25 Νοεμβρίου 2010

Η γενιά της Μεταπολίτευσης βγαίνει στη σύνταξη


Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010). Η γελοιογραφία του Ανδρέα Πετρουλάκη δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Τρίτη 8 Ιουνίου 2010).

Το fan club του Μνημονίου στην Ελλάδα είναι από τα πιο exclusive, και δεν είμαι καν βέβαιος ότι θέλω να γίνω μέλος του. Όμως, όσο περισσότερο το σκέφτομαι τόσο περισσότερο καταλήγω στο συμπέρασμα ότι στις επικές μάχες κυβέρνησης-τρόικας (σαν αυτές που παρακολουθήσαμε σε απευθείας μετάδοση το περασμένο καλοκαίρι), οι προοδευτικοί πολίτες θα πρέπει συχνά να εύχονται να επικρατήσει η τρόικα. Και με τον όρο «προοδευτικοί» δεν εννοώ μόνο την πολύχρωμη συμμαχία όσων έχουν συνειδητοποιήσει ότι τα αφόρητα κλισέ της Μεταπολίτευσης μας έφεραν στη χρεωκοπία, και δηλώνουν διαθεσιμότητα για μια καινούρια αρχή (π.χ. με την κινητοποίησή τους για την εκλογή Καμίνη-Μπουτάρη). Εννοώ και τους προοδευτικούς με τη στενή έννοια, δηλ. τους αριστερούς. Όσους από αυτούς φυσικά θυμούνται ότι αριστερά δεν σημαίνει πελατειακές εξυπηρετήσεις σε εγωιστικές συντεχνίες που κάνουν φασαρία, αλλά ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη.

Παραδέχομαι ότι η κρίση μου αυτή έχει επηρεαστεί από την επαγγελματική ενασχόλησή μου με το ασφαλιστικό (είναι παλιοδουλειά, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει). Πράγματι, η αντιπαράθεση γύρω από αυτή «τη μητέρα όλων των μαχών» το περασμένο καλοκαίρι διαβάζεται έτσι. Από τη μια, το πανίσχυρο μπλοκ των υπερασπιστών του πιο άδικου και πιο χρεωκοπημένου συστήματος συντάξεων της Ευρώπης: βουλευτές της συμπολίτευσης, κόμματα της αντιπολίτευσης, συνδικάτα, επαγγελματικές οργανώσεις, υπό τις επευφημίες πονόψυχων δημοσιογράφων που πλειοδοτούν σε ρητορεία, βαριούνται να ασχοληθούν προσεκτικά, ή έχουν λόγους να μην το κάνουν. Από την άλλη, οι εκπρόσωποι των δανειστών μας, όσων έχουν αγοράσει ομόλογα του Ελληνικού κράτους με ημερομηνία λήξης στις επόμενες δεκαετίες, τότε δηλ. που τα παιδιά μας θα ψάχνουν να βρουν το 20% ή 24% του ΑΕΠ που θα τους κοστίζει το ασφαλιστικό της ηρωικής γενιάς του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης. Με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, επαναλαμβάνω ότι ένας προοδευτικός πολίτης δεν μπορεί να έχει δίλημμα: χίλιες φορές προτιμότερο το ασφαλιστικό της τρόικας.

Θα μου πείτε τι κάθομαι και γράφω. Κουτσά-στραβά, ο νόμος Λοβέρδου πέρασε, το ασφαλιστικό λύθηκε, τώρα έχουμε άλλα θέματα. Μακάρι να ήταν έτσι. Μεταξύ ασφαλιστικού της τρόικας και νόμου Λοβέρδου (συν τις «διορθώσεις» Κατσέλη) υπάρχει απόσταση. Βλέπετε, ακριβώς επειδή το ασφαλιστικό της Μεταπολίτευσης είναι γέννημα-θρέμμα του πολιτικού μας συστήματος, και με τη σφραγίδα μάλιστα του κυβερνώντος κόμματος, η κύρια έγνοια της κυβέρνησης ήταν – και είναι ακόμα – πώς θα περιγράψει με τη γλώσσα του Μνημονίου ένα «νέο» σύστημα που να μοιάζει όσο περισσότερο γίνεται με το παλιό. Μια στάση τυπικά λεβαντίνικη, βγαλμένη από τις χειρότερες παραδόσεις της μεταπολιτευτικής σοσιαλθολούρας, για την οποία ο ιδρυτής του κυβερνώντος κόμματος που μας βλέπει όλους από ψηλά θα είναι σίγουρα περήφανος.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της στάσης η απόπειρα της κυβέρνησης να θεσμοθετήσει τις υπόγειες ανισότητες του ασφαλιστικού της Μεταπολίτευσης, προβλέποντας στο αρχικό σχέδιο νόμου χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης για τους χαμηλόμισθους και υψηλότερα για τους υψηλόμισθους. Η ενέργεια αυτή παραλίγο να περάσει απαρατήρητη, ευτυχώς όμως για το καλό όλων μας ο διαιτητής την είδε, και σφύριξε το φάουλ (μάλλον επειδή θα κόστιζε πολύ).

Άλλες όμως «ελληνικές ιδιαιτερότητες» διεσώθησαν. Παρότι το Μνημόνιο προέβλεπε ένα ταμείο μισθωτών, το πατροπαράδοτο δικαίωμα των ιατρών, δικηγόρων και μηχανικών, των υπαλλήλων της Τραπέζης της Ελλάδος και των δημοσιογράφων να ασφαλίζονται χωριστά αναγνωρίζεται στο νέο νόμο πανηγυρικά. Κανείς δεν μας εξήγησε το γιατί, ούτε μας είπε εάν π.χ. το ΤΣΜΕΔΕ θα εξακολουθήσει να εισπράττει από τον κρατικό προϋπολογισμό το 1% των δαπανών εκτέλεσης δημοσίων έργων. Το «κεκτημένο» των εργαζομένων της ΔΕΗ να συνταξιοδοτούνται σε τρυφερή ηλικία με μια γερή σύνταξη (με λεφτά δικά μας), ώστε να μπορούν ανενόχλητοι να συνεχίσουν να εργάζονται ως μηχανικοί ή ηλεκτρολόγοι στην παραοικονομία, διατηρήθηκε επίσης. Εξαιρέθηκαν από το νέο ασφαλιστικό όσοι προσελήφθησαν πριν το 1983, αρκεί μόνο να είναι ένστολοι ή να εργάζονται στις Τράπεζες, τις ΔΕΚΟ και στα μέσα ενημέρωσης. Εξαιρέθηκαν οι αγρότες, των οποίων η σύνταξη υπολογίζεται με πιο γενναιόδωρο συντελεστή, ενώ τα 2/3 της εισφοράς τους τα πληρώνει το κράτος (δηλ. εμείς). Αποκορύφωμα: η δυνατότητα χιλιάδων ασφαλισμένων να βγαίνουν νωρίτερα (!) στη σύνταξη, αναγνωρίζοντας από 4 έως 7 πλασματικά έτη ασφάλισης λόγω σπουδών, μητρότητας, ασθένειας, ανεργίας, στρατιωτικής θητείας, ακόμη και απεργίας (!!), αγοράζοντας με φτηνά ένσημα ακριβές συντάξεις αναδρομικά. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας πλειοδοτεί, διευκρινίζοντας ότι οι μητέρες ανηλίκων, που στοιχειοθετούν δικαίωμα πρόωρης συνταξιοδότησης φέτος, θα μπορούν να βγουν στη σύνταξη νωρίτερα από τις άλλες γυναίκες και αύριο: δεν πειράζει που τότε τα παιδιά τους θα είναι πια ενήλικα ...

Με αυτά και με αυτά, δεν γλυτώνουμε με το ασφαλιστικό. Η τρόικα έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά το πρόβλημα είναι δικό μας: το λύνουμε μόνο αν θέλουμε, και εμείς φαίνεται δεν θέλουμε. Όσοι (π.χ. οι νέοι) έχουν συμφέρον σε δίκαιες και βιώσιμες λύσεις, και όσοι άλλοι τις υποστηρίζουν, παραμένουν απελπιστικά λίγοι και ανίσχυροι. Η επόμενη ευκαιρία θα μας δοθεί όταν θα έχουν γίνει περισσότεροι, και ικανότεροι να τις επιβάλουν στις απρόθυμες κυβερνήσεις μας. Ίσως όταν η γενιά της Μεταπολίτευσης θα έχει πια βγει στη σύνταξη.

Μέχρι τότε, ας θυμόμαστε τουλάχιστον ότι ενώ το καράβι βούλιαζε, δεν πάσχιζαν όλοι να το σώσουν: κάποιοι τακτοποιούσαν τις ξαπλώστρες στο κατάστρωμα, και κάποιοι άλλοι κατέβαζαν τους ασημένιους πολυέλαιους για να τους πάρουν μαζί τους.

8 Νοεμβρίου 2010

Το ασφαλιστικό μετά το Μνημόνιο

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010)

Μετά την ψήφιση του «νόμου Λοβέρδου» τον περασμένο Ιούλιο, το ασφαλιστικό έχει περάσει από τα πρωτοσέλιδα στις πίσω σελίδες, σαν να το πήραμε πια απόφαση ότι με τα πολλά (με τις λαϊκές κουβέντες, το συγκινημένο βλέμμα, τις δραματικές αποστροφές κτλ.) ο τότε Υπουργός Εργασίας κατάφερε να περάσει μια σημαντική μεταρρύθμιση που καλώς ή κακώς «λύνει το ασφαλιστικό».

Είναι έτσι; Εν μέρει ναι. Μετά από δύο δεκαετίες παλινωδιών (και μέσα σε δύο μήνες από την υπογραφή του Μνημονίου), η Βουλή ψήφισε έναν νόμο που νοικοκυρεύει το ισχύον ασφαλιστικό και θέτει τις βάσεις για ένα βιωσιμότερο, δικαιότερο και διαφανέστερο σύστημα συντάξεων από το 2015. Οι διατάξεις για τα όρια ηλικίας και τα απαιτούμενα έτη ασφάλισης είναι αυστηρότερες για ορισμένες ομάδες, αλλά δεν διαφέρουν πολύ από αυτές που ήδη ισχύουν στο ΙΚΑ, ούτε από αυτές που επικρατούν εδώ και πολλά χρόνια στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Η δομή του νέου συστήματος (βασική σύνταξη που τη χρηματοδοτεί το κράτος, συν αναλογική σύνταξη που εξαρτάται από τις εισφορές κάθε ασφαλισμένου και του εργοδότη του) μοιράζει την κρατική ενίσχυση ίσα σε όλους, βάζει καθαρότερους κανόνες και δίνει καλύτερα κίνητρα κατά της εισφοροδιαφυγής. Φυσικά, ότι πρέπει να προχωρήσουμε σε ραγδαίες αλλαγές απότομα είναι πρόβλημα. Δυστυχώς, όμως, σπαταλήσαμε είκοσι χρόνια σε σχέση με τις άλλες χώρες, όπου οι απαιτούμενες διορθώσεις έγιναν έγκαιρα. Εν τω μεταξύ, η κατάσταση της οικονομίας μας δεν αφήνει πλέον περιθώρια ηπιότερης προσαρμογής.

Το λύσαμε, λοιπόν, το ασφαλιστικό; Όχι ακριβώς. Ο τότε Υπουργός Εργασίας και οι συνεργάτες του δεν κατάλαβαν ότι το προηγούμενο σύστημα ήταν ηθικά (όχι μόνο οικονομικά) χρεωκοπημένο, και ότι έπρεπε να το εγκαταλείψουμε όχι επειδή το ήθελε η τρόικα, αλλά επειδή το χρωστάγαμε στη γενιά των παιδιών μας – που δεν φταίνε σε τίποτε να φορτωθούν ένα σύστημα που θα κοστίζει 25% του ΑΕΠ το 2060 (όταν δηλαδή θα βγαίνουν εκείνα στη σύνταξη). Και επειδή δεν το κατάλαβαν, ή μάλλον δεν θέλησαν να το καταλάβουν, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να είναι όσο πιο ανεπαίσθητη γίνεται η μετάβαση από το παλιό σύστημα στο νέο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ότι θέλησαν να διαιωνίσουν την άνιση μεταχείριση επιχειρώντας (στο αρχικό σχέδιο νόμου) να θεσμοθετήσουν χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης για τους χαμηλόμισθους και υψηλότερα για τους υψηλόμισθους. Ευτυχώς, στο σημείο αυτό αναγκάστηκαν τελικά να υποχωρήσουν.

Δυστυχώς, η τότε ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας έδωσε και άλλες μάχες εναντίον της τρόικας, με σκοπό πάντοτε να διατηρηθούν τα αδικαιολόγητα προνόμια των ευνοημένων ομάδων. Κάποιες από αυτές είχαν την αντίθετη κατάληξη. Έτσι, παρά τις προβλέψεις του Μνημονίου για ένα ταμείο μισθωτών, διατηρήθηκε η χωριστή ασφάλιση των δημοσιογράφων, των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και των ιατρών, δικηγόρων και μηχανικών. Κανείς δεν μας εξήγησε το γιατί, ούτε μας είπε εάν π.χ. το ΤΣΜΕΔΕ θα εξακολουθήσει να εισπράττει 1% των δαπανών εκτέλεσης δημοσίων έργων. Όμως, χωρίς ενιαία ασφάλιση και χωρίς κατάργηση των περιβόητων κοινωνικών πόρων, το νέο σύστημα θα μοιάζει απελπιστικά με το παλιό.

Άλλες πλευρές της μεταρρύθμισης είναι επίσης προβληματικές. Ο ΟΓΑ και η ΔΕΗ μένουν εκτός νέου ασφαλιστικού, δηλ. διατηρούν ευνοϊκότερους όρους συνταξιοδότησης δημοσία δαπάνη. Όσοι προσελήφθησαν πριν από το 1983 εξαιρούνται από τις μεταβατικές διατάξεις, αρκεί να είναι ένστολοι ή να εργάζονται στις Τράπεζες, τις ΔΕΚΟ και στα μέσα ενημέρωσης. Το καθεστώς των «βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων» προς το παρόν (;) δεν θίγεται. Τα 7 πλασματικά έτη ασφάλισης λόγω μητρότητας, ασθένειας, ανεργίας, σπουδών, στρατιωτικής θητείας και απεργίας (!) θα επιτρέψουν σε πολλούς να αγοράσουν ακριβές συντάξεις αναδρομικά, με φτηνά ένσημα. Τέλος, η αναπροσαρμογή των συντάξεων με ποσοστό που υπολείπεται του πληθωρισμού, όταν αυτός υπερβαίνει το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ, διαβρώνει τις συντάξεις σε βάθος χρόνου και αυξάνει το χάσμα που θα χωρίζει τους συνταξιούχους από τους εργαζομένους στο μέλλον.

Συνεπώς όχι, δεν ξεμπερδέψαμε ακόμη με το ασφαλιστικό. Η ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης θα απαιτήσει αποκατάσταση της ισονομίας των ασφαλισμένων, τωρινών και μελλοντικών, και πλήρη κατάργηση των προνομίων της μιας ή της άλλης ομάδας. Αντίθετα, εάν η προηγούμενη ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων, η νέα δείχνει να κινείται προς τα πίσω – και να ετοιμάζει «βελτιώσεις» στο νόμο Λοβέρδου, σύμφωνα με τις οποίες ασφαλισμένοι με 35ετία και μητέρες ανηλίκων διατηρούν το δικαίωμα πρόωρης συνταξιοδότησης, αρκεί μέχρι το τέλος του 2010 να πληρούν τις προϋποθέσεις που ισχύουν σήμερα. Φαίνεται πως η κυβέρνηση έχει βαλθεί να διαψεύσει όσους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό πίστεψαν προς στιγμήν στη σοβαρότητά της ...

1 Νοεμβρίου 2010

Η μεταρρύθμιση των συντάξεων και το μέλλον του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επιθεώρησις Δικαίου Κοινωνικής Ασφαλίσεως» (Νοέμβριος 2010)

1. Εισαγωγή

Η έγκριση του νόμου 3863 (12 Ιουλίου 2010) συνιστά μια από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις στην ιστορία του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα. Μετά από δύο σχεδόν δεκαετίες δειλών ή άκαρπων προσπαθειών επίλυσης του «ασφαλιστικού» , η κυβέρνηση μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατάφερε να επεξεργαστεί και να φέρει προς ψήφιση στη Βουλή ένα νόμο για τις συντάξεις σαφώς ριζοσπαστικότερο από οποιοδήποτε άλλο σχέδιο είχε ρεαλιστικά προταθεί στο πρόσφατο παρελθόν.

Φυσικά, τίποτε από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί εάν προηγουμένως δεν είχε μεσολαβήσει η αποκάλυψη του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της χώρας μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009, που ταχύτατα μετατράπηκε σε κρίση δανεισμού, που με τη σειρά της οδήγησε σε αδυναμία προσφυγής της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές (παρά μόνο με απαγορευτικά υψηλά επιτόκια) τον Απρίλιο 2010, και που στη συνέχεια ανάγκασε την Ελληνική κυβέρνηση να διαπραγματευθεί ένα πρωτοφανούς μεγέθους πακέτο στήριξης: 110 δις. ευρώ, ικανού να καλύψει τις δανειακές ανάγκες της χώρας για τρία χρόνια.

Προφανώς, η διεθνής στήριξη της Ελληνικής οικονομίας δεν έγινε – και δεν μπορούσε να γίνει – άνευ όρων. Η υπογραφή ενός «Μνημονίου Συνεννόησης» με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και η γρήγορη κύρωσή του από την Βουλή των Ελλήνων (3 Μαΐου 2010), εγκαινιάζουν μια περίοδο ραγδαίων αλλαγών στην οικονομία, στην κοινωνική προστασία, στην αγορά εργασίας, στη δημόσια διοίκηση και αλλού, με στόχο τη δημοσιονομική εξυγίανση και τη μείωση του ελλείμματος κάτω του 3% του ΑΕΠ το 2014. Εξαιτίας της ιδιαίτερης σημασίας της για τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα, η μεταρρύθμιση των συντάξεων με τη ψήφιση του νόμου 3863 ήταν η πρώτη από τις ραγδαίες αλλαγές αυτής της νέας περιόδου.

Η εργασία που ακολουθεί αναλύει αυτό το κρίσιμο επεισόδιο μεταρρύθμισης των συντάξεων. Η δομή της είναι ως εξής. Μετά από τη σύντομη αυτή εισαγωγή, η ενότητα 2 περιγράφει το σημείο εκκίνησης, δηλ. τα αδιέξοδα του ασφαλιστικού τις παραμονές της μεταρρύθμισης. Η ενότητα 3 σχολιάζει το πολιτικό περιβάλλον στο οποίο διεξήχθη ο δημόσιος διάλογος περί του ασφαλιστικού, και τις βλαβερές συνέπειές του. Η ενότητα 4 παρουσιάζει το Πόρισμα της Επιτροπής Ειδικών για το Ασφαλιστικό (16 Μαρτίου 2010), την οποία είχε νωρίτερα συστήσει ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η ενότητα 5 συνοψίζει τις κατευθυντήριες γραμμές της μεταρρύθμισης των συντάξεων, όπως αυτές διατυπώνονται στο Μνημόνιο Συνεννόησης. Η ενότητα 6 αναλύει το αρχικό σχέδιο νόμου, το οποίο δόθηκε στη δημοσιότητα μια μόλις εβδομάδα μετά την κύρωση του Μνημονίου Συνεννόησης από τη Βουλή (10 Μαΐου 2010). Η ενότητα 7 εξετάζει το περιεχόμενο του τροποποιημένου σχεδίου νόμου, το οποίο εγκρίθηκε τελικά από τη Βουλή (12 Ιουλίου 2010). Τέλος, η ενότητα 8 αξιολογεί τα ζητήματα συνταξιοδοτικής πολιτικής που παραμένουν ανοικτά και και μετά τη ψήφιση του νόμου 3863, ενώ επίσης συζητά τις προοπτικές του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα στο νέο τοπίο του Μνημονίου και της κρίσης.


2. Το σημείο εκκίνησης

Η ανάγκη για μεταρρύθμιση των συντάξεων προέκυψε κυρίως από το ότι τα ελλείμματα του συστήματος ήταν υψηλά, ενώ – χωρίς δραστικές αλλαγές – η πορεία τους σε λίγες δεκαετίες θα ήταν ανεξέλεγκτη.

Το τρέχον έλλειμμα, δηλ. η διαφορά μεταξύ εσόδων από εισφορές και εξόδων για πληρωμή συντάξεων, είχε υπολογιστεί από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή σε 2,8% του ΑΕΠ. Η συνολική χρηματοδότηση του συστήματος συντάξεων από τον κρατικό προϋπολογισμό (είτε μέσω επιχορηγήσεων στα ασφαλιστικά ταμεία είτε μέσω «κοινωνικών πόρων») είχε εκτιμηθεί σε 6,3% του ΑΕΠ. Το τελευταίο αυτό ποσό αντιστοιχούσε σε μεγάλο μέρος του συνολικού δημοσιονομικού ελλείμματος (15,1% το 2009, σύμφωνα με τα τελευταία αναθεωρημένα στοιχεία), ενώ υπερέβαινε τα συνολικά έσοδα του κράτους από το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων (τα οποία μετά βίας φτάνουν το 4,4% του ΑΕΠ).

Εάν η τρέχουσα κατάσταση ήταν ανησυχητική, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ήταν απλώς απελπιστικές. Η δαπάνη για συντάξεις αναμενόταν να εκτοξευτεί στο 19,4% του ΑΕΠ το 2035 και στο 24,1% το 2060 (έναντι 11,9% και 12,6% αντιστοίχως στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27). Το έλλειμμα προβλεπόταν να φτάσει το 11,1% του ΑΕΠ το 2035 και το 15,6% το 2060. Αξίζει να αναφερθεί ότι αυτά τα στοιχεία δεν είχαν αμφισβητηθεί ποτέ από κανέναν, ενώ συνέπιπταν με παλαιότερες εκτιμήσεις της Ελληνικής κυβέρνησης και των συνδικάτων.

Τα ανεξέλεγκτα ελλείμματα συνέβαλαν στην οξύτατη κρίση δανεισμού, επιβεβαιώνοντας τη δυσπιστία των αγορών για τη δημοσιονομική ισορροπία της χώρας. Επιπλέον, προσέβαλλαν βάναυσα την αλληλεγγύη των γενεών (κεντρική ιδέα του άγραφου κοινωνικού συμβολαίου που εμπνέει κάθε σύστημα συντάξεων), υποσκάπτοντας την ευημερία των επερχόμενων γενεών. Καμμία κοινωνία δεν μπορούσε να αντέξει ένα τέτοιο βάρος – ιδίως μια κοινωνία όπως η Ελληνική, με ασθμαίνουσα οικονομία αλλά και με τεράστια υστέρηση σε όλες τις κοινωνικές πολιτικές που δεν είναι συντάξεις (π.χ. στις πολιτικές για την προστασία των ανέργων, για την καταπολέμηση της φτώχειας, για την υποστήριξη των οικογενειών με παιδιά, για την ενίσχυση της στεγαστικής αυτονομίας των νέων, για τη φροντίδα των ηλικιωμένων κτλ).

Από την άλλη, το ασφαλιστικό όπως ίσχυε πριν την ψήφιση του νόμου 3863 δεν παραβίαζε μόνο τη διαγενεακή δικαιοσύνη, αλλά και την ενδογενεακή (δηλ. μεταξύ των σημερινών συνταξιούχων). Ήταν άδικο, πελατειακό και κατακερματισμένο. Τα δεκάδες ταμεία του δεν συνιστούσαν ένα ενιαίο σύστημα συντάξεων αλλά πολλά, με διαφορετικούς και ετερόκλητους κανόνες. Έπασχε από έντονες ανισορροπίες μεταξύ ταμείων και κατηγοριών, ώστε άτομα με παρόμοια χαρακτηριστικά να έχουν εντελώς διαφορετικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Οι διαφορές ανάμεσα στο καθεστώς της μεγάλης πλειοψηφίας (ΙΚΑ, ΟΓΑ, ΤΕΒΕ, ΝΑΤ) και στο καθεστώς των «ευγενών ταμείων», είτε αυτά ασφάλιζαν τμήματα της μισθωτής εργασίας (Δημόσιο, ΔΕΚΟ, τράπεζες) είτε ισχυρές κοινωνικές ομάδες (νομικοί, μηχανικοί, ιατροί, στρατιωτικοί), ήταν τεράστιες.

Το προηγούμενο σύστημα συντάξεων αναδιένεμε πόρους και δικαιώματα αλλά στην αντίθετη κατεύθυνση: ευνοούσε τους πλούσιους σε βάρος των φτωχών, τους εργαζόμενους του δημοσίου σε βάρος εκείνων του ιδιωτικού τομέα, τους ελεύθερους επαγγελματίες σε βάρος των μισθωτών, όσους πλησίαζαν στη συνταξιοδότηση σε βάρος των νέων ασφαλισμένων – και κυρίως ευνοούσε τη σημερινή γενεά φορτώνοντας δυσβάστακτα βάρη στις επόμενες.

Κατά συνέπεια, το πρόβλημα δεν ήταν η αναγκαιότητα ή όχι της μεταρρύθμισης, αλλά εάν η διέξοδος από την κρίση του ασφαλιστικού μπορούσε να είναι βιώσιμη οικονομικά και δίκαιη κοινωνικά. Με βάση αυτό το κριτήριο θα πρέπει να αξιολογηθεί ο νόμος 3863.


3. Ο δημόσιος διάλογος

Δεδομένης της (οικονομικής αλλά και ηθικής) χρεωκοπίας του προηγούμενου ασφαλιστικού, η μεταρρύθμιση θα έπρεπε να εκλαμβάνεται από τις πολιτικές δυνάμεις και τους κοινωνικούς εταίρους ως εσωτερική αναγκαιότητα, όχι ως εξωτερικός καταναγκασμός. Όπως γνωρίζουμε, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Η συζήτηση για το ασφαλιστικό διεξήχθη (και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά;) μέσα στις συνήθεις συνθήκες του πολιτικού και κοινωνικού διαλόγου στη χώρα μας. Από εδώ απορρέουν τέσσερα τουλάχιστον σημεία που δυσχεραίνουν την επιτυχή επίλυση οποιουδήποτε σοβαρού προβλήματος και φυσικά του ασφαλιστικού.

Πρώτον, η απίστευτα ανεπαρκής προετοιμασία των πιθανών λύσεων εκ μέρους των πολιτικών ελίτ. Το ασφαλιστικό βρισκόταν συνεχώς (αν και με διαλείψεις) στην επικαιρότητα και στις πολιτικές προτεραιότητες κάθε κυβέρνησης τουλάχιστον από το 1990. Παρόλα αυτά, η στάση της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτικών, ακόμη και των λεγομένων «κομμάτων εξουσίας» χαρακτηριζόταν από άρνηση παραδοχής του προβλήματος και απροθυμία ανάληψης πρωτοβουλιών αντιμετώπισής του. Σε αυτό το κρίσιμο τεστ, η πολιτική ελίτ της χώρας επέδειξε χαμηλή ωριμότητα και περιορισμένη ικανότητα επίλυσης ενός κρίσιμου προβλήματος που σε μεγάλο βαθμό η ίδια είχε δημιουργήσει στο παρελθόν.

Δεύτερον, η γενική έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Με το τετριμμένο επιχείρημα «προσχηματικός διάλογος, προειλημμένες αποφάσεις», η ΓΣΕΕ αποχώρησε αμέσως μετά τις πρώτες συνεδριάσεις, ενώ η ΑΔΕΔΥ δεν συμμετείχε καθόλου από την αρχή – όπως άλλωστε δεν συμμετείχαν ούτε και τα κόμματα της αριστεράς. Είναι μάλλον λυπηρό ότι κοινοβουλευτικά κόμματα και συνδικαλιστικές οργανώσεις φαίνονται να έχουν παραιτηθεί από τη στοιχειώδη υποχρέωσή τους να επεξεργάζονται και να προτείνουν λύσεις για τα προβλήματα της χώρας.

Τρίτον, ο χαμηλός βαθμός αντιπροσωπευτικότητας του κοινωνικού διαλόγου. Είναι γνωστό ότι πέρα από τις Τράπεζες, τις ΔΕΚΟ και το Δημόσιο, η διείσδυση των συνδικάτων εκεί όπου απασχολείται η συντριπτική πλειονοτήτα των εργαζομένων είναι αμελητέα. Αφενός τα συνδικάτα απουσιάζουν από τους κλάδους και τις επιχειρήσεις όπου η ανάγκη προστασίας από την εργοδοτική αυθαιρεσία είναι μεγαλύτερη. Αφετέρου οι προτεραιότητές τους κυριαρχούνται από τις εμμονές για τη διατήρηση των κεκτημένων της προνομιούχου «εργατικής αριστοκρατίας» από την οποία προέρχονται τα περισσότερα στελέχη τους. Η θλιβερή αυτή εξέλιξη στρεβλώνει την πολιτική αντιπαράθεση και συμβάλλει στην περαιτέρω μείωση του κύρους των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Τέταρτον, η επιφανειακή αντιμετώπιση του ασφαλιστικού, όπως και των υπόλοιπων σοβαρών προβλημάτων, από έναν πολύ μεγάλο αριθμό δημοσιογράφων, στα έντυπα αλλά και στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Αντί να προσπαθήσουν να κατανοήσουν το πρόβλημα, ώστε να παρουσιάσουν μετά στην κοινή γνώμη τα διλήμματα και τις επιλογές που αντιμετωπίζουμε, τα περισσότερα μέσα κατέφυγαν στον πιο φτηνό εντυπωσιασμό: «Τσουνάμι μέτρων», «Προτάσεις-σοκ», «Τσεκούρι στις συντάξεις» και άλλα γλαφυρά, που από τη μια χάιδευαν την άγνοια του αναγνωστικού και φιλοθεάμονος κοινού και από την άλλη πρόδιδαν την χαμηλή πολιτισμική στάθμη των συντακτών τους (όπως και την γενική ακαταλληλότητα και ανεπάρκεια του προσωπικού της τέταρτης εξουσίας, ακόμη και σε σύγκριση με τις άλλες τρεις). Εξαιρέσεις προφανώς υπήρξαν, αλλά παρέμειναν εξαιρέσεις.

Υπό αυτές τις μάλλον αντίξοες συνθήκες ακολούθησε την δαιδαλώδη πορεία της η διαδικασία μεταρρύθμισης των συντάξεων την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2010.


4. Το πόρισμα της επιτροπής ειδικών

Η επιτροπή ειδικών (με πρόεδρο τον Ά. Στεργίου, καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ), η οποία είχε συσταθεί τον Δεκέμβριο 2009 με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Α. Λοβέρδου, έδωσε στη δημοσιότητα το πόρισμά της στις 16 Μαρτίου 2010.

Η επιτροπή ειδικών κατάφερε να συγκεντρώσει έναν εντυπωσιακό όγκο υλικών, και να παραδώσει ένα σύνολο αναλύσεων και προτάσεων που οπωσδήποτε άξιζε να προσεχτεί περισσότερο, τόσο από τους πολιτικούς όσο και από την κοινή γνώμη. Σε μια κανονική συγκυρία, το πόρισμα της επιτροπής θα ήταν πολύτιμο. Το πρόβλημα είναι ότι η τρέχουσα συγκυρία δεν ήταν κανονική: εν μέσω μιας πρωτοφανούς κρίσης δανεισμού, η ανάγκη αποτελεσματικής αντιμετώπισης του ασφαλιστικού προβλήματος ήταν πιεστική.

Με το μέτρο αυτό, το πόρισμα της επιτροπής φάνηκε κατώτερο των περιστάσεων. Από τις 12 προτάσεις του πορίσματος, οι 3 (έλεγχος των ιατρικών δαπανών, εντατικοποίηση του ελέγχου των φαρμακευτικών δαπανών, δημιουργία ενιαίου ταμείου ασφάλισης υγείας) δεν αφορούσαν καθόλου τις συντάξεις. Οι 5 (ανάγκη διαρκούς αναλογιστικής επιτήρησης του συστήματος, καθιέρωση πάγιου τρόπου ρύθμισης των οφειλών προς τους ασφαλιστικούς φορείς, αξιοποίηση της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων, εκλογίκευση του συστήματος απονομής των αναπηρικών συντάξεων, βελτίωση της νομοθεσίας για τη διαδοχική ασφάλιση) δεν αποτελούσαν θέματα κοινωνικού διαλόγου αλλά αποτελεσματικής διοίκησης. Άλλες 3 προτάσεις (περιορισμός της εισφοροδιαφυγής, ανεύρεση πρόσθετων πόρων για τη διασφάλιση της επαρκούς χρηματοδότησης του συστήματος, ενοποίηση των ταμείων) άνοιγαν μεν σοβαρά ζητήματα, τα οποία όμως δεν μπορούσαν να συζητηθούν προτού καταλήξει η συζήτηση για τη «νέα αρχιτεκτονική» του συστήματος συντάξεων.

Στο κεντρικό αυτό ζήτημα, το πόρισμα αφιέρωνε την πρόταση υπ. αρ. 9, με τίτλο «Μια νέα αρχιτεκτονική του συνταξιοδοτικού συστήματος: η αποσαφήνιση των ρόλων της ασφάλισης και της αλληλεγγύης». Στο σημείο αυτό, το πόρισμα εξηγούσε ότι η επιτροπή συμφώνησε επί της αρχής για το χωρισμό του «προνοιακού» τμήματος από το «ανταποδοτικό», χωρίς όμως να καταλήξει σε κάποιο συγκεκριμένο σχήμα του δίπτυχου «βασική και αναλογική σύνταξη». Μια τέτοια κατάληξη σε ένα τέτοιο ζήτημα ήταν απογοητευτική.

Οι διαφορετικές απόψεις των μελών της επιτροπής δημοσιεύτηκαν συνοπτικά στο πόρισμα και εκτενέστερα στο παράρτημα. Ο Π. Τσακλόγλου (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) πρότεινε ένα σύστημα δύο επιπέδων, με εθνική και ανταποδοτική σύνταξη. Σύμφωνα με την πρόταση Τσακλόγλου, η εθνική σύνταξη μπορεί να είναι καθολική, αρκεί το ύψος της να είναι χαμηλό – πιθανότατα ίσο με αυτό της σημερινής σύνταξης ανασφαλίστων που παρέχει ο ΟΓΑ (360 ευρώ το μήνα), επαρκές πάντως για την αποτροπή φαινομένων ακραίας ένδειας. Σε μια εναλλακτική εκδοχή, η εθνική σύνταξη θα χορηγείται ανεξαρτήτως εισοδήματος μόνο σε όσους έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας και ταυτόχρονα διαθέτουν τις απαιτούμενες ασφαλιστικές εισφορές, ενώ στους υπόλοιπους ηλικιωμένους θα δίνεται με εισοδηματικά κριτήρια. Σε κάθε περίπτωση, η εθνική σύνταξη θα πρέπει να χορηγείται μετά την ηλικία των 65 ετών, ώστε να μη δημιουργούνται κίνητρα για πρόωρη συνταξιοδότηση. Πάνω από αυτή την ηλικία, δικαιούχοι θα είναι όλοι οι μόνιμοι κάτοικοι της χώρας και υπήκοοι κρατών-μελών της Ε.Ε. ή υπήκοοι άλλων χωρών με μακρόχρονη διαμονή στη χώρα. Το ηλικιακό όριο μπορεί αργότερα να αναπροσαρμοστεί, ανάλογα και με το «προσδόκιμο υγιούς διαβίωσης» του πληθυσμού. Όσον αφορά την ανταποδοτική σύνταξη, ο Τσακλόγλου πρότεινε το λεγόμενο «οιονεί κεφαλαιοποιητικό» σύστημα. Στο σύστημα αυτό – παρόμοιο με εκείνο της Σουηδίας και της Ιταλίας – κάθε ασφαλισμένος έχει ένα (εικονικό) ατομικό ασφαλιστικό λογαριασμό όπου καταγράφονται οι ασφαλιστικές εισφορές του, τοκίζονται με ένα προσυμφωνημένο επιτόκιο και σχηματίζουν το ασφαλιστικό κεφάλαιό του. Το ύψος της ανταποδοτικής σύνταξης προσδιορίζεται τη στιγμή της συνταξιοδότησης ώστε να την καθιστά «αναλογιστικά δίκαιη», με βάση το κεφάλαιο που έχουν σχηματίσει οι συσσωρευμένες ασφαλιστικές εισφορές κάθε ασφαλισμένου.

Η πρόταση που κατατέθηκε από την Π. Παπαρρηγοπούλου (Νομική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών) συνέπιπτε με την προηγούμενη σε δύο κρίσιμα σημεία: στο χαρακτήρα της ανταποδοτικής σύνταξης, και στη χορήγηση χωριστής βασικής σύνταξης μετά από κάποια ηλικία (π.χ. 65 έτη). Διέφερε όμως στον τρόπο υπολογισμού της βασικής σύνταξης, το ύψος της οποίας θα διαφοροποιείται σε αντίστροφη αναλογία με την ανταποδοτική σύνταξη. Πιο συγκεκριμένα, η Παπαρρηγοπούλου πρότεινε να μην χορηγείται καθόλου βασική σύνταξη εάν η ανταποδοτική υπερβαίνει κάποιο καθορισμένο όριο, το οποίο ονομάζει «σύνταξη αναφοράς». Κάτω από το όριο αυτό η βασική σύνταξη θα είναι ίση με τη διαφορά της ανταποδοτικής σύνταξης από τη σύνταξη αναφοράς επί το γινόμενο ενός «συντελεστή αλληλεγγύης». Για παράδειγμα, με συντελεστή αλληλεγγύης 60% και σύνταξη αναφοράς 800 ευρώ το μήνα, ένας ασφαλισμένος με ανταποδοτική σύνταξη 200 ευρώ θα εισπράττει βασική σύνταξη 360 ευρώ, δηλ. 0,6 × (800 – 200). Όσο υψηλότερη είναι η σύνταξη αναφοράς και όσο υψηλότερος είναι ο συντελεστής αλληλεγγύης, τόσο υψηλότερο θα είναι το ύψος της βασικής σύνταξης (βλ. Διάγραμμα 1).

Διάγραμμα 1
Αλληλεπίδραση βασικής και ανταποδοτικής σύνταξης, με συντελεστή αλληλεγγύης = 0,6 και σύνταξη αναφοράς = 800 ευρώ
(πρόταση Παπαρρηγοπούλου)

Η πρόταση του πρόεδρου της επιτροπής κινήθηκε σε διαφορετική κατεύθυνση. Ο Στεργίου απέρριψε την ιδέα της καθολικότητας και πρότεινε η βασική σύνταξη να μειώνεται καθώς αυξάνει το εισόδημα του δικαιούχου (όχι μόνο η αναλογική σύνταξη). Πάντως, ενώ δέχτηκε ότι η βασική σύνταξη θα πρέπει να χρηματοδοτείται από τη φορολογία, και η αναλογική από εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών, δεν υιοθέτησε τη λογική συνεπαγωγή αυτής της δομής: ότι δηλ. η κρατική χρηματοδότηση θα πρέπει περιορίζεται στη βασική σύνταξη, αντί να επιδοτεί και τις συντάξεις των ταμείων όπως στο ισχύον σύστημα. Για αυτό ο πρόεδρος της επιτροπής πρότεινε επέκταση – όχι κατάργηση – του θεσμού των κατώτατων ορίων των συντάξεων κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και αναλογική – αλλά όχι πλήρως ανταποδοτική – σύνταξη. Τέλος, συνέδεσε τη διαμόρφωση σχήματος βασικής και αναλογικής σύνταξης με την ανεύρεση πρόσθετων πόρων για τη χρηματοδότηση του συστήματος, καθώς και με «μια επαναδιαπραγμάτευση του συντονισμού των δύο μερών της σύνταξης για το πώς τελικά θα επιτευχθεί με καλύτερο τρόπο η αναδιανομή».

Μια άλλη πρόταση για την αρχιτεκτονική του συστήματος κατατέθηκε από τον εκπρόσωπο της ΕΣΕΕ Δ. Μπούρλο. Η πρόταση αποδεχόταν τον διαχωρισμό προνοιακών και ασφαλιστικών παροχών, αλλά μόνο «στο βαθμό που δεν περιορίζει και εξαντλεί τις υποχρεώσεις του Κράτους στην εξασφάλιση μόνο των πρώτων». Για αυτό, ο Μπούρλος πρότεινε η βασική σύνταξη να αποτελεί τη βάση υπολογισμού της σύνταξης, όχι προνοιακή προσθήκη σε αυτή (δηλ. να παρέχεται με τη χορήγηση αναλογικής σύνταξης, ανεξαρτήτως εισοδηματικών κριτηρίων), ενώ μια προνοιακή σύνταξη θα χορηγείται στους ανασφάλιστους. Επιπλέον, πρότεινε το αναλογικό τμήμα της σύνταξης να καταβάλλεται ακόμη και όταν δεν συμπληρώνεται ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης (σήμερα 15 έτη).

Συμπερασματικά, τα δύο κείμενα (πόρισμα και παράρτημα) που δόθηκαν στη δημοσιότητα από την επιτροπή ειδικών, παρότι εμπλούτισαν σημαντικά τις διαθέσιμες επεξεργασίες για τη μεταρρύθμιση των συντάξεων, απείχαν αρκετά από το να υποστηρίζουν τις αναγκαίες λύσεις με την απαιτούμενη ένταση και σαφήνεια. Η συμβολή του προέδρου της επιτροπής, με όλο το βάρος της θέσης του, παρότι πολύτιμη σε πολλά σημεία, έπασχε σε κρίσιμα σημεία από αμφισημίες που αντί να διευκολύνουν τις πολιτικές επιλογές επέτειναν τη γενική σύγχυση.

Για παράδειγμα, η εμμονή στην ανεύρεση πρόσθετων πόρων προσκρούει στο γεγονός ότι πρόσθετοι πόροι της τάξης του 10-15% του ΑΕΠ απλώς δεν υπάρχουν. Η θεσμοθέτηση ειδικού φόρου για τις συντάξεις (κατά το γαλλικό πρότυπο της Contribution Sociale Généralisée) δεν έχει νόημα παρά μόνο στο πλαίσιο της κρατικής επιδότησης των συντάξεων κοινωνικής ασφάλισης, όπως δηλ. στη Γαλλία ή (πολύ πιο άναρχα) στο σύστημα που ίσχυε μέχρι τώρα στην Ελλάδα, το οποίο φυσικά σε καμμία περίπτωση δεν συνιστά «νέα αρχιτεκτονική». Ο πραγματικός διαχωρισμός αλληλεγγύης και ασφάλισης προϋποθέτει τη συγκέντρωση της κρατικής χρηματοδότησης στη βασική σύνταξη, άρα είναι ασύμβατος με τη διαιώνιση των κρατικών επιδοτήσεων στα ταμεία. Παρεμπιπτόντως, ένας τέτοιος διαχωρισμός θα καθιστούσε εντελώς περιττή την επιβολή ειδικού φόρου: το σύνολο της κρατικής δαπάνης για συντάξεις στο ισχύον σύστημα, δηλ. το άναρχα κατανεμημένο 6,3% του ΑΕΠ, θα ήταν αρκετό για τη χρηματοδότηση μιας καθολικής βασικής σύνταξης ύψους 572 ευρώ το μήνα.


5. Το Μνημόνιο Συνεννόησης

Το πόρισμα της επιτροπής ειδικών πέρασε σε δεύτερο πλάνο με την υπογραφή του Μνημονίου Συνεννόησης με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και την κύρωσή του από την Βουλή των Ελλήνων (3 Μαΐου 2010).

Το Μνημόνιο προέτασσε τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση ως άμεση προτεραιότητα της κυβερνητικής πολιτικής, και παρουσίαζε το λεπτομερές περίγραμμά της. Οι συστάσεις της μεικτής επιτροπής ΔΝΤ-ΕΚΤ-ΕΕ, οι οποίες ήταν ταυτόχρονα δεσμεύσεις της Ελληνικής κυβέρνησης, αφορούσαν μεταβατικά μέτρα αλλά και τα κύρια χαρακτηριστικά του νέου συστήματος.

Όσον αφορά τα μεταβατικά μέτρα, το Μνημόνιο πρότεινε περιορισμό του κατακερματισμού του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με συγχωνεύσεις σε τρία ταμεία (μισθωτών, αυτοαπασχολουμένων, αγροτών), καθώς και τη θέσπιση ενιαίων κανόνων για όλους τους τωρινούς και μελλοντικούς εργαζόμενους. Επίσης, τη διαμόρφωση ενιαίου ορίου ηλικίας στα 65 έτη ακόμη και για τις γυναίκες στο δημόσιο τομέα έως το 2013, τη σταδιακή αύξηση της ελάχιστης περιόδου ασφάλισης για πλήρη σύνταξη από 37 σε 40 έτη έως το 2015, τη βαθμιαία επέκταση των συντάξιμων αποδοχών στο σύνολο του εργασιακού βίου, τον περιορισμό της πρόωρης συνταξιοδότησης με ουσιαστική αναθεώρηση του καταλόγου βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, την εισαγωγή αυστηρότερων όρων για τη χορήγηση συντάξεων αναπηρίας και την τακτική επανεξέταση τους, καθώς και τη μείωση του ανώτατου ορίου συντάξεων.

Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του νέου συστήματος, το Μνημόνιο συνέστησε την εισαγωγή εγγυημένου εισοδήματος ηλικιωμένων με εισοδηματικά κριτήρια για την προστασία των ευάλωτων ομάδων, καθώς και την ενδυνάμωση της σχέσης μεταξύ των εισφορών που καταβάλλονται και των παροχών που λαμβάνονται με τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης βάσει μέσου ετήσιου ποσοστού αναπλήρωσης της τάξης του 1,2%. Επίσης, την εισαγωγή αυτόματου μηχανισμού προσαρμογής κάθε τρία χρόνια από το 2020 για την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης καθώς αυξάνεται το προσδόκιμο επιβίωσης, την τιμαριθμοποίηση των συντάξεων, και τη μείωση της σύνταξης (κατά 6% ετησίως) για όσους συνταξιοδοτούνται μεταξύ των ηλικιών 60 και 65 με περίοδο ασφάλισης κάτω των 40 ετών.

Όπως μπορεί να συμπεράνει ο ψύχραιμος αναγνώστης, παρά τη ρητορεία για την «πιο άγρια κοινωνική βαρβαρότητα που ζήσαμε ποτέ», πρόκειται εν πολλοίς για κατάλογο ρυθμίσεων που είναι αυτονόητες στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, ενώ αποτέλεσαν κοινό τόπο των μεταρρυθμιστικών σχεδίων της κεντροαριστεράς από το 1990 και μετά.


6. Το αρχικό νομοσχέδιο

Μια εβδομάδα ακριβώς μετά την κύρωση του Μνημονίου Συνεννόησης (10 Μαΐου 2010) δόθηκε στη δημοσιότητα το σχέδιο νόμου που επεξεργάστηκε το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Οι αναντιστοιχίες μεταξύ τους ήταν κραυγαλέες. Κατ’αρχήν, το ασφαλιστικό νομοσχέδιο δεν περιελάμβανε τις δεσμεύσεις του Μνημονίου για πλήρη σύνταξη στα 65, ή μετά από 40 έτη ασφάλισης, ούτε εκείνες για την ταχύτητα μετάβασης από το ισχύον στο νέο σύστημα. Επιπλέον, η αρχιτεκτονική του νέου ασφαλιστικού όπως περιγραφόταν στο αρχικό νομοσχέδιο είχε σοβαρά δομικά προβλήματα – κυρίως τα εξής:

Πρώτον, αντί των τριών ταμείων που ανέφερε το Μνημόνιο, το νομοσχέδιο προέβλεπε ότι οι δημοσιογράφοι, οι υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και οι ιατροί, δικηγόροι και μηχανικοί θα ασφαλίζονται σε χωριστούς φορείς. Καμμία επίσημη εξήγηση δεν δόθηκε για την πρόβλεψη αυτή.

Δεύτερον, το νομοσχέδιο προέβλεπε ότι ο κάθε ασφαλισμένος θα μπορεί να λαμβάνει τη βασική σύνταξη όποτε αποφασίζει να συνταξιοδοτηθεί. Μια τέτοια ρύθμιση αδικούσε τους ασφαλισμένους που συνταξιοδοτούνται στα 65 έναντι όσων επιλέγουν να συνταξιοδοτηθούν νωρίτερα, ενώ ταυτόχρονα εισήγαγε κίνητρα πρόωρης αποχώρησης – και άρα διόγκωσης των ελλειμμάτων. Υπενθυμίζεται ότι τόσο η διεθνής εμπειρία όσο και η απλή λογική υποδεικνύουν ότι η βασική σύνταξη, επειδή ακριβώς χρηματοδοτείται από το κράτος, πρέπει να χορηγείται με την συμπλήρωση του ίδιου ορίου ηλικίας για όλους.

Τρίτον, η αναλογική σύνταξη του νομοσχεδίου, αντί να είναι εξίσου ανταποδοτική για όλους, αδικούσε τους ασφαλισμένους με λιγότερα έτη ασφάλισης και χαμηλότερες αποδοχές. Συγκεκριμένα, το ετήσιο ποσοστό αναπλήρωσης κυμαινόταν από 0,7% (1-15 έτη ασφάλισης, συντάξιμες αποδοχές έως 850 ευρώ το μήνα) έως 3% (37+ έτη ασφάλισης, αποδοχές πάνω από 4.200 ευρώ το μήνα). Συνεπώς, το τελικό ποσοστό αναπλήρωσης θα κλιμακωνόταν ανάλογα με τα ένσημα και τις αποδοχές κάθε ασφαλισμένου. Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση εμφανιζόταν να τηρεί κατά μέσο όρο τη δέσμευση για ετήσιο ποσοστό αναπλήρωσης της τάξης του 1,2%, όπως πρότεινε το Μνημόνιο. Όμως, η κλιμάκωσή του απειλούσε να μειώσει τόσο πολύ την ανταποδοτικότητα των εισφορών για τόσο πολλούς εργαζόμενους στο μέλλον, ώστε τα κίνητρα για ασφάλιση και καταβολή εισφορών θα εξασθένιζαν σε επικίνδυνο βαθμό (βλ. Διάγραμμα 2).

Διάγραμμα 2
Ποσοστό αναπλήρωσης της αναλογικής σύνταξης, ανά ασφαλιστική κλάση και ανάλογα με τη διάρκεια της περιόδου ασφάλισης
(αρχικό σχέδιο νόμου)

Η πηγή και των τριών αυτών δομικών προβλημάτων θα πρέπει να αναζητηθεί όχι στο Μνημόνιο αλλά στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων: συγκεκριμένα, στην απόπειρα του τελευταίου να περιγράψει με τη γλώσσα του πρώτου μια «νέα αρχιτεκτονική» που να απέχει όσο το δυνατόν λιγότερο από την παλαιά – και να είναι έτσι καταδικασμένη να ανακυκλώνει τις αδικίες και τα ελλείμματα του ισχύοντος συστήματος.


7. Ο Ν3863/2010

Το τελικό νομοσχέδιο κατατέθηκε στις 25 Ιουνίου 2010 και εγκρίθηκε με μικρή πλειοψηφία από τη Βουλή στις 12 Ιουλίου 2010. Την ψήφιση του νόμου 3863 «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» ακολούθησε εκείνη του νόμου 3865 «Μεταρρύθμιση Συνταξιοδοτικού Συστήματος του Δημοσίου και συναφείς διατάξεις». Οι δύο νόμοι καθιστούν αυστηρότερες τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης για όσους πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν τα επόμενα χρόνια, ενώ επίσης περιγράφουν την αρχιτεκτονική του συστήματος που θα ισχύσει από το 2015.

Όσον αφορά τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης όσων πρόκειται να βγουν στη σύνταξη πριν το 2015, οι σπουδαιότερες αλλαγές είναι οι εξής: Κατ’ αρχήν, δεν θίγονται καθόλου όσοι θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης μέσα στο 2010, οι οποίοι συνταξιοδοτούνται με τις προϋποθέσεις που ίσχυαν πριν από την ψήφιση των νόμων 3863 και 3865. Επίσης, από το 2011 αυξάνεται σταδιακά η ηλικία συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών ανεξαρτήτως αριθμού παιδιών. Για παράδειγμα στο Δημόσιο το όριο από το 2013 γίνεται 65 έτη για πλήρη σύνταξη ή 60 έτη για μειωμένη σύνταξη, με την εξαίρεση ασφαλισμένων με ανάπηρο παιδί ή σύζυγο (60 έτη για πλήρη σύνταξη). Ταυτόχρονα, από το 2011 αυξάνεται σταδιακά η ελάχιστη διάρκεια ασφάλισης που απαιτείται για συνταξιοδότηση. Για παράδειγμα στο Δημόσιο το όριο από το 2013 γίνεται 25 έτη για άνδρες και γυναίκες ανεξαρτήτως αριθμού παιδιών. Επιπλέον, αναγνωρίζεται πλασματικός χρόνος ασφάλισης στις μητέρες (έως 5 έτη για τρία παιδιά), καθώς και στους υπόλοιπους ασφαλισμένους με την εξαγορά εισφορών που αντιστοιχούν στη στρατιωτική θητεία, σε περίοδο ανεργίας κτλ. Ο συνολικός χρόνος που μπορεί να αναγνωριστεί αυξάνεται σταδιακά από 4 έτη το 2011 σε 7 έτη το 2014, ενώ θα προσμετράται τόσο στη θεμελίωση του δικαιώματος συνταξιοδότησης όσο και κατά τον υπολογισμό της σύνταξης. Τέλος, επιβάλλεται Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων από τον Αύγουστο 2010, το ύψος της οποίας κυμαίνεται από 3% (για συντάξεις 1.400-1.700 ευρώ το μήνα) έως 10% (για συντάξεις πάνω από 3.500 ευρώ το μήνα), ενώ εξαιρούνται οι συντάξεις κάτω από 1.400 ευρώ το μήνα.

Όσον αφορά την αρχιτεκτονική του νέου συστήματος, η μεταρρύθμιση απομακρύνεται από την παραδοσιακή κοινωνική ασφάλιση του μοντέλου Bismarck, και προσεγγίζει ένα σύστημα πολλών επιπέδων που διαχωρίζει τις ανταποδοτικές από τις μη ανταποδοτικές παροχές, με την καταβολή από το 2015 βασικής και αναλογικής σύνταξης. Πιο συγκεκριμένα:

Η βασική σύνταξη ορίζεται σε 360 ευρώ το μήνα, σε τιμές 2010, και θα καταβάλλεται 12 φορές ανά έτος. Οι προϋποθέσεις χορήγησής της διαφοροποιούνται ανάλογα με το εάν ο ασφαλισμένος δικαιούται αναλογική σύνταξη ή όχι. Εάν ναι, η βασική σύνταξη χορηγείται χωρίς άλλες διαδικασίες, πλήρης στα 65 έτη ή μειωμένη κατά 6% κατά έτος σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος επιλέγει να συνταξιοδοτηθεί νωρίτερα. Εάν όχι, η βασική σύνταξη χορηγείται με εισοδηματικά κριτήρια (5.400 ευρώ για το ατομικό και 10.800 ευρώ για το οικογενειακό εισόδημα), και όχι νωρίτερα από τα 65 έτη. Επίσης, στη δεύτερη περίπτωση, η βασική σύνταξη μειώνεται κατά 2,86% ανά έτος όταν ο δικαιούχος έχει ζήσει στην Ελλάδα για λιγότερα από 35 έτη μεταξύ των ηλικιών των 15 και των 65 ετών.

Η αναλογική σύνταξη θα υπολογίζεται ως το γινόμενο των μέσων διά βίου συντάξιμων αποδοχών (σε τρέχουσες τιμές), επί ένα ετήσιο ποσοστό αναπλήρωσης που κυμαίνεται από 0,8% (1-15 έτη ασφάλισης) έως 1,5% (40+ έτη ασφάλισης), επί τον αριθμό των ετών ασφάλισης (βλ. Διάγραμμα 3). Παραλείφθηκε η πρόβλεψη του αρχικού νομοσχεδίου περί κλιμάκωσης του ποσοστού αναπλήρωσης ανάλογα με τις συντάξιμες αποδοχές (όχι απλώς σύμφωνα με τη διάρκεια της περιόδου ασφάλισης) κάθε ασφαλισμένου.

Διάγραμμα 3
Ποσοστό αναπλήρωσης της αναλογικής σύνταξης, ανάλογα με τη διάρκεια της περιόδου ασφάλισης
(Ν3863/2010)

Επιπλέον, παρέχεται εγγύηση κατώτατης σύνταξης σε όσους συνταξιοδοτούνται με 15 τουλάχιστον έτη ασφάλισης. Υπό αυτόν τον όρο, το άθροισμα βασικής και αναλογικής σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται από το ισοδύναμο των 15 κατώτατων ημερομισθίων ανειδίκευτου εργάτη , όπως θα ορίζονται στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του 2015. (Με τα σημερινά δεδομένα, η εγγύηση κατώτατης σύνταξης θα ήταν περίπου 500 ευρώ το μήνα.)

Από την άλλη, όλες οι συνταξιοδοτικές παροχές από το 2015 θα αναπροσαρμόζονται με το μέσο όρο της αύξησης του ΑΕΠ και του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, που δεν μπορεί όμως να υπερβαίνει την αύξηση του τελευταίου. Κατά συνέπεια, η αγοραστική αξία των συντάξεων θα παραμένει σταθερή όταν η αύξηση του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερη από τον πληθωρισμό, ενώ θα μειώνεται όταν συμβαίνει το αντίθετο.

Τέλος, η μετάβαση στο νέο σύστημα θα είναι άμεση. Συγκεκριμένα, η σύνταξη όσων είναι ήδη ασφαλισμένοι το 2010 και θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης μετά το 2015 θα υπολογίζεται αναλογικά: με το παλαιό σύστημα για τα έτη ασφάλισης έως και το 2010, με το νέο σύστημα για τα έτη ασφάλισης από το 2011 και μετά. Όπως είναι φυσικό, η σύνταξη όσων ασφαλίζονται για πρώτη φορά από το 2015 και μετά, θα υπολογίζεται εξ ολοκλήρου με τους κανόνες του νέου συστήματος.


8. Ανοικτά ζητήματα

Πώς μπορεί να αποτιμήσει κανείς την συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση με βάση τα κριτήρια της οικονομικής αποδοτικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης; Οι κύριες ενστάσεις μου είναι οι εξής:

Πρώτον, διατηρείται η χωριστή ασφάλιση δημοσιογράφων, υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και «επιστημόνων» (δηλ. ιατρών, δικηγόρων και μηχανικών – αλλά όχι ερευνητών και καθηγητών πανεπιστημίου), καθώς και η υπαγωγή των ασφαλισμένων του ΟΓΑ σε διαφορετικό ασφαλιστικό καθεστώς, με ευνοϊκότερους όρους. Ο κατακερματισμός του συστήματος υπήρξε στο παρελθόν ένας από τους μηχανισμούς απονομής προνομίων σε ισχυρές ομάδες σε βάρος της κοινωνίας. Η ανησυχία αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι οι κρατικές ενισχύσεις δεν περιορίζονται στη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης, ενώ οι περιβόητοι «κοινωνικοί πόροι» δεν καταργούνται. Όμως, χωρίς ενοποίηση του συστήματος συντάξεων, χωρίς πλήρη κατάργηση όλων των κοινωνικών πόρων, και χωρίς στήριξη του εισοδήματος των ηλικιωμένων από το κράτος επί ίσοις όροις ανεξαρτήτως ασφαλιστικού ταμείου ή επαγγελματικού κλάδου, η «νέα αρχιτεκτονική» κινδυνεύει να αναπαράγει τις ανισότητες της παλαιάς.

Δεύτερον, εξαιρούνται από τις μεταβατικές διατάξεις που αφορούν τα νέα όρια ηλικίας και τα απαιτούμενα έτη ασφάλισης όσοι προσελήφθησαν πριν από το 1983 στις Τράπεζες, τις ΔΕΚΟ, τα ταμεία του Τύπου, καθώς και οι ένστολοι (ανεξαρτήτως έτους πρόσληψης). Και πάλι, οι εξαιρέσεις αυτές διαιωνίζουν τις σημερινές ανισότητες. Η ενιαία μεταχείριση όλων των ασφαλισμένων, ανεξαρτήτως ασφαλιστικού ταμείου ή επαγγελματικού κλάδου, αποτελεί στοιχειώδη προϋπόθεση ισονομίας.

Τρίτον, η βασική σύνταξη διαφοροποιείται ανάλογα με το εάν ο ασφαλισμένος δικαιούται αναλογική σύνταξη ή όχι. Η διαφοροποίηση αυτή είναι ξένη με τον χαρακτήρα της βασικής σύνταξης, ενώ εισάγει ανεπίτρεπτες διακρίσεις μεταξύ ασφαλισμένων με λίγο λιγότερα ή λίγο περισσότερα από 15 έτη ασφάλισης. Η χορήγηση βασικής σύνταξης σε κάθε ηλικιωμένο που πληρεί τις προϋποθέσεις ηλικίας και διαμονής, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια, θα εξάλειφε τις διακρίσεις και θα μείωνε το διοικητικό κόστος, ενώ η αύξηση της συνολικής δαπάνης για συντάξεις από την ενοποίηση των κριτηρίων χορήγησης θα ήταν σχετικά μικρή.

Τέταρτον, η μείωση του ποσού της βασικής σύνταξης κατά 6% το χρόνο σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδότησης αποτελεί ασθενές κίνητρο παραμονής στην εργασία και συνιστά άνιση μεταχείριση των ασφαλισμένων. Η χορήγηση της βασικής σύνταξης από την ηλικία των 65 σε όλους χωρίς εξαιρέσεις, ανεξαρτήτως της ηλικίας απονομής της αναλογικής σύνταξης, θα απλούστευε τους κανόνες και θα αποκαθιστούσε τα κίνητρα.

Πέμπτον, παρότι η κλιμάκωση του ετήσιου ποσοστού αναπλήρωσης της αναλογικής σύνταξης ανάλογα με την ασφαλιστική κλάση (που υπήρχε στο αρχικό σχέδιο νόμου) απαλείφθηκε, διατηρείται η κλιμάκωση ανάλογα με τη διάρκεια της ασφάλισης. Αν και θεωρητικά η κλιμάκωση αυτή δίνει κίνητρα παραμονής στην εργασία προς το τέλος του εργάσιμου βίου, στην πραγματικότητα εξασθενεί τα κίνητρα για καταβολή εισφορών στην αρχή του εργάσιμου βίου – εκεί δηλαδή που η εισφοροδιαφυγή είναι συνηθέστερη. Το σημείο αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς η αγορά εργασίας γίνεται όλο και πιο ευέλικτη, καθώς κινδυνεύει να είναι όλο και πιο επισφαλής για όλο και πιο πολλούς εργαζόμενους, καθώς όλο και περισσότεροι εργοδότες προσπαθούν να απαλλαγούν με νόμιμους ή παράνομους τρόπους από τα βάρη της κοινωνικής ασφάλισης.

Ορισμένες δευτερεύουσες διατάξεις του νομοσχεδίου είναι επίσης προβληματικές. Τα επτά πλασματικά έτη ασφάλισης λόγω μητρότητας, ασθένειας, ανεργίας, σπουδών, στρατιωτικής θητείας, ακόμη και απεργίας (!) είναι πολλά, διαθέσιμα σε πολλούς – άρα υπονομεύουν τις προσπάθειες αύξησης της διάρκειας ασφάλισης. Η καταβολή βασικής σύνταξης σε αναπήρους ανεξαρτήτως ηλικίας και ταυτόχρονα με τα επιδόματα ΑμΕΑ, τα οποία επίσης είναι άνισα και κατακερματισμένα, δεν είναι ορθολογική. Το καθεστώς των «βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων» προς το παρόν (;) διαιωνίζεται. Τέλος, η αναπροσαρμογή των μελλοντικών συντάξεων με ένα ποσοστό που θα υπολείπεται του πληθωρισμού, όταν αυτός υπερβαίνει το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ, μειώνει την αγοραστική αξία των συντάξεων σε βάθος χρόνου, ενώ αυξάνει το χάσμα που χωρίζει τους μελλοντικούς συνταξιούχους από τους μελλοντικούς εργαζομένους.

Παρόλο που οι παραπάνω ενστάσεις θα πρέπει να αποτελέσουν έναυσμα για την επανεξέταση των σχετικών ρυθμίσεων σε μια επόμενη φάση, ο νόμος 3863 συνιστά σημαντικό βήμα προς την εγκαθίδρυση ενός βιωσιμότερου, δικαιότερου και διαφανέστερου συστήματος συντάξεων. Το βήμα αυτό όμως θα παραμένει ατελές όσο διατηρούνται ακόμη στοιχεία του πελατειακού και αποσπασματικού χαρακτήρα του προηγούμενου συστήματος.

Η υποχρέωσή μας να προχωρήσουμε σε ραγδαίες αλλαγές απότομα και σε μικρό χρονικό διάστημα θα είναι οπωσδήποτε πηγή προβλημάτων. Δυστυχώς, όμως, σε μεγάλο βαθμό κάτι τέτοιο ήταν αναπόφευκτο: αφενός επειδή σπαταλήσαμε είκοσι χρόνια σε σχέση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, όπου η απαιτούμενη προσαρμογή έγινε έγκαιρα, αφετέρου επειδή οι συνθήκες της οικονομίας μας δεν αφήνουν πλέον πολλά περιθώρια ηπιότερης προσαρμογής.


Η ριζική – αν και σε καμμία περίπτωση οριστική – επίλυση του ασφαλιστικού προβλήματος διά του νόμου 3863 αποτελεί ευκαιρία να διευρυνθεί η θεματολογία του δημόσιου διαλόγου για την κοινωνική πολιτική. Ο υπερτροφισμός των συντάξεων, οι δημοσιονομικοί πόροι που αυτές απορροφούσαν (και ακόμη απορροφούν), καθώς και οι «πολιτικοί πόροι» που επίσης σπαταλήθηκαν στην εικοσαετή διαμάχη για το ασφαλιστικό, επεσκίασαν – και σε μεγάλο βαθμό εμπόδισαν – τη συζήτηση για την ενδυνάμωση του διχτυού κοινωνικής ασφάλειας στην Ελλάδα. Και όμως, τη στιγμή που η χώρα διέρχεται μια βαθειά οικονομική κρίση με σοβαρές κοινωνικές προεκτάσεις, τα κενά του συστήματος κοινωνικής προστασίας παραμένουν μεγάλα.

Παρότι η παιδική φτώχεια είναι υψηλή και αυξάνεται τα τελευταία χρόνια, οι περισσότερες φτωχές οικογένειες με παιδιά λαμβάνουν ελάχιστη ή καθόλου εισοδηματική στήριξη (ενώ αντίθετα, οι πολύτεκνοι και οι εργαζόμενοι στις Τράπεζες και τις ΔΕΚΟ απολαμβάνουν γενναιόδωρες οικογενειακές παροχές) .

Παρότι σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ η ανεργία πρόκειται να εκτιναχθεί στο 14,6% το 2011 (από 7,7% το 2008), ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων που εισπράττουν το σχετικό επίδομα δεν υπερβαίνει τα 733 άτομα (ποσοστό κάλυψης 0,5%).

Παρότι η αξιόλογη αύξηση των αγροτικών συντάξεων, του ΕΚΑΣ και της σύνταξης ανασφαλίστων τα τελευταία χρόνια μείωσε τη φτώχεια των ηλικιωμένων, πολλοί εξακολουθούν να μην λαμβάνουν την εισοδηματική στήριξη που δικαιούνται.

Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα παραμένει η μοναδική χώρα της ΕΕ που δεν διαθέτει ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ούτε καν σε τοπικό επίπεδο.

Παρά τις περί του αντιθέτου κοινοτοπίες, η υπογραφή του Μνημονίου Συνεννόησης και η κρίση της οικονομίας δεν σηματοδοτούν αναγκαστικά το τέλος του κοινωνικού κράτους στη χώρα μας. Αντίθετα, η εφαρμογή του νόμου 3863 μπορεί να θέσει τις βάσεις για μια πιο ισόρροπη κατανομή της κοινωνικής δαπάνης, και να ανοίξει το δρόμο για μια σύγχρονη κοινωνική πολιτική που δεν θα εξαντλείται στις συντάξεις και δεν θα ταυτίζεται με την κοινωνική ασφάλιση.

30 Σεπτεμβρίου 2010

La crisi e lo stato sociale in Grecia

Ομιλία στο 3ο ετήσιο συνέδριο της Ιταλικής Εταιρείας Κοινωνικής Πολιτικής στη Νάπολη (30 Σεπτεμβρίου - 2 Οκτωβρίου 2010)

Care colleghe e cari colleghi

Inanzitutto vorrei ringraziare gli organizzatori di questa conferenza per avermi invitato a parlare a voi. Seguo con molto interesse gli sviluppi di politica sociale in Italia, e le analisi di studiosi italiani. Lo scambio di idee fra ricercatori sudeuropei, soprattutto nelle scienze sociali, di solito avviene tramite strumenti troppo spesso ideati per descrivere altre realtà, e raramente in modo diretto. Ho sempre ritenuto che questo sia un peccato: abbiamo tanto da imparare gli uni dagli altri, sia dai nostri successi che dai nostri fallimenti.

Il mio breve discorso riguarda uno di questi fallimenti. Chiaramente, non è questo il momento né il luogo per un'analisi approfondita delle cause della crisi greca, ammesso che ne sarei capace. Mi limito a ricordare che nel maggio 2010, il nostro governo è stato costretto ad ammettere di fatto l’impossibilità di finanziare il disavanzo fiscale e il debito nazionale attraverso la vendita di titoli di stato nei mercati internazionali, se non a tassi proibitivi. Il default è stato evitato solo grazie all’intervento congiunto di Commissione Europea, Banca Centrale Europea e Fondo Monetario Internazionale (la cosiddetta “troika”).

La grandezza degli aiuti concordati non ha precedenti nella storia della finanza internazionale: 110 miliardi di euro, sufficienti per coprire il fabbisogno dello stato per tre anni. In cambio, il governo greco ha dovuto far approvvare dal parlamento un “Memorandum di politiche economiche e finanziarie”. Il Memorandum detta in modo dettagliato l’azione governativa dei prossimi tre anni, e prevede tagli di spesa e aumenti di tasse atti a ridurre il disavanzo fiscale al 3% del Pil nel 2014 (dall’attuale 13,6%). É chiaro che l’incisività di queste misure è (anche quella) senza precedenti.

La crisi greca non è ancora finita; forse siamo solo all’inizio. Per un bilancio definitivo dei suoi effetti sociali è troppo presto: bisognerebbe aspettare molti anni ancora. Quello che invece vorrei fare oggi è esaminare il rapporto fra crisi e stato sociale. La mia tesi è che questo rapporto è molto più complesso di quanto possa apparire.

Da un lato, tra i fattori che hanno fatto precipitare la crisi spiccano i fallimenti dello stesso “Welfare state alla greca”, soprattutto l’ammontare vertiginoso della spesa pensionistica in un futuro non troppo lontano.

Dall’altro lato, la crisi sicuramente cambierà (forse radicalmente) lo stato sociale greco: lo priverà di risorse essenziali, ma allo stesso tempo indurrà o accelererà riforme da molto tempo auspicate da molti.

Infine, per lo stato sociale greco la crisi rappresenta una sfida enorme, mettendo in questione la sua capacità di funzionare da ammortizzatore degli effetti della crisi sulle vite delle persone che ne restano vittime. Se il tempo permette, vorrei concludere con alcune riflessioni sul futuro della politica sociale greca nell’attuale clima avverso.

1.
Comincio dallo stato sociale come fattore della crisi. Il caso greco sembra convalidare le previsioni pessimiste di un vecchio filone di pensiero che enfattizzava il ruolo della spesa sociale nella crisi fiscale dello stato, e che in certi casi arrivava ad ipotizzare l’incompatibilità fra capitalismo e democrazia. Le riforme attuate in molti paesi europei hanno smentito queste previsioni, riuscendo a rendere più sostenibile la spesa sociale, spesso senza fatalmente indebolire lo stato sociale come molti temevano. Ma non in Grecia, dove la spesa sociale ha continuato a crescere, spesso senza corrispondenti miglioramenti in termini di qualità di servizi o di adeguatezza di prestazioni.

Si potrebbe benissimo riassumere l’attuale sistema pensionistico greco usando la formula “labirinto delle pensioni”, inventata per descrivere il sistema italiano precedente alle riforme Amato e Dini.

Un sistema frammentato: centinaia di schemi che seguono ognuno regole diverse, dove le categorie più agiate (i medici, gli ingegneri, i bancari, gli impiegati statali) godono dei privilegi più vantaggiosi.

Un sistema ipertrofico: le pensioni forniscono il 24,1% del reddito disponibile della famiglia media, mentre tutte le altre prestazioni sociali (indennità di disoccupazione, assegni familiari, sussidi di abitazione) corrispondono a non più del 3,7% dei redditi familiari messe insieme.

Un sistema insostenibile: le proiezioni della spesa pensionistica prevedono che quella greca dall’attuale 12,6% del Pil a salirà al 24,8% nel 2050, mentre nello stesso arco di tempo quella italiana passerà dal 14,0% al 14,7%.

Infine un sistema inìquo: sia perchè una spesa di tale misura fa scempio del contratto intergenerazionale che dovrebbe stare al cuore di ogni sistema pensionistico; sia perchè anche in termini intragenerazionali l’attuale sistema funziona male, creando più diseguaglianza di reddito e riducendo la povertà degli anziani meno di altri sistemi europei.

Eppure questo sistema (frammentato, ipertrofico, insostenibile e, soprattutto, inìquo) si è rivelato resistente ad ogni cambiamento sostanziale per almeno venti anni.

La lunga storia di riforme fallite (o abortite di fronte reazioni violente, o compromesse da concessioni eccessive alle categorie interessate) è stata raccontata altrove, da me come da altri. Certo, riformare le pensioni è politicamente difficile dappertutto. Ma quello che caratterizza il caso greco è l’egoismo estremo delle categorie privilegiate (nonostante il loro tentativo di dissimularlo con un linguaggio tutto diritti e conquiste sociali), la timidezza dei governi (loro stessi permeati da interessi di parte), e la debolezza delle coalizioni argomentative (advocacy coalitions) a favore di una riforma equa e sostenibile.

É stato davvero impressionante osservare il dibattito sulle pensioni l’estate scorsa. L’obbligo di far rientrare la spesa pensionistica è stato presentato dai politici, e percepito dall’opinione pubblica, come una perdita netta (seppure, per alcuni, inevitabile). L’idea che dovremmo alleggerire il peso dei nostri eccessi sulle generazioni future non è neanche figurata nel dibattito.

Ironicamente, quasi gli unici a cui premeva rendere sostenibile la spesa pensionistica pare fossero i rappresentanti della troika Ce-Bce-Fmi. Certamente, più per difendere gli interessi di chi ha investito sui titoli di stato greco di medio e lungo termine, che per amore nei confronti dei nostri figli e nipoti. Ma certo ciò non rende meno triste la miopia della società greca e dei suoi rappresentanti politici.

2.
Passo ora agli effetti della crisi sullo stato sociale greco. Due tipi di effetti si possono distinguere. Il primo consiste in tagli di prestazioni sociali come parte della politica di austerità con cui il governo sta cercando di ridurre il deficit. Il secondo riguarda le riforme previste nel Memorandum dettato dalla troika Ce-Bce-Fmi, firmato dal governo e approvato dal parlamento come condizione sine qua non per il versamento (a rate) dei sostegni finanziari concordati. Sia i tagli che le riforme interessano soprattutto le pensioni.

Per quanto riguarda le misure di austerità adottate la primavera scorsa, si può calcolare che per le pensioni a 1.000 euro al mese il taglio complessivo è pari al 9%, mentre per quelle sopra i 3.500 euro al mese supera il 23%.

Per quanto riguarda le riforme, già nel luglio scorso è stata varata una nuova legge sulle pensioni. Il passaggio rapido della riforma è un caso emblematico del concetto di “giuntura critica”: dopo uno stallo di quasi due decenni, la legge ha concluso il suo iter politico e parlamentare nel giro di soli due mesi dalla messa in vigore del Memorandum.

La riforma, forse la più significativa nella storia dello stato sociale greco, rappresenta una rottura almeno parziale rispetto alla logica bismarckiana tradizionale. Secondo la nuova legge, una nuova architettura pensionistica prenderà forma a partire dal 2015.

Il primo pilastro sarà la pensione di base, piuttosto modesta (a 360 euro mensili) ma quasi universale.

Il secondo pilastro sarà la pensione proporzionale, con aliquote di rendimento annuo che partono dallo 0,8% per periodi contributivi di meno di 15 anni, e arrivano all’ 1,5% per carriere che superano i 40 anni.

Inoltre, la legge garantisce una pensione minima a chi andrà in pensione con almeno 15 anni contributivi, il cui valore oggi sarebbe pari a quasi 500 euro al mese.

Chiaramente, la nuova legge è stata attaccata da destra e sinistra come crudele e liberista. Si noti che lo stesso è stato detto di tutti i tentativi di riforma pensionistica dall’inizio degli anni novanta in poi. Personalmente ritengo che la riforma meriti una valutazione più articolata.

É senz’altro vero che le pensioni future saranno più basse di quelle di oggi (nel caso dei professori universitari, fino al 52% in meno). In un certo senso, visto il deragliamento della spesa pensionistica, questo non poteva che essere l’obiettivo principale della riforma.

D’altra parte, la nuova architettura pensionistica incorpora molti dei principi di un sistema equo e sostenibile. Negli ultimi vent’anni, disegni di riforma non troppo dissimili furono proposti (ovviamente senza successo) da me come da altri studiosi vicini al centrosinistra.

Per il resto, pare che il governo abbia lottato con la delegazione congiunta Ce-Bce-Fmi per ottenere esenzioni e clausole di salvataggio per le categorie protette. A giornalisti, medici, avvocati, ingegneri e impiegati della Banca di Grecia è stato riconosciuto il “diritto” di mantenere i loro schemi previdenziali separati. Impiegati statali e parastatali assunti prima del 1983 sono esenti dai provvedimenti restrittivi della nuova legge. Infine la riforma non riguarda affatto gli agricoltori (le cui pensioni vengono calcolate secondo regole molto più vantaggiose). In tutti questi sensi la riforma devia dal principio di eguaglianza di trattamento.

3.
La questione finale che vorrei sollevare è la capacità dello stato sociale greco di aiutare le persone a reggere l’impatto della crisi. Che questo impatto sarà fortissimo si può dare per scontato. Secondo le previsioni (forse ottimiste) del Fondo monetario internazionale, nel 2011 il Pil sarà sceso dell’ 8,4% rispetto al suo livello nel 2008, mentre il tasso di disoccupazione ufficiale sarà salito al 14,6% (dal 7,7% nel 2008) e rimarrà sopra il 14% almeno fino al 2015.

Qui il problema principale è l’inadeguatezza degli ammortizzatori sociali e la loro interazione problematica con le realtà del mercato del lavoro. Quest’ultimo, in Grecia come in Italia, è segnato da una vera e propria polarizzazione tra iper-protetti insiders (soprattutto nel settore pubblico) e poco protetti outsiders (immigrati precari e giovani e/o donne con contratti di breve termine).

Fra di loro si colloca una terza categoria dei midsiders, proposta recentemente da tre colleghi italiani per delineare la situazione dei lavoratori regolarmente occupati nel settore formale privato, ma sottoprotetti rispetto agli insiders in termini di accesso a protezioni legali e sociali. La riforma dello scorso luglio, intenta a favorire la flessibilità senza badare troppo alla sicurezza, ha reso i licenziamenti più facili e meno costosi per i datori di lavoro, e con ciò ha spostato la posizione dei midsiders verso quella degli outsiders.

Con ogni probabilità, l’impatto occupazionale della crisi economica sarà asimmetrico. Gli insiders hanno già subìto tagli di stipendio in media pari al 13%, ma nel settore pubblico le perdite di posti sono limitate e interessano solo il numero esiguo di lavoratori marginali con contratti a termine.

I midsiders non possono sperare in aumenti di stipendio che proteggano il loro potere d’acquisto, ma (a differenza degli statali) hanno almeno mantenuto la tredicesima e la quattordicesima. D’altra parte, per loro la paura di perdere il posto è vera, e si percepisce sempre di più.

Ma è probabile che la crisi colpisca gli outsiders più forte che tutti gli altri. Infatti, le prime indagini statistiche rivelano che i giovani, le donne e gli immigrati costituiscono una parte più rilevante dei nuovi disoccupati che di quelli già senza lavoro.

Allo stesso tempo, gli ammortizzatori sociali (come tutte le altre istituzioni dello stato sociale) sono pensati in rapporto alla realtà, o meglio finzione, del lavoratore fordista che può contare su una carriera lavorativa lunga e senza interruzioni. Fatte su misura di chi ha il posto fisso, tali istituzioni penalizzano invece chi può solo sperare in lavori pagati male, senza prospettive, spesso in nero, alternando periodi di occupazione a periodi di inattività, e di conseguenza difficilmente riesce a soddisfare le condizioni contributive per l’accesso alle prestazioni sociali.

Le carenze della rete di protezione sociale greca sono più evidenti in tre aree: sussidi di disoccupazione (soprattutto quella di lunga durata), assistenza sociale (la Grecia è l’unico paese nell’Ue a non disporre di un sistema, neppure a livello locale, di reddito minimo garantito), e assegni familiari (tranne nel caso degli insiders, bassissimi o non disponibili alle famiglie con uno o due figli).

In parole povere, in Grecia gli ammortizzatori sociali favoriscono meno chi ne ha più bisogno.

4.
A questo punto ci si potrebbe domandare: quale futuro per lo stato sociale greco?

Il governo attuale, del partito socialista, eletto nell’ottobre 2009 con un programma vagamente espansionista, si è subito trovato nella posizione poco invidiabile di dover gestire la peggiore recessione dal dopoguerra, nel contesto di una severa crisi di indebitamento, costretto a chiedere sostegni finanziari all’estero e di conseguenza a sopportare l’umiliazione di pesanti interferenze internazionali sulle azioni di governo per almeno il resto di questa legislatura. In queste circostanze, se il governo dovesse decidere che rafforzare la protezione sociale non è tra le priorità più urgenti sarebbe forse comprensibile.

Comprensibile ma sbagliato - stando almeno all’analisi precedente. Perchè lo stato sociale greco, nella sua forma attuale, non sembra in grado di affrontare la crisi.

Sotto questa luce, rafforzare la protezione sociale tramite una politica sociale riformatrice, piuttosto che un lusso che il paese non si può più permettere, diventa indispensabile per la coesione sociale intesa in senso stretto.

Mi fermo qua. Vi ringrazio per la vostra attenzione.

8 Ιουλίου 2010

Μια (ακόμη) νίκη του πελατειακού κράτους

Δήλωση στο βραδυνό δελτίο ειδήσεων της τηλεόρασης του «ΣΚΑΪ» (Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010) σχετικά με την έναρξη της συζήτησης στη Βουλή για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο.

Η κυβέρνηση επαίρεται ότι κατάφερε να πείσει την τρόικα να μην ενοποιηθούν τελικά τα ασφαλιστικά ταμεία σε 3, όπως προέβλεπε το αρχικό νομοσχέδιο.

Σύμφωνα με το τελικό νομοσχέδιο, οι εργαζόμενοι της ΤτΕ, οι γιατροί-δικηγόροι-μηχανικοί, οι δημοσιογράφοι και λοιποί εργαζόμενοι στον χώρο του Τύπου μπορούν να ασφαλίζονται χωριστά.

Εν τω μεταξύ, στους παραπάνω προστέθηκαν και άλλοι: οι υπάλληλοι της Βουλής, οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ, και ποιος ξέρει πόσοι ακόμη.

Όλες αυτές οι ομάδες υποστηρίζουν την ασφαλιστική αυτονομία τους επικαλούμενες τα υγιή οικονομικά του ταμείου τους. Αυτό όμως δεν τους δίνει το δικαίωμα να αυτοεξαιρούνται από την κοινωνική αλληλεγγύη προς όφελος της αλληλεγγύης της δικής τους ομάδας.

Οποιοδήποτε ταμείο μπορεί να είναι υγιές εάν ασφαλίζει εύπορες ομάδες, εάν έχει ευνοϊκά δημογραφικά χαρακτηριστικά, εάν εισπράττει κοινωνικούς πόρους. Η εξαίρεση των ευγενών ταμείων είναι αντικοινωνική: επιδεινώνει τους όρους ασφάλισης όλων των υπολοίπων.

Πρόκειται συνεπώς για μια εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη: μια (ακόμη) νίκη του πελατειακού κράτους. Η κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να είναι καθόλου υπερήφανη για αυτήν.

5 Ιουλίου 2010

Και πάλι για το ασφαλιστικό ...

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» (Ιούλιος 2010)

Μετά από σοβαρή καθυστέρηση, την Παρασκευή 25 Ιουνίου η κυβέρνηση παρουσίασε τη νέα, οριστική μάλλον μορφή του ασφαλιστικού νομοσχεδίου. Προφανώς, το σημαντικότερο ζήτημα του νομοσχεδίου είναι η μεταρρύθμιση του συστήματος συντάξεων.

Η ανάγκη για μεταρρύθμιση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στα σοβαρά. Όλες οι αναλογιστικές μελέτες (και εκείνες του ΙΝΕ ΓΣΕΕ) δείχνουν ότι η δαπάνη για συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ θα διπλασιαστεί σχεδόν στα επόμενα 40-50 χρόνια. Καμιά κοινωνία δεν μπορεί να αντέξει ένα τέτοιο βάρος. Ιδιαίτερα μια κοινωνία όπως η δική μας, δηλ. με τεράστια υστέρηση στις πολιτικές για την καταπολέμηση της φτώχειας, στις πολιτικές για την προστασία των ανέργων και την προώθηση της απασχόλησης, στις πολιτικές για την υποστήριξη των οικογενειών με παιδιά, στις πολιτικές κατοικίας και ενίσχυσης της στεγαστικής αυτονομίας των νέων, στις πολιτικές κοινωνικής φροντίδας. Η χρηματοδότηση ενός σύγχρονου συστήματος κοινωνικής προστασίας (για να μην αναφερθώ στη χρηματοδότηση της υγείας, της παιδείας, της έρευνας κτλ.) συνεπάγεται ότι η δαπάνη για συντάξεις δεν μπορεί να αυξάνεται με τρόπο ανεξέλεγκτο.

Επί πλέον, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι άδικο, πελατειακό και κατακερματισμένο: πολλά ταμεία που δεν συνιστούν ένα ενιαίο, αλλά πολλά συνταξιοδοτικά συστήματα με διαφορετικούς και ετερόκλητους κανόνες. Πάσχει από έντονες ανισορροπίες μεταξύ ασφαλισμένων και ταμείων. Κύρια συνέπεια αυτού είναι ότι άτομα με ίδια κατά τα άλλα χαρακτηριστικά έχουν εντελώς διαφορετικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Είναι τεράστιες οι διαφορές ανάμεσα στο καθεστώς της μεγάλης πλειοψηφίας (ΙΚΑ, ΟΓΑ, ΤΕΒΕ, ΝΑΤ) και στο καθεστώς των «ευγενών ταμείων», είτε αυτά ασφαλίζουν τμήματα της μισθωτής εργασίας (Δημόσιο, ΔΕΚΟ, τράπεζες) είτε ισχυρές κοινωνικές ομάδες (νομικοί, μηχανικοί, ιατροί, στρατιωτικοί).

Το σύστημα συντάξεων που έχουμε πράγματι αναδιανέμει πόρους και δικαιώματα, αλλά στην αντίθετη κατεύθυνση από τη σωστή. Ευνοεί τους πλούσιους σε βάρος των φτωχών, τους εργαζόμενους του δημοσίου σε βάρος αυτών του ιδιωτικού τομέα, τους ελεύθερους επαγγελματίες σε βάρος των μισθωτών, εκείνους που πλησιάζουν στη συνταξιοδότηση σε βάρος των νέων ασφαλισμένων – και, κυρίως, ευνοεί τη σημερινή γενιά φορτώνοντας δυσβάστακτα βάρη στις επόμενες. Για αυτό, όσοι υπερασπίζονται το σημερινό άδικο κοινωνικά και χρεωκοπημένο οικονομικά σύστημα συντάξεων παρέχουν κάκιστες υπηρεσίες στους εργαζόμενους, σημερινούς και αυριανούς.

Το πρόβλημα, συνεπώς, δεν είναι η μεταρρύθμιση, αλλά ποια μεταρρύθμιση, πότε, με ποιους όρους. Το ζήτημα είναι μια λύση του ασφαλιστικού που να είναι δίκαιη κοινωνικά, όχι μόνο βιώσιμη οικονομικά. Με βάση αυτό το κριτήριο, θεωρώ το νομοσχέδιο της κυβέρνησης κατώτερο των περιστάσεων, παρά τις βελτιώσεις σε σχέση με το αρχικό σχέδιο.

Κατά τη γνώμη μου, η αρχιτεκτονική του νέου ασφαλιστικού που παρουσίασε ο Υπουργός Εργασίας έχει σοβαρά προβλήματα. Οι κύριες ενστάσεις μου είναι οι εξής:

Πρώτον, αντί να πάμε σε ένα ενιαίο σύστημα, ή έστω σε τρία ταμεία (μισθωτών, αυτοαπασχολουμένων, αγροτών), το νομοσχέδιο προβλέπει ότι οι δημοσιογράφοι, οι υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και οι «ανεξάρτητοι επαγγελματίες» (δηλ. ιατροί, δικηγόροι και μηχανικοί) θα ασφαλίζονται σε χωριστούς φορείς. Καμμία επίσημη εξήγηση δεν έχει δοθεί για την πρόβλεψη αυτή. Θυμίζω ότι ο κατακερματισμός του συστήματος υπήρξε στο παρελθόν το κλειδί για την απονομή προνομίων σε ισχυρές ομάδες σε βάρος της κοινωνίας. Η ανησυχία μου αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι το νομοσχέδιο όχι μόνο δεν καταργεί τους περιβόητους «κοινωνικούς πόρους» αλλά ρυθμίζει ορισμένους. Χρειάζεται ενοποίηση του συστήματος συντάξεων, πλήρης κατάργηση όλων των κοινωνικών πόρων, και στήριξη του εισοδήματος των ηλικιωμένων από το κράτος επί ίσοις όροις ανεξαρτήτως ασφαλιστικού ταμείου ή επαγγελματικού κλάδου.

Δεύτερον, η εξαίρεση από τις διατάξεις που αφορούν τα νέα όρια ηλικίας και τα απαιτούμενα έτη ασφάλισης των ασφαλισμένων πριν από το 1983 στις ΔΕΚΟ, τις Τράπεζες, τα ταμεία του Τύπου και, πιθανότατα, των ενστόλων (ανεξαρτήτως του πότε προσλήφθησαν) διαιωνίζει τις σημερινές ανισότητες. Το ίδιο προβληματική θεωρώ την υπαγωγή των ασφαλισμένων του ΟΓΑ σε διαφορετικό ασφαλιστικό καθεστώς. Χρειάζεται ενιαία μεταχείριση όλων των ασφαλισμένων, ανεξαρτήτως ασφαλιστικού ταμείου ή επαγγελματικού κλάδου.

Τρίτον, σύμφωνα με τις προτεινόμενες διατάξεις η Βασική Σύνταξη διαφοροποιείται σημαντικά, ανάλογα με το εάν ο ασφαλισμένος δικαιούται Αναλογική Σύνταξη ή όχι. Στη δεύτερη περίπτωση, η κυβέρνηση προτείνει εισοδηματικά όρια, τα οποία μάλιστα είναι χαμηλά (5.400 ευρώ για το ατομικό εισόδημα και 10.800 ευρώ για το οικογενειακό). Η ρύθμιση αυτή εισάγει διακρίσεις μεταξύ ασφαλισμένων λίγο πάνω και λίγο κάτω από τα 15 έτη ασφάλισης. Οι διακρίσεις αυτές είναι ξένες με τον χαρακτήρα της Βασικής Σύνταξης. Χρειάζεται χορήγηση της Βασικής Σύνταξης, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια, σε όλους τους ηλικιωμένους που πληρούν τα κριτήρια ηλικίας και διαμονής.

Τέταρτον, η Βασική Σύνταξη, ακριβώς επειδή χρηματοδοτείται από το κράτος, πρέπει να χορηγείται με την συμπλήρωση του ίδιου ορίου ηλικίας για όλους, όποιο και αν είναι αυτό. Αντίθετα, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι ένας ασφαλισμένος θα μπορεί να παίρνει τη Βασική Σύνταξη (έστω μειωμένη) μαζί με την Αναλογική, δηλαδή σε όποια ηλικία συνταξιοδοτηθεί. Με άλλα λόγια, παρά τις διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου, η κυβέρνηση προτείνει την επιδότηση της πρόωρης συνταξιοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό. Ο παραλογισμός μιας τέτοιας διάταξης (και η άνιση μεταχείριση των ασφαλισμένων που αυτή συνεπάγεται) είναι προφανής. Χρειάζεται χορήγηση της βασικής σύνταξης από την ηλικία των 65 σε όλους, χωρίς εξαιρέσεις.

Πέμπτον, όσον αφορά τους συντελεστές ανταπόδοσης της Αναλογικής Σύνταξης, παρότι το νομοσχέδιο απαλείφει την απαράδεκτη κλιμάκωση ανάλογα με την ασφαλιστική κλάση (που υπήρχε στο αρχικό σχέδιο), διατηρεί την κλιμάκωση ανάλογα με τη διάρκεια της ασφάλισης. Αν και θεωρητικά η κλιμάκωση αυτή δίνει κίνητρα παραμονής στην εργασία προς το τέλος του εργάσιμου βίου, στην πραγματικότητα εξασθενεί τα κίνητρα για καταβολή εισφορών στην αρχή του εργάσιμου βίου – εκεί δηλαδή που η εισφοροδιαφυγή είναι συνηθέστερη.

Το σημείο αυτό είναι σημαντικό, καθώς η αγορά εργασίας γίνεται όλο και πιο ευέλικτη, καθώς κινδυνεύει να είναι όλο και πιο επισφαλής για όλο και πιο πολλούς εργαζόμενους, καθώς όλο και περισσότεροι εργοδότες προσπαθούν να απαλλαγούν με νόμιμους ή παράνομους τρόπους από τα βάρη της κοινωνικής ασφάλισης. Αντί λοιπόν να ενισχύσει την ασφαλιστική συνείδηση, η κυβέρνηση προτείνει ένα σύστημα που απειλεί να προάγει την εισφοροδιαφυγή.

Ορισμένες δευτερεύουσες διατάξεις του νομοσχεδίου μου φαίνονται επίσης προβληματικές. Τα 7 πλασματικά έτη ασφάλισης λόγω μητρότητας, ασθένειας, ανεργίας, σπουδών, στρατιωτικής θητείας, ακόμη και απεργίας (!) είναι πολλά, διαθέσιμα σε πολλούς, άρα υπονομεύουν την αύξηση των απαιτούμενων ετών ασφάλισης. Η πρόβλεψη για κατώτατη σύνταξη ίση με 15 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη ενώ θεσμοθετείται βασική σύνταξη είναι κάπως ασυνάρτητη. Η καταβολή βασικής σύνταξης σε αναπήρους ανεξαρτήτως ηλικίας και ταυτόχρονα με τα επιδόματα ΑμΕΑ, τα οποία είναι επίσης άνισα και κατακερματισμένα, δεν φαίνεται να έχει πολύ νόημα. Τα βαρέα και ανθυγιεινά διαιωνίζονται – κτλ. κτλ.

Κατά τη γνώμη μου, περιθώρια για ένα δίκαιο και διαφανές σύστημα συντάξεων υπάρχουν ακόμη και στις έκτακτες συνθήκες που αντιμετωπίζει η χώρα, ακόμη και μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο που καθορίζει το Μνημόνιο. Παρότι το νομοσχέδιο κάνει ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, το βήμα αυτό είναι ατελές, αφού στοιχεία του πελατειακού και αποσπασματικού χαρακτήρα του προηγούμενου συστήματος φαίνεται ότι διατηρούνται ακόμη.

Το πιο απογοητευτικό συμπέρασμα αφορά οπωσδήποτε την ποιότητα του δημοσίου διαλόγου. Αντί να συζητάμε το πώς θα είναι οι συντάξεις των παιδιών μας (φαίνεται νωρίς, αλλά τώρα είναι η ώρα για να το αποφασίσουμε), όλη η συζήτηση γίνεται για τις μεταβατικές διατάξεις που αφορούν την ταχύτητα μετάβασης από το σημερινό σύστημα στο νέο. Είναι αλήθεια ότι η αναγκαία προσαρμογή που προβλέπει το νομοσχέδιο (δηλαδή το Μνημόνιο) είναι απότομη, και ότι αυτό ανατρέπει σχέδια ζωής για τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Δυστυχώς, όμως αυτό είναι αναπόφευκτο: αφενός επειδή σπαταλήσαμε 20 χρόνια σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες όπου η προσαρμογή έγινε νωρίτερα, και αφετέρου επειδή πλέον οι συνθήκες της οικονομίας της χώρας δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ηπιότερης προσαρμογής.

4 Ιουνίου 2010

Νέο ασφαλιστικό: για να μην χαθεί (και) αυτή η ευκαιρία ...

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» (Ιούνιος 2010)

Πολύ μελάνι χύθηκε για τις κραυγαλέες αναντιστοιχίες μεταξύ του μνημονίου συνεννόησης που συμφωνήθηκε με την ΕΕ και το ΔΝΤ (και ψηφίστηκε από την Βουλή) στις 3 Μαΐου, και του ασφαλιστικού νομοσχεδίου που κατατέθηκε από το υπουργείο εργασίας λίγες μόνο μέρες αργότερα. Και δικαίως: οι χειρισμοί της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου δεν μπορούν παρά να προκαλούν σοβαρές αμφιβολίες για το εάν η κυβέρνηση διαθέτει τη στοιχειώδη επάρκεια και την ελάχιστη σοβαρότητα που απαιτούνται ώστε να έχουμε μια (μικρή, έστω) ελπίδα ότι μπορεί τελικά η χώρα να τα καταφέρει ...

Φυσικά, όπως συνήθως, το ζήτημα παρουσιάστηκε ως απέλπιδα απόπειρα διάσωσης του κοινωνικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού μπροστά στην κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας που μας έχει επιβάλει η διεθνής επιτήρηση. Σοσιαλιστική ευαισθησία έναντι νεοφιλελεύθερης αναλγησίας, η μεγάλη αναμέτρηση. Μόνο που ενώ τις προηγούμενες φορές (Έκθεση Σπράου, νομοσχέδιο Γιαννίτση κ.ά) οι ανυπότακτοι Γαλάτες βγήκαν νικητές, αυτή τη φορά οι Ρωμαίοι βρίσκονται προ των πυλών. Ένα γλυκερό παραμύθι που μας νανουρίζει, μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να κοιταχτούμε στον καθρέφτη, και μας εμποδίζει να καταπιαστούμε με τα προβλήματά μας.

Εάν το κάναμε, θα έπρεπε να παραδεχθούμε ότι το ασφαλιστικό που υπερασπίζεται (ακόμη και τώρα!) η ηγεσία του υπουργείου εργασίας είναι το πιο άδικο και πιο χρεωκοπημένο της Ευρώπης. Ότι τα μέτρα που πρότεινε η τρόικα (και υποτίθεται ότι υιοθέτησε η κυβέρνηση) είναι παραλλαγές των μέτρων που προτείνουν εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες όσοι σοβαροί άνθρωποι μπήκαν στον κόπο να ρίξουν μια ματιά στην εν Ελλάδι ζούγκλα των συντάξεων. Ότι με ιστορικούς όρους, τα μέτρα του μνημονίου φέρνουν το ασφαλιστικό από τον 19ο στον 21ο αιώνα. Και ότι με πολιτικούς όρους, τα μέτρα του ΔΝΤ είναι πιο αριστερά από το ισχύον ασφαλιστικό (και από την απέλπιδα απόπειρα των Λοβέρδου-Κουτρουμάνη να διασώσουν το πνεύμα του). Εκτός και αν αριστερά σημαίνει πελατειακές εξυπηρετήσεις προς εγωιστικές συντεχνίες που κάνουν φασαρία, αντί για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη.

Υποθέτοντας ότι με τα παραπάνω ξεμπερδεύουμε (προσωρινά έστω) με τις θλιβερές ανοησίες που περνιούνται για δημόσια συζήτηση στη δύσμοιρη χώρα μας, ας δούμε πού βρισκόμαστε τώρα, και τι μπορεί να γίνει για να μην χαθεί (και) αυτή η ευκαιρία.

Όπως έχει γραφτεί στον Τύπο, το ασφαλιστικό νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνει τις δεσμεύσεις του μνημονίου για πλήρη σύνταξη στα 65, ή μετά από 40 έτη ασφάλισης, ούτε εκείνες για την ταχύτητα μετάβασης από το σημερινό στο νέο σύστημα. Πέραν αυτών των πολύ σημαντικών, η αρχιτεκτονική του κατά Λοβέρδο-Κουτρουμάνη νέου ασφαλιστικού έχει σοβαρά δομικά προβλήματα – κυρίως τα εξής τρία:

Πρώτον, αντί να πάμε σε ένα σύστημα τριών ταμείων (μισθωτών, αυτοαπασχολουμένων, αγροτών), το νομοσχέδιο προβλέπει ότι οι δημοσιογράφοι, οι υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και οι «ανεξάρτητοι επαγγελματίες» (δηλ. ιατροί, δικηγόροι και μηχανικοί) θα ασφαλίζονται σε χωριστούς φορείς.

Δεύτερον, παρότι η διεθνής εμπειρία και η απλή λογική λένε ότι η Βασική Σύνταξη, ακριβώς επειδή χρηματοδοτείται από το κράτος, πρέπει να χορηγείται με την συμπλήρωση του ίδιου ορίου ηλικίας για όλους, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι ο κάθε ασφαλισμένος θα μπορεί να την παίρνει όποτε ο ίδιος αποφασίσει να βγει στη σύνταξη.

Τρίτον, η Αναλογική Σύνταξη του νομοσχεδίου, αντί να είναι εξίσου ανταποδοτική για όλους τους ασφαλισμένους, κλιμακώνεται δυσανάλογα με τον αριθμό των ετών ασφάλισης και με την ασφαλιστική κλάση. Με άλλα λόγια, 1 ευρώ εισφοράς δεν αποδίδει το ίδιο για όλους, αλλά πιάνει πολύ περισσότερο τόπο (α) όσο περισσότερα ένσημα και (β) όσο υψηλότερες αποδοχές έχει ένας ασφαλισμένος.

Ένας προσεκτικός αναγνώστης θα έχει ήδη καταλάβει ότι το νομοσχέδιο, αντί να περιγράφει ένα διαφανές και αμερόληπτο σύστημα συντάξεων, είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του ισχύοντος συστήματος. Το νομοσχέδιο κλείνει το (αριστερό) μάτι στις συντεχνίες ότι δεν θα χάσουν τα σημερινά προνόμιά τους, και το (δεξί) μάτι στην τρόικα των επιτηρητών ότι πάνω-κάτω τηρούνται οι όροι του μνημονίου. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν οι συντάκτες του.

Μόνο που η αναντιστοιχία μεταξύ μνημονίου και νομοσχεδίου είναι τόσο κραυγαλέα που η προσπάθεια αυτή είναι καταδικασμένη. Ευτυχώς ή δυστυχώς (κατά την ταπεινή μου γνώμη ευτυχώς), οι διεθνείς επιτηρητές έχουν μάθει από φτηνά Ελληνικά κόλπα. Ήδη γράφτηκε ότι το υπουργείο επεξεργάζεται άλλο νομοσχέδιο, περισσότερο συμβατό με τις δεσμεύσεις του μνημονίου για σύνταξη στα 65 ή μετά από 40 έτη ασφάλισης, για γρήγορη μετάβαση στο νέο σύστημα κτλ. Όπως φαίνεται, το τελικό νομοσχέδιο θα διορθώνει επίσης τα δύο από τα τρία σοβαρά δομικά προβλήματα που αναφέρονται παραπάνω: τρία ταμεία αντί για έξη, βασική σύνταξη όχι πριν την ηλικία των 65.

Παραμένει το τρίτο. Όπως κατά λέξη αναφέρει το μνημόνιο, το νέο σύστημα θα πρέπει να προβλέπει «τροποποίηση του τύπου απονομής σύνταξης στο ανταποδοτικό σχήμα για την ενίσχυση της σχέσης μεταξύ των εισφορών που καταβάλλονται και των παροχών που λαμβάνονται, με το ποσοστό συσσώρευσης να περιορίζεται σε ένα μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 1,2%». Παρά την αδέξια μετάφραση, είναι φανερό ότι οι διεθνείς επιτηρητές νοιάζονται η Ανταποδοτική Σύνταξη να είναι βιώσιμη, δηλ. να μην υπόσχεται περισσότερα από όσα μπορεί να εξασφαλίσει, συνεπώς να μην ενσωματώνει ρυθμίσεις που μαθηματικά οδηγούν σε διαιώνιση των ελλειμμάτων. Για αυτό, αρκούνται στο να προτείνουν ένα μέσο συντελεστή απόδοσης των εισφορών 1,2%. Το εάν αυτός ο συντελεστής θα ευνοεί τα χαμηλότερα στρώματα (όπως στο σημερινό ΙΚΑ), ή θα είναι ενιαίος (όπως σε συστήματα που συνδυάζουν ανταποδοτική και βασική σύνταξη), είναι επιλογή της κυβέρνησης – αρκεί να μην ξεφεύγει ο μέσος όρος.

Τελικά, ο συντελεστής απόδοσης των εισφορών που επέλεξε η κυβέρνηση κλιμακώνεται από 0,7% σε 3%, ανάλογα με τα έτη ασφάλισης και τις συντάξιμες αποδοχές. Πιθανότατα αυτό να εξέπληξε την τρόικα. Πράγματι, αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, δεν συνάδει με τις αρχές μιας σοσιαλιστικής κυβέρνησης, και δεν είχε ζητηθεί από κανέναν (εκτός, ίσως, εν κρυπτώ). Σε τελευταία ανάλυση, όμως, εάν το υπουργείο εργασίας καταφέρει να πείσει την τρόικα ότι ο μέσος συντελεστής θα διαμορφωθεί κοντά στο 1,2%, η κλιμάκωση αυτή θα περάσει. Και αν η τρόικα δεν πειστεί, μπορεί να έχουμε μια νέα κλιμάκωση, λιγότερο γενναιόδωρη, αλλά και πάλι δυσανάλογα ευνοϊκή για τους υψηλόμισθους. Είπαμε, το πώς κατανέμεται ο βαθμός ανταποδοτικότητας μεταξύ κοινωνικών στρωμάτων δεν ενδιαφέρει την τρόικα.

Ενδιαφέρει όμως εμάς. Εάν περάσει αυτή η ρύθμιση, η ανταποδοτικότητα των εισφορών κάτω από ένα (υψηλό) επίπεδο αποδοχών στο μέλλον θα είναι τόσο χαμηλή που εκατομμύρια ασφαλισμένοι δεν θα βλέπουν καν το λόγο να ασφαλίζονται. Και αυτό ενώ (στα λόγια) όλοι συμφωνούμε ότι η αγορά εργασίας θα είναι όλο και πιο ευέλικτη, ότι κινδυνεύει ταυτόχρονα να είναι όλο και πιο επισφαλής για όλο και πιο πολλούς εργαζόμενους, την ώρα που όλο και περισσότεροι εργοδότες προσπαθούν να απαλλαγούν με νόμιμους ή παράνομους τρόπους από τα βάρη της κοινωνικής ασφάλισης. Αντί λοιπόν να ενισχύσει την ασφαλιστική συνείδηση, η κυβέρνηση προτείνει ένα σύστημα που θα βαθύνει (και άλλο!) το χάσμα μεταξύ εργαζομένων (προνομιούχων και μη).

Το τραγικό είναι ότι ένα τέτοιο σύστημα δεν μας το ζήτησε η τρόικα: μόνοι μας το επιλέγουμε. Εάν περάσει, δεν θα μπορούμε να κατηγορήσουμε κανέναν – παρά μόνο τους εαυτούς μας.

2 Ιουνίου 2010

Austerità occasione per trasformare la Grecia?

Δημοσιεύτηκε στη μηνιαία εφημερίδα «Eureka» (Ιούνιος 2010)

C'è una ragione semplice per cui l'uscita dalla penosa situazione economica di questo paese non è semplice affatto. Quello che è entrato in crisi negli ultimi mesi non è solo la politica economica che ha permesso al debito di salire alle stelle: è l'intero "sistema paese", o l'intreccio della politica con l'economia e la società.

Visto che si tratta di un argomento piuttosto vasto, mi limito a sottolineare un aspetto a mio parere fondamentale della crisi: la drammatica distanza che separa le capacità produttive della nostra economia (almeno così com'è oggi) dalle aspirazioni di tenore di vita (inteso come consumi) da parte dei cittadini.

Da un lato, un modello produttivo basato su salari bassi e specializzazioni altrettanto basse, sull'applicazione limitata delle tecnologie, sulla diffidenza delle imprese verso l'innovazione, sul disprezzo delle regole fiscali, sulla quotidiana violazione del diritto lavorativo, sul trascurare degli obblighi assicurativi, sull'esaurimento delle risorse naturali. Si tratta di un modello di "sviluppo scadente", che ha da tempo raggiunto i suoi limiti.

Dall'altro lato, il livello e tipo di consumi che abbiamo adottato è paragonabile (se non addiritura ancora più costoso) a quelli di economie molto più avanzate della nostra. Allo stesso tempo, il declino dei servizi pubblici, come per esempio la scuola e la sanità, significa che l'effettivo costo di vita è molto superiore che in altri paesi dove invece questi servizi sono accessibili gratis o quasi.

In parole povere, mentre l'economia greca perde quota nei mercati internazionali perchè produce beni di bassa qualità o di alto prezzo (o di tutte e due), la domanda interna assorbe un livello alto di consumi (per lo più prodotti d'importazione), finanziati tramite l'indebitamento pubblico e privato.

Chiaramente, questa situazione non è sostenibile. Colmare la distanza fra capacità produttive e aspirazioni consumistiche non è una discutibile scelta politica, ma una semplice necessità. Non avendo voluto affrontare questo problema ai tempi delle vacche grasse, siamo costretti a farlo oggi: ai tempi delle vacche magrissime.

Costruire un altro modello produttivo, e in fretta, non è facile. Questo compito presuppone una cultura imprenditoriale che rispetta il lavoro e investe su di esso, e che mira a produrre prodotti di qualità a prezzi competitivi. Presuppone anche una "moralità di lavoro" molto più esigente da parte dei lavoratori e i loro rappresentanti. Presuppone infine riforme incisive, capaci di affrontare tutti i problemi cronici dell'economia, del mercato del lavoro, del welfare, dell'istruzione, della giustizia.

Tuttavia, per quanto velocemente si riesca a spostare il "sistema paese" in questo senso, la crisi non può non toccare i consumi. Infatti, pochi dubitano che la stagione dell'austerità inaugurata con le misure del governo sarà con noi per lungo tempo. Ovviamente, i tagli agli stipendi non avranno nessun effetto se non si pone fine all'immunità fiscale delle altre categorie, agli sprechi di risorse pubbliche, alla corruzione diffusa. Perchè abbia successo in termini economici, l'austerità deve essere equa in termini sociali. Come diceva Enrico Berlinguer più di trenta anni fa', in un contesto diverso ma non troppo, "una politica di austerità deve avere come scopo quello di instaurare giustizia, efficienza, ordine, e una moralità nuova".

Effettivamente, l'aumento sostenuto dei consumi negli ultimi anni non sembra aver reso più felici le persone. Al contrario, ha alimentato un benessere falso, fatto di cose materiali e la loro accumulazione esibizionista e superficiale. Ha aggravato le ineguaglianze, ha accentuato la criminalità e le altre patologie sociali, ha peggiorato il declino dell'infrastruttura pubblica, ha accelerato la devastazione dell'ambiente.

Chiaramente, il rapporto ricchezza/felicità tende ad essere asimmetrico: anche se l'aumento del reddito non sempre porta alla crescita sociale e non garantisce un benessere genuino, inevitabilmente una sua diminuzione provoca maggiore sofferenza, insicurezza, capovolgimento di progetti di vita.

Eppure l'austerità può diventare occasione per cambiare rotta. Per attenuare il disagio di chi ha subìto una diminuzione del reddito basterebbe invertire la tendenza della privatizzazione spontanea e quasi volontaria dei beni sociali. Basterebbe migliorare la qualità delle scuole e degli ospedali – ma anche degli spazi urbani, delle piazze, dei giardini pubblici, dei parchi nazionali, dei boschi e delle spiagge libere.

Non è difficile immaginare una quotidianità alternativa: frequentare la scuola del quartiere, visitare gratis il medico di base, favorire i mezzi pubblici, andare in bici, passeggiare su marciapiedi comodi e strade pedonali senza moto, nuotare in spiagge libere (non in quelle organizzate), fare sport nei parchi con gli amici (non in palestre private da soli), cucinare a casa in compagnia, boicottare i ristoranti alla moda spesso noiosi e quasi sempre sopravvalutati.

Sarebbe troppo paradossale sostenere che, su questa base, l'austerità (cioè la diminuzione dei redditi) equivarrebbe a un miglioramento della qualità della vita?

23 Μαΐου 2010

16 Μαΐου 2010

Ένα νομοσχέδιο κατώτερο των περιστάσεων

Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 16 Μαΐου 2010)

Θα θεωρήσω δεδομένο (αν και φοβάμαι ότι για την πλειονότητα της κοινής γνώμης δεν είναι) ότι η μεταρρύθμιση των συντάξεων είναι αναγκαία. Το ισχύον ασφαλιστικό είναι ίσως το πιο παθογόνο «υποσύστημα» του κοινωνικού μοντέλου της Μεταπολίτευσης: ένα σύστημα που ευνοεί λίγους πολύ, πολλούς άλλους λιγότερο, και κληροδοτεί δυσθεώρητα ελλείμματα στη γενιά των παιδιών μας – στο όνομα πάντοτε της αλληλεγγύης των γενεών!

Το ότι ένα τέτοιο σύστημα υπερασπίζονται τα συνδικάτα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τα κόμματα της αριστεράς, οι επαγγελματικές οργανώσεις, το βαθύ ΠΑΣΟΚ και η λαϊκή δεξιά δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά μόνο ως τεκμήριο ανευθυνότητας και κοινωνικού εγωισμού, με όση «αγωνιστική» ρητορεία και αν επενδύεται.

Με αυτή την έννοια, το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που ετοίμαζε το Υπουργείο Εργασίας ήταν μια ευκαιρία. Στο παρελθόν φροντίσαμε να ακυρώσουμε κάθε απόπειρα εκλογίκευσης του ασφαλιστικού (Έκθεση Σπράου, προτάσεις Γιαννίτση κτλ.). Ας τα καταφέρναμε τουλάχιστον τώρα.

Δυστυχώς, το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη Δευτέρα αυτή την ευκαιρία τη σπαταλά.

Πρώτον, παρά την υπόσχεση – ή, για κάποιους, την απειλή – ότι πάμε σε ένα σύστημα τριών μόνο ταμείων (μισθωτών, αγροτών και αυτοαπασχολουμένων), τελικά οι δημοσιογράφοι, οι υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και οι ιατροί, δικηγόροι και μηχανικοί θα ασφαλίζονται σε χωριστούς φορείς. Για ποιο λόγο; Κανείς δεν μας το έχει εξηγήσει. Υποθέτω για τον ίδιο λόγο που είχε επιτραπεί στους υπαλλήλους των ΔΕΚΟ να ασφαλίζονται χωριστά (αλλά σήμερα, που τα ταμεία τους είναι ελλειμματικά, να πληρώνονται οι συντάξεις τους από τον κρατικό προϋπολογισμό), για τον ίδιο λόγο που το Ταμείο Νομικών είχε εξαιρεθεί από την υποχρέωση καταβολής ΛΑΦΚΑ, για τον ίδιο λόγο που το ΤΣΜΕΔΕ εισπράττει ποσοστό επί του προϋπολογισμού δημοσίων έργων, και άλλα πολλά. Φαίνεται ότι, παρά τις φλυαρίες περί «αλλαγής σελίδας» και «ιστορικής ευθύνης», η πελατειακή λογική χαίρει άκρας υγείας!

Δεύτερον, η διεθνής εμπειρία – αλλά και η απλή λογική – δείχνουν ότι η Βασική Σύνταξη, ακριβώς επειδή χρηματοδοτείται από το κράτος, θα πρέπει να χορηγείται με την συμπλήρωση ενός ενιαίου ορίου ηλικίας. Το ποιο θα είναι το ενιαίο όριο είναι θέμα επιλογής: προτιμάμε χαμηλότερο ποσό νωρίτερα ή υψηλότερο ποσό αργότερα; Αυτό που είναι ανεπίτρεπτο είναι να δίνεται η Βασική Σύνταξη στην ηλικία που επιλέγει κάθε ασφαλισμένος. Αυτό προβλέπει το νομοσχέδιο. Με άλλα λόγια, κάποιοι θα παίρνουν τη (μη ανταποδοτική!) Βασική Σύνταξη στα 55, άλλοι στα 60, άλλοι στα 65 κ.ο.κ. Είναι φανερό ότι μια τέτοια ρύθμιση αδικεί όσους μένουν στη δουλειά περισσότερα χρόνια (στόχος, υποτίθεται, της κυβέρνησης), δίνει κίνητρα για πρόωρη συνταξιοδότηση και ανεβάζει το κόστος. Λέγεται ότι την ζητούσε επίμονα η ΓΣΕΕ. Μπορεί να είναι αλήθεια. Η ευθύνη όμως βαρύνει την κυβέρνηση.

Τρίτον (και χειρότερον), η Αναλογική Σύνταξη του νομοσχεδίου δεν είναι ούτε αναλογική ούτε πολύ περισσότερο ανταποδοτική. Αντίθετα, οι συντελεστές απόδοσης των εισφορών κλιμακώνονται (από 0,7% σε 3% ανά έτος) ανάλογα με τον αριθμό των ετών ασφάλισης και με την ασφαλιστική κλάση.

Ένα παράδειγμα για ασφαλισμένους με 30 έτη ασφάλισης: Στην 1η ασφαλιστική κλάση (μηνιαίες αποδοχές έως €850) το ποσοστό αναπλήρωσης διαμορφώνεται σε 22%, και το ύψος της Αναλογικής Σύνταξης σε €186. Στην 6η ασφαλιστική κλάση (μηνιαίες αποδοχές από €1.600 έως €1.800) το ποσοστό αναπλήρωσης γίνεται 33%, και το ύψος της Αναλογικής Σύνταξης €553. Στην ανώτατη 12η ασφαλιστική κλάση (μηνιαίες αποδοχές άνω των €4.200), το ποσοστό αναπλήρωσης είναι 46%, δηλ. το ύψος της Αναλογικής Σύνταξης €1.922. Με 40 έτη ασφάλισης, το ποσοστό αναπλήρωσης κυμαίνεται από 31% σε 72% για την 1η και τη 12η ασφαλιστική κλάση αντιστοίχως (βλ. Πίνακα).

Με ποια λογική θεσμοθετούνται δυσανάλογα υψηλότερες συντάξεις για τους υψηλόμισθους από ό,τι για τους χαμηλόμισθους; Με καμμία λογική. Από όσο γνωρίζω, δεν ισχύει πουθενά στον κόσμο. Πρόκειται για σοβαρό ατόπημα, που παραβιάζει και την ανταποδοτικότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Διαβάζουμε στις εφημερίδες ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας ανθίσταται στις πιέσεις της τρόικας των επιτηρητών. Μάλιστα. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να επεδείκνυε το ίδιο ηρωικό πνεύμα αντίστασης στα κάθε λογής λόμπυ που πιέζουν για ειδικές ρυθμίσεις και χαριστικές διατάξεις. Οι πιέσεις τους, και η προθυμία των κυβερνήσεων να ανταποκριθούν σε αυτές, οδήγησαν στη δημιουργία του πελατειακού κράτους παροχών, τα «σπασμένα» του οποίου πληρώνουμε σήμερα.

Παρόλα όσα λέγονται και γράφονται εδώ και καιρό, περιθώρια για ένα βιώσιμο και δίκαιο κοινωνικό κράτος υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Αρκεί κρίσιμες μεταρρυθμίσεις όπως αυτή να σχεδιάζονται με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, μακριά από πελατειακές πιέσεις.

Με αυτή την έννοια, το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας αποδεικνύεται κατώτερο των περιστάσεων. Έστω και την ύστατη στιγμή, η κυβέρνηση θα πρέπει να αποκαταστήσει τις αρχές μιας βιώσιμης και δίκαιης μεταρρύθμισης. Έστω και με 80 χρόνια καθυστέρηση, ας εφαρμοστεί ο ιδρυτικός νόμος του ΙΚΑ για ενιαία ασφάλιση για όλους. Βασική σύνταξη, με εισοδηματικά κριτήρια ή χωρίς, αλλά πάντως από την ίδια ηλικία για όλους. Αναλογική σύνταξη εξίσου ανταποδοτική για όλους. Σήμερα – αύριο θα είναι αργά.

12 Μαΐου 2010

Οι χαμένες ευκαιρίες του ασφαλιστικού

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «NewsTime» (Τετάρτη 12 Μαΐου 2010)

Το ασφαλιστικό νομοσχέδιο δέχεται αυτή την περίοδο μια ομοβροντία επιθέσεων εκ μέρους ενός ευρύτατου συνασπισμού πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «Συμμαχία για τη χρεωκοπία». Η συμμαχία αυτή απαρτίζεται από τα συνδικάτα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, από τα κόμματα της αριστεράς, τη λαϊκή δεξιά και το βαθύ ΠΑΣΟΚ – συνεπικουρούμενοι από τηλεοπτικούς αστέρες και εκπροσώπους της μαχόμενης δημοσιογραφίας. Όλοι αυτοί υπερασπίζονται το χειρότερο και πιο άδικο ασφαλιστικό της Ευρώπης: ένα σύστημα από καιρό χρεωκοπημένο, οικονομικά και ηθικά.

Θα ήταν κρίμα οι φωνές τους να κρύψουν την αλήθεια. Ότι δηλ. με βάση το ασφαλιστικό που ισχύει, η γενιά των παιδιών μου δεν επρόκειτο να δει ποτέ σύνταξη – ενώ με ένα διαφορετικό ασφαλιστικό, ίσως. Και ότι «καλό» ασφαλιστικό δεν είναι αυτό που μοιράζει δανεικά σε ισχυρές ολιγάριθμες ομάδες, αλλά εκείνο που εγγυάται την αποτελεσματική προστασία των ηλικιωμένων, σημερινών και μελλοντικών.

Με αυτή την έννοια, η υποχρέωση που έχουμε αναλάβει έναντι της ΕΕ και του ΔΝΤ να μεταρρυθμίσουμε ριζικά τις συντάξεις, για να μειώσουμε τα βραχυπρόθεσμα και – ιδίως – τα μακροπρόθεσμα ελλείμματα, είναι μια μεγάλη ευκαιρία. Ηπιότερα μεταρρυθμιστικά σχέδια απέτυχαν στο παρελθόν παρά τον δειλό εξισωτισμό τους: οι προτάσεις Γιαννίτση του 2001 είναι το κλασσικό παράδειγμα. Στις σημερινές συνθήκες, μια δραστικότερη μεταρρύθμιση, με στόχο την αποκατάσταση όχι μόνο της βιωσιμότητας αλλά και της ισότητας, μεταξύ γενεών και μεταξύ ασφαλισμένων, είναι για πρώτη φορά εφικτή.

Μια μεγάλη ευκαιρία, λοιπόν – την οποία, όμως, το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη Δευτέρα δεν αξιοποιεί. Ας δούμε γιατί, απομονώνοντας τρία (καίρια) σημεία.

Κατ’ αρχήν, το νομοσχέδιο είναι πολύ πιο μπερδεμένο από όσο χρειάζεται. Για να πετυχαίνει τον διπλό στόχο της βιωσιμότητας (να μην έχει δυσθεώρητα ελλείμματα) και της ισότητας (να μεταχειρίζεται όλους τους πολίτες το ίδιο), ένα σύστημα συντάξεων οφείλει να έχει απλούς και διαφανείς κανόνες. Αντίθετα, το νομοσχέδιο πρωτοτυπεί εκεί που δεν χρειάζεται. Χτυπητό παράδειγμα, η κλιμάκωση των ποσοστών απόδοσης των εισφορών (accrual rates) της Αναλογικής Σύνταξης, από 0,7% σε 3% για κάθε έτος ανάλογα με τον αριθμό των ετών ασφάλισης. Προφανώς, η κλιμάκωση αυτή αποπειράται να εισάγει κίνητρα κατά της πρόωρης συνταξιοδότησης και κατά της εισφοροδιαφυγής. Το πρόβλημα είναι ότι το κάνει εισάγοντας στρεβλώσεις, οι οποίες παραβιάζουν την ανταποδοτικότητα που υποτίθεται ότι υπηρετεί. Σαν να μην έφτανε αυτό, τα ποσοστά απόδοσης των εισφορών κλιμακώνονται και ανάλογα με την «ασφαλιστική κλάση». Με άλλα λόγια, θεσμοθετούνται ευνοϊκότεροι όροι συνταξιοδότησης για τους υψηλόμισθους από ό,τι για τους χαμηλόμισθους. Πρόκειται για σοβαρό ατόπημα, που δεν παραβιάζει μόνο την ανταποδοτικότητα, αλλά και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Από την άλλη, η ρύθμιση για τη Βασική Σύνταξη αποτελεί σοβαρό λάθος. Ο διαχωρισμός σε ανταποδοτική Αναλογική Σύνταξη και μη ανταποδοτική Βασική Σύνταξη έχει νόημα μόνο εάν η δεύτερη (που χρηματοδοτείται από το κράτος) υπακούει σε κάποιον αναγνωρίσιμο κανόνα δικαιοσύνης. Ένας τέτοιος κανόνας θα ήταν η χορήγηση της Βασικής Σύνταξης με βάση εισοδηματικά κριτήρια. Άλλος κανόνας θα ήταν να δίνεται σε όλους τους ηλικιωμένους εξίσου. Για λόγους που δεν είναι του παρόντος, αλλά έχω εξηγήσει εκτενώς αλλού, και οι δύο κανόνες υποστηρίζονται από σοβαρά επιχειρήματα, αλλά κατά τη γνώμη μου προτιμότερη είναι η δεύτερη επιλογή, της καθολικής «σύνταξης του πολίτη» χωρίς άλλες προϋποθέσεις πέραν της ηλικίας και φυσικά της ιδιότητας του πολίτη. Αυτό που είναι τελείως άστοχο είναι να επιτρέπεται η χορήγηση της Βασικής Σύνταξης μαζί με την Αναλογική, δηλ. από οποιαδήποτε ηλικία συνταξιοδότησης επιλέγει κάθε ασφαλισμένος. Αυτό ακριβώς προβλέπει το νομοσχέδιο. Όπως (θα έπρεπε να) είναι προφανές στους συντάκτες του, μια τέτοια επιλογή αφενός εισάγει ισχυρά κίνητρα πρόωρης συνταξιοδότησης, αφετέρου παραβιάζει κατάφωρα την ισονομία των πολιτών.

Έπειτα, ένα δίκαιο σύστημα συντάξεων θα πρέπει να είναι ενιαίο, δηλ. να προβλέπει ίδιους κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους, ανεξαρτήτως επαγγελματικής κατηγορίας ή κλάδου. Για το λόγο αυτό, η προαναγγελία μείωσης των ταμείων σε τρία δεν είχε πολύ νόημα. Η ένταξη όλων των πολιτών σε έναν ενιαίο ασφαλιστικό οργανισμό έχει ωριμάσει προ πολλού (για την ακρίβεια εδώ και 80 χρόνια, από τον ιδρυτικό νόμο του ΙΚΑ που προέβλεπε ακριβώς αυτό). Στο σχετικό σημείο (άρθρο 27) του νομοσχεδίου που κατατέθηκε, διαβάζουμε αρχικά (παράγραφος 1) ότι όλα τα ταμεία συγχωνεύονται σε τρεις φορείς μισθωτών, αγροτών και αυτοαπασχολουμένων, αλλά τελικά μαθαίνουμε (παράγραφος 7) ότι οι «επιστήμονες» (ιατροί -δικηγόροι-μηχανικοί) και οι δημοσιογράφοι θα κρατήσουν τα ταμεία τους. Τέλος, παρακάτω (στο άρθρο 65!) βλέπουμε ότι το ίδιο θα ισχύσει και για τους υπαλλήλους της Τράπεζας της Ελλάδος. Η λαθροχειρική αυτή «ενοποίηση» του συστήματος σε έξη ταμεία είναι βγαλμένη από τις χειρότερες παραδόσεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας. Κάτι τέτοιες χαριστικές διατάξεις της τελευταίας στιγμής δημιούργησαν σταδιακά την προηγούμενη «ζούγκλα» των συντάξεων, η οποία μας έφερε εδώ που μας έφερε, και σε σχέση με την οποία υποτίθεται ότι κάνουμε τώρα μια νέα αρχή. Ωραία αρχή!

Φυσικά, η πολιτική ηγεσία θα προσπαθήσει να «πουλήσει» τις τρεις αυτές χαριστικές διατάξεις-δώρο στα διάφορα λόμπυ των ευνοημένων του προηγούμενου συστήματος (δηλ. στη ΓΣΕΕ, στον ΔΣΑ ή στο ΤΕΕ, στα ΜΜΕ κτλ.) ως «αντίσταση στο νεοφιλελεύθερο ΔΝΤ».

Ας είμαστε, λοιπόν, ειλικρινείς: πρόκειται για μια ακόμη επιτυχία του πελατειακού κράτους σε βάρος της πλειονότητας των εργαζομένων, σημερινών και αυριανών. Δεν μένει παρά να ευχηθούμε κάποιος (ο υπουργός οικονομικών; ο πρωθυπουργός; η τρόικα των επιτηρητών;) να προσέξει τι ακριβώς πάει να γίνει, και να το σταματήσει. Όχι άλλα δώρα στη «Συμμαχία για τη χρεωκοπία».