1. Εισαγωγή
Η έγκριση του νόμου 3863 (12 Ιουλίου 2010) συνιστά μια από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις στην ιστορία του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα. Μετά από δύο σχεδόν δεκαετίες δειλών ή άκαρπων προσπαθειών επίλυσης του «ασφαλιστικού» , η κυβέρνηση μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατάφερε να επεξεργαστεί και να φέρει προς ψήφιση στη Βουλή ένα νόμο για τις συντάξεις σαφώς ριζοσπαστικότερο από οποιοδήποτε άλλο σχέδιο είχε ρεαλιστικά προταθεί στο πρόσφατο παρελθόν.
Φυσικά, τίποτε από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί εάν προηγουμένως δεν είχε μεσολαβήσει η αποκάλυψη του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της χώρας μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009, που ταχύτατα μετατράπηκε σε κρίση δανεισμού, που με τη σειρά της οδήγησε σε αδυναμία προσφυγής της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές (παρά μόνο με απαγορευτικά υψηλά επιτόκια) τον Απρίλιο 2010, και που στη συνέχεια ανάγκασε την Ελληνική κυβέρνηση να διαπραγματευθεί ένα πρωτοφανούς μεγέθους πακέτο στήριξης: 110 δις. ευρώ, ικανού να καλύψει τις δανειακές ανάγκες της χώρας για τρία χρόνια.
Προφανώς, η διεθνής στήριξη της Ελληνικής οικονομίας δεν έγινε – και δεν μπορούσε να γίνει – άνευ όρων. Η υπογραφή ενός «Μνημονίου Συνεννόησης» με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και η γρήγορη κύρωσή του από την Βουλή των Ελλήνων (3 Μαΐου 2010), εγκαινιάζουν μια περίοδο ραγδαίων αλλαγών στην οικονομία, στην κοινωνική προστασία, στην αγορά εργασίας, στη δημόσια διοίκηση και αλλού, με στόχο τη δημοσιονομική εξυγίανση και τη μείωση του ελλείμματος κάτω του 3% του ΑΕΠ το 2014. Εξαιτίας της ιδιαίτερης σημασίας της για τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα, η μεταρρύθμιση των συντάξεων με τη ψήφιση του νόμου 3863 ήταν η πρώτη από τις ραγδαίες αλλαγές αυτής της νέας περιόδου.
Η εργασία που ακολουθεί αναλύει αυτό το κρίσιμο επεισόδιο μεταρρύθμισης των συντάξεων. Η δομή της είναι ως εξής. Μετά από τη σύντομη αυτή εισαγωγή, η ενότητα 2 περιγράφει το σημείο εκκίνησης, δηλ. τα αδιέξοδα του ασφαλιστικού τις παραμονές της μεταρρύθμισης. Η ενότητα 3 σχολιάζει το πολιτικό περιβάλλον στο οποίο διεξήχθη ο δημόσιος διάλογος περί του ασφαλιστικού, και τις βλαβερές συνέπειές του. Η ενότητα 4 παρουσιάζει το Πόρισμα της Επιτροπής Ειδικών για το Ασφαλιστικό (16 Μαρτίου 2010), την οποία είχε νωρίτερα συστήσει ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η ενότητα 5 συνοψίζει τις κατευθυντήριες γραμμές της μεταρρύθμισης των συντάξεων, όπως αυτές διατυπώνονται στο Μνημόνιο Συνεννόησης. Η ενότητα 6 αναλύει το αρχικό σχέδιο νόμου, το οποίο δόθηκε στη δημοσιότητα μια μόλις εβδομάδα μετά την κύρωση του Μνημονίου Συνεννόησης από τη Βουλή (10 Μαΐου 2010). Η ενότητα 7 εξετάζει το περιεχόμενο του τροποποιημένου σχεδίου νόμου, το οποίο εγκρίθηκε τελικά από τη Βουλή (12 Ιουλίου 2010). Τέλος, η ενότητα 8 αξιολογεί τα ζητήματα συνταξιοδοτικής πολιτικής που παραμένουν ανοικτά και και μετά τη ψήφιση του νόμου 3863, ενώ επίσης συζητά τις προοπτικές του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα στο νέο τοπίο του Μνημονίου και της κρίσης.
2. Το σημείο εκκίνησης
Η ανάγκη για μεταρρύθμιση των συντάξεων προέκυψε κυρίως από το ότι τα ελλείμματα του συστήματος ήταν υψηλά, ενώ – χωρίς δραστικές αλλαγές – η πορεία τους σε λίγες δεκαετίες θα ήταν ανεξέλεγκτη.
Το τρέχον έλλειμμα, δηλ. η διαφορά μεταξύ εσόδων από εισφορές και εξόδων για πληρωμή συντάξεων, είχε υπολογιστεί από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή σε 2,8% του ΑΕΠ. Η συνολική χρηματοδότηση του συστήματος συντάξεων από τον κρατικό προϋπολογισμό (είτε μέσω επιχορηγήσεων στα ασφαλιστικά ταμεία είτε μέσω «κοινωνικών πόρων») είχε εκτιμηθεί σε 6,3% του ΑΕΠ. Το τελευταίο αυτό ποσό αντιστοιχούσε σε μεγάλο μέρος του συνολικού δημοσιονομικού ελλείμματος (15,1% το 2009, σύμφωνα με τα τελευταία αναθεωρημένα στοιχεία), ενώ υπερέβαινε τα συνολικά έσοδα του κράτους από το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων (τα οποία μετά βίας φτάνουν το 4,4% του ΑΕΠ).
Εάν η τρέχουσα κατάσταση ήταν ανησυχητική, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ήταν απλώς απελπιστικές. Η δαπάνη για συντάξεις αναμενόταν να εκτοξευτεί στο 19,4% του ΑΕΠ το 2035 και στο 24,1% το 2060 (έναντι 11,9% και 12,6% αντιστοίχως στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27). Το έλλειμμα προβλεπόταν να φτάσει το 11,1% του ΑΕΠ το 2035 και το 15,6% το 2060. Αξίζει να αναφερθεί ότι αυτά τα στοιχεία δεν είχαν αμφισβητηθεί ποτέ από κανέναν, ενώ συνέπιπταν με παλαιότερες εκτιμήσεις της Ελληνικής κυβέρνησης και των συνδικάτων.
Τα ανεξέλεγκτα ελλείμματα συνέβαλαν στην οξύτατη κρίση δανεισμού, επιβεβαιώνοντας τη δυσπιστία των αγορών για τη δημοσιονομική ισορροπία της χώρας. Επιπλέον, προσέβαλλαν βάναυσα την αλληλεγγύη των γενεών (κεντρική ιδέα του άγραφου κοινωνικού συμβολαίου που εμπνέει κάθε σύστημα συντάξεων), υποσκάπτοντας την ευημερία των επερχόμενων γενεών. Καμμία κοινωνία δεν μπορούσε να αντέξει ένα τέτοιο βάρος – ιδίως μια κοινωνία όπως η Ελληνική, με ασθμαίνουσα οικονομία αλλά και με τεράστια υστέρηση σε όλες τις κοινωνικές πολιτικές που δεν είναι συντάξεις (π.χ. στις πολιτικές για την προστασία των ανέργων, για την καταπολέμηση της φτώχειας, για την υποστήριξη των οικογενειών με παιδιά, για την ενίσχυση της στεγαστικής αυτονομίας των νέων, για τη φροντίδα των ηλικιωμένων κτλ).
Από την άλλη, το ασφαλιστικό όπως ίσχυε πριν την ψήφιση του νόμου 3863 δεν παραβίαζε μόνο τη διαγενεακή δικαιοσύνη, αλλά και την ενδογενεακή (δηλ. μεταξύ των σημερινών συνταξιούχων). Ήταν άδικο, πελατειακό και κατακερματισμένο. Τα δεκάδες ταμεία του δεν συνιστούσαν ένα ενιαίο σύστημα συντάξεων αλλά πολλά, με διαφορετικούς και ετερόκλητους κανόνες. Έπασχε από έντονες ανισορροπίες μεταξύ ταμείων και κατηγοριών, ώστε άτομα με παρόμοια χαρακτηριστικά να έχουν εντελώς διαφορετικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Οι διαφορές ανάμεσα στο καθεστώς της μεγάλης πλειοψηφίας (ΙΚΑ, ΟΓΑ, ΤΕΒΕ, ΝΑΤ) και στο καθεστώς των «ευγενών ταμείων», είτε αυτά ασφάλιζαν τμήματα της μισθωτής εργασίας (Δημόσιο, ΔΕΚΟ, τράπεζες) είτε ισχυρές κοινωνικές ομάδες (νομικοί, μηχανικοί, ιατροί, στρατιωτικοί), ήταν τεράστιες.
Το προηγούμενο σύστημα συντάξεων αναδιένεμε πόρους και δικαιώματα αλλά στην αντίθετη κατεύθυνση: ευνοούσε τους πλούσιους σε βάρος των φτωχών, τους εργαζόμενους του δημοσίου σε βάρος εκείνων του ιδιωτικού τομέα, τους ελεύθερους επαγγελματίες σε βάρος των μισθωτών, όσους πλησίαζαν στη συνταξιοδότηση σε βάρος των νέων ασφαλισμένων – και κυρίως ευνοούσε τη σημερινή γενεά φορτώνοντας δυσβάστακτα βάρη στις επόμενες.
Κατά συνέπεια, το πρόβλημα δεν ήταν η αναγκαιότητα ή όχι της μεταρρύθμισης, αλλά εάν η διέξοδος από την κρίση του ασφαλιστικού μπορούσε να είναι βιώσιμη οικονομικά και δίκαιη κοινωνικά. Με βάση αυτό το κριτήριο θα πρέπει να αξιολογηθεί ο νόμος 3863.
3. Ο δημόσιος διάλογος
Δεδομένης της (οικονομικής αλλά και ηθικής) χρεωκοπίας του προηγούμενου ασφαλιστικού, η μεταρρύθμιση θα έπρεπε να εκλαμβάνεται από τις πολιτικές δυνάμεις και τους κοινωνικούς εταίρους ως εσωτερική αναγκαιότητα, όχι ως εξωτερικός καταναγκασμός. Όπως γνωρίζουμε, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Η συζήτηση για το ασφαλιστικό διεξήχθη (και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά;) μέσα στις συνήθεις συνθήκες του πολιτικού και κοινωνικού διαλόγου στη χώρα μας. Από εδώ απορρέουν τέσσερα τουλάχιστον σημεία που δυσχεραίνουν την επιτυχή επίλυση οποιουδήποτε σοβαρού προβλήματος και φυσικά του ασφαλιστικού.
Πρώτον, η απίστευτα ανεπαρκής προετοιμασία των πιθανών λύσεων εκ μέρους των πολιτικών ελίτ. Το ασφαλιστικό βρισκόταν συνεχώς (αν και με διαλείψεις) στην επικαιρότητα και στις πολιτικές προτεραιότητες κάθε κυβέρνησης τουλάχιστον από το 1990. Παρόλα αυτά, η στάση της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτικών, ακόμη και των λεγομένων «κομμάτων εξουσίας» χαρακτηριζόταν από άρνηση παραδοχής του προβλήματος και απροθυμία ανάληψης πρωτοβουλιών αντιμετώπισής του. Σε αυτό το κρίσιμο τεστ, η πολιτική ελίτ της χώρας επέδειξε χαμηλή ωριμότητα και περιορισμένη ικανότητα επίλυσης ενός κρίσιμου προβλήματος που σε μεγάλο βαθμό η ίδια είχε δημιουργήσει στο παρελθόν.
Δεύτερον, η γενική έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Με το τετριμμένο επιχείρημα «προσχηματικός διάλογος, προειλημμένες αποφάσεις», η ΓΣΕΕ αποχώρησε αμέσως μετά τις πρώτες συνεδριάσεις, ενώ η ΑΔΕΔΥ δεν συμμετείχε καθόλου από την αρχή – όπως άλλωστε δεν συμμετείχαν ούτε και τα κόμματα της αριστεράς. Είναι μάλλον λυπηρό ότι κοινοβουλευτικά κόμματα και συνδικαλιστικές οργανώσεις φαίνονται να έχουν παραιτηθεί από τη στοιχειώδη υποχρέωσή τους να επεξεργάζονται και να προτείνουν λύσεις για τα προβλήματα της χώρας.
Τρίτον, ο χαμηλός βαθμός αντιπροσωπευτικότητας του κοινωνικού διαλόγου. Είναι γνωστό ότι πέρα από τις Τράπεζες, τις ΔΕΚΟ και το Δημόσιο, η διείσδυση των συνδικάτων εκεί όπου απασχολείται η συντριπτική πλειονοτήτα των εργαζομένων είναι αμελητέα. Αφενός τα συνδικάτα απουσιάζουν από τους κλάδους και τις επιχειρήσεις όπου η ανάγκη προστασίας από την εργοδοτική αυθαιρεσία είναι μεγαλύτερη. Αφετέρου οι προτεραιότητές τους κυριαρχούνται από τις εμμονές για τη διατήρηση των κεκτημένων της προνομιούχου «εργατικής αριστοκρατίας» από την οποία προέρχονται τα περισσότερα στελέχη τους. Η θλιβερή αυτή εξέλιξη στρεβλώνει την πολιτική αντιπαράθεση και συμβάλλει στην περαιτέρω μείωση του κύρους των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Τέταρτον, η επιφανειακή αντιμετώπιση του ασφαλιστικού, όπως και των υπόλοιπων σοβαρών προβλημάτων, από έναν πολύ μεγάλο αριθμό δημοσιογράφων, στα έντυπα αλλά και στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Αντί να προσπαθήσουν να κατανοήσουν το πρόβλημα, ώστε να παρουσιάσουν μετά στην κοινή γνώμη τα διλήμματα και τις επιλογές που αντιμετωπίζουμε, τα περισσότερα μέσα κατέφυγαν στον πιο φτηνό εντυπωσιασμό: «Τσουνάμι μέτρων», «Προτάσεις-σοκ», «Τσεκούρι στις συντάξεις» και άλλα γλαφυρά, που από τη μια χάιδευαν την άγνοια του αναγνωστικού και φιλοθεάμονος κοινού και από την άλλη πρόδιδαν την χαμηλή πολιτισμική στάθμη των συντακτών τους (όπως και την γενική ακαταλληλότητα και ανεπάρκεια του προσωπικού της τέταρτης εξουσίας, ακόμη και σε σύγκριση με τις άλλες τρεις). Εξαιρέσεις προφανώς υπήρξαν, αλλά παρέμειναν εξαιρέσεις.
Υπό αυτές τις μάλλον αντίξοες συνθήκες ακολούθησε την δαιδαλώδη πορεία της η διαδικασία μεταρρύθμισης των συντάξεων την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2010.
4. Το πόρισμα της επιτροπής ειδικών
Η επιτροπή ειδικών (με πρόεδρο τον Ά. Στεργίου, καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ), η οποία είχε συσταθεί τον Δεκέμβριο 2009 με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Α. Λοβέρδου, έδωσε στη δημοσιότητα το πόρισμά της στις 16 Μαρτίου 2010.
Η επιτροπή ειδικών κατάφερε να συγκεντρώσει έναν εντυπωσιακό όγκο υλικών, και να παραδώσει ένα σύνολο αναλύσεων και προτάσεων που οπωσδήποτε άξιζε να προσεχτεί περισσότερο, τόσο από τους πολιτικούς όσο και από την κοινή γνώμη. Σε μια κανονική συγκυρία, το πόρισμα της επιτροπής θα ήταν πολύτιμο. Το πρόβλημα είναι ότι η τρέχουσα συγκυρία δεν ήταν κανονική: εν μέσω μιας πρωτοφανούς κρίσης δανεισμού, η ανάγκη αποτελεσματικής αντιμετώπισης του ασφαλιστικού προβλήματος ήταν πιεστική.
Με το μέτρο αυτό, το πόρισμα της επιτροπής φάνηκε κατώτερο των περιστάσεων. Από τις 12 προτάσεις του πορίσματος, οι 3 (έλεγχος των ιατρικών δαπανών, εντατικοποίηση του ελέγχου των φαρμακευτικών δαπανών, δημιουργία ενιαίου ταμείου ασφάλισης υγείας) δεν αφορούσαν καθόλου τις συντάξεις. Οι 5 (ανάγκη διαρκούς αναλογιστικής επιτήρησης του συστήματος, καθιέρωση πάγιου τρόπου ρύθμισης των οφειλών προς τους ασφαλιστικούς φορείς, αξιοποίηση της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων, εκλογίκευση του συστήματος απονομής των αναπηρικών συντάξεων, βελτίωση της νομοθεσίας για τη διαδοχική ασφάλιση) δεν αποτελούσαν θέματα κοινωνικού διαλόγου αλλά αποτελεσματικής διοίκησης. Άλλες 3 προτάσεις (περιορισμός της εισφοροδιαφυγής, ανεύρεση πρόσθετων πόρων για τη διασφάλιση της επαρκούς χρηματοδότησης του συστήματος, ενοποίηση των ταμείων) άνοιγαν μεν σοβαρά ζητήματα, τα οποία όμως δεν μπορούσαν να συζητηθούν προτού καταλήξει η συζήτηση για τη «νέα αρχιτεκτονική» του συστήματος συντάξεων.
Στο κεντρικό αυτό ζήτημα, το πόρισμα αφιέρωνε την πρόταση υπ. αρ. 9, με τίτλο «Μια νέα αρχιτεκτονική του συνταξιοδοτικού συστήματος: η αποσαφήνιση των ρόλων της ασφάλισης και της αλληλεγγύης». Στο σημείο αυτό, το πόρισμα εξηγούσε ότι η επιτροπή συμφώνησε επί της αρχής για το χωρισμό του «προνοιακού» τμήματος από το «ανταποδοτικό», χωρίς όμως να καταλήξει σε κάποιο συγκεκριμένο σχήμα του δίπτυχου «βασική και αναλογική σύνταξη». Μια τέτοια κατάληξη σε ένα τέτοιο ζήτημα ήταν απογοητευτική.
Οι διαφορετικές απόψεις των μελών της επιτροπής δημοσιεύτηκαν συνοπτικά στο πόρισμα και εκτενέστερα στο παράρτημα. Ο Π. Τσακλόγλου (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) πρότεινε ένα σύστημα δύο επιπέδων, με εθνική και ανταποδοτική σύνταξη. Σύμφωνα με την πρόταση Τσακλόγλου, η εθνική σύνταξη μπορεί να είναι καθολική, αρκεί το ύψος της να είναι χαμηλό – πιθανότατα ίσο με αυτό της σημερινής σύνταξης ανασφαλίστων που παρέχει ο ΟΓΑ (360 ευρώ το μήνα), επαρκές πάντως για την αποτροπή φαινομένων ακραίας ένδειας. Σε μια εναλλακτική εκδοχή, η εθνική σύνταξη θα χορηγείται ανεξαρτήτως εισοδήματος μόνο σε όσους έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας και ταυτόχρονα διαθέτουν τις απαιτούμενες ασφαλιστικές εισφορές, ενώ στους υπόλοιπους ηλικιωμένους θα δίνεται με εισοδηματικά κριτήρια. Σε κάθε περίπτωση, η εθνική σύνταξη θα πρέπει να χορηγείται μετά την ηλικία των 65 ετών, ώστε να μη δημιουργούνται κίνητρα για πρόωρη συνταξιοδότηση. Πάνω από αυτή την ηλικία, δικαιούχοι θα είναι όλοι οι μόνιμοι κάτοικοι της χώρας και υπήκοοι κρατών-μελών της Ε.Ε. ή υπήκοοι άλλων χωρών με μακρόχρονη διαμονή στη χώρα. Το ηλικιακό όριο μπορεί αργότερα να αναπροσαρμοστεί, ανάλογα και με το «προσδόκιμο υγιούς διαβίωσης» του πληθυσμού. Όσον αφορά την ανταποδοτική σύνταξη, ο Τσακλόγλου πρότεινε το λεγόμενο «οιονεί κεφαλαιοποιητικό» σύστημα. Στο σύστημα αυτό – παρόμοιο με εκείνο της Σουηδίας και της Ιταλίας – κάθε ασφαλισμένος έχει ένα (εικονικό) ατομικό ασφαλιστικό λογαριασμό όπου καταγράφονται οι ασφαλιστικές εισφορές του, τοκίζονται με ένα προσυμφωνημένο επιτόκιο και σχηματίζουν το ασφαλιστικό κεφάλαιό του. Το ύψος της ανταποδοτικής σύνταξης προσδιορίζεται τη στιγμή της συνταξιοδότησης ώστε να την καθιστά «αναλογιστικά δίκαιη», με βάση το κεφάλαιο που έχουν σχηματίσει οι συσσωρευμένες ασφαλιστικές εισφορές κάθε ασφαλισμένου.
Η πρόταση που κατατέθηκε από την Π. Παπαρρηγοπούλου (Νομική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών) συνέπιπτε με την προηγούμενη σε δύο κρίσιμα σημεία: στο χαρακτήρα της ανταποδοτικής σύνταξης, και στη χορήγηση χωριστής βασικής σύνταξης μετά από κάποια ηλικία (π.χ. 65 έτη). Διέφερε όμως στον τρόπο υπολογισμού της βασικής σύνταξης, το ύψος της οποίας θα διαφοροποιείται σε αντίστροφη αναλογία με την ανταποδοτική σύνταξη. Πιο συγκεκριμένα, η Παπαρρηγοπούλου πρότεινε να μην χορηγείται καθόλου βασική σύνταξη εάν η ανταποδοτική υπερβαίνει κάποιο καθορισμένο όριο, το οποίο ονομάζει «σύνταξη αναφοράς». Κάτω από το όριο αυτό η βασική σύνταξη θα είναι ίση με τη διαφορά της ανταποδοτικής σύνταξης από τη σύνταξη αναφοράς επί το γινόμενο ενός «συντελεστή αλληλεγγύης». Για παράδειγμα, με συντελεστή αλληλεγγύης 60% και σύνταξη αναφοράς 800 ευρώ το μήνα, ένας ασφαλισμένος με ανταποδοτική σύνταξη 200 ευρώ θα εισπράττει βασική σύνταξη 360 ευρώ, δηλ. 0,6 × (800 – 200). Όσο υψηλότερη είναι η σύνταξη αναφοράς και όσο υψηλότερος είναι ο συντελεστής αλληλεγγύης, τόσο υψηλότερο θα είναι το ύψος της βασικής σύνταξης (βλ. Διάγραμμα 1).
Διάγραμμα 1
Αλληλεπίδραση βασικής και ανταποδοτικής σύνταξης, με συντελεστή αλληλεγγύης = 0,6 και σύνταξη αναφοράς = 800 ευρώ
(πρόταση Παπαρρηγοπούλου)
Η πρόταση του πρόεδρου της επιτροπής κινήθηκε σε διαφορετική κατεύθυνση. Ο Στεργίου απέρριψε την ιδέα της καθολικότητας και πρότεινε η βασική σύνταξη να μειώνεται καθώς αυξάνει το εισόδημα του δικαιούχου (όχι μόνο η αναλογική σύνταξη). Πάντως, ενώ δέχτηκε ότι η βασική σύνταξη θα πρέπει να χρηματοδοτείται από τη φορολογία, και η αναλογική από εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών, δεν υιοθέτησε τη λογική συνεπαγωγή αυτής της δομής: ότι δηλ. η κρατική χρηματοδότηση θα πρέπει περιορίζεται στη βασική σύνταξη, αντί να επιδοτεί και τις συντάξεις των ταμείων όπως στο ισχύον σύστημα. Για αυτό ο πρόεδρος της επιτροπής πρότεινε επέκταση – όχι κατάργηση – του θεσμού των κατώτατων ορίων των συντάξεων κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και αναλογική – αλλά όχι πλήρως ανταποδοτική – σύνταξη. Τέλος, συνέδεσε τη διαμόρφωση σχήματος βασικής και αναλογικής σύνταξης με την ανεύρεση πρόσθετων πόρων για τη χρηματοδότηση του συστήματος, καθώς και με «μια επαναδιαπραγμάτευση του συντονισμού των δύο μερών της σύνταξης για το πώς τελικά θα επιτευχθεί με καλύτερο τρόπο η αναδιανομή».
Μια άλλη πρόταση για την αρχιτεκτονική του συστήματος κατατέθηκε από τον εκπρόσωπο της ΕΣΕΕ Δ. Μπούρλο. Η πρόταση αποδεχόταν τον διαχωρισμό προνοιακών και ασφαλιστικών παροχών, αλλά μόνο «στο βαθμό που δεν περιορίζει και εξαντλεί τις υποχρεώσεις του Κράτους στην εξασφάλιση μόνο των πρώτων». Για αυτό, ο Μπούρλος πρότεινε η βασική σύνταξη να αποτελεί τη βάση υπολογισμού της σύνταξης, όχι προνοιακή προσθήκη σε αυτή (δηλ. να παρέχεται με τη χορήγηση αναλογικής σύνταξης, ανεξαρτήτως εισοδηματικών κριτηρίων), ενώ μια προνοιακή σύνταξη θα χορηγείται στους ανασφάλιστους. Επιπλέον, πρότεινε το αναλογικό τμήμα της σύνταξης να καταβάλλεται ακόμη και όταν δεν συμπληρώνεται ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης (σήμερα 15 έτη).
Συμπερασματικά, τα δύο κείμενα (πόρισμα και παράρτημα) που δόθηκαν στη δημοσιότητα από την επιτροπή ειδικών, παρότι εμπλούτισαν σημαντικά τις διαθέσιμες επεξεργασίες για τη μεταρρύθμιση των συντάξεων, απείχαν αρκετά από το να υποστηρίζουν τις αναγκαίες λύσεις με την απαιτούμενη ένταση και σαφήνεια. Η συμβολή του προέδρου της επιτροπής, με όλο το βάρος της θέσης του, παρότι πολύτιμη σε πολλά σημεία, έπασχε σε κρίσιμα σημεία από αμφισημίες που αντί να διευκολύνουν τις πολιτικές επιλογές επέτειναν τη γενική σύγχυση.
Για παράδειγμα, η εμμονή στην ανεύρεση πρόσθετων πόρων προσκρούει στο γεγονός ότι πρόσθετοι πόροι της τάξης του 10-15% του ΑΕΠ απλώς δεν υπάρχουν. Η θεσμοθέτηση ειδικού φόρου για τις συντάξεις (κατά το γαλλικό πρότυπο της Contribution Sociale Généralisée) δεν έχει νόημα παρά μόνο στο πλαίσιο της κρατικής επιδότησης των συντάξεων κοινωνικής ασφάλισης, όπως δηλ. στη Γαλλία ή (πολύ πιο άναρχα) στο σύστημα που ίσχυε μέχρι τώρα στην Ελλάδα, το οποίο φυσικά σε καμμία περίπτωση δεν συνιστά «νέα αρχιτεκτονική». Ο πραγματικός διαχωρισμός αλληλεγγύης και ασφάλισης προϋποθέτει τη συγκέντρωση της κρατικής χρηματοδότησης στη βασική σύνταξη, άρα είναι ασύμβατος με τη διαιώνιση των κρατικών επιδοτήσεων στα ταμεία. Παρεμπιπτόντως, ένας τέτοιος διαχωρισμός θα καθιστούσε εντελώς περιττή την επιβολή ειδικού φόρου: το σύνολο της κρατικής δαπάνης για συντάξεις στο ισχύον σύστημα, δηλ. το άναρχα κατανεμημένο 6,3% του ΑΕΠ, θα ήταν αρκετό για τη χρηματοδότηση μιας καθολικής βασικής σύνταξης ύψους 572 ευρώ το μήνα.
5. Το Μνημόνιο Συνεννόησης
Το πόρισμα της επιτροπής ειδικών πέρασε σε δεύτερο πλάνο με την υπογραφή του Μνημονίου Συνεννόησης με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και την κύρωσή του από την Βουλή των Ελλήνων (3 Μαΐου 2010).
Το Μνημόνιο προέτασσε τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση ως άμεση προτεραιότητα της κυβερνητικής πολιτικής, και παρουσίαζε το λεπτομερές περίγραμμά της. Οι συστάσεις της μεικτής επιτροπής ΔΝΤ-ΕΚΤ-ΕΕ, οι οποίες ήταν ταυτόχρονα δεσμεύσεις της Ελληνικής κυβέρνησης, αφορούσαν μεταβατικά μέτρα αλλά και τα κύρια χαρακτηριστικά του νέου συστήματος.
Όσον αφορά τα μεταβατικά μέτρα, το Μνημόνιο πρότεινε περιορισμό του κατακερματισμού του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με συγχωνεύσεις σε τρία ταμεία (μισθωτών, αυτοαπασχολουμένων, αγροτών), καθώς και τη θέσπιση ενιαίων κανόνων για όλους τους τωρινούς και μελλοντικούς εργαζόμενους. Επίσης, τη διαμόρφωση ενιαίου ορίου ηλικίας στα 65 έτη ακόμη και για τις γυναίκες στο δημόσιο τομέα έως το 2013, τη σταδιακή αύξηση της ελάχιστης περιόδου ασφάλισης για πλήρη σύνταξη από 37 σε 40 έτη έως το 2015, τη βαθμιαία επέκταση των συντάξιμων αποδοχών στο σύνολο του εργασιακού βίου, τον περιορισμό της πρόωρης συνταξιοδότησης με ουσιαστική αναθεώρηση του καταλόγου βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, την εισαγωγή αυστηρότερων όρων για τη χορήγηση συντάξεων αναπηρίας και την τακτική επανεξέταση τους, καθώς και τη μείωση του ανώτατου ορίου συντάξεων.
Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του νέου συστήματος, το Μνημόνιο συνέστησε την εισαγωγή εγγυημένου εισοδήματος ηλικιωμένων με εισοδηματικά κριτήρια για την προστασία των ευάλωτων ομάδων, καθώς και την ενδυνάμωση της σχέσης μεταξύ των εισφορών που καταβάλλονται και των παροχών που λαμβάνονται με τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης βάσει μέσου ετήσιου ποσοστού αναπλήρωσης της τάξης του 1,2%. Επίσης, την εισαγωγή αυτόματου μηχανισμού προσαρμογής κάθε τρία χρόνια από το 2020 για την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης καθώς αυξάνεται το προσδόκιμο επιβίωσης, την τιμαριθμοποίηση των συντάξεων, και τη μείωση της σύνταξης (κατά 6% ετησίως) για όσους συνταξιοδοτούνται μεταξύ των ηλικιών 60 και 65 με περίοδο ασφάλισης κάτω των 40 ετών.
Όπως μπορεί να συμπεράνει ο ψύχραιμος αναγνώστης, παρά τη ρητορεία για την «πιο άγρια κοινωνική βαρβαρότητα που ζήσαμε ποτέ», πρόκειται εν πολλοίς για κατάλογο ρυθμίσεων που είναι αυτονόητες στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, ενώ αποτέλεσαν κοινό τόπο των μεταρρυθμιστικών σχεδίων της κεντροαριστεράς από το 1990 και μετά.
6. Το αρχικό νομοσχέδιο
Μια εβδομάδα ακριβώς μετά την κύρωση του Μνημονίου Συνεννόησης (10 Μαΐου 2010) δόθηκε στη δημοσιότητα το σχέδιο νόμου που επεξεργάστηκε το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Οι αναντιστοιχίες μεταξύ τους ήταν κραυγαλέες. Κατ’αρχήν, το ασφαλιστικό νομοσχέδιο δεν περιελάμβανε τις δεσμεύσεις του Μνημονίου για πλήρη σύνταξη στα 65, ή μετά από 40 έτη ασφάλισης, ούτε εκείνες για την ταχύτητα μετάβασης από το ισχύον στο νέο σύστημα. Επιπλέον, η αρχιτεκτονική του νέου ασφαλιστικού όπως περιγραφόταν στο αρχικό νομοσχέδιο είχε σοβαρά δομικά προβλήματα – κυρίως τα εξής:
Πρώτον, αντί των τριών ταμείων που ανέφερε το Μνημόνιο, το νομοσχέδιο προέβλεπε ότι οι δημοσιογράφοι, οι υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και οι ιατροί, δικηγόροι και μηχανικοί θα ασφαλίζονται σε χωριστούς φορείς. Καμμία επίσημη εξήγηση δεν δόθηκε για την πρόβλεψη αυτή.
Δεύτερον, το νομοσχέδιο προέβλεπε ότι ο κάθε ασφαλισμένος θα μπορεί να λαμβάνει τη βασική σύνταξη όποτε αποφασίζει να συνταξιοδοτηθεί. Μια τέτοια ρύθμιση αδικούσε τους ασφαλισμένους που συνταξιοδοτούνται στα 65 έναντι όσων επιλέγουν να συνταξιοδοτηθούν νωρίτερα, ενώ ταυτόχρονα εισήγαγε κίνητρα πρόωρης αποχώρησης – και άρα διόγκωσης των ελλειμμάτων. Υπενθυμίζεται ότι τόσο η διεθνής εμπειρία όσο και η απλή λογική υποδεικνύουν ότι η βασική σύνταξη, επειδή ακριβώς χρηματοδοτείται από το κράτος, πρέπει να χορηγείται με την συμπλήρωση του ίδιου ορίου ηλικίας για όλους.
Τρίτον, η αναλογική σύνταξη του νομοσχεδίου, αντί να είναι εξίσου ανταποδοτική για όλους, αδικούσε τους ασφαλισμένους με λιγότερα έτη ασφάλισης και χαμηλότερες αποδοχές. Συγκεκριμένα, το ετήσιο ποσοστό αναπλήρωσης κυμαινόταν από 0,7% (1-15 έτη ασφάλισης, συντάξιμες αποδοχές έως 850 ευρώ το μήνα) έως 3% (37+ έτη ασφάλισης, αποδοχές πάνω από 4.200 ευρώ το μήνα). Συνεπώς, το τελικό ποσοστό αναπλήρωσης θα κλιμακωνόταν ανάλογα με τα ένσημα και τις αποδοχές κάθε ασφαλισμένου. Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση εμφανιζόταν να τηρεί κατά μέσο όρο τη δέσμευση για ετήσιο ποσοστό αναπλήρωσης της τάξης του 1,2%, όπως πρότεινε το Μνημόνιο. Όμως, η κλιμάκωσή του απειλούσε να μειώσει τόσο πολύ την ανταποδοτικότητα των εισφορών για τόσο πολλούς εργαζόμενους στο μέλλον, ώστε τα κίνητρα για ασφάλιση και καταβολή εισφορών θα εξασθένιζαν σε επικίνδυνο βαθμό (βλ. Διάγραμμα 2).
Διάγραμμα 2
Ποσοστό αναπλήρωσης της αναλογικής σύνταξης, ανά ασφαλιστική κλάση και ανάλογα με τη διάρκεια της περιόδου ασφάλισης
(αρχικό σχέδιο νόμου)
Η πηγή και των τριών αυτών δομικών προβλημάτων θα πρέπει να αναζητηθεί όχι στο Μνημόνιο αλλά στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων: συγκεκριμένα, στην απόπειρα του τελευταίου να περιγράψει με τη γλώσσα του πρώτου μια «νέα αρχιτεκτονική» που να απέχει όσο το δυνατόν λιγότερο από την παλαιά – και να είναι έτσι καταδικασμένη να ανακυκλώνει τις αδικίες και τα ελλείμματα του ισχύοντος συστήματος.
7. Ο Ν3863/2010
Το τελικό νομοσχέδιο κατατέθηκε στις 25 Ιουνίου 2010 και εγκρίθηκε με μικρή πλειοψηφία από τη Βουλή στις 12 Ιουλίου 2010. Την ψήφιση του νόμου 3863 «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» ακολούθησε εκείνη του νόμου 3865 «Μεταρρύθμιση Συνταξιοδοτικού Συστήματος του Δημοσίου και συναφείς διατάξεις». Οι δύο νόμοι καθιστούν αυστηρότερες τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης για όσους πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν τα επόμενα χρόνια, ενώ επίσης περιγράφουν την αρχιτεκτονική του συστήματος που θα ισχύσει από το 2015.
Όσον αφορά τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης όσων πρόκειται να βγουν στη σύνταξη πριν το 2015, οι σπουδαιότερες αλλαγές είναι οι εξής: Κατ’ αρχήν, δεν θίγονται καθόλου όσοι θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης μέσα στο 2010, οι οποίοι συνταξιοδοτούνται με τις προϋποθέσεις που ίσχυαν πριν από την ψήφιση των νόμων 3863 και 3865. Επίσης, από το 2011 αυξάνεται σταδιακά η ηλικία συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών ανεξαρτήτως αριθμού παιδιών. Για παράδειγμα στο Δημόσιο το όριο από το 2013 γίνεται 65 έτη για πλήρη σύνταξη ή 60 έτη για μειωμένη σύνταξη, με την εξαίρεση ασφαλισμένων με ανάπηρο παιδί ή σύζυγο (60 έτη για πλήρη σύνταξη). Ταυτόχρονα, από το 2011 αυξάνεται σταδιακά η ελάχιστη διάρκεια ασφάλισης που απαιτείται για συνταξιοδότηση. Για παράδειγμα στο Δημόσιο το όριο από το 2013 γίνεται 25 έτη για άνδρες και γυναίκες ανεξαρτήτως αριθμού παιδιών. Επιπλέον, αναγνωρίζεται πλασματικός χρόνος ασφάλισης στις μητέρες (έως 5 έτη για τρία παιδιά), καθώς και στους υπόλοιπους ασφαλισμένους με την εξαγορά εισφορών που αντιστοιχούν στη στρατιωτική θητεία, σε περίοδο ανεργίας κτλ. Ο συνολικός χρόνος που μπορεί να αναγνωριστεί αυξάνεται σταδιακά από 4 έτη το 2011 σε 7 έτη το 2014, ενώ θα προσμετράται τόσο στη θεμελίωση του δικαιώματος συνταξιοδότησης όσο και κατά τον υπολογισμό της σύνταξης. Τέλος, επιβάλλεται Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων από τον Αύγουστο 2010, το ύψος της οποίας κυμαίνεται από 3% (για συντάξεις 1.400-1.700 ευρώ το μήνα) έως 10% (για συντάξεις πάνω από 3.500 ευρώ το μήνα), ενώ εξαιρούνται οι συντάξεις κάτω από 1.400 ευρώ το μήνα.Όσον αφορά την αρχιτεκτονική του νέου συστήματος, η μεταρρύθμιση απομακρύνεται από την παραδοσιακή κοινωνική ασφάλιση του μοντέλου Bismarck, και προσεγγίζει ένα σύστημα πολλών επιπέδων που διαχωρίζει τις ανταποδοτικές από τις μη ανταποδοτικές παροχές, με την καταβολή από το 2015 βασικής και αναλογικής σύνταξης. Πιο συγκεκριμένα:
Η βασική σύνταξη ορίζεται σε 360 ευρώ το μήνα, σε τιμές 2010, και θα καταβάλλεται 12 φορές ανά έτος. Οι προϋποθέσεις χορήγησής της διαφοροποιούνται ανάλογα με το εάν ο ασφαλισμένος δικαιούται αναλογική σύνταξη ή όχι. Εάν ναι, η βασική σύνταξη χορηγείται χωρίς άλλες διαδικασίες, πλήρης στα 65 έτη ή μειωμένη κατά 6% κατά έτος σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος επιλέγει να συνταξιοδοτηθεί νωρίτερα. Εάν όχι, η βασική σύνταξη χορηγείται με εισοδηματικά κριτήρια (5.400 ευρώ για το ατομικό και 10.800 ευρώ για το οικογενειακό εισόδημα), και όχι νωρίτερα από τα 65 έτη. Επίσης, στη δεύτερη περίπτωση, η βασική σύνταξη μειώνεται κατά 2,86% ανά έτος όταν ο δικαιούχος έχει ζήσει στην Ελλάδα για λιγότερα από 35 έτη μεταξύ των ηλικιών των 15 και των 65 ετών.
Η αναλογική σύνταξη θα υπολογίζεται ως το γινόμενο των μέσων διά βίου συντάξιμων αποδοχών (σε τρέχουσες τιμές), επί ένα ετήσιο ποσοστό αναπλήρωσης που κυμαίνεται από 0,8% (1-15 έτη ασφάλισης) έως 1,5% (40+ έτη ασφάλισης), επί τον αριθμό των ετών ασφάλισης (βλ. Διάγραμμα 3). Παραλείφθηκε η πρόβλεψη του αρχικού νομοσχεδίου περί κλιμάκωσης του ποσοστού αναπλήρωσης ανάλογα με τις συντάξιμες αποδοχές (όχι απλώς σύμφωνα με τη διάρκεια της περιόδου ασφάλισης) κάθε ασφαλισμένου.
Διάγραμμα 3
Ποσοστό αναπλήρωσης της αναλογικής σύνταξης, ανάλογα με τη διάρκεια της περιόδου ασφάλισης
(Ν3863/2010)
Επιπλέον, παρέχεται εγγύηση κατώτατης σύνταξης σε όσους συνταξιοδοτούνται με 15 τουλάχιστον έτη ασφάλισης. Υπό αυτόν τον όρο, το άθροισμα βασικής και αναλογικής σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται από το ισοδύναμο των 15 κατώτατων ημερομισθίων ανειδίκευτου εργάτη , όπως θα ορίζονται στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του 2015. (Με τα σημερινά δεδομένα, η εγγύηση κατώτατης σύνταξης θα ήταν περίπου 500 ευρώ το μήνα.)
Από την άλλη, όλες οι συνταξιοδοτικές παροχές από το 2015 θα αναπροσαρμόζονται με το μέσο όρο της αύξησης του ΑΕΠ και του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, που δεν μπορεί όμως να υπερβαίνει την αύξηση του τελευταίου. Κατά συνέπεια, η αγοραστική αξία των συντάξεων θα παραμένει σταθερή όταν η αύξηση του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερη από τον πληθωρισμό, ενώ θα μειώνεται όταν συμβαίνει το αντίθετο.
Τέλος, η μετάβαση στο νέο σύστημα θα είναι άμεση. Συγκεκριμένα, η σύνταξη όσων είναι ήδη ασφαλισμένοι το 2010 και θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης μετά το 2015 θα υπολογίζεται αναλογικά: με το παλαιό σύστημα για τα έτη ασφάλισης έως και το 2010, με το νέο σύστημα για τα έτη ασφάλισης από το 2011 και μετά. Όπως είναι φυσικό, η σύνταξη όσων ασφαλίζονται για πρώτη φορά από το 2015 και μετά, θα υπολογίζεται εξ ολοκλήρου με τους κανόνες του νέου συστήματος.
8. Ανοικτά ζητήματα
Πώς μπορεί να αποτιμήσει κανείς την συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση με βάση τα κριτήρια της οικονομικής αποδοτικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης; Οι κύριες ενστάσεις μου είναι οι εξής:
Πρώτον, διατηρείται η χωριστή ασφάλιση δημοσιογράφων, υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και «επιστημόνων» (δηλ. ιατρών, δικηγόρων και μηχανικών – αλλά όχι ερευνητών και καθηγητών πανεπιστημίου), καθώς και η υπαγωγή των ασφαλισμένων του ΟΓΑ σε διαφορετικό ασφαλιστικό καθεστώς, με ευνοϊκότερους όρους. Ο κατακερματισμός του συστήματος υπήρξε στο παρελθόν ένας από τους μηχανισμούς απονομής προνομίων σε ισχυρές ομάδες σε βάρος της κοινωνίας. Η ανησυχία αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι οι κρατικές ενισχύσεις δεν περιορίζονται στη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης, ενώ οι περιβόητοι «κοινωνικοί πόροι» δεν καταργούνται. Όμως, χωρίς ενοποίηση του συστήματος συντάξεων, χωρίς πλήρη κατάργηση όλων των κοινωνικών πόρων, και χωρίς στήριξη του εισοδήματος των ηλικιωμένων από το κράτος επί ίσοις όροις ανεξαρτήτως ασφαλιστικού ταμείου ή επαγγελματικού κλάδου, η «νέα αρχιτεκτονική» κινδυνεύει να αναπαράγει τις ανισότητες της παλαιάς.
Δεύτερον, εξαιρούνται από τις μεταβατικές διατάξεις που αφορούν τα νέα όρια ηλικίας και τα απαιτούμενα έτη ασφάλισης όσοι προσελήφθησαν πριν από το 1983 στις Τράπεζες, τις ΔΕΚΟ, τα ταμεία του Τύπου, καθώς και οι ένστολοι (ανεξαρτήτως έτους πρόσληψης). Και πάλι, οι εξαιρέσεις αυτές διαιωνίζουν τις σημερινές ανισότητες. Η ενιαία μεταχείριση όλων των ασφαλισμένων, ανεξαρτήτως ασφαλιστικού ταμείου ή επαγγελματικού κλάδου, αποτελεί στοιχειώδη προϋπόθεση ισονομίας.
Τρίτον, η βασική σύνταξη διαφοροποιείται ανάλογα με το εάν ο ασφαλισμένος δικαιούται αναλογική σύνταξη ή όχι. Η διαφοροποίηση αυτή είναι ξένη με τον χαρακτήρα της βασικής σύνταξης, ενώ εισάγει ανεπίτρεπτες διακρίσεις μεταξύ ασφαλισμένων με λίγο λιγότερα ή λίγο περισσότερα από 15 έτη ασφάλισης. Η χορήγηση βασικής σύνταξης σε κάθε ηλικιωμένο που πληρεί τις προϋποθέσεις ηλικίας και διαμονής, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια, θα εξάλειφε τις διακρίσεις και θα μείωνε το διοικητικό κόστος, ενώ η αύξηση της συνολικής δαπάνης για συντάξεις από την ενοποίηση των κριτηρίων χορήγησης θα ήταν σχετικά μικρή.
Τέταρτον, η μείωση του ποσού της βασικής σύνταξης κατά 6% το χρόνο σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδότησης αποτελεί ασθενές κίνητρο παραμονής στην εργασία και συνιστά άνιση μεταχείριση των ασφαλισμένων. Η χορήγηση της βασικής σύνταξης από την ηλικία των 65 σε όλους χωρίς εξαιρέσεις, ανεξαρτήτως της ηλικίας απονομής της αναλογικής σύνταξης, θα απλούστευε τους κανόνες και θα αποκαθιστούσε τα κίνητρα.
Πέμπτον, παρότι η κλιμάκωση του ετήσιου ποσοστού αναπλήρωσης της αναλογικής σύνταξης ανάλογα με την ασφαλιστική κλάση (που υπήρχε στο αρχικό σχέδιο νόμου) απαλείφθηκε, διατηρείται η κλιμάκωση ανάλογα με τη διάρκεια της ασφάλισης. Αν και θεωρητικά η κλιμάκωση αυτή δίνει κίνητρα παραμονής στην εργασία προς το τέλος του εργάσιμου βίου, στην πραγματικότητα εξασθενεί τα κίνητρα για καταβολή εισφορών στην αρχή του εργάσιμου βίου – εκεί δηλαδή που η εισφοροδιαφυγή είναι συνηθέστερη. Το σημείο αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς η αγορά εργασίας γίνεται όλο και πιο ευέλικτη, καθώς κινδυνεύει να είναι όλο και πιο επισφαλής για όλο και πιο πολλούς εργαζόμενους, καθώς όλο και περισσότεροι εργοδότες προσπαθούν να απαλλαγούν με νόμιμους ή παράνομους τρόπους από τα βάρη της κοινωνικής ασφάλισης.
Ορισμένες δευτερεύουσες διατάξεις του νομοσχεδίου είναι επίσης προβληματικές. Τα επτά πλασματικά έτη ασφάλισης λόγω μητρότητας, ασθένειας, ανεργίας, σπουδών, στρατιωτικής θητείας, ακόμη και απεργίας (!) είναι πολλά, διαθέσιμα σε πολλούς – άρα υπονομεύουν τις προσπάθειες αύξησης της διάρκειας ασφάλισης. Η καταβολή βασικής σύνταξης σε αναπήρους ανεξαρτήτως ηλικίας και ταυτόχρονα με τα επιδόματα ΑμΕΑ, τα οποία επίσης είναι άνισα και κατακερματισμένα, δεν είναι ορθολογική. Το καθεστώς των «βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων» προς το παρόν (;) διαιωνίζεται. Τέλος, η αναπροσαρμογή των μελλοντικών συντάξεων με ένα ποσοστό που θα υπολείπεται του πληθωρισμού, όταν αυτός υπερβαίνει το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ, μειώνει την αγοραστική αξία των συντάξεων σε βάθος χρόνου, ενώ αυξάνει το χάσμα που χωρίζει τους μελλοντικούς συνταξιούχους από τους μελλοντικούς εργαζομένους.
Παρόλο που οι παραπάνω ενστάσεις θα πρέπει να αποτελέσουν έναυσμα για την επανεξέταση των σχετικών ρυθμίσεων σε μια επόμενη φάση, ο νόμος 3863 συνιστά σημαντικό βήμα προς την εγκαθίδρυση ενός βιωσιμότερου, δικαιότερου και διαφανέστερου συστήματος συντάξεων. Το βήμα αυτό όμως θα παραμένει ατελές όσο διατηρούνται ακόμη στοιχεία του πελατειακού και αποσπασματικού χαρακτήρα του προηγούμενου συστήματος.
Η υποχρέωσή μας να προχωρήσουμε σε ραγδαίες αλλαγές απότομα και σε μικρό χρονικό διάστημα θα είναι οπωσδήποτε πηγή προβλημάτων. Δυστυχώς, όμως, σε μεγάλο βαθμό κάτι τέτοιο ήταν αναπόφευκτο: αφενός επειδή σπαταλήσαμε είκοσι χρόνια σε σχέση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, όπου η απαιτούμενη προσαρμογή έγινε έγκαιρα, αφετέρου επειδή οι συνθήκες της οικονομίας μας δεν αφήνουν πλέον πολλά περιθώρια ηπιότερης προσαρμογής.
Η ριζική – αν και σε καμμία περίπτωση οριστική – επίλυση του ασφαλιστικού προβλήματος διά του νόμου 3863 αποτελεί ευκαιρία να διευρυνθεί η θεματολογία του δημόσιου διαλόγου για την κοινωνική πολιτική. Ο υπερτροφισμός των συντάξεων, οι δημοσιονομικοί πόροι που αυτές απορροφούσαν (και ακόμη απορροφούν), καθώς και οι «πολιτικοί πόροι» που επίσης σπαταλήθηκαν στην εικοσαετή διαμάχη για το ασφαλιστικό, επεσκίασαν – και σε μεγάλο βαθμό εμπόδισαν – τη συζήτηση για την ενδυνάμωση του διχτυού κοινωνικής ασφάλειας στην Ελλάδα. Και όμως, τη στιγμή που η χώρα διέρχεται μια βαθειά οικονομική κρίση με σοβαρές κοινωνικές προεκτάσεις, τα κενά του συστήματος κοινωνικής προστασίας παραμένουν μεγάλα.
Παρότι η παιδική φτώχεια είναι υψηλή και αυξάνεται τα τελευταία χρόνια, οι περισσότερες φτωχές οικογένειες με παιδιά λαμβάνουν ελάχιστη ή καθόλου εισοδηματική στήριξη (ενώ αντίθετα, οι πολύτεκνοι και οι εργαζόμενοι στις Τράπεζες και τις ΔΕΚΟ απολαμβάνουν γενναιόδωρες οικογενειακές παροχές) .
Παρότι σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ η ανεργία πρόκειται να εκτιναχθεί στο 14,6% το 2011 (από 7,7% το 2008), ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων που εισπράττουν το σχετικό επίδομα δεν υπερβαίνει τα 733 άτομα (ποσοστό κάλυψης 0,5%).
Παρότι η αξιόλογη αύξηση των αγροτικών συντάξεων, του ΕΚΑΣ και της σύνταξης ανασφαλίστων τα τελευταία χρόνια μείωσε τη φτώχεια των ηλικιωμένων, πολλοί εξακολουθούν να μην λαμβάνουν την εισοδηματική στήριξη που δικαιούνται.
Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα παραμένει η μοναδική χώρα της ΕΕ που δεν διαθέτει ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ούτε καν σε τοπικό επίπεδο.
Παρά τις περί του αντιθέτου κοινοτοπίες, η υπογραφή του Μνημονίου Συνεννόησης και η κρίση της οικονομίας δεν σηματοδοτούν αναγκαστικά το τέλος του κοινωνικού κράτους στη χώρα μας. Αντίθετα, η εφαρμογή του νόμου 3863 μπορεί να θέσει τις βάσεις για μια πιο ισόρροπη κατανομή της κοινωνικής δαπάνης, και να ανοίξει το δρόμο για μια σύγχρονη κοινωνική πολιτική που δεν θα εξαντλείται στις συντάξεις και δεν θα ταυτίζεται με την κοινωνική ασφάλιση.