραφικά παρακμάζουν, ενώ αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα πολλαπλές ζωτικές ανάγκες: διαχείριση της κλιματικής αλλαγής, θωράκιση της δημόσιας υγείας έναντι νέων πανδημιών, ενίσχυση της εθνικής άμυνας έναντι εξωτερικών εχθρών κ.ά. Άρα χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας, με σταθερό ή μειούμενο μέγεθος«πίτας», θα αναγκαστούμε να επιλέξουμε με ποια υπαρξιακή απειλή θα ασχοληθούμε και ποια θα αγνοήσουμε (υποτίθεται προσωρινά, πρακτικά έως ότου είναι υπερβολικά αργά). Μόνο η αύξηση της παραγωγικότητας θα μας δώσει την ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία όλες τις απειλές ταυτόχρονα.

Όμως η παραγωγικότητα μόνο με έναν τρόπο μπορεί να αυξηθεί: με την καινοτομία, δηλ. με την επινόηση νέων προϊόντων και νέων τρόπων οργάνωσης της παραγωγής, και στη συνέχεια με τη διάδοσή τους στην υπόλοιπη οικονομία. Η κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης είναι οι νέες ιδέες.

Η καινοτομία και η έρευνα συμβαδίζουν. Χωρίς έρευνα δεν υπάρχει καινοτομία. Αντιστρόφως, παρότι δεν οδηγεί κάθε έρευνα σε καινοτομία, η καλή έρευνα – ακόμη και στο πιο «άσχετο» με την οικονομία πεδίο – ανεβάζει τελικά το πνευματικό επίπεδο όλων. Επί πλέον, πολλές καλές έρευνες που φαινομενικά στερούνται άμεσης εφαρμογής μπορεί κάποια στιγμή να εμπνεύσουν κάποια σημαντική καινοτομία. (Το Ozempic, το θαυματουργό φάρμακο κατά του διαβήτη - και κατά της παχυσαρκίας -, προέκυψε από βασική έρευνα πάνω στο δηλητήριο ενός είδους σαύρας ονόματι Gila.)

Για το λόγο αυτό, παρότι η εφαρμοσμένη έρευνα μπορεί να επιδράσει ευεργετικά στην οικονομία, τον ρυθμό της τεχνολογικής προόδου τον δίνει η βασική έρευνα, η οποία κατά κανόνα εκπονείται στα (μη κερδοσκοπικά, συνήθως δημόσια) πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα.

Ενίοτε και ο ιδιωτικός τομέας συνεισφέρει. Για παράδειγμα, η DuPont προσέλαβε τον Wallace Carothers για να κάνει βασική έρευνα στον τομέα των πολυμερών. Το σκεπτικό της εταιρείας ήταν ότι οποιαδήποτε πρωτοποριακή έρευνα στη χημεία δεν μπορεί παρά να ωφελεί την DuPont. Πράγματι, ο Carothers δεν είχε κάποια πρακτική εφαρμογή κατά νου όταν ξεκίνησε να εργάζεται στην εταιρεία. Όμως η έρευνά του οδήγησε τελικά στην εφεύρεση του νάυλον.

Κατά τα άλλα, παρότι κάποιες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται και στη βασική έρευνα, ο ιδιωτικός τομέας ενδιαφέρεται κυρίως για την εφαρμοσμένη έρευνα (συχνά με δημόσια χρηματοδοτική στήριξη). Αυτή η προτίμηση στην εφαρμοσμένη έρευνα είναι κατανοητή (στο κάτω κάτω οι επιχειρήσεις δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα), αλλά ταυτόχρονα ατυχής – με την έννοια ότι αντιστρατεύεται όχι μόνο το μακροπρόθεσμο συμφέρον της οικονομίας συνολικά, αλλά ακόμη και το μεσοπρόθεσμο συμφέρον των ίδιων των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην έρευνα. Πράγματι, πολλές εμπειρικές μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εφαρμοσμένη έρευνα συμβάλλει λιγότερο στην αύξηση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων από ό,τι η βασική έρευνα.

Τις τελευταίες δεκαετίες, διεθνώς, η ερευνητική πολιτική έχει στραφεί προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της έρευνας των επιχειρήσεων. Ενδεικτικά, τα τρία τέταρτα της συνολικής αύξησης των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη (R&D) στην ΕΕ την περίοδο 2000-2019 αφορούσε πρόσθετες δαπάνες για έρευνα που γίνεται στις επιχειρήσεις. Το ίδιο συνέβη στις ΗΠΑ.

Κατά συνέπεια, το μερίδιο της βασικής έρευνας στη συνολική δαπάνη για R&D έχει υποχωρήσει διεθνώς. Όχι μόνο επειδή έχει υποχωρήσει το μερίδιο της έρευνας που γίνεται στα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα προς όφελος της έρευνας που γίνεται στις επιχειρήσεις. Αλλά επί πλέον επειδή στο εσωτερικό της έρευνας που γίνεται στις επιχειρήσεις το μερίδιο της βασικής έρευνας έχει υποχωρήσει προς όφελος της εφαρμοσμένης. Οι εγκυρότεροι μελετητές των οικονομικών της έρευνας θεωρούν ότι αυτή η υπερβολική έμφαση στην εφαρμοσμένη έρευνα σε βάρος της βασικής έρευνας έχει υπάρξει μοιραία, με την έννοια ότι έχει συντελέσει στη μείωση της συμβολής της έρευνας και ανάπτυξης στην οικονομία.

Επί πλέον, πρόσφατα ευρήματα δείχνουν ότι τα οριζόντια κίνητρα για την τόνωση της ιδιωτικής έρευνας μέσω δημόσιας χρηματοδότησης συχνά αστοχούν. Για παράδειγμα, η γαλλική κυβέρνηση θεσμοθέτησε το 2008 την απαλλαγή από τη φορολογία του 30% των δαπανών των επιχειρήσεων για R&D. Το κόστος του μέτρου αυτού είναι σημαντικό: €5 δις ετησίως. Το όφελος έχει μέχρι τώρα αποδειχθεί πολύ κατώτερο των προσδοκιών. Είτε επειδή άσχετες δαπάνες βαπτίστηκαν ως R&D, είτε επειδή κάποιες από τις επιλέξιμες για φοροαπαλλαγή δαπάνες R&D θα γίνονταν ούτως ή άλλως, είτε επειδή η φοροαπαλλαγή οδήγησε σε επανάληψη των ίδιων επενδύσεων σε R&D από περισσότερες επιχειρήσεις σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.

Η έρευνα – και ιδίως η βασική έρευνα – έχει δύο σημαντικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, τα οφέλη διαχέονται: οι πάντες, όλες οι επιχειρήσεις μπορούν να ωφεληθούν από την καινοτόμα εφαρμογή μιας νέας ιδέας. Η διάχυση της καινοτομίας είναι το ίδιο σημαντική με την επινόησή της – για αυτό η διάρκεια των ευρεσιτεχνιών δεν πρέπει να είναι υπερβολικά μεγάλη. Δεύτερον, η έρευνα – και ιδίως η βασική έρευνα – συνιστά ριψοκίνδυνη δραστηριότητα. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι τα ευρήματα κάποιου ερευνητικού εγχειρήματος θα φέρουν οφέλη. Όμως τα οφέλη, όταν (αν) έλθουν, μπορεί να είναι θεαματικά. Ακόμη και αν μεσολαβήσουν πολλά χρόνια. Η βασική έρευνα πάνω στο δηλητήριο της σαύρας έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι κλινικές δοκιμές που τελικά οδήγησαν στο Ozempic ξεκίνησαν το 2016 - ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα. Το περιοδικό Science ανακήρυξε το Ozempic «breakthrough of the year» το 2023.

Συνεπώς, το κεφάλαιο που στηρίζει τη βασική έρευνα πρέπει να είναι «υπομονετικό». Για αυτό, η χρηματοδότηση της βασικής έρευνας είναι σχεδόν αποκλειστικά δημόσια. Αντίθετα, ο χρονικός ορίζοντας των κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capital) είναι αρκετά στενός - πολύ στενότερος από το τέταρτο του αιώνα. Επιχειρηματικά συγκροτήματα που δραστηριοποιούνται σε πολλούς διαφορετικούς κλάδους μπορούν ίσως να επιτρέψουν στον εαυτό τους την «πολυτέλεια» της υπομονετικής υποστήριξης ενός εργαστηρίου (και) βασικής έρευνας, υπό τον όρο ότι διαθέτουν την απαραίτητη διορατικότητα. Αλλιώς, δεν θα το κάνουν.

Σύμφωνα με το European innovation scoreboard 2024, η Ελλάδα υστερεί απελπιστικά τόσο στην ιδιωτική δαπάνη για έρευνα & ανάπτυξη, όσο και στην ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση σε τεχνολογίες πληροφορίας & επικοινωνίας. (Και στα δύο η επίδοση μας είναι στο 48% - δηλαδή κάτω από το μισό - του κοινοτικού μέσου όρου.)

Και οι δύο αυτοί δείκτες μετράνε τις εισροές. Στις εκροές καινοτομίας (των επιχειρήσεων), η χώρα μας υστερεί ακόμη περισσότερο: στις εξαγωγές προϊόντων μέσης-υψηλής τεχνολογίας είμαστε στο 23% του μέσου όρου της ΕΕ, στις αιτήσεις ευρεσιτεχνίας στο 43%. Ένας ακόμη χρησιμότερος δείκτης μέτρησης εκροών αφορά όχι γενικά τις ευρεσιτεχνίες αλλά ειδικά τις λεγόμενες «τριαδικές», δηλ. εκείνες που έχουν κατατεθεί σε τρεις διαφορετικούς αρμόδιους φορείς στην ΕΕ, στις ΗΠΑ, και στην Ιαπωνία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η αναλογία των «τριαδικών» ευρεσιτεχνιών στον πληθυσμό είναι 150 ανά εκατομμύριο κατοίκους στην Ιαπωνία, 25 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά <2 στην Ελλάδα (<8% του μέσου όρου της ΕΕ).

Γιατί υστερούμε τόσο;

Τα δεδομένα δείχνουν ότι οι αιτίες του χαμηλού δείκτη καινοτομίας στην ελληνική οικονομία θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στην πλευρά της ασθενικής «ζήτησης για έρευνα και καινοτομία» εκ μέρους των επιχειρήσεων (και εκ μέρους της κυβέρνησης).

Καταρχάς ας διευκρινιστεί ότι δεν είναι θέμα DNA: διορατικοί, υπομονετικοί, επιτυχημένοι επιχειρηματίες που επενδύουν στην έρευνα και στην καινοτομία (και στο ανθρώπινο δυναμικό των επιχειρήσεων τους) έχουν υπάρξει και στη χώρα μας. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς την περίπτωση του Κώστα Αποστολίδη (1948-2024), ιδρυτή της Raycap, που σπούδασε Χημικός Μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, και μετά στο Harvard και στο McGill, και όταν γύρισε στην Ελλάδα δημιούργησε (το 1987) μια εταιρεία με αρχικά τρεις υπαλλήλους πάνω σε μια ιδέα (και την αντίστοιχη ευρεσιτεχνία) για τη σταθεροποίηση της τάσης του ηλεκτρικού ρεύματος. Σήμερα η Raycap απασχολεί εκατοντάδες εργαζομένους στις εγκαταστάσεις της σε οκτώ χώρες: στις ΗΠΑ (σε τρεις τοποθεσίες), στην Κίνα, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στη Σλοβενία, στη Ρουμανία, στην Κύπρο, και φυσικά στην Ελλάδα (στο Μαρούσι και στη Δράμα). Αξίζει να γίνει ευρύτερα γνωστό το κοινωνικό έργο του Κώστα Αποστολίδη στην γενέτειρά του, η αγάπη του για το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους, η συνεργασία του με το Μουσείο Μπενάκη, η αποκατάσταση του εμβληματικού Σαντιρβάν Τζαμί, η ανάθεση μελέτης ανάπλασης της κεντρικής πλατείας στο αρχιτεκτονικό γραφείο του Norman Foster κ.ά. Ο θάνατος του πέρυσι ήταν μεγάλη απώλεια.

Ίσως λοιπόν το ερώτημα θα έπρεπε να αναδιατυπωθεί ως εξής: Γιατί σπανίζουν τόσο στη χώρα μας επιχειρηματίες σαν τον Κώστα Αποστολίδη; Γιατί δεν έχουμε περισσότερες επιχειρήσεις που κατακτούν τις διεθνείς αγορές ακριβώς επειδή επενδύουν στην έρευνα και στην καινοτομία;

Θα έλεγα επιγραμματικά για λόγους δομής και για λόγους κουλτούρας.

Ως προς τη δομή: Στη χώρα μας το 49% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα απασχολείται σε μικροσκοπικές επιχειρήσεις (ατομικές ή με 1-9 υπαλλήλους), ενώ ένα πρόσθετο 24% σε μικρές (με 10-49 υπαλλήλους). Στο σύνολο της ΕΕ τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 30% και 20%. Το πρόβλημα δεν είναι ότι έρευνα και καινοτομία δεν μπορεί να γίνει ακόμη και σε μικροσκοπικές επιχειρήσεις (ας θυμηθούμε τη Raycap το 1987), οι οποίες στη συνέχεια μεγαλώνουν. Το πρόβλημα είναι ότι στη χώρα μας λίγες επιχειρήσεις μεγαλώνουν: οι περισσότερες παραμένουν μικρές. Η διαχρονική ανοχή στη φοροδιαφυγή και λοιπή επιχειρηματική παραβατικότητα, και η επίσης διαχρονική σκανδαλώδης εύνοια στην αυτοαπασχόληση (στην οποία πολλές κυβερνήσεις – και η σημερινή - έχουν διακριθεί), συνιστούν κίνητρα για εγκλωβισμό στο μικρό μέγεθος, άρα αντικίνητρα για έρευνα και για καινοτομία.

Ως προς την κουλτούρα: Τα στοιχεία της Παγκόσμιας Έρευνας Διοίκησης Επιχειρήσεων (World Management Survey) δείχνουν ότι οι manager μεταποιητικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα έχουν κατά μέσο όρο χαμηλότερες δεξιότητες από τους συναδέλφους τους στο εξωτερικό. Οι δικοί μας δεν υστερούν μόνο σε σύγκριση με τη Γερμανία και με τη Γαλλία. Υστερούν σε σύγκριση με την Ινδία, με τη Βραζιλία, με την Κίνα, με την Αργεντινή, με τη Χιλή, και με όλες τις άλλες χώρες της έρευνας. Μια επισκόπηση των ευρημάτων της ίδιας έρευνας ανέφερε το εξής διασκεδαστικό: «Ο μέσος Έλληνας manager δείχνει να μην έχει συναίσθηση του πόσο παρωχημένες είναι οι διοικητικές του πρακτικές, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται μεγάλη αυτοπεποίθηση για την ποιότητα του management της επιχείρησής του.»  

Πώς να ευδοκιμήσει η έρευνα και η καινοτομία σε ένα τέτοιο επιχειρηματικό περιβάλλον; Πώς να μην θεωρεί ο μέσος Έλληνας επιχειρηματίας ότι η επένδυση στην καινοτομία και στην έρευνα, ή στην επιμόρφωση του προσωπικού, ή σε ο,τιδήποτε άλλο μακροπρόθεσμο και «υπομονετικό» μπορούμε να σκεφτούμε εμείς εδώ, είναι «πεταμένα λεφτά»; Πώς να πειστεί ότι η έρευνα και η καινοτομία θα τον ωφελήσει περισσότερο από την προσοδοθηρία;

Εάν η πλευρά της ζήτησης για έρευνα και καινοτομία είναι στη χώρα μας βαθιά προβληματική, η πλευρά της προσφοράς δείχνει σημάδια ζωτικότητας. Όλα τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν ότι η προσφορά έρευνας εκ μέρους των πανεπιστημιακών και των ερευνητών στην Ελλάδα έχει πλέον συγκλίνει με τον κοινοτικό μέσο όρο (ή τον έχει υπερβεί). Παρά την επίσημη αδιαφορία για την έρευνα (που ενίοτε εκτρέπεται σε καχυποψία, ή σε ανοιχτή εχθρότητα), παρά την υποχρηματοδότηση, παρά τον κατακερματισμό, και παρά τη γραφειοκρατία, το επιστημονικό δυναμικό της χώρας καταγράφει αξιοσημείωτες επιδόσεις: Η χώρα βρίσκεται κοντά το μέσο όρο της ΕΕ ως προς τις επιστημονικές δημοσιεύσεις, και ως προς τις κορυφαίες επιστημονικές δημοσιεύσεις (με τις περισσότερες παραπομπές), ενώ τοποθετείται στην 7η θέση μεταξύ 27 κρατών μελών ως προς τις συμμετοχές στο πρόγραμμα Horizon και ως προς το μερίδιο του συνολικού προϋπολογισμού του Horizon που έρχεται στη χώρα.

Συνοπτικά, τα στοιχεςία δείχνουν ότι η επίδοση των ερευνητών και των ερευνητριών στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα της χώρας δεν έχει να ζηλέψει πολλά από την επίδοση των καλύτερα αμειβόμενων συναδέλφων τους στα καλύτερα χρηματοδοτούμενα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα των περισσότερων χωρών στην Ευρώπη και αλλού.

Τα συμπεράσματα για τη δημόσια πολιτική για την έρευνα στην Ελλάδα προκύπτουν αβίαστα από τα παραπάνω. Η πολυπόθητη αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας δεν γίνεται χωρίς υποστήριξη της έρευνας. Η (κρατική) επιδότηση της ιδιωτικής έρευνας χρειάζεται προσοχή στο σχεδιασμό. Οι οριζόντιες φοροαπαλλαγές είναι ατελέσφορες. Υποστήριξη της έρευνας σημαίνει πρωτίστως προστασία και φροντίδα του φυσικού περιβάλλοντος της έρευνας, που είναι τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα. Η παραμέληση της βασικής έρευνας στο όνομά της οικονομίας βλάπτει σοβαρά και την έρευνα και την οικονομία.

Η κοινωνία έχει δικαίωμα – και η κυβέρνηση έχει υποχρέωση – να απαιτούν υψηλές επιδόσεις από τους ερευνητές και τις ερευνήτριες που χρηματοδοτούνται από το δημόσιο ταμείο. Όμως καλό είναι η κοινωνία και η κυβέρνηση να έχουν υπόψη τους ότι οι επιδόσεις των ερευνητών και των ερευνητριών της χώρας είναι ήδη αρκετά υψηλές, και οπωσδήποτε υψηλότερες από ό,τι θα περίμενε κανείς με βάση το επίπεδο της χρηματοδότησης. Οι επιδόσεις της χώρας στην έρευνα - και, ακόμη περισσότερο, στην καινοτομία – μπορούν και πρέπει να βελτιωθούν. Η πύκνωση των δεσμών της δημόσιας έρευνας με την υγιή επιχειρηματικότητα έχει ζωτική σημασία, και θα ωφελήσει και τις δύο πλευρές, συμβάλλοντας στον αμοιβαίο σεβασμό της διαφορετικής «κουλτούρας» τους. Η βασιλική οδός προς την αριστεία παραμένει το άνοιγμα των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων στην κοινωνία και στις αντιφάσεις της.

27 Μαρτίου 2025

Οικονομία: φώτα και σκιές


Δημοσιεύτηκε στην Athens Voice (Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025).

Πρώτα η φωτεινή πλευρά. Η οικονομία δείχνει σημαντικά σημάδια ζωτικότητας. Το ΑΕΠ αυξάνεται, η ανεργία πέφτει, η δανειοληπτική ικανότητα της χώρας αναγνωρίζεται από τους διεθνείς οίκους. Έχουμε διανύσει πολύ δρόμο από τη βαθιά ύφεση και στη συνέχεια την παρατεταμένη στασιμότητα της προηγούμενης δεκαετίας. Η συνετή δημοσιονομική διαχείριση της προηγούμενης κυβέρνησης (με το στενό μαρκάρισμα της Τρόικας) έβαλε τις βάσεις για την έξοδο από την κρίση. Το φιλελεύθερο ένστικτο και κάποιες εύστοχες κινήσεις της σημερινής κυβέρνησης έκαναν τα υπόλοιπα.

Η σκοτεινή πλευρά αφορά όσα μένουν απελπιστικά ίδια. Σε πείσμα των διακηρύξεων, το παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας παραμένει προσκολλημένο σε δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Η προσοδοθηρία παραμένει ασφαλέστερος τρόπος πλουτισμού από κάποια παραγωγική επένδυση που δημιουργεί καλές θέσεις εργασίας. Η εξάρτηση από τον τουρισμό («βαριά βιομηχανία» της χώρας) έχει αυξηθεί αντί να μειωθεί. Στα νησιά μας χτίζονται περιουσίες πάνω στη λεηλασία των φυσικών πόρων του τόπου (του ήλιου, της θάλασσας κ.ά.), με ελάχιστη ή καθόλου επένδυση που να προσθέτει αξία και χωρίς μέριμνα για τη μελλοντική βιωσιμότητα. Το εξωτερικό έλλειμμα (ένδειξη απώλειας ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές) έχει αρχίσει πάλι να διογκώνεται. Οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι. Τα νοίκια είναι απλησίαστα.

Τι μπορεί να γίνει; Βραχυπρόθεσμα λίγα πράγματα. Η πτώχευση της χώρας καλλιέργησε τα «ζωώδη ένστικτα» της αγοράς, η κυβερνητική αλλαγή του 2019 τα απελευθέρωσε. Η κοινωνική ζήτηση για γρήγορο πλουτισμό, χωρίς πολλές ρυθμίσεις και φόρους, είναι ακατανίκητη. Και όμως, θα πρέπει να κατανικηθεί: καθηλώνει την οικονομία σε μια τροχιά χαμηλών επιδόσεων, και μεγάλων κινδύνων.

Ένα σοβαρότερο πολιτικό προσωπικό, στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση, θα αναγνώριζε την ανάγκη συναίνεσης, παρά τις διαφορές προσέγγισης, πάνω σε ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα που θα θωράκιζε την οικονομία απέναντι σε μελλοντικές απειλές (κλιματική αλλαγή, γεωπολιτική αστάθεια, δημογραφική παρακμή). Μια δυναμική οικονομία απαιτεί επενδύσεις στις δεξιότητες, στην καινοτομία, στη βιωσιμότητα. Ιδέες και σοβαρές επεξεργασίες υπάρχουν. Αυτό που λείπει είναι η εμπιστοσύνη και η συνεργασία που θα μοιράσουν δίκαια το όφελος (και το κόστος) των απαραίτητων αλλαγών.

Αντί για αυτά, συζητάμε για ανοησίες.

2 Μαρτίου 2025

Το όνειρο της προσιτής κατοικίας παραμένει άπιαστο

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 2 Μαρτίου 2025).

Η μεγάλη άνοδος των τιμών κατοικίας (+55% την τελευταία πενταετία, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος), σε μια χώρα όπου ο πληθυσμός μειώνεται και τα οικογενειακά εισοδήματα αυξάνονται αργά, φαίνεται να έχει βρει απροετοίμαστη την κυβέρνηση, όπως άλλωστε και τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. Πράγματι, είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς διαφορετικά τις αλλεπάλληλες αστοχίες πολιτικής στον τομέα αυτό: το θεαματικό αυτογκόλ της «χρυσής βίζας», την απελπιστική ανεπάρκεια στη ρύθμιση της αγοράς βραχυχρόνιων μισθώσεων, και εσχάτως τη διοχέτευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης σε προγράμματα επιδότησης στεγαστικών δανείων. Σε μια αγορά όπου η προσφορά νέων κατοικιών είναι περιορισμένη, η τόνωση της ζήτησης ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσει αύξηση των τιμών, κάνοντας ακόμη πιο δυσπρόσιτο το στόχο της προσιτής κατοικίας.

Αυτή η έλλειψη προετοιμασίας έχει βαθιές ρίζες. Στη χώρα μας, το ενδιαφέρον του επίσημου κράτους για τη στεγαστική πολιτική υπήρξε παραδοσιακά χαμηλό. Οι στεγαστικές ανάγκες κατά κανόνα καλύπτονταν με «αυθόρμητο» τρόπο: την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα (και του κοινού νομίσματος) από τα χαμηλά επιτόκια των στεγαστικών δανείων, στη μεταπολεμική περίοδο μέσω της αντιπαροχής, στο μεσοπόλεμο μέσω της αυθαίρετης δόμησης. Η εμμονή με την ιδιοκατοίκηση, και η πλήρης αποχή του κράτους από τη μέριμνα για την παροχή κοινωνικής κατοικίας με ενοίκιο, υπήρξαν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η αδιαφορία για τη στεγαστική πολιτική κορυφώθηκε με την κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ένα από τα μέτρα του πρώτου Μνημονίου), η οποία στέρησε από το κράτος το ελάχιστο προσωπικό με εξειδικευμένες γνώσεις που διέθετε έως τότε.

Σε αυτό το περιβάλλον, ενώ π.χ. η Πορτογαλία αξιοποίησε από την αρχή τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης για την χρηματοδότηση ενός φιλόδοξου σχεδίου κατασκευής 26.000 κοινωνικών κατοικιών, οι οποίες αναμένεται να παραδοθούν εντός του 2026, στη χώρα μας την περασμένη Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025 – ενάμιση μόλις χρόνο πριν από την εκπνοή του Ταμείου Ανάκαμψης – η αρμόδια υπουργός παρουσίασε στο υπουργικό συμβούλιο «σχέδιο νόμου για την πλήρη αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου του προγράμματος κοινωνικής αντιπαροχής». Η ελπίδα της κυβέρνησης είναι μέχρι το καλοκαίρι να κινηθούν οι διαδικασίες για τον πρώτο διαγωνισμό, που προσδοκάται ότι τελικά θα οδηγήσει στην κατασκευή από ιδιώτες 100-150 διαμερισμάτων, τα οποία θα παραχωρηθούν στο κράτος ώστε να μπορέσουν στη συνέχεια να ενοικιάζονται ως κοινωνικές κατοικίες.

Η κριτική στην κυβέρνηση για τις ατελέσφορες επιλογές, και για τα αργά ανακλαστικά, είναι επιβεβλημένη – και ταυτόχρονα εύκολη. Ίσως έχει μεγαλύτερη αξία να κρατήσουμε τα θετικά, και να αναλογιστούμε πώς μπορεί η χώρα μας να αποκτήσει μια σύγχρονη στεγαστική πολιτική που να διευκολύνει τους νέους ανθρώπους της να πραγματοποιήσουν το άπιαστο σήμερα όνειρο της πρόσβασης σε προσιτή κατοικία.

Πρώτα τα θετικά. Έστω και την (προ)τελευταία στιγμή, η στροφή της κυβέρνησης προς την κοινωνική ενοικιαζόμενη κατοικία είναι ευπρόσδεκτη. Επίσης ευπρόσδεκτη είναι η διακηρυγμένη πρόθεσή της για τη δημιουργία κεντρικού φορέα διαχείρισης των κοινωνικών κατοικιών και επιλογής των δικαιούχων, που θα καλύψει το κενό που άφησε η κατάργηση του ΟΕΚ. Τέλος, η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στην αξιοποίηση των ακινήτων του Δημοσίου φαίνεται ρεαλιστική επιλογή, στο βαθμό που ούτε η κεντρική κυβέρνηση ούτε η τοπική αυτοδιοίκηση διαθέτουν την τεχνογνωσία ή το προσωπικό για να φέρουν σε πέρας αυτό το έργο.

Κατά τα άλλα, η εξασφάλιση προσιτής κατοικίας απαιτεί δύσκολες επιλογές, που αναπόφευκτα θα δυσαρεστήσουν πολλούς ιδιοκτήτες. Ας αναφερθεί μόνο μια: οι εκατοντάδες χιλιάδες κατοικίες που είναι σήμερα ακατοίκητες, ή κατοικούνται για λίγους μόνο μήνες το χρόνο, ή από πολύ λιγότερα άτομα από όσα μπορούν να φιλοξενήσουν, δεν θα έρθουν ποτέ στην αγορά για πώληση εάν δεν αυξηθεί το (φορολογικό και άλλο) κόστος του να μένουν κενές ή να υποχρησιμοποιούνται.

Πέρα από τις πρόσφατες αστοχίες πολιτικής, τα απλησίαστα ενοίκια είναι επίσης αποτέλεσμα της χαριστικής αντιμετώπισης της ακίνητης περιουσίας από ιδρύσεως ελληνικού κράτους.

5 Ιανουαρίου 2025

Φόβοι και ελπίδες για την οικονομία το 2025

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025).



Το ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε αναπτυξιακή τροχιά δεν αμφισβητείται στα σοβαρά από κανέναν. Αυτό που μπορεί – και πρέπει – να αμφισβητηθεί είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης αυτής. Οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ δεν αρκούν: για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 έως τις παραμονές της μεγάλης κρίσης, η Ελλάδα σημείωνε τη δεύτερη καλύτερη – μετά την Ιρλανδία – οικονομική επίδοση στην Ευρώπη. Και όλοι ξέρουμε τι συνέβη στη συνέχεια. Το ότι σήμερα το εμπορικό έλλειμμα έχει ξανά διογκωθεί, οι επενδύσεις κατευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά σε ακίνητα, ενώ το ειδικό βάρος του τουρισμού είναι μεγαλύτερο παρά ποτέ, θα έπρεπε να προκαλεί περισσότερο προβληματισμό, και πολύ λιγότερο εφησυχασμό.

Πράγματι, πέντε χρόνια μετά την πανηγυρική υποδοχή της Έκθεσης Πισσαρίδη, και την επίσημη αναγνώριση της ανάγκης για αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου, η ελληνική οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη στη φτηνή ανάπτυξη. Τα «ζωώδη ένστικτα» που απελευθερώθηκαν τα τελευταία χρόνια έχουν ως επί το πλείστον στραφεί στις διαχρονικές σταθερές της ελληνικής επιχειρηματικότητας: στην αξιοποίηση ευκαιριών βραχυπρόθεσμου κέρδους που προκύπτουν από κρατικές ρυθμίσεις πρόσβασης στους κοινούς πόρους – από τα πεζοδρόμια των πόλεων, που παραχωρήθηκαν «προσωρινά» την εποχή του κορωνοϊού στους μαγαζάτορες και στα τραπεζοκαθίσματά τους, έως τα κυκλαδονήσια που μετατρέπονται ταχύτατα σε τσιμεντένια θέρετρα, που κινδυνεύουν να καταλήξουν όπως τα γήπεδα του μπέιζμπολ και του σόφτμπολ όταν έπεσε η αυλαία των Ολυμπιακών της Αθήνας. Οι επισφαλείς θέσεις εργασίας και οι χαμηλοί μισθοί είναι το φυσικό επακόλουθο μιας οικονομίας εξαρτημένης από την εστίαση, τα καταλύματα, και το λιανικό εμπόριο. Οι φωτεινές εξαιρέσεις των (μεταποιητικών, κυρίως) μονάδων που εξάγουν, επενδύουν, και πληρώνουν αξιοπρεπείς αποδοχές, είναι ακριβώς αυτό: εξαιρέσεις.

Σε έναν κόσμο που έχει γίνει απρόβλεπτος και επικίνδυνος, και σε μια γωνιά του πλανήτη που έχει πάρει φωτιά από τις πολεμικές συγκρούσεις και από τις φυσικές καταστροφές, η ανεμελιά της φτηνής ανάπτυξης είναι τραγική. Όταν ξέσπασε η πανδημία, ο ΟΟΣΑ είχε δημοσιεύσει μια έκθεση για την «ανθεκτικότητα» της οικονομίας 47 χωρών σε συνθήκες καραντίνας: η Ελλάδα βρισκόταν στην τελευταία 47η θέση. Τι θα απογίνει η οικονομία μας εάν συμβεί το παραμικρό θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο, ή όταν η άνοδος της θερμοκρασίας θα έχει κάνει το ελληνικό καλοκαίρι αβίωτο;

Φυσικά, δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη γεωγραφία. Μπορούμε όμως να αλλάξουμε την οικονομία. Με δυσκολία: η αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου είναι κοπιαστική και παίρνει χρόνο (αντίθετα με τις «αρπαχτές», που ως γνωστόν είναι γρήγορες και απαιτούν ελάχιστο κόπο). Οι ωφελημένοι της φτηνής ανάπτυξης είναι ισχυροί και οργανωμένοι, και αγωνίζονται με νύχια και δόντια (και ενίοτε με σφαίρες) για τη διατήρηση του μοντέλου στο οποίο οφείλουν τον πλουτισμό τους. Το μόνο αντίδοτο στην ισορροπία της παρακμής είναι ο πατριωτισμός των Ελλήνων, και ειδικά της πολιτικής τάξης. Η εμμονή της κυβέρνησης και η συναίνεση της αντιπολίτευσης στην υπεράσπιση της νομιμότητας παντού, από το φορολογικό έως τις χρήσεις γης. Και η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων για τις ελάχιστες προϋποθέσεις ευημερίας της γενιάς των παιδιών μας και των παιδιών τους: ισχυροί θεσμοί, αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος, υγιής επιχειρηματικότητα, επένδυση στις δεξιότητες.

Οι δυσκολίες είναι πολλές, όμως οι δυνατότητες είναι μεγάλες. Το πόσο μεγάλες φάνηκε τις προάλλες, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα θα είναι ένα από τα 7 κράτη μέλη όπου θα εγκατασταθούν και θα λειτουργήσουν ευρωπαϊκά εργοστάσια τεχνητής νοημοσύνης. Η εμπορική επιτυχία των εφαρμογών που θα προκύψουν δεν είναι εγγυημένη. Η απόσταση που χωρίζει την Ευρώπη από τις ΗΠΑ και από την Κίνα είναι μεγάλη στον τομέα αυτό. Ούτε η γενναία χρηματοδότηση, κρατική και ιδιωτική, αρκεί για να αποτρέψει τις αστοχίες – αυτό έδειξε η υπόθεση Northvolt. Όμως το παιγνίδι θα κριθεί εκεί: στην τεχνολογική επανάσταση, και στην καθαρή ενέργεια. Και στο παιγνίδι αυτό δεν επιτρέπεται να είμαστε θεατές.

8 Δεκεμβρίου 2024

Ο ναρκισσισμός της ανευθυνότητας βλάπτει σοβαρά την οικονομία

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024).

Λίγοι γνωρίζουν ότι η πρωταθλήτρια Ευρώπης (και, κατά συνέπεια, κόσμου) στην κοινωνική δαπάνη εδώ και αρκετά χρόνια δεν είναι η Σουηδία αλλά η Γαλλία (32% του ΑΕΠ το 2022). Ούτε οι περισσότεροι Γάλλοι δείχνουν να το γνωρίζουν, ή  ίσως προτιμούν να το ξεχνάνε, για αυτό άλλωστε ο δημόσιος λόγος (και ο επιστημονικός ...) βρίθει αναφορών στη «νεοφιλελεύθερη επέλαση» που «κατεδαφίζει κοινωνικές κατακτήσεις». Πρόσφατο παράδειγμα: η μεταρρύθμιση των συντάξεων, η οποία ανέβασε από τα 62 στα 64 έτη την ελάχιστη ηλικία συνταξιοδότησης, επαρκής λόγος για να κατέβουν μερικά εκατομμύρια Γάλλοι πολίτες στους δρόμους την άνοιξη του 2023. Και ας έδειχναν όλες οι αναλύσεις ότι η μεταρρύθμιση ήταν εξισωτική, αφού έπληττε κυρίως τις εύπορες κατηγορίες, ενώ προστάτευε τους πιο αδύναμους. Δεν συγκινούνται από κάτι τέτοια οι νοσταλγοί του Μάη του ’68, ή της Επανάστασης του 1789, ή της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, ή κάποιου συνδυασμού των προηγουμένων. Σημασία έχει να είναι κανείς ασυμβίβαστος («ανυπότακτος», όπως στην ονομασία του κόμματος του Μελανσόν), και να απορρίπτει χωρίς συζήτηση οποιαδήποτε προσπάθεια προσαρμογής της Γαλλίας στον σύγχρονο κόσμο.

Ίσως θα έπρεπε κάποιος να μιλήσει στους Γάλλους για την Ουρουγουάη. Στη μικρή αυτή χώρα της Νοτίου Αμερικής, πριν από λίγες εβδομάδες οι ψηφοφόροι κλήθηκαν στις κάλπες για να αποφανθούν πάνω στο εξής ερώτημα: «Θέλετε να μειωθεί η ελάχιστη ηλικία συνταξιοδότησης από τα 65 στα 60 έτη;» Αντίθετα από ό,τι ίσως θα προέβλεπε κανείς, τα κύρια πολιτικά κόμματα της Ουρουγουάης (ο κεντροδεξιός συνασπισμός αλλά και το αριστερό «Πλατύ Μέτωπο») απέρριψαν την ευκαιρία να επιδοθούν σε χαμηλής ποιότητας πολιτική δημαγωγία στις πλάτες των πολιτών, σημερινών και μελλοντικών. Η θλιβερή παρακμή της γειτονικής Αργεντινής, που έχοντας υπάρξει μια από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου έπεσε στο επίπεδο των αποτυχημένων κρατών που εκλιπαρούν διεθνή οικονομική βοήθεια και παραπαίουν από τη μια χρεωκοπία στην άλλη, θυμίζει τους κινδύνους του δημοσιονομικού λαϊκισμού στους πολιτικούς της Ουρουγουάης. Οι οποίοι κάλεσαν τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν εναντίον της μείωσης της ηλικίας συνταξιοδότησης. Και εκείνοι τους άκουσαν: 61% ψήφισαν κατά. Μέχρι νεωτέρας, η Ουρουγουάη θα συνεχίσει να είναι μια όαση πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας σε μια ήπειρο που δεν φημίζεται ούτε για το ένα ούτε για το άλλο.

Τώρα ο Μακρόν (που ήδη έχει δει τρεις πρωθυπουργούς του να παραιτούνται μέσα στο 2024) καταβάλλει αγωνιώδεις προσπάθειες επίλυσης της κυβερνητικής κρίσης. Την περασμένη Παρασκευή φάνηκε ότι μια μερίδα του Νέου Λαϊκού Μετώπου (το Σοσιαλιστικό Κόμμα και οι Οικολόγοι) είναι διατεθειμένη να υποστηρίξει μια κυβέρνηση συνεργασίας με την παράταξη του Μακρόν («Αναγέννηση») και τους κεντροδεξιούς Ρεπουμπλικάνους. Αμέσως μετά, για να μην νομίζει κανείς ότι η ανευθυνότητα είναι μονοπώλιο των άκρων, ο απερχόμενος Υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Μπαρνιέ, στέλεχος του κόμματος των Ρεπουμπλικάνων, δήλωσε ότι δεν θα δεχθεί κανένα συμβιβασμό με καμμία συνιστώσα της Αριστεράς. Ακολούθησε διευκρινιστική δήλωση των Σοσιαλιστών ότι η πρόταση συνεργασίας θα αποσυρθεί αν ο Πρόεδρος Μακρόν επιλέξει κεντροδεξιό Πρωθυπουργό – και το γαϊτανάκι συνεχίζεται.

Εν τω μεταξύ, μαζί με την κυβερνητική κρίση συνεχίζει να αυξάνεται και το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού. Φέτος αναμένεται να ξεπεράσει το 6% του ΑΕΠ, ενώ το σχέδιο προϋπολογισμού που καταψήφισε την περασμένη εβδομάδα η Γαλλική Εθνοσυνέλευση προέβλεπε μείωσή του κατά μια ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα. (Σύμφωνα με πιο ρεαλιστικές εκτιμήσεις, κατά μισή ποσοστιαία μονάδα. Αυτή ήταν η «σκληρή λιτότητα» που ματαίωσαν με την ψήφο τους οι ηρωικοί βουλευτές του Μελανσόν και της Λεπέν.)

Μέχρι στιγμής οι αγορές δεν δείχνουν να πολυανησυχούν, με το επιτόκιο στο οποίο πραγματοποιούνται οι συναλλαγές των γαλλικών ομολόγων να κινείται στο 0,8% πάνω από το αντίστοιχο των γερμανικών. Βέβαια, αυτό δεν είναι πολύ καθησυχαστικό: λόγω μυωπίας και «ενστίκτου κοπαδιού», οι αγορές εύκολα περνάνε από τον ληθαργικό εφησυχασμό στον απόλυτο πανικό. Αυτό έγινε στην Ελλάδα του 2010. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα συμβεί στη Γαλλία του 2025.

27 Οκτωβρίου 2024

Τιμές, μισθοί, δημόσια αγαθά: η τέλεια καταιγίδα;

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024).


Η οικονομική δυσπραγία μεγάλου μέρους του πληθυσμού ήρθε πάλι στην επικαιρότητα με αφορμή δύο έρευνες που παρουσιάστηκαν στην εκδήλωση του Ινστιτούτου Αλέξης Τσίπρας την περασμένη Τρίτη. Η μία, της Macron Analysis, δείχνει ότι η απελπισία για το παρόν (πολλοί τα βγάζουν πέρα δύσκολα) και η απαισιοδοξία για το μέλλον (αρκετοί σχεδιάζουν περικοπές δαπανών, ακόμη και σε είδη πρώτης ανάγκης) κυριεύουν όλο και περισσότερους. Η άλλη, του ΚΕΠΕ, βρίσκει ότι ο πληθωρισμός «τρέχει» γρηγορότερα για τα φτωχότερα νοικοκυριά παρά για τα πιο εύπορα – επιβεβαιώνοντας έτσι προηγούμενες έρευνες, την οικονομική επιστήμη, και την κοινή λογική: όσο χαμηλότερο το εισόδημα, τόσο μεγαλύτερο το ποσοστό του που δαπανάται για ενέργεια και τρόφιμα, δύο κατηγορίες αγαθών που ακρίβυναν πολύ τελευταία.

Η εκτίναξη του πληθωρισμού μετά την πανδημία και τη ρωσική ειβολή στην Ουκρανία δεν ήταν σίγουρα ελληνική πρωτοτυπία, ούτε άλλωστε η αποκλιμάκωσή του στη συνέχεια: παντού σχεδόν στην Ευρώπη η εξέλιξη των τιμών ακολούθησε παρόμοια τροχιά. Αλλού έγκειται η ελληνική πρωτοτυπία. Οι υψηλές τιμές στη χώρα μας σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην ολιγοπωλιακή οργάνωση πολλών αγορών. Το γάλα είναι ακριβότερο στην Ελλάδα από ό,τι στη Γερμανία επειδή (σύμφωνα με τις δικαστικές αποφάσεις) εδώ οι γαλακτοβιομηχανίες έχουν συστήσει καρτέλ, χαμηλώνοντας τις τιμές που πληρώνουν στους κτηνοτρόφους και ανεβάζοντας τις τιμές που χρεώνουν στους καταναλωτές. Και το γάλα δεν είναι εξαίρεση: σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις του ΟΟΣΑ, όσον αφορά τον βαθμό ανταγωνισμού στο λιανικό εμπόριο, η χώρα μας καταλαμβάνει την 41η θέση σε 43 χώρες. Είναι φανερό ότι τα επιχειρηματικά λόμπυ αντιστάθηκαν επιτυχώς στις πιέσεις της Τρόικας για απελευθέρωση των αγορών προϊόντων.

Συνεπώς, αντίθετα με όσα ειπώθηκαν στην εκδήλωση της περασμένης Τρίτης, η λύση για την ακρίβεια στο σούπερ μάρκετ δεν είναι «να παρέμβει το κράτος»: το κράτος παρεμβαίνει ήδη, με τον γνωστό τρόπο, λ.χ. πιέζοντας τους επιχειρηματίες να μην αυξάνουν πολύ τις τιμές. Η τόνωση του ανταγωνισμού πιθανότατα θα έριχνε τις τιμές περισσότερο και γρηγορότερα. Το πρόβλημα με τον ανταγωνισμό είναι ότι απειλεί εγχώρια συμφέροντα, καλά δικτυωμένα με το πολιτικό σύστημα.

Μερικές φορές, οι κρατικές επιδοτήσεις επιλέγονται ακριβώς ως η εύκολη λύση για να μείνει και η πίτα ολάκερη (σχετικά χαμηλές τιμές για καταναλωτές) και ο σκύλος χορτάτος (υψηλές τιμές για παραγωγούς). Κάτι τέτοιο φαίνεται να συνέβη στη διάρκεια της πρόσφατης ενεργειακής κρίσης. Στο δεύτερο εξάμηνο του 2022, οι τιμές παραγωγού στο ηλεκτρικό ρεύμα για οικιακή χρήση ήταν υψηλότερες στην Ελλάδα (0,4530 ευρώ ανά κιλοβατώρα) από ό,τι στα υπόλοιπα 26 κράτη μέλη, σχεδόν διπλάσιες του μέσου όρου της ΕΕ (0,2378). Όμως οι τιμές καταναλωτή ήταν κάτω από τον κοινοτικό μέσο όρο (0,2591 έναντι 0,2794 ευρώ ανά κιλοβατώρα). 

Πώς έγινε αυτό το θαύμα; Μα φυσικά χάρη στις κρατικές επιδοτήσεις. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΟΟΣΑ, το 2022 η ελληνική κυβέρνηση για να προστατεύσει επιχειρήσεις και νοικοκυριά από την εκτόξευση του κόστους της ενέργειας ξόδεψε 4,87% του ΑΕΠ, περισσότερο από τις άλλες 40 χώρες της έρευνας, και σε μεγάλη απόσταση από την Ιταλία και την Πολωνία που ισοβάθμησαν στη δεύτερη θέση με 2,82% του ΑΕΠ. Η ελληνική απλοχεριά γίνεται ακόμη εντυπωσιακότερη αν αναλογιστεί κανείς ότι η χώρα μας συμβαίνει να έχει υψηλότερο δημόσιο χρέος (πάντοτε ως ποσοστό του ΑΕΠ) από τις άλλες χώρες.

Βέβαια, η οικονομική δυσπραγία έχει και άλλες αιτίες. Η χωρίς κανόνες επέκταση των βραχυπρόθεσμων μισθώσεων έχει κάνει τα ενοίκια απλησίαστα. Η άνοδος των τιμών των ιδιωτικών αγαθών έχει συμπέσει με τη μείωση της ποιότητας (και της διαθεσιμότητας) των δημόσιων αγαθών: συγκοινωνίες, περίθαλψη, εκπαίδευση. Παράλληλα, ο εγκλωβισμός της οικονομίας στο παραγωγικό μοντέλο της «φτηνής ανάπτυξης», μαζί με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, κρατά χαμηλούς τους μισθούς.

Η ατζέντα οικονομικής πολιτικής που προκύπτει από τα παραπάνω είναι πραγματιστική, όχι ιδεολογική: η οικονομία χρειάζεται περισσότερο ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων, αλλά (λελογισμένη) ρύθμιση στις αγορές κατοικίας και εργασίας. Ενίσχυση του κράτους, ώστε να παρέχει καλύτερα δημόσια αγαθά. Και φυσικά, αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου.

Θα μπορέσει το πολιτικό σύστημα να ανταποκριθεί;

26 Μαΐου 2024

Οι πολυεθνικές, τα εγχώρια καρτέλ, και η ακρίβεια

 


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 26 Μαΐου 2024).

Η πρόσφατη επιστολή του Έλληνα πρωθυπουργού προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για «την ασύμμετρη ισχύ των πολυεθνικών», παρά την προφανή προεκλογική στόχευση (ως γνωστόν στις ευρωεκλογές της μεθεπόμενης Κυριακής η Ούρσουλα Φαν Ντερ Λάινεν είναι ξανά υποψήφια για αυτό το αξίωμα, με την υποστήριξη του Κυριάκου Μητσοτάκη), φέρνει στην επιφάνεια ένα ενδιαφέρον ζήτημα. Γιατί το βρεφικό γάλα και άλλα προϊόντα που παράγονται από λίγες πολυεθνικές εταιρείες κοστίζουν περισσότερο στην Ελλάδα από ό,τι π.χ. στη Γερμανία; Τι (δεν) κάνει για αυτό η Ευρώπη;

Οι πολυεθνικές (στην πραγματικότητα: όλες οι επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως εθνικότητας, που λειτουργούν σε μη ανταγωνιστικό περιβάλλον) καθορίζουν την τιμολογιακή πολιτική τους με βασικό κριτήριο το «τι αντέχει» κάθε επιμέρους αγορά. Με τεχνικούς όρους: αντιστρόφως ανάλογα με την ελαστικότητα ζήτησης. Με απλά λόγια: αν μια αύξηση της τιμής θα «διώξει» αναλογικά περισσότερους καταναλωτές, η επιχείρηση δεν θα αυξήσει την τιμή. Σε αντίθετη περίπτωση, θα την αυξήσει. Στο θέμα μας: αν η πολυεθνική χ θεωρεί ότι οι Έλληνες καταναλωτές «αντέχουν» να αγοράζουν ακριβότερα το βρεφικό γάλα από ό,τι οι Γερμανοί, τότε θα το τιμολογήσει ακριβότερα στην Ελλάδα από ό,τι στη Γερμανία.

Αν μπορεί βέβαια. Τι εμποδίζει ένα ελληνικό σούπερ μάρκετ να αγοράζει βρεφικό γάλα από τη Γερμανία ή από κάποιον μεσάζοντα που εκμεταλλεύεται τη διαφορά τιμών μεταξύ των δύο χωρών; Οι πολυεθνικές υποχρεώνουν τα σούπερ μάρκετ να υπογράφουν ιδιωτικά συμφωνητικά που τα δεσμεύουν να αγοράζουν στις τιμές που επιβάλλουν εκείνες. Όπως αναφέρει η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τέτοια ιδιωτικά συμφωνητικά συνιστούν «εδαφικούς περιορισμούς προσφοράς» (TSC), που έρχονται σε σύγκρουση με το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού, και για αυτό απαγορεύονται, εάν διαπιστωθεί ότι ο προμηθευτής κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά. Είναι φανερό ότι κάπου εκεί υπάρχει κενό. Για την κάλυψή του, η Επιτροπή παραπέμπει στο νέο «οικοσύστημα λιανικής» που ανακοινώθηκε πρόσφατα, ενώ μέχρι τότε καλεί σε διάλογο τα ενδιαφερόμενα μέρη. Δεδομένου της ασυμμετρίας ισχύος μεταξύ πολυεθνικών και ενώσεων καταναλωτών, ας κρατήσουμε μικρό καλάθι.

Αυτό είναι όλο; Για όλα φταίνε οι κακές πολυεθνικές; Όχι ακριβώς. Οι Έλληνες καταναλωτές αντέχουν να πληρώνουν περισσότερο όχι επειδή είναι πλουσιότεροι, αλλά επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή.

Ας δεχθούμε ότι για το βρεφικό γάλα που κοστίζει ακριβότερα ευθύνονται τα τερτίπια των πολυεθνικών. Για το παστεριωμένο γάλα, που επίσης κοστίζει 58 λεπτά το λίτρο περισσότερο στην Ελλάδα από ό,τι στη Γερμανία («Καθημερινή» 22 Ιανουαρίου 2024) ποιος ευθύνεται; Μια έμμεση απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει δοθεί από τα δικαστήρια, τα οποία έχουν καταδικάσει αμετάκλητα 5 μεγάλες (ελληνικότατες) γαλακτοβιομηχανίες για σύσταση καρτέλ. Το 2001-2007, το καρτέλ αυτό συμπίεζε κατά 6-13 λεπτά το λίτρο την τιμή ακατέργαστου γάλακτους που εισέπρατταν οι κτηνοτρόφοι. Νέες αγωγές έχουν κατατεθεί για τα πιο πρόσφατα χρόνια. Τα καρτέλ τιμωρούνται από το νόμο (με πρόστιμα έως 10% του τζίρου) επειδή λειτουργούν ως συλλογικοί «μονοψωνιστές» έναντι των προμηθευτών, και ως συλλογικοί «μονοπωλητές» έναντι των καταναλωτών, με αποτέλεσμα χαμηλές τιμές για τους μεν και υψηλές τιμές για τους δε. Εξ ου η ακρίβεια.

Το γάλα είναι λοιπόν το θέμα; Όχι μόνο. Οι μονοπωλιακές καταστάσεις είναι γενικότερο φαινόμενο στις ελληνικές αγορές προϊόντων. Σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις του ΟΟΣΑ, η χώρα μας συγκαταλέγεται στις «5 λιγότερο φιλικές στον ανταγωνισμό» όσον αφορά το λιανικό εμπόριο, μακριά από το μέσο όρο των 37 κρατών μελών του Οργανισμού.

Πράγματι, ενώ τα Μνημόνια πέτυχαν να απελευθερώσουν την αγορά εργασίας (με αποτέλεσμα χαμηλούς μισθούς), απέτυχαν να κάνουν το ίδιο στις αγορές προϊόντων (με αποτέλεσμα υψηλές τιμές). Οι πάλαι ποτέ συνδικαλιστικές «συντεχνίες», πραγματικές και όχι, ηττήθηκαν. Όμως, τα διάφορα επιχειρηματικά λόμπυ προστάτευσαν τα συμφέροντά τους πολύ πιο αποτελεσματικά (σε βάρος των καταναλωτών). Η «εσωτερική υποτίμηση» υπήρξε μονομερής.

Για αυτή την ασυμμετρία πότε θα μιλήσουμε;

31 Μαρτίου 2024

Γιατί είναι τόσο χαμηλοί οι μισθοί στην Ελλάδα;



Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 31 Μαρτίου 2024).

Η αύξηση του κατώτατου μισθού σε 830 ευρώ τον μήνα επισφραγίζει τη ροπή της κυβέρνησης υπέρ προοδευτικών μέτρων στα κοινωνικά θέματα. Σε αυτή συνηγορούν υπολογισμοί τόσο «υψηλής» όσο και «χαμηλής» πολιτικής. Από τη μια, η έγνοια για προστασία των αδύναμων και για υπεράσπιση της κοινωνικής συνοχής. Από την άλλη, η επιλογή της σημερινής ηγεσίας του κυβερνώντος κόμματος να τοποθετηθεί πολιτικά καταλαμβάνοντας τον απέραντο χώρο που εκτείνεται από την Κεντροαριστερά έως τις παρυφές της άκρας Δεξιάς. Δεν έχει νόημα να κάνει κανείς δίκη προθέσεων για να ερμηνεύσει την κοινωνική ευαισθησία της κυβέρνησης. Όλοι παρακινούμαστε από ανάμεικτα κίνητρα στην καθημερινότητά μας. Το σημαντικό είναι ευγενή και λιγότερο ευγενή κίνητρα να ευθυγραμμίζονται. Στην περίπτωση της αύξησης του κατώτατου μισθού αυτό συμβαίνει.

Πράγματι, η προχθεσινή απόφαση της κυβέρνησης προστατεύει με το παραπάνω την αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων από τον πληθωρισμό: η σωρευτική αύξηση του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή τα τελευταία πέντε χρόνια (15,9%) υπολείπεται σημαντικά της αύξησης του κατώτατου μισθού (27,7%, από 650 ευρώ τον μήνα το 2019). Βέβαια, η αγοραστική αξία των κατώτατων μισθών απέχει ακόμη από το σημείο όπου βρισκόταν προ κρίσης και μνημονίων, το μακρινό 2009: έκτοτε, το κόστος ζωής έχει αυξηθεί κατά 24,6%, ενώ ο κατώτατος μισθός μόνο κατά το μισό (12,2%, από 740 ευρώ τον μήνα). Η υποχώρηση των μέσων μισθών, σε πραγματικούς όρους, σε σχέση με 15 χρόνια πριν, είναι ακόμη μεγαλύτερη.

Γιατί όμως οι μισθοί είναι τόσο χαμηλοί στη χώρα μας, παρά τις προθέσεις των κυβερνώντων; Κάθε θέση εργασίας δημιουργεί ένα πλεόνασμα αξίας, ίσο με τη διαφορά μεταξύ της τιμής του προϊόντος ή της υπηρεσίας που παράγεται, και όλων των άλλων στοιχείων του κόστους παραγωγής εκτός από τους μισθούς και τα κέρδη. Το πώς μοιράζεται αυτό το πλεόνασμα εξαρτάται από τον συσχετισμό ισχύος μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Τα τελευταία 15 χρόνια ο συσχετισμός αυτός έχει μεταβληθεί εις βάρος των εργαζομένων: σε αυτό συνέβαλαν η υψηλή ανεργία, η εξασθένηση των συνδικάτων και η αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Όμως μακροπρόθεσμα το ύψος των μισθών καθορίζεται εξίσου ή και περισσότερο από το μέγεθος του πλεονάσματος, παρά από το πώς αυτό επιμερίζεται μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Σε μια οικονομία χαμηλής τεχνολογίας και χαμηλής προστιθέμενης αξίας, με θέσεις εργασίας χαμηλής ειδίκευσης, σε επιχειρήσεις υπερβολικά μικρές για να καινοτομήσουν και να εξαγάγουν, με διευθυντές χαμηλών ικανοτήτων, που συχνά εξασφαλίζουν την κερδοφορία πληρώνοντας χαμηλούς μισθούς (και παραβιάζοντας τη νομοθεσία, εργατική, φορολογική, πολεοδομική ή περιβαλλοντική), οι μισθοί δεν θα είναι ποτέ ικανοποιητικοί, ή θα είναι μόνο για κάποιες συντεχνίες ή για σύντομα χρονικά διαστήματα, μέχρι να σκάσει η φούσκα.

Μια τέτοια οικονομία είναι η ελληνική. Παρά τις εξαγγελίες για «αναβάθμιση παραγωγικού μοντέλου» και τα κάποια δειλά βήματα προς μια τέτοια κατεύθυνση, η χώρα παραμένει ακόμη καθηλωμένη σε μια χαμηλή ισορροπία. Για να ξεφύγουμε από αυτήν θα χρειαστούν πολύ περισσότερα από την αύξηση του κατώτατου μισθού, όσο καλοδεχούμενη και αν είναι. Μεγαλύτερες επιχειρήσεις, με μάνατζερ και προσωπικό υψηλότερων δεξιοτήτων, που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλότερης ποιότητας, σε υψηλότερες τιμές, που όμως παραμένουν ελκυστικές για τους καταναλωτές, ιδίως στις διεθνείς αγορές.

Το πώς θα φτάσουμε στο σημείο αυτό, από εδώ όπου βρισκόμαστε σήμερα, είναι το κρίσιμο ερώτημα. Είναι ευθύνη της κυβέρνησης να σχεδιάσει τη μετάβαση. Και ευθύνη όλων των υπολοίπων να συνεισφέρουν εποικοδομητικά σε αυτήν, αντί να την εμποδίσουν.



18 Φεβρουαρίου 2024

Οι οικονομικές επιπτώσεις των ιδιωτικών πανεπιστημίων



Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024).

Η συζήτηση για το εάν θα πρέπει να επιτραπεί η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων ή όχι, στα είκοσι περίπου χρόνια που διεξάγεται, έχει πλέον ωριμάσει – ενίοτε σε βαθμό σήψης. Είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό γιατί πρέπει να απαγορεύονται τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ενώ επιτρέπονται π.χ. τα ιδιωτικά νοσοκομεία. Ή γιατί η αντιπολίτευση υποστηρίζει τόσο σθεναρά μια ρύθμιση που χρονολογείται από τον καιρό της Χούντας. Ή πώς «υπερασπίζονται» το δημόσιο πανεπιστήμιο οι ομάδες που το καταστρέφουν (συστηματικά, εδώ και πολλά χρόνια). Ή πώς κοιμούνται τη νύχτα όσοι τους παρέχουν πολιτική κάλυψη.

Από εκεί και πέρα, τα περισσότερα επιχειρήματα των υπερμάχων της κυβερνητικής πρωτοβουλίας δεν μου φαίνεται να αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Ας δούμε εν συντομία τρία από αυτά.

Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα σταματήσουν την «αιμορραγία» των Ελλήνων φοιτητών στο εξωτερικό. Ας ελπίσουμε πως όχι. Η διαμονή για μερικά χρόνια σε μια ευνομούμενη ξένη χώρα, και η ένταξη σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα με δικαιώματα και υποχρεώσεις, είναι ένα από τα τελευταία αντίδοτα κατά του επαρχιωτισμού και του αντιδυτικισμού που διαθέτει η χώρα. Όσοι επιστρέφουν στην Ελλάδα με πτυχίο από ένα καλό ξένο πανεπιστήμιο είναι εφοδιασμένοι όχι μόνο με περισσότερες γνώσεις, αλλά με πλουσιότερες εμπειρίες, γνωριμίες, φιλίες με διαφορετικούς ανθρώπους, διευρυμένους ορίζοντες, ανοιχτές αντιλήψεις. Στο ελληνικό παράρτημα του ίδιου πανεπιστημίου θα μπορούν να αποκτήσουν το πολύ μόνο τις γνώσεις.

Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα μας εξοικονομήσουν συνάλλαγμα. Κάποτε οι φιλελεύθεροι ήταν υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, τώρα φαίνεται ότι είναι υπέρ της υποκατάστασης εισαγωγών, όπως οι ηγέτες των χωρών της Λατινικής Αμερικής στη δεκαετία του ‘60. Ας δεχθούμε όμως ότι η Ελλάδα διαθέτει κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση: έμψυχο δυναμικό υψηλού επιπέδου (αυτό ισχύει), ικανότητα οργάνωσης και διοίκησης των σπουδών (που αν ισχύει το κρύβουμε πολύ καλά), φοιτητική μέριμνα (no comment), καλές βιβλιοθήκες (βλ. προηγούμενο σχόλιο), και όλα τα υπόλοιπα. Γιατί να μην δοκιμάσουμε αυτό το – πραγματικό ή υποτιθέμενο – συγκριτικό πλεονέκτημα όχι για να εμποδίσουμε τους Έλληνες να σπουδάζουν στο εξωτερικό, αλλά για να προσελκύσουμε ξένους φοιτητές να σπουδάζουν στη χώρα μας; Και γιατί να μην ενθαρρύνουμε και τα δημόσια πανεπιστήμια να κάνουν το ίδιο, προσφέροντας (και διαφημίζοντας επιθετικά) υψηλού επιπέδου αγγλόφωνα προγράμματα σπουδών στην Ελλάδα;

Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα συμβάλλουν στην αναβάθμιση των δημόσιων ΑΕΙ. Παρότι το επιχείρημα αυτό έχει συνδεθεί στη μνήμη μου με τον Σταύρο Τσακυράκη, έναν άνθρωπο που μπροστά του αισθανόμουν μόνο δέος, και για τον οποίο σήμερα αισθάνομαι νοσταλγία, δεν μπορώ να μην αναλογίζομαι τον αντίλογο. Τα ιδιωτικά νοσοκομεία δεν συνέβαλαν στην αναβάθμιση του ΕΣΥ, αντίθετα διευκόλυναν τη φυγή των μεσοστρωμάτων από αυτά, στερώντας τα από οικονομικούς και πολιτικούς πόρους. («Αποχώρηση» αντί για «διαφωνία», ή καλύτερα «διαμαρτυρία», σύμφωνα με το σχήμα του Άλμπερτ Χίρσμαν.) Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι όπως ακριβώς έχουν αφεθεί στην τύχη τους τα δημόσια νοσοκομεία, παρόμοια μοίρα περιμένει και τα δημόσια πανεπιστήμια.

Και όμως, μια πολιτική τάξη (στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση) που έχει χωνέψει το κεντρικό δίδαγμα της τελευταίας 15ετίας, ότι δηλ. μόνο μια δυναμική εξαγωγική οικονομία υψηλών δεξιοτήτων μπορεί να εγγυηθεί ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από αυτό στο οποίο έχουμε «κολλήσει», αντί να φιλονικεί για το εάν θα πρέπει να επιτρέπονται τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, θα αντιδικούσε για πιο ενδιαφέροντα ζητήματα.

  • Πώς θα προστατεύσουμε τους φοιτητές από σπουδές χαμηλής ποιότητας, σε δημόσια ή σε ιδιωτικά πανεπιστήμια που εκμεταλλεύονται την υπερβολική πίεση των οικογενειών για πτυχίο;
  • Πώς θα αποκαταστήσουμε το κύρος της δημόσιας εκπαίδευσης, σε όλες τις βαθμίδες; Με ποια δοσολογία αξιολόγησης / αυτονομίας / λογοδοσίας (και βελτιωμένης χρηματοδότησης);
  • Πώς θα απαλλάξουμε τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα από την ασφυκτική γραφειοκρατία; Πώς θα ενισχύσουμε τη συνεργασία τους με τις επιχειρήσεις;
  • Πώς θα δημιουργήσουμε τις συνθήκες για άμιλλα, συνεργασία, και υγιή ανταγωνισμό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση;
  • Πώς θα εξασφαλίσουμε ότι κανένα έξυπνο και εργατικό αγόρι και κορίτσι δεν θα μένει έξω από το καλύτερο πανεπιστήμιο μόνο και μόνο επειδή η οικογένειά του δεν έχει χρήματα για δίδακτρα (ή για ενοίκιο, για βιβλία κτλ.);

Μια τέτοια δημιουργική αντιπαράθεση έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία. Όποιος έχει ιδέες και προτάσεις, ας συμβάλλει σε αυτήν.

1 Φεβρουαρίου 2024

Τι εννοούμε όταν μιλάμε για ισότητα ευκαιριών;

 

Παρουσίαση του βιβλίου της Elena Granaglia (2022) «Uguaglianza di opportunità: Sì, ma quale?». Bari: Editori Laterza. Μια προηγούμενη εκδοχή του κειμένου παρουσιάστηκε στο 11ο συνέδριο της Ιταλικής Εταιρείας Κοινωνικής Πολιτικής (ESPAnet Italia) στο Μιλάνο (15 Σεπτεμβρίου 2023). Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Φεβρουάριος 2024).

Το βιβλίο της Elena Granaglia «Ισότητα ευκαιριών: ναι, αλλά ποια;» είναι μικρό (μόλις 176 σελίδες) αλλά θίγει ένα μεγάλο θέμα: τις διαφορετικές εκδοχές της ισότητας ευκαιριών, και τις διαφορετικές πολιτικές συνεπαγωγές της κάθε εκδοχής. Η συγγραφέας, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, δεν κάνει επίδειξη ευρυμάθειας, παρότι η εξοικείωσή της με μια απέραντη βιβλιογραφία, οικονομική και φιλοσοφική, είναι εντυπωσιακή. Γράφει με διαύγεια, επιλέγοντας με ακρίβεια τις διατυπώσεις που χρησιμοποιεί, χωρίς εκπτώσεις επιστημονικότητας, με γλώσσα προσιτή από ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, πολιτών που ενδιαφέρονται χωρίς να είναι ειδικοί.

Το βιβλίο δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο: μετά τη νίκη του στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2022, ο δεξιός κυβερνητικός συνασπισμός της Georgia Meloni μετονόμασε το «Υπουργείο Παιδείας, Πανεπιστημίων, και Έρευνας» σε «Υπουργείο Παιδείας και Αξιοκρατίας». Η οποία αξιοκρατία, όπως αναγνωρίζει η συγγραφέας, είναι καλό πράγμα, που όμως πολλές φορές οδηγεί σε άστοχες διαπιστώσεις (και δημόσιες πολιτικές), όπως άλλωστε έχει υπογραμμίσει ο Michael Sandel στο δικό του ωραίο βιβλίο «Η τυραννία της αξίας» [1]. Εάν πιστεύει κανείς ότι η κοινωνία στην οποία ζει είναι αξιοκρατική, πιο εύκολα κάνει το επόμενο βήμα, που είναι να δικαιολογεί όλες τις ανισότητες, ακόμη και τις πιο αδικαιολόγητες.

Η Ιταλία δεν διατρέχει τέτοιο κίνδυνο: λίγοι Ιταλοί θεωρούν τη χώρα τους αξιοκρατική. Μια πρόσφατη, συναρπαστική έρευνα των Guglielmo Barone και Sauro Mocetti [2] έδειξε ότι οι πλούσιες οικογένειες της Φλωρεντίας σύμφωνα με τις φορολογικές δηλώσεις του 2011 συχνά είχαν τα ίδια επώνυμα με τις πλούσιες οικογένειες της πόλης σύμφωνα με τις συμβολαιογραφικές πράξεις του 1427! Όπως γράφουν οι συγγραφείς: «Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι υφίσταται ένα αόρατο κατώφλι που προστατεύει τους γόνους των υψηλών τάξεων, εμποδίζοντάς τους να πέσουν προς τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα.»

Με άλλα λόγια: όσοι γεννιούνται πλούσιοι παραμένουν πλούσιοι ακόμη και όταν είναι τεμπέληδες ή ηλίθιοι. Και φυσικά ισχύει και το αντίθετο: όσοι γεννιούνται φτωχοί παραμένουν φτωχοί ακόμη και όταν είναι ξύπνιοι και εργατικοί. Άδικο, και αντιοικονομικό: η επιτυχία ενός πλουσιόπαιδου με μόνο προσόν τις επαφές του μπαμπά, και η αποτυχία ενός κοριτσιού ταπεινής καταγωγής παρά τις προσπάθειες και τις ικανότητές της, δεν προσβάλλουν μόνο το αίσθημα της δικαιοσύνης, αλλά αντιπροσωπεύουν επίσης μια τρομακτική αστοχία κατανομής πόρων.

Οι πολιτικές χρήσεις (και καταχρήσεις) της έννοιας της ισότητας ευκαιριών είναι γνωστές. Αυτήν επικαλούνται όσοι, στις ΗΠΑ και αλλού, επιχειρούν να δικαιολογήσουν την απουσία ενός συστήματος κοινωνικής προστασίας ευρωπαϊκού τύπου. Στην οπτική τους, μια ανοιχτή κοινωνία δεν αναγνωρίζει ούτε την έπαρση των ανώτερων τάξεων ούτε την δουλοπρέπεια των κατώτερων τάξεων, στοιχεία που δήθεν χαρακτηρίζουν την Γηραιά Ήπειρο. Συνεπώς, η προαγωγή της κοινωνικής κινητικότητας, μέσω της ισότητας ευκαιριών, ανεξαρτήτως οικογενειακής καταγωγής, εγγυάται σε όλους τη δυνατότητα να επιδίδονται στην «επιδίωξη της ευτυχίας» που διατρανώνει η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Αντίθετα (σύμφωνα πάντοτε με το φιλελεύθερο αφήγημα), η Ευρώπη με το υπερτροφικό της κράτος πρόνοιας προτιμά να κυνηγά τον στόχο της ισότητας των τελικών εκβάσεων – στόχο πρακτικά ανέφικτο, τυφλό ως προς την διαφορετικότητα των ατόμων, και βλαβερό για την ελευθερία.

Το θέμα είναι ότι αυτή η υποθετική αντιπαράθεση κοινωνικής κινητικότητας (μέσω της ισότητας ευκαιριών) και κοινωνικής συνοχής (μέσω της ισότητας των τελικών εκβάσεων) διαψεύδεται από τα εμπειρικά δεδομένα [3]. Πλήθος ερευνών τα τελευταία χρόνια έχουν αποδείξει ότι η διαγενεακή κινητικότητα είναι υψηλότερη εκεί όπου η εισοδηματική ανισότητα είναι χαμηλότερη, και αντιστρόφως. Σύμφωνα με τον τίτλο ενός διάσημου έργου του Raj Chetty [4], καθηγητή στο Harvard, το «αμερικανικό όνειρο» είναι ζωντανότερο στον Καναδά παρά στις ΗΠΑ. Στην Ευρώπη [5], πολλές χώρες πετυχαίνουν καλύτερες επιδόσεις και στα δύο μέτωπα, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και χαμηλή εισοδηματική ανισότητα και υψηλή κοινωνική κινητικότητα.

Η πολιτική σημασία αυτών των ερευνητικών αποτελεσμάτων μου φαίνεται προφανής. Όποιος νοιάζεται για την ισότητα ευκαιριών δεν μπορεί να αδιαφορεί για την ισότητα κάποιων τουλάχιστον τελικών εκβάσεων. Η διάκριση μεταξύ του «πριν» (εξασφάλιση της ίδιας γραμμής αφετηρίας για όλους) και του «μετά» (απόκλιση των ατομικών επιλογών που μπορεί να οδηγήσει σε θεμιτές ανισότητες) είναι πολύ λιγότερο ξεκάθαρη από ό,τι θεωρούν πολλοί. Αυτό είναι το κομβικό σημείο της ανάλυσης της Elena Granaglia.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Το βιβλίο εξετάζει κριτικά τρεις εκδοχές ισότητας ευκαιριών: (α) συμμετοχή επί ίσοις όροις στην αγορά, (β) αντιστάθµιση των ανισοτήτων που οφείλονται στις αντικειμενικές συνθήκες (και όχι στις υποκειμενικές επιλογές των ατόμων), (γ) εξασφάλιση της ισότητας των δυνατοτήτων των ατόμων. Καθώς μεταπηδάμε από τη μια εκδοχή στην επόμενη, μεταθέτουμε το όριο μεταξύ του «πριν» και του «μετά», διευρύνοντας τον χώρο του πρώτου και συρρικνώνοντας εκείνον του δεύτερου.

Προσωπικά δεν θα περιφρονούσα ούτε την πιο μινιμαλιστική από τις τρεις εκδοχές (την πρώτη). Η επί ίσοις όροις συμμετοχή στην αγορά εργασίας απαιτεί δωρεάν βρεφονηπιακούς σταθμούς για όλους, εισοδηματικές ενισχύσεις όλων των φτωχών οικογενειών με παιδιά, κατάρτιση και διά βίου μάθηση για όλους τους ενήλικες – κ.ο.κ. Πιστεύω όμως ότι η συγγραφέας έχει δίκιο όταν υπογραμμίζει ότι η προσπάθεια εξασφάλισης της ίδιας γραμμής αφετηρίας για όλους, μέσω των δημόσιων πολιτικών και μόνο, είναι πιθανό να ηττηθεί επειδή βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο πανίσχυρους μηχανισμούς παραγωγής ανισοτήτων: την αγορά και την οικογένεια.

Τι μπορεί να γίνει; Όσον αφορά την οικογένεια, το συμπέρασμα για την ακολουθητέα πολιτική βγαίνει αβίαστα: χρειαζόμαστε έναν συνετό φόρο κληρονομιάς που να «ισιώνει» (ελάχιστα) την γραμμή αφετηρίας, και ενδεχομένως να αποφέρει έσοδα για τη χρηματοδότηση μιας «προίκας» για τους νέους, όπως ήταν το Child Trust Fund (2005-2010) στη Βρετανία [6]. Παραδόξως, σε χώρες όπως η Ιταλία (και η Ελλάδα), η ιδέα της θεσμοθέτησης ή της αύξησης του φόρου κληρονομιάς θεωρείται εκλογική αυτοκτονία ακόμη και από την Αριστερά (παρότι υποστηρίζεται από ανατρεπτικές οργανώσεις όπως ο ΟΟΣΑ ή το ΔΝΤ [7]), ενώ η ιδέα της «προίκας» για τους νέους βρίσκεται ακόμη στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας (παρότι εντελώς συνεπής με την έννοια της ισότητας ευκαιριών).

Ποια είναι η άποψη της Elena Granaglia για το θέμα αυτό; Γνωρίζοντας ότι στο παρελθόν η συγγραφέας είχε επεξεργαστεί μαζί με άλλους μια πρόταση για τη «θεσμοθέτηση μιας καθολικής μεταβίβασης κεφαλαίου χρηματοδοτούμενης από έναν αναθεωρημένο φόρο κληρονομιάς και δωρεών» [8], περίμενα μια πιο αποφασιστική θέση. Αντίθετα το βιβλίο σημειώνει απλώς τη συμβολή της «προίκας» για τους νέους στην εξασθένηση του ρόλου της οικογένειας ως (ανα)παραγωγού διαγενεακών ανισοτήτων (σελ. 43-44), για να προχωρήσει αμέσως μετά στην εξής διαπίστωση: «Η επιρροή της οικογένειας στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων των παιδιών δεν μπορεί να ακυρωθεί χωρίς πρώτα να καταργηθεί η ίδια η οικογένεια.» (σελ. 55) Σύμφωνοι, να μην καταργηθεί η οικογένεια – αλλά ανάμεσα σε έναν συνετό φόρο κληρονομιάς και στην ακύρωση της οικογένειας η απόσταση είναι τεράστια [9].

Η δεύτερη εκδοχή της ισότητας ευκαιριών στοχεύει στην αντιστάθµιση των ανισοτήτων που οφείλονται στις αντικειμενικές συνθήκες. Η εκδοχή αυτή μου φαίνεται πολύ προβληματική – και όχι μόνο για τους λόγους που παραθέτει η συγγραφέας. Εδώ κατά τη γνώμη μου ο κίνδυνος είναι ο εκφυλισμός της κεντρικής παραδοχής της: της ισοδυναμίας μεταξύ από τη μια του μετριασμού ή της εξουδετέρωσης του ρόλου της λοταρίας της ζωής, και από την άλλη της αποζημίωσης όσων έτυχαν τους χειρότερους λαχνούς.

Ως γνωστόν, μερικά αμερικανικά πανεπιστήμια εφαρμόζουν εδώ και καιρό κάτι που μοιάζει με τον «εξαιρετικά καινοτόμο αλγόριθμο» που πρότεινε ο John Roemer [10], και επιδοκιμάζει η Elena Granaglia στο βιβλίο της: όταν αξιολογούν τις αιτήσεις εγγραφής των επίδοξων φοιτητών τους, «μοριοδοτούν» αγόρια και κορίτσια της μαύρης κοινότητας ως αποζημίωση για τη βλάβη που η κοινότητα αυτή έχει υποστεί στο παρελθόν, και σε αναγνώριση των εμποδίων που πολλά νέα μέλη της ακόμη αντιμετωπίζουν καθώς μεγαλώνουν σε περιβάλλον κοινωνικής μειονεξίας.

Αυτό το είδος «θετικών διακρίσεων» μπορεί να έχει κάποιο ρόλο, αλλά κατά τη γνώμη μου ο ρόλος αυτός δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένος. Πράγματι, τα αγόρια και τα κορίτσια της μαύρης κοινότητας – ή τα κορίτσια που εξετάζουν το ενδεχόμενο να επιλέξουν σπουδές θετικής κατεύθυνσης (STEM) στο πανεπιστήμιο – έχουν ανάγκη από πρότυπα που να τους εμπνέουν, και τέτοια είναι τα αγόρια και τα κορίτσια που τα κατάφεραν χάρη στις θετικές διακρίσεις. Αυτό ισχύει, και είναι σημαντικό. Όμως, μακροπρόθεσμα, οι θετικές διακρίσεις σε βάρος υποψηφίων με υψηλότερες επιδόσεις, που αποκλείονται επειδή τυγχάνουν μέλη της «κυρίαρχης» κοινότητας (π.χ. είναι μαύροι, ή αγόρια) μπορούν να προκαλέσουν μνησικακίες (και πολιτικές αντιδράσεις) που δεν μπορούν αναγκαστικά να αποδοθούν στο ρατσισμό ή στις προκαταλήψεις.

Επί πλέον, η ιδέα της «αποζημίωσης» μου φαίνεται υπερβολικά εύκολη. Το έργο της συστηματικής βελτίωσης της ποιότητας των δημόσιων σχολείων και των συνθηκών διαβίωσης π.χ. στις μαύρες φτωχογειτονιές του Σικάγου (όπου το προσδόκιμο επιβίωσης είναι 30 χρόνια λιγότερο από ό,τι στις «καλές» γειτονιές λίγα χιλιόμετρα μακριά [11]) είναι σκληρό και κοπιώδες. Αντί για αυτό, τα μέλη των διαφόρων «College Admissions Committee» στα δημόσια (και στα ιδιωτικά) πανεπιστήμια του Ιλλινόις και των άλλων Πολιτειών καθησυχάζουν τη συνείδησή τους προσφέροντας μερικές υποτροφίες κάθε χρόνο στους λιγότερο κακούς μαθητές από εκείνες τις φτωχογειτονιές (ακόμη καλύτερα αν πρόκειται για κορίτσια).

Η ψήφος της Elena Granaglia πηγαίνει στην τρίτη εκδοχή της ισότητας ευκαιριών: εξασφάλιση σε όλα τα άτομα ίσες δυνατότητες, σύμφωνα με τις επεξεργασίες του Amartya Sen [12] και της Martha Nussbaum [13]. Είναι η πιο απαιτητική εκδοχή από τις τρεις: το πρόγραμμα δημόσιας πολιτικής που απορρέει από αυτήν, με πλήρη σεβασμό της ελευθερίας επιλογής των ατόμων, είναι εξαιρετικά φιλόδοξο: ρύθμιση αγορών, φορολογία, προδιανομή [14], τολμηρές κοινωνικές (και πολεοδομικές) πολιτικές, και πολλά άλλα.

Όπως παραδέχεται η συγγραφέας, είναι θεμιτό να διαφωνεί κανείς με τόση φιλοδοξία. Αυτό που όμως είναι αθέμιτο είναι να ξιφουλκεί εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων χρησιμοποιώντας μια προσχηματική επίκληση της ισότητας ευκαιριών (του τύπου «η φοίτηση στο λύκειο δωρεάν δεν είναι;») για να απαλλάξει τον εαυτό του από την υποχρέωση να ασχοληθεί στα σοβαρά με τη μνημειώδη σπατάλη ταλέντου που αντιπροσωπεύει η έλλειψη προοπτικών για τα αγόρια και τα κορίτσια που δεν φρόντισαν να γεννηθούν στις σωστές γειτονιές και στις σωστές οικογένειες.

Η γαλήνια και μεθοδική ανασκευή αυτής της επιφανειακής (και επιλήψιμης) χρήσης της ισότητας ευκαιριών είναι η μεγαλύτερη συνεισφορά του μικρού βιβλίου της Elena Granaglia.

[1] Michael J. Sandel «The tyranny of merit. What’s become of the common good?» (Macmillan 2020), ελληνική μετάφραση «Η τυραννία της αξίας: Τι έχει απογίνει το κοινό καλό” (Πόλις 2022).

[2] Guglielmo Barone, Sauro Mocetti «Intergenerational mobility in the very long run: Florence 1427–2011» στο Review of Economic Studies, vol. 88, n. 4, pp. 1863-1891 (2021).

[3] Miles Corak «Income inequality, equality of opportunity, and intergenerational mobility», Journal of Economic Perspectives, vol. 27, n. 3, pp. 79-102 (2013).

[4] Raj Chetty, Nathaniel Hendren, David Grusky, Maximilian Hell, Robert Manduca, Jimmy Narang «The fading American dream: trends in absolute income mobility since 1940», Science, vol. 356, n. 6336, pp. 398-406 (2017).

[5] Anders Björklund, Markus Jäntti “Intergenerational income mobility in Sweden compared to the United States”, American Economic Review, vol. 87, n. 5, pp. 1009-1018” (1997). Επίσης: Markus Jäntti, Bernt Bratsberg, Knut Røed, Oddbjørn Raaum, Robin Naylor, Eva Österbacka, Anders Björklund, Tor Eriksson «American exceptionalism in a new light: a comparison of intergenerational earnings mobility in the Nordic countries, the United Kingdom and the United States», IZA Discussion Paper n. 1938 (2006).

[6] Το Child Trust Fund θεσμοθετήθηκε από την κυβέρνηση Εργατικών (2005) και λειτουργούσε ως εξής. Το κράτος άνοιγε έναν προθεσμιακό λογαριασμό στο όνομα κάθε νεογέννητου, πιστώνοντάς τον με 250 στερλίνες (ή 500 στερλίνες εάν επρόκειτο για παιδιά από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος). Γονείς και άλλοι συγγενείς μπορούσαν να προσθέτουν στο λογαριασμό, αλλά όχι να αφαιρούν. Μόνο ο ίδιος ο δικαιούχος, με την ενηλίκωσή του, μπορούσε να αξιοποιήσει το κεφάλαιο που θα είχε συσσωρευθεί. Το πρόγραμμα είχε απρόσμενη επιτυχία: για πρώτη φορά παιδιά από φτωχότερες οικογένειες «εθίζονταν» στην αποταμίευση και συσσώρευαν μια μικρή περιουσία. Παρόλα αυτά, το Child Trust Fund καταργήθηκε (στο όνομα της λιτότητας) από την επόμενη κυβέρνηση Συντηρητικών-Φιλελεύθερων (2010). Βλ. Julian Le Grand «We must not sacrifice the child trust fund», The Guardian (27 Απριλίου 2010).

[7] Μια πρόσφατη δημοσίευση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που γράφτηκε «για να βοηθήσει τα κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές επιπτώσεις του Covid-19», σχολιάζει ευμενώς τον φόρο κληρονομιάς, και καλεί τις κυβερνήσεις να αυξήσουν τα έσοδά του από το σημερινό 0,1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στο επίπεδο της Γαλλίας και του Βελγίου (0,7% του ΑΕΠ). Βλ. Ruud de Mooij, Ricardo Fenochietto, Shafik Hebous, Sébastien Leduc, and Carolina Osorio-Buitron «Tax policy for inclusive growth after the pandemic», Special series on Covid-19, IMF Fiscal Affairs Department (Δεκέμβριος 2020). Το σχετικό απόσπασμα βρίσκεται στην σελίδα 10.

[8] «Eredità universale: Al traguardo dei 18 anni un’eredità universale, tassando i vantaggi di pochi» (www.forumdisuguaglianzediversita.org/eredita-universale/).

[9] Για μια ανάλυση ενός πραγματικού εγχειρήματος κατάργησης της οικογένειας στα κιμπούτς του Ισραήλ, βλ. Bruno Bettelheim «The children of the dream: communal child-rearing and American education» (Simon and Schuster 1969). Οφείλω αυτή την επισήμανση στον Michele Salvati.

[10] John Roemer «Equality of opportunity» (Harvard University Press 1998).

[11] Στο Englewood το προσδόκιμο επιβίωσης είναι 60 έτη, ενώ στο Golden Coast ξεπερνά τα 90 έτη. Η απόσταση ανάμεσα στις δύο αυτές γειτονιές του Σικάγου είναι 9 μίλια (14 χιλιόμετρα). Στην πρώτη κατοικούν μαύροι, στη δεύτερη λευκοί. Βλ. Ben Spoer «Powerful open data tool illustrates life expectancy gaps are larger in more racially segregated cities» (Ιούλιος 2019) (https://buildhealthyplaces.org/sharing-knowledge/blogs/expert-insights/powerful-open-data-tool-illustrates-life-expectancy-gaps-are-larger-in-more-racially-segregated-cities/).

[12] Ανάμεσα στα έργα του Amartya Sen πάνω σε αυτό το θέμα βλ. «Commodities and capabilities» (Elsevier Science 1985), και «Inequality re-examined» (Harvard University Press 1992).

[13] Βλ. Martha Nussbaum «Women and human development: the capabilities approach» (Cambridge University Press 2000).

[14] Η προδιανομή αναφέρεται σε εργαλεία πολιτικής που εξισώνουν το εισόδημα προ φόρων και παροχών: δωρεάν βρεφονηπιακοί σταθμοί, δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια υψηλής ποιότητας – αλλά και κατώτατοι μισθοί, και συλλογικές διαπραγματεύσεις. Βλ. Maurizio Franzini, Elena Granaglia, Michele Raitano «La predistribuzione e le sue ragioni» Menabò di Etica e economia (Ιούνιος 2016) (https://eticaeconomia.it/la-predistribuzione-e-le-sue-ragioni/).