16 Δεκεμβρίου 2019

Ο Ταλλεϋράνδος στην Αθήνα

Δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα «Liberal» (Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019).

«Δεν έμαθαν τίποτε και δεν ξέχασαν τίποτε» είναι η περίφημη φράση που αποδίδεται στον  Γάλλο πολιτικό και διπλωμάτη για τους Βουρβώνους μετά την εκδίωξη του Ναπολέοντα και την παλινόρθωση της δυναστείας τους.

Μήπως ισχύει και για εμάς τους Έλληνες; Μήπως η τρομερή δεκαετία του 2010 μας έχει κάνει πιο μνησίκακους (για τα δεινά που μας μαστίζουν) χωρίς να μας κάνει σοφότερους (για τις αιτίες της κακοδαιμονίας μας);

Και ναι και όχι.

Ας αρχίσουμε από τους λόγους που έχουμε να είμαστε απαισιόδοξοι. Το βασικότερο μάθημα της ελληνικής κρίσης είναι ότι «δικαίωμα στην ευημερία» δεν υφίσταται. Για καμιά χώρα. Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, μια από τους πλουσιότερες χώρες του κόσμου ήταν η Αργεντινή. Το 1919, όταν την επαύριο του Μεγάλου Πολέμου η Αυστρία δοκιμαζόταν από την πείνα και την ανέχεια, η Αργεντινή έστειλε ανθρωπιστική βοήθεια, σε αναγνώριση της οποίας οι Βιεννέζοι ονόμασαν έναν δρόμο της πόλης «Argentinierstraße». Εκατό χρόνια αργότερα, η Αυστρία είναι τρεις φορές σχεδόν πλουσιότερη από την Αργεντινή. Σε τι οφείλεται αυτό; Όχι στους φυσικούς πόρους της Αυστρίας (η Αργεντινή έχει περισσότερους), ούτε στο εύκρατο κλίμα της (το αντίθετο ασφαλώς ισχύει), αλλά στους θεσμούς της: στην πολιτική σταθερότητα, στην αμεροληψία της δικαιοσύνης, στην αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, στην ποιότητα των σχολείων, των νοσοκομείων και των συγκοινωνιών. (Μια και το σημείωμα αυτό δημοσιεύεται στο Liberal, ας προσθέσω ότι οι φορολογικοί συντελεστές στην Αυστρία είναι πολύ υψηλότεροι από ό,τι στην Αργεντινή. Χωρίς σοβαρό κράτος δεν υπάρχει επιτυχημένη οικονομία, και σοβαρό κράτος με πενταροδεκάρες δεν φτιάχνεται.)

Στην Ελλάδα, αν ακούσει κανείς τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας έως τον μέσο θαμώνα καφετέριας (περνώντας από τους περισσότερους πολιτικούς και δημοσιογράφους) θα νομίζει ότι η ευημερία για τη χώρα μας είναι περίπου κληρονομικό δικαίωμα (οι αρχαίοι ημών πρόγονοι) ή ίσως πνευματικό (για τον πολιτισμό που χαρίσαμε στην ανθρωπότητα πριν 2.500 χρόνια). Ακόμη και οι συνδικαλιστές βάζουν προς στιγμή στην άκρη τον προλεταριακό διεθνισμό και ξορκίζουν τους «μισθούς Βουλγαρίας» (οι οποίοι προφανώς είναι ΟΚ για τους Βούλγαρους, αλλά για εμάς όχι). Ε λοιπόν εάν κάτι θα έπρεπε να μας έχει μάθει – αλλά δεν είναι βέβαιο ότι μας έχει μάθει – η δεκαετία του 2010 είναι ότι επίπεδο ζωής Βόρειας Αμερικής με οικονομία Βαλκανίων και θεσμούς Μέσης Ανατολής απλώς δεν γίνεται. Και εάν προς στιγμήν μας φάνηκε ότι γίνεται, είναι επειδή ζούσαμε σε μια φούσκα, και οι φούσκες έχουν την κακή συνήθεια μετά από λίγο να σκάνε. Η συνέχεια είναι γνωστή.

Έχουμε λόγους να είμαστε αισιόδοξοι; Ναι, και δεν σχετίζονται με την κυβερνητική αλλαγή του περασμένου Ιουλίου, ή μάλλον έχουν έμμεση σχέση με αυτήν. Ιστορικά προηγούμενα χωρών όπου το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 25% (και όπου τα νοικοκυριά απώλεσαν το 40% του μέσου εισοδήματός τους) χωρίς παρόλα αυτά να διαλυθούν είναι πολύ σπάνια. Ίσως μόνο οι ΗΠΑ το 1929-1932. Γνωρίζουμε αντίθετα πώς κατέληξε η ίδια ιστορία στη Γερμανία, στην Αυστρία και αλλού. Η Ελλάδα έδειξε ανησυχητικά σημεία διάλυσης το καλοκαίρι του 2011, με τους ναζί και τους ψεκασμένους στην πάνω πλατεία και τον Τσακαλώτο με το Σταθάκη στην κάτω πλατεία να μοιράζουν «μέτρα διαγραφής του χρέους». Μετά όλοι αυτοί έγιναν κυβέρνηση (εκτός από τους ναζί, οι οποίοι όμως προσμετρήθηκαν στο μέτωπο της «εθνικής αξιοπρέπειας» στο δημοψήφισμα του 2015). Και ύστερα από 4 δύσκολα χρόνια, η λαϊκή ετυμηγορία τους έστειλε πάλι στην αντιπολίτευση. Η ποιότητα των θεσμών υποβαθμίστηκε (γίναμε λίγο περισσότερο Αργεντινή), αλλά η δημοκρατία λειτούργησε.

Εάν η χώρα έμεινε όρθια, αυτό το οφείλουμε στους όχι και τόσο λίγους συμπατριώτες μας που συνέχισαν να κάνουν όσο γίνεται καλύτερα τη δουλειά τους σε συνθήκες αφάνταστα δυσκολότερες από πριν. Ο καθένας από εμάς μπορεί να σκεφτεί κάποιο σχετικό παράδειγμα. Εγώ έχω πρόχειρο το παράδειγμα των πρώην συναδέλφων μου στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (και σε άλλα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα), που συνέχισαν να δημοσιεύουν στα καλύτερα περιοδικά, και να στέκονται με αξιώσεις στα διεθνή συνέδρια, όταν οι αμοιβές τους έπεφταν σε όλο και πιο ντροπιαστικά επίπεδα, ενώ το εργασιακό τους περιβάλλον γινόταν όλο και πιο τριτοκοσμικό (και στην περίπτωση του ΟΠΑ, επικίνδυνο). Να κάτι για το οποίο αξίζει να είμαστε υπερήφανοι.

12 Δεκεμβρίου 2019

Ποιότητα ζωής στην Κόκκινη Βιέννη

Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019).

Σύμφωνα με τον ετήσιο δείκτη του περιοδικού Economist για την ποιότητα ζωής σε 140 πόλεις του κόσμου, την κορυφαία θέση της βαθμολογίας καταλαμβάνει – και μάλιστα για δεύτερη συνεχή χρονιά – η Βιέννη. Ο ανταποκριτής σας, ο οποίος τυχαίνει να βρίσκεται στην αυστριακή πρωτεύουσα για επίσκεψη εργασίας, είναι ικανοποιημένος με την τύχη του και αναρωτιέται ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας της πόλης που τον φιλοξενεί. Ο δείκτης του Economist λαμβάνει υπόψη 30 παράγοντες, από το κόστος διαβίωσης έως την εγκληματικότητα, και από το επίπεδο των δημόσιων συγκοινωνιών έως εκείνο των νοσοκομείων και των σχολείων, μαζί φυσικά με την ποιότητα και την ποικιλία της πολιτιστικής ζωής. Σε όλα αυτά, όπως διαπιστώνουν εκατομμύρια επισκέπτες κάθε χρόνο (μεταξύ τους ασυνήθιστα πολλοί Έλληνες), η Βιέννη αριστεύει.

Το θέμα είναι πώς τα έχει καταφέρει. Η διαμόρφωση των χαρακτηριστικών που συνθέτουν την ποιότητα ζωής σε μια πόλη (ή σε μια χώρα) είναι μακρόχρονη διαδικασία που σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από τους θεσμούς και τις δημόσιες πολιτικές, που με τη σειρά τους επηρεάζουν τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές. Για παράδειγμα, θα μπορούσε κανείς ευλόγως να υποστηρίξει ότι η ελαφριά και πρόσχαρη διάθεση για την οποία φημίζονται οι Αυστριακοί δεν είναι άσχετη με την επιλογή της δυναστείας των Αψβούργων το 15ο και 16ο αιώνα να επεκτείνουν τα όρια της κυριαρχίας τους μέσω μιας σειράς στρατηγικά επιλεγμένων γάμων των γόνων τους με εκείνους άλλων βασιλικών οικογενειών από τη Βουργουνδία, από την Καστίλλη, από τη Βοημία και από την Ουγγαρία. Εξ ου και η γνωστή ρήση: «Ας κάνουν πολέμους οι άλλοι, εσύ ευτυχισμένη Αυστρία κάνε γάμους. Όσα στους άλλους δίνει ο Άρης, σε σένα τα δίνει η Αφροδίτη».

(Βέβαια, στο πέρασμα του χρόνου, η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία έκανε και πολέμους, προσπαθώντας να αποτρέψει την ανεξαρτητοποίηση διαφόρων εθνοτήτων υπό την κυριαρχία της. Στο Μιλάνο, το Μάρτιο 1848, μετά από οδομαχίες πέντε ημερών, οι εξεγερμένοι πολίτες ανάγκασαν τους 13.000 στρατιώτες της φρουράς να αποσυρθούν από την πόλη, παρά την πεισματική – και αιματηρή – αντίσταση του βετεράνου διοικητή της στρατηγού Radetzky, του γνωστού εμβατηρίου. Αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία.)

Ο ανταποκριτής σας είναι πιθανώς επηρεασμένος από το αντικείμενο της έρευνάς του εδώ στη Βιέννη: την πολιτική κατοικίας. Ο βασικός λόγος που το κόστος ζωής στην πόλη κυμαίνεται σε τόσο λογικά επίπεδα είναι ότι τα δύο τρίτα των κατοίκων ζούνε σε διαμερίσματα που είτε επιδοτούνται από τη δημοτική αρχή είτε ανήκουν σε αυτήν. Όχι μόνο οι φτωχοί, αλλά και μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης. Πρόκειται για διαμερίσματα λιτά αλλά λειτουργικά, φωτεινά, σε κτίρια διάσπαρτα στο κέντρο της πόλης (αντί σε κάποιο υποβαθμισμένο προάστειο-γκέττο), σχεδιασμένα από τους καλύτερους αρχιτέκτονες.

Η ιστορία της κοινωνικής κατοικίας στη Βιέννη, μια ιστορία συναρπαστική, ξεκινά πριν από 100 ακριβώς χρόνια. Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σημαίνει το τέλος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Η ανεξαρτησία της Ουγγαρίας και της Τσεχοσλοβακίας, και η απώλεια εδαφών προς όφελος της Ιταλίας και της Γιουγκοσλαβίας, αφήνουν στη Αυστριακή Δημοκρατία μια συρρικνωμένη επικράτεια με δυσανάλογα μεγάλη πρωτεύουσα, κατεστραμμένη οικονομία και εξαθλιωμένη μάζα πολιτών. (Πριν το Μεγάλο Πόλεμο, η μέση διάρκεια ζωής ενός ανειδίκευτου εργάτη ήταν 33 χρόνια, ενώ η βρεφική θνησιμότητα έφτανε το 24%. Ο πόλεμος, οι στερήσεις και η ισπανική γρίππη του 1918 επιδεινώνουν και άλλο την κοινωνική κατάσταση.)

Στις εκλογές του 1919, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα φτάνει το 41% και σχηματίζει κυβέρνηση συνασπισμού με το Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα (36%). Σε εθνικό επίπεδο, οι σοσιαλδημοκράτες θα βρεθούν σύντομα στην αντιπολίτευση. Αλλά στη Βιέννη, στις δημοτικές εκλογές του ίδιου έτους, κερδίζουν την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών με 54% των ψήφων. Με εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες να ζουν σε τρώγλες, και 75.000 άτομα να νοικιάζουν με την ώρα ένα διαφορετικό κάθε μέρα κρεβάτι, η πολιτική κατοικίας είναι απόλυτη προτεραιότητα. Ο αντιδήμαρχος Hugo Breitner, υπουργός οικονομικών της πόλης της Βιέννης, σχεδιάζει έναν προοδευτικό φόρο οικοδομής, και ένα φόρο πολυτελείας στον τρόπο ζωής των πλουσίων: υπηρετικό προσωπικό, αυτοκίνητα, ακριβά ρούχα, σαμπάνια κτλ. Με τα έσοδα αυτών των φόρων, και με την υποστήριξη και ενθουσιώδη συμμετοχή της αφρόκρεμας της βιεννέζικης διανόησης, ξεκινά ένα πρόγραμμα ανέγερσης δημοτικών κατοικιών, αλλά και σχολείων, σανατορίων, νοσοκομείων, βιβλιοθηκών.

Είναι η απαρχή της «Κόκκινης Βιέννης»: της 15ετούς ηγεμονίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, που βελτιώνει ριζικά την καθημερινότητα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, ιδίως – αλλά όχι μόνο – των πιο φτωχών. Οι Βιεννέζοι ανταποδίδουν υπερψηφίζοντας μαζικά τους σοσιαλδημοκράτες: 56% το 1923, 60% το 1927, 59% το 1932. Εν τω μεταξύ, στην Ευρώπη ο ορίζοντας σκοτεινιάζει. Ο υπερσυντηρητικός Dollfuss το 1932 γίνεται καγκελάριος, το 1933 καταλύει το κοινοβούλιο, και το 1934 κηρύσσει πόλεμο στην «Κόκκινη Βιέννη». Ο στρατός δεν διστάζει να κανονιοβολίσει το μεγαλύτερο συγκρότημα κοινωνικής κατοικίας, το θρυλικό Karl-Marx-Hof, όπου βρίσκονται κλεισμένοι οι μαχητές της σοσιαλδημοκρατικής πολιτοφυλακής. Η σύρραξη διαρκεί μόνο 4 ημέρες, αλλά αφήνει εκατοντάδες νεκρούς. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα τίθεται εκτός νόμου, οι ηγέτες του φυλακίζονται ή εξορίζονται. Λίγους μήνες αργότερα ο Dollfuss δολοφονείται από μέλη του ναζιστικού κόμματος. Το 1938 η Αυστρία θα προσαρτηθεί στη χιτλερική Γερμανία. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι σοσιαλδημοκράτες θα αναλάβουν ξανά τα ηνία της πόλης, και θα παραμείνουν μέχρι σήμερα στην πλειοψηφία της δημοτικής αρχής (σε συνασπισμό με τους Πράσινους, με αντιδήμαρχο από το 2010 έως τον Ιούνιο 2019 τη Μαρία Βασιλάκου). Στις τελευταίες δημοτικές εκλογές το ποσοστό του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος θα πέσει στο ιστορικά χαμηλό 39,6%.

Έχοντας μόλις επισκεφθεί την έκθεση «Η Κόκκινη Βιέννη: 1919-1934» στο Μουσείο της Πόλης, σκέφτομαι αυτή την ένδοξη ιστορία και το άδοξο τέλος της, καθώς και τα μόνιμα αποτελέσματα αυτής της γιγαντιαίας ειρηνικής προσπάθειας που σε τελευταία ανάλυση κατάφερε να κάνει πιο χαρούμενη τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, με μόνα όπλα τα εργαλεία της δημοκρατικής πολιτικής: την κίνηση των ιδεών, την προγραμματική αντιπαράθεση, την καθολική ψηφοφορία, τη φορολογική μεταρρύθμιση και τις δημόσιες πολιτικές.

Εκατό χρόνια μετά από τη γέννηση της «Κόκκινης Βιέννης», η συντριπτική πλειονότητα των Βιεννέζων μένουν ακόμη σε δημοτικά ή επιδοτούμενα διαμερίσματα, ενώ η πόλη τους ψηφίζεται από τον Economist (γνωστό ανατρεπτικό έντυπο) ως η πιο ευχάριστη πόλη στον κόσμο. Τυχαίο; Δεν νομίζω ...

24 Νοεμβρίου 2019

Όταν η «ζοφερή επιστήμη» γίνεται ταπεινή

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019).

Μερικά πράγματα δεν πηγαίνουν και τόσο άσχημα. Το 1990, ο αριθμός των ανθρώπων σε όλον τον κόσμο που ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας ήταν 1 δισεκατομμύριο 890 εκατομμύρια. Το 2015, είχε μειωθεί σε 735 εκατομμύρια. Πρόκειται για σπουδαίο επίτευγμα, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι σε αυτά τα 25 χρόνια ο πληθυσμός της γης αυξήθηκε σημαντικά: ως ποσοστό του συνόλου, ο αριθμός των ακραία φτωχών έπεσε από 36% σε 10%.

Σε μεγάλο βαθμό, αυτό οφείλεται στην παγκοσμιοποίηση: εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι στην Κίνα, στην Ινδία και αλλού άφησαν πίσω τους την ακραία φτώχεια. Η ζωή κάποιων από αυτούς έχει ίσως γίνει πιο κουραστική, πιο αγχώδης, πιο μολυσμένη. Αλλά επίσης, λιγότερο δέσμια των δεινών που παγιδεύουν τους φτωχούς ανθρώπους από καταβολής κόσμου: αρρώστεια, άγνοια, πείνα.

Σε κάποιο βαθμό, όμως, η μείωση της ακραίας φτώχειας – ακόμη και σε χώρες που δεν γνώρισαν ραγδαία ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες – οφείλεται στο ότι οι πολιτικές που εφαρμόζονται έχουν γίνει λιγότερο αφελείς, πιο προσγειωμένες, πιο ταπεινές. Γνωρίζουμε καλύτερα ότι κάποια μέτρα αποδίδουν και κάποια όχι. Γνωρίζουμε επίσης ότι κάποια άλλα μέτρα (ίσως περισσότερα) λειτουργούν καλά κάπου αλλά λιγότερο καλά κάπου αλλού. Και αυτό συμβαίνει επειδή οι φτωχοί δεν είναι στερεοτυπικές φιγούρες που αξίζουν τον οίκτο μας ή την συγκατάβασή μας, αλλά άνθρωποι όπως οι υπόλοιποι, που πασχίζουν να συμβιβάσουν σύνθετους στόχους όπως οι υπόλοιποι, σε συνθήκες αφάνταστα δυσκολότερες από τους υπόλοιπους. Εάν η δουλειά μας είναι να τους βοηθήσουμε, θεωρώντας ότι ξέρουμε καλύτερα από τους ίδιους τι χρειάζονται, και πώς να το αποκτήσουν, το πιθανότερο είναι να αποτύχουμε. Για να σχεδιάσουμε αποτελεσματικές πολιτικές κατά της φτώχειας, πρέπει να καταλάβουμε καλύτερα τους περιορισμούς και τις προσδοκίες των άμεσα ενδιαφερομένων.

Λίγοι έχουν συμβάλει σε αυτή την εμπειρική στροφή των οικονομικών της ανάπτυξης όσο οι τρεις νικητές του φετεινού βραβείου Νόμπελ οικονομίας. Η Εστέρ Ντυφλό, γεννημένη στο Παρίσι, είναι η δεύτερη γυναίκα που κερδίζει το βραβείο (μετά την Έλινορ Όστρομ το 2009), και – στα 46 της – η νεώτερη νικήτρια (ανεξαρτήτως φύλου). Ο Άμπιτζιτ Μπάνερτζη κατάγεται από την Καλκούττα. Η οικογένειά του κατοικούσε στα όρια μιας παραγκούπολης. Παρότι τα παιδιά από εκεί ήταν πιο αδύνατα και πιο ασθενικά από τον ίδιο, στα σπορ ήταν ανίκητα. Ο Μάικλ Κρέμερ σπούδασε στο Χάρβαρντ, αλλά μετά έγινε καθηγητής γυμνασίου στην Κένυα. Κάποια στιγμή ένας κενυάτης φίλος του είπε ότι η οργάνωσή του θα ήθελε να κάνει κάτι για να περιορίσει τη σχολική διαρροή, αλλά δεν ξέρει τι. Οπωσδήποτε, για να πηγαίνουν περισσότερα παιδιά στο σχολείο θα πρέπει το κόστος του να είναι χαμηλό. Ακόμη καλύτερα μηδενικό: δωρεάν. Και γιατί όχι αρνητικό: όχι ακριβώς να πληρώνονται οι μαθητές για να πηγαίνουν στα μαθήματα, αλλά να τους δίνεται κάποιο έξτρα κίνητρο. Αλλά τι; Μήπως να μοιράσουν δωρεάν στολές; Ή να προσφέρουν καθημερινά γεύματα; Ή μήπως εμβολιασμούς και θεραπείες;

Ο νεαρός Μάικλ Κρέμερ δεν είχε ιδέα τι από όλα αυτά θα απέδιδε καλύτερα. Είχε όμως μια άλλη ιδέα: γιατί να μην δοκιμάσουν και τα τρία; Δωρεάν στολές σε κάποια σχολεία, καθημερινά γεύματα σε κάποια άλλα, ιατρικές υπηρεσίες σε κάποια τρίτα. Ακόμη καλύτερα εάν κατανείμουν τυχαία τα σχολεία της περιοχής σε κάθε μια από τις τρεις ομάδες, και εάν αφήσουν μια τέταρτη ως «ομάδα ελέγχου». Όπως δηλαδή γίνεται στην βιοϊατρική έρευνα. (Όχι ανέκαθεν, αλλά σταδιακά από την δεκαετία του ’60, χάρη σε ένα κίνημα στο οποίο πρωταγωνίστησε ο θρυλικός Άρτσι Κόχραν, ο Σκωτσέζος γιατρός και επιδημιολόγος, που διέκοψε τις σπουδές του για να πολεμήσει με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες στον ισπανικό εμφύλιο, και μετά με τον βρετανικό στρατό στην Κρήτη, και τις συνέχισε ως αιχμάλωτος πολέμου στη Θεσσαλονίκη και μετά στη Γερμανία – αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.)

Η έρευνα στα σχολεία της Κένυας δημιούργησε και αυτή κίνημα. Λιγότερο για τα ευρήματά της. (Στα συγκεκριμένα σχολεία, δύο επισκέψεις το χρόνο για την αντιμετώπιση της διάρροιας βελτίωσαν την υγεία των μαθητών και μείωσαν τη σχολική διαρροή, με κόστος 3,50 δολάρια ανά κερδισμένο σχολικό έτος, έναντι 36 δολαρίων ανά επιπλέον έτος για τα δωρεάν γεύματα, και 99 δολαρίων για τις δωρεάν στολές). Περισσότερο για τη μέθοδο.

Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, η Εστέρ Ντυφλό και ο Άμπιτζιτ Μπάνερτζη, στο Εργαστήριο Ανάλυσης της Φτώχειας (J-PAL) που ίδρυσαν στο ΜΙΤ, σε συνεργασία με τον Μάικλ Κρέμερ στο Χάρβαρντ, μαζί με άλλους 180 καθηγητές και περισσότερους ερευνητές σε όλον τον κόσμο, έχουν εκπονήσει 978 «τυχαιοποιημένες μελέτες αξιολόγησης» σε 83 χώρες.

Η μελέτη για την οποία είναι περισσότερο περήφανοι αφορά τρόπους αύξησης των εμβολιασμών στην Ινδία (όπου 25 εκατομμύρια παιδιά κάθε χρόνο δεν εμβολιάζονται). Οι περισσότεροι πίστευαν ότι το πρόβλημα είναι η έλλειψη υποδομής, η (αδικαιολόγητη) απουσία των γιατρών και των νοσοκόμων από τα κέντρα υγείας κτλ. Η Ντυφλό και ο Μπάνερτζη συνεργάστηκαν με την τοπική κυβέρνηση, και μια ΜΚΟ που ανέλαβε την υποδειγματική παροχή εμβολιασμών σε 60 χωριά. Στα μισά από αυτά, η νοσοκόμος της ΜΚΟ εμφανιζόταν την προκαθορισμένη ώρα και μέρα έτοιμη να κάνει το εμβόλιο σε κάθε σπίτι. Στα άλλα 30 χωριά, εκτός από τον κατ’ οίκο εμβολιασμό, προσέφερε επίσης 1 κιλό φακές για κάθε εμβόλιο, και ένα σετ ανοξείδωτων πιάτων με τη συμπλήρωση όλου του κύκλου εμβολίων. Αποτέλεσμα: Στην ομάδα ελέγχου (άλλα 60 χωριά της περιοχής) το ποσοστό εμβολιασμών έμεινε στο 5%. Στα 30 χωριά με τον κατ’ οίκο εμβολιασμό ανέβηκε στο 12%. Στα 30 χωριά με κατ’ οίκο εμβολιασμό συν φακές συν πιάτα, έφτασε το 37%. Οι φακές και τα πιάτα κόστισαν πολύ λιγότερο από τα οφέλη των επιπλέον εμβολιασμών.

Είναι σημαντικό εύρημα αυτό; Ναι, επειδή οδηγεί στο σχεδιασμό πολιτικών που καλυτερεύουν τη ζωή των ανθρώπων, δίνοντας σε περισσότερους τη δυνατότητα να αποδράσουν από τη φτώχεια.

Στη συνέντευξη τύπου του ΜΙΤ τη μέρα της βράβευσης, κάποιος ρώτησε τη Ντυφλό και τον Μπάνερτζη: «Τι διαφορετικό θα κάνετε τώρα που πήρατε το Νόμπελ;» Αυτοί κοιτάχτηκαν και απάντησαν: «Διαφορετικό, τίποτε. Αγαπάμε αυτή τη δουλειά. Ελπίζουμε να συνεχίσουμε να την κάνουμε.»

14 Ιουλίου 2019

Η αντιπολίτευση αντιμέτωπη με τον εαυτό της

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 14 Ιουλίου 2019).

Μετά από μια δεκαετία εμφυλιοπολεμικού διχασμού, το εκλογικό αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής φαίνεται να ικανοποιεί τους πάντες. Εν μέρει αυτό είναι δικαιολογημένο. Συγκρίνοντας τις βουλευτικές εκλογές με τις ευρωεκλογές του Μαΐου βλέπει κανείς ότι και τα τρία πρώτα κόμματα κέρδισαν έδαφος. Η ΝΔ κέρδισε 378.000 ψήφους, ο ΣΥΡΙΖΑ 438.000, το ΚΙΝΑΛ 21.000. (Ο αριθμός εγκύρων ψηφοδελτίων έμεινε περίπου ίδιος.) Εάν για τη ΝΔ ήταν αναμενόμενο, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ ήταν έκπληξη ακόμη και για τα επιτελεία των δύο κομμάτων. Εξ ου και η πρόδηλη ανακούφιση των στελεχών τους.

Σε τι οφείλεται η ανθεκτικότητα του ΣΥΡΙΖΑ (και δευτερευόντως του ΚΙΝΑΛ); Νομίζω εν πολλοίς στο ίδιο το εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Η οξύτητα της αντιπαράθεσης αντιμνημονιακών και μη, η αδυναμία επικοινωνίας των μεν με τους δε, η σταδιακή περιχαράκωση όλων σε δύο παράλληλες πραγματικότητες, διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους, έχει «σκληρύνει» τις πολιτικές ταυτότητες. Ούτως ή άλλως, σε όλες τις κοινωνίες, οι περισσότεροι άνθρωποι προσέχουν τις ειδήσεις που επιβεβαιώνουν τις πεποιθήσεις τους αγνοώντας όσες έρχονται σε σύγκρουση με αυτές («μεροληπτικό σφάλμα επιβεβαίωσης»). Στη δική μας κοινωνία, στα χρόνια της κρίσης, οι πολιτικές συμπεριφορές μοιάζουν με συμπεριφορές οπαδών που δεν αλλάζουν ομάδα ακόμη και όταν προσφέρει άθλιο θέαμα, οι παίκτες της παίζουν βρώμικα και αντιαθλητικά, ο πρόεδρος απειλεί ή εξαγοράζει τους διαιτητές – και παρόλα αυτά χάνει με αρκετά γκολ διαφορά. (Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματα είναι εντελώς ηθελημένη.) Φυσικά, η τελική κατάληξη είναι να πηγαίνουν στο γήπεδο μόνο οι φανατικοί. Οι υπόλοιποι κάθονται στο σπίτι και παρακολουθούν αποκλειστικά ξένο ποδόσφαιρο.

Ίσως ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να το διαισθάνεται αυτό. Το εμφυλιοπολεμικό κλίμα, που τον εκτόξευσε από το περιθώριο της πολιτικής στα σαλόνια της Ευρώπης, έχει πλέον εξαντλήσει τη χρησιμότητά του. Όχι ότι θα διστάσει να δημαγωγήσει όταν του δοθεί η ευκαιρία. Αλλά μέχρι τότε, όσο πιο σοβαρή και αποτελεσματική είναι η κυβέρνηση, τόσο πιο παράταιρο θα φαντάζει το στυλ μαθητικού συνδικαλισμού στο οποίο ο ίδιος διαπρέπει. Εξ ού και η «ρεαλιστική στροφή», και η επιδίωξη μιας πλατειάς «προοδευτικής συμμαχίας» με κορμό τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ.

Δεν αποκλείεται να τα καταφέρει. Δεν θα πρόκειται ασφαλώς για «σοσιαλδημοκρατικοποίηση», ό,τι και αν λένε κάποιοι. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανιστόρητο, εξ άλλου η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε υποχώρηση σχεδόν παντού. Αυτό που έχει στο μυαλό του το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ είναι να επαναλάβει την τροχιά του ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1974-1996. Θολός ριζοσπαστισμός, ρητορικός αντιδυτικισμός, και σταδιακή απορρόφηση των ανταγωνιστών του στον χώρο της «δημοκρατικής παράταξης» σε πρώτη φάση. Σιωπηρή εγκατάλειψη των προηγούμενων θέσεων (χωρίς συζήτηση για την αναγκαιότητα αναθεώρησής τους), και οικοδόμηση προσωποπαγούς κόμματος στη συνέχεια. Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο ότι ο Αλέξης δεν είναι Ανδρέας, και ότι λεφτά για μοίρασμα πλέον δεν υπάρχουν. Είναι επίσης η απερίγραπτη φτώχεια ιδεών, το χαμηλό επίπεδο των στελεχών, καθώς και το τέλος των ψευδαισθήσεων μετά από τεσσεράμιση χρόνια στην εξουσία.

Το σενάριο των επιτελών της Κουμουνδούρου επιφυλάσσει για το ΚΙΝΑΛ το ρόλο της ΕΔΗΚ το 1977-1981. Το εσωκομματικό ξεκαθάρισμα το διευκολύνει, καθώς οριστικοποιεί την επιλογή της ηγεσίας αυτού του κόμματος να παγιωθεί ως ένα είδος ΚΚΕ του κέντρου. Ένα κόμμα νοσταλγών του παρελθόντος, απίθανα ντεμοντέ, ανίκανο να επηρεάσει τις εξελίξεις, βολεμένο στο μονοψήφιο ποσοστό του, το οποίο εξασφαλίζει την αναπαραγωγή μιας μικρής ομάδας στελεχών, πιστών στην ηγεσία από την οποία εξαρτώνται. Με τη διαφορά ότι το ΚΙΝΑΛ δεν έχει εγκαταλείψει εντελώς τα εγκόσμια: παραμένει διαθέσιμο ως εταίρος κάποιας μελλοντικής κυβέρνησης συνεργασίας, όποτε το εκλογικό αποτέλεσμα (και ο εκλογικός νόμος) την καταστήσει αναγκαία.

Η μακροημέρευση της σημερινής αντιπολίτευσης σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί από το εάν η χώρα μπορέσει να αφήσει πίσω της τη μιζέρια της τελευταίας περιόδου. Εάν όχι, το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ και των συμμάχων του διαγράφεται αν όχι λαμπρό τουλάχιστον πολλά υποσχόμενο. Μια καχεκτική οικονομία λίγων και κακοπληρωμένων θέσεων εργασίας, μια φοβισμένη κοινωνία θυμωμένων και καχύποπτων ανθρώπων, μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα αναξιοπιστίας θεσμών και προσώπων, θα ήταν ιδανικές συνθήκες για τη γρήγορη επάνοδό τους στην εξουσία. Αντίθετα, η ανόρθωση της χώρας θα άλλαζε τη θεματολογία της δημόσιας συζήτησης, και θα έφερνε στο προσκήνιο νέα δυναμικά στρώματα, που θα απαιτούσαν πολιτική εκπροσώπηση.

Είναι φανερό ότι ο νέος πρωθυπουργός θα επιχειρήσει την αναπτυξιακή ώθηση που χρειάζεται η οικονομία, προσδοκώντας στη συνέχεια να εκφράσει τους κερδισμένους της ανάκαμψης. Η μεσοπρόθεσμη κυριαρχία του στο πολιτικό σύστημα προϋποθέτει κάτι περισσότερο: ότι θα καταφέρει να υπερνικήσει την καχυποψία των χαμένων, να προσφέρει ελπίδα για το μέλλον στους ίδιους και στα παιδιά τους. Μια τέτοια εξέλιξη θα καταλάγιαζε τα πάθη και θα εξευγένιζε τα ήθη. Αυτό και μόνο θα ήταν ιστορική επιτυχία.

6 Ιουλίου 2019

Μπροστά στις κάλπες: μια προσωπική τοποθέτηση

Αναρτήθηκε στη σελίδα μου στο facebook, ενώ στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα «Liberal» (Σάββατο 6 Ιουλίου 2019).

Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών - η επίθεση των παρακρατικών στην Athens Voice, το σκίτσο "Δεν Ξεχνώ" του ανεπίσημου οργάνου του καθεστώτος, και κυρίως οι συνεντεύξεις και ομιλίες του Πρωθυπουργού, με τους χαρακτηρισμούς ("γιος του αποστάτη", "νύφη του Μπακογιάννη"), τις δικαιολογίες ("οι άλλοι ήταν πιο προετοιμασμένοι"), και την απίστευτη ακόμη και με τα δικά του standards έλλειψη στοιχειώδους σοβαρότητας απέναντι στις ανθρώπινες ζωές που χάνονται (αεροπορικό δυστύχημα στη Μαδρίτη), με την Πολιτεία της οποίας υποτίθεται ότι ηγείται σε πλήρη αποδιοργάνωση (πυρκαγιά στο Μάτι) - δείχνουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ποιο είναι το καθήκον κάθε δημοκρατικού πολίτη στις κάλπες της Κυριακής: η αποφασιστική αποδοκιμασία της χειρότερης κυβέρνησης της Μεταπολίτευσης, η απομάκρυνση ενός ντροπιαστικού ανθρώπου από το πρωθυπουργικό μέγαρο, η εκδίωξη μιας αδίστακτης ηγετικής ομάδας από τις θέσεις ευθύνης που σήμερα κατέχει.

Μια κατ' ελάχιστον αξιοπρεπής κεντροαριστερά, στο ύψος των περιστάσεων, με συναίσθηση του πολιτικού διλήμματος της συγκυρίας, σταθερά προσανατολισμένη στη στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, έτοιμη να συνεισφέρει στην αλλαγή σελίδας, να δράσει ως αντίβαρο στις πιθανές ακρότητες της εθνικιστικής "λαϊκής δεξιάς" (που παρά την περιθωριοποίησή της είναι ακόμη ζωντανή), να προτάξει τις εθνικές προτεραιότητες (αποκατάσταση του κύρους των δημοκρατικών θεσμών, επανεκκίνηση της οικονομίας, επούλωση των πληγών της κρίσης), θα μπορούσε να είναι μια ελκυστική επιλογή για τους δημοκρατικούς πολίτες που έχουν αποφασίσει να τιμωρήσουν στις κάλπες το απερχόμενο καθεστώς, χωρίς ωστόσο να εκφράζονται από τη ΝΔ. Οι πρόσφατες επιλογές της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ δείχνουν ότι μια τέτοια κατ' ελάχιστον αξιοπρεπής κεντροαριστερά σήμερα δεν υπάρχει. Η αποδοκιμασία του ΚΙΝΑΛ στην κάλπη είναι προϋπόθεση για να υπάρξει.

Για τον δημοκρατικό πολίτη που δεν θέλει να ρισκάρει ένα μετεκλογικό τοπίο με το ΣΥΡΙΖΑ ρυθμιστή των εξελίξεων, η ψήφος στη ΝΔ είναι αναπόφευκτη. Για όσους από εμάς προέρχονται από την εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά, και αισθάνονται ότι ανήκουν ακόμη σε αυτήν (παρά τις άοκνες προσπάθειες της ηγεσίας της), η επιλογή αυτή είναι ομολογουμένως κάπως παράξενη. Η σημερινή ηγεσία της ΝΔ - η πιο φιλελεύθερη, μετριοπαθής, κοσμοπολίτικη και προοδευτική από την ίδρυση αυτού του κόμματος - διευκολύνει την επιλογή μας. Οι ανοιχτόμυαλοι και δημιουργικοί άνθρωποι, με χιούμορ και φρέσκες ιδέες (θα αναφέρω μόνο τον Χρήστο Ταραντίλη στο ψηφοδέλτιο Επικράτειας, την Αλεξάνδρα Χαριτάτου στην Α' Αθηνών, τη Νιόβη Παυλίδου στην Α' Θεσσαλονίκης, ελπίζοντας ότι δεν αδικώ δεκάδες άλλους αντίστοιχου επιπέδου), που σήμερα κοσμούν τα ψηφοδέλτια της ΝΔ, και αύριο ας ελπίσουμε τη Βουλή των Ελλήνων, κάνουν την επιλογή μας αυτή ακόμη πιο ελκυστική.

Με το ξέσπασμα της κρίσης, μερικές εκατοντάδες άνθρωποι της γενιάς μου και μεγαλύτεροι, παλιοί αριστεροί (Ρηγάδες και άλλοι) που με την ολοκλήρωση της οκταετίας Σημίτη είχαν βρεθεί χωρίς εκπροσώπηση, αποφάσισαν να ασχοληθούν ξανά με την ενεργό πολιτική για να σταματήσουν την επέλαση του αντιμνημονιακού συρφετού που απειλούσε να μετατρέψει την Ελλάδα σε Βενεζουέλα. Οι κομματικές επιλογές μας - ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι, ΚΙΝΑΛ - δεν δικαιώθηκαν (για να το πω ήπια). Αλλά το μείζον επιτεύχθηκε: η Ελλάδα παρέμεινε ευρωπαϊκή χώρα, και σήμερα που ο λαϊκισμός απειλεί τις δημοκρατικές κατακτήσεις και αλλού, είναι έτοιμη να ηγηθεί μιας πανηπειρωτικής επιστροφής στην κανονικότητα, αναγκαία αν και όχι ικανή συνθήκη για την ανανέωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Όλα αυτά δεν συνέβησαν βέβαια μόνο χάρη σε μας, ούτε καν κυρίως χάρη σε μας. Αλλά συμβάλαμε και εμείς, με τις μικροσκοπικές δυνάμεις μας. Ας είμαστε υπερήφανοι για αυτό.

Το όνειρο μιας Ελλάδας ευρωπαϊκής, σύγχρονης και δυναμικής, χώρας ήρεμης και ασφαλούς, μαγνήτη για τους εκατοντάδες χιλιάδες νέους ανθρώπους που την εγκατέλειψαν τα τελευταία χρόνια, αυτό το όνειρο-καύσιμο της πολιτικής μας δράσης από την αρχή, είναι ακόμη ζωντανό. Η ψήφος αύριο στη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει ένα υπολογισμένο ρίσκο, αλλά παραμένει το πιο ορθολογικό στοίχημα στο οποίο μπορούμε να ποντάρουμε για να το φέρουμε ένα βήμα πιο κοντά στην πραγματικότητα. Ας έχουμε τη γενναιότητα να το παραδεχθούμε, και ας πράξουμε αναλόγως. Όχι οι άλλοι: εμείς οι ίδιοι.

31 Μαΐου 2019

Το δίλημμα του ΚΙΝΑΛ

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Παρασκευή 31 Μαΐου 2019).

Έχει μέλλον ο ενδιάμεσος χώρος στην Ελλάδα; Υπό μια έννοια, πάντοτε θα υπάρχει κάποιο κόμμα ανάμεσα στη ΝΔ και στο ΣΥΡΙΖΑ (ή τους επιγόνους τους). Για παράδειγμα, η Ένωση Κεντρώων του κ. Λεβέντη τέτοιο κόμμα είναι. Εάν εννοούμε πολιτικές δυνάμεις με φιλευρωπαϊκό προσανατολισμό, συγκροτημένο λόγο και μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, που φιλοδοξούν να εκφράσουν όσους πολίτες επιθυμούν να ζουν σε ένα κράτος δικαίου με δυναμική οικονομία και κοινωνική ειρήνη, τότε η απάντηση δεν είναι καθόλου προφανής.

Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, τέτοια δύναμη υπήρξε το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη: χωρίς να χάσει τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους, κατάφερε να εκφράσει τη διάχυτη απαίτηση για «εκσυγχρονισμό». Σήμερα, κάτι παρόμοιο επιχειρεί να κάνει η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη: να κρατήσει τους συντηρητικούς πολίτες που απαιτούν ασφάλεια και προστασία (απαιτήσεις απόλυτα θεμιτές καθεαυτές), και ταυτόχρονα να εκφράσει τα δυναμικά μεσοστρώματα που δεν αναγνωρίζονται στη μιζέρια και στο διχασμό της τελευταίας τετραετίας. Το αν θα τα καταφέρει η ΝΔ θα φανεί τους επόμενους μήνες. Εν τω μεταξύ, το ερώτημα για το μέλλον του ενδιάμεσου χώρου παραμένει.

Το αποτέλεσμα των εκλογών της περασμένης Κυριακής έδειξε ότι για να ενισχυθεί η κεντροαριστερά δεν αρκεί να ξεφουσκώσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Η εξέλιξη της εκλογικής επιρροής των δύο χωρών χαρακτηρίζεται από ασυμμετρία. Ενώ την περίοδο 2010-2015 η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ τροφοδοτήθηκε κυρίως από τη μεγάλη δεξαμενή του ΠΑΣΟΚ, τώρα η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ δεν φέρνει εκλογικά κέρδη στο ΚΙΝΑΛ – το οποίο μάλιστα δεν κατορθώνει να επωφεληθεί ούτε από τη συρρίκνωση του Ποταμιού, που διεκδικούσε τον ίδιο χώρο. Παρά τη δικαιολογημένη ικανοποίηση για την τρίτη θέση, η επίδοση του ΚΙΝΑΛ ήταν μέτρια: το 7,7% είναι λίγο πάνω από το 6,3% της Δημοκρατικής Συμπαράταξης στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, αλλά υπολείπεται του 8% της Ελιάς στις αντίξοες ευρωεκλογές του Μαΐου 2014.

Αντίθετα με το Ποτάμι ή την ΔΗΜΑΡ, το ΚΙΝΑΛ απέδειξε ότι μπορεί να υπολογίζει σε ένα σκληρό πυρήνα ψηφοφόρων. Όπως δείχνει το παράδειγμα του ΚΚΕ, αυτό μπορεί να εξασφαλίσει την εκλογική επιβίωσή του - δεν αρκεί όμως για να εμποδίσει την πολιτική περιθωριοποίησή του.

Εν όψει των εκλογών του Ιουλίου, το δίλημμα που αντιμετωπίζει τώρα το ΚΙΝΑΛ είναι πώς θα τοποθετηθεί ανάμεσα στον ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ και στην ανερχόμενη ΝΔ. Έχει δύο επιλογές. Η πρώτη είναι η πεπατημένη: ίσες αποστάσεις, κριτική της κυβέρνησης Τσίπρα, καταδίκη του «νεοφιλελευθερισμού». Με δεδομένη την ανθρωπογεωγραφία του ΚΙΝΑΛ και τον περιορισμένο διαθέσιμο χρόνο, αυτή είναι η πιο πιθανή επιλογή. Είναι πιθανό να αποδειχθεί λαθεμένη: είναι άστοχη πολιτικά (υποτιμά την ευρεία απαίτηση για επιστροφή στην κανονικότητα) και καταστροφική εκλογικά (θα στείλει στην κάλπη της ΝΔ και άλλους πολίτες που χωρίς να είναι «δεξιοί» θεωρούν ζωτικής σημασίας για τη χώρα την αποφασιστική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ).

Η εναλλακτική επιλογή για το ΚΙΝΑΛ είναι να προσχωρήσει στο ρεύμα αλλαγής που έχει διαμορφωθεί, και που είναι πιθανό να δυναμώσει τις επόμενες εβδομάδες. Να εκπροσωπήσει όσους διψούν για καταλλαγή των παθών, επούλωση των πληγών της κρίσης, αποκατάσταση της νομιμότητας. Και να συμβάλει με τις διακριτές του θέσεις στην οικονομική ανόρθωση και την εθνική συμφιλίωση που έχει ανάγκη η χώρα.

23 Μαΐου 2019

Η Ευρώπη και εμείς

Ομιλία στην εκδήλωση του περιοδικού «Μεταρρύθμιση» με θέμα «Η Ευρώπη σε κρίσιμο σταυροδρόμι» (Αθήνα 23 Μαΐου 2019).

Μια ομάδα ερευνητών από την Τσεχία ανέλυσε πρόσφατα τις πλημμύρες των τελευταίων 900 ετών και τις επιπτώσεις τους σε 1.300 πόλεις και χωριά στην κοιλάδα του Μολδάβα. Το ερώτημα που τους απασχόλησε ήταν σε τι υψόμετρο πάνω από την κανονική στάθμη του ποταμού έχτιζαν οι κάτοικοι της κοιλάδας αμέσως μετά από κάθε μια από τις επτά καταστροφικές πλημμύρες (ροή νερού πάνω από 4.000 κυβικά μέτρα ανά δευτερόλεπτο) που σημειώθηκαν από το έτος 1118 έως το 1845.

Οι ερευνητές υπέθεταν ότι μετά από κάθε καταστροφική πλημμύρα τα νέα κτίρια θα χτίζονταν σε σημαντικά υψηλότερο σημείο (παρότι, εάν δεν υπήρχαν οι πλημμύρες, τα πιο περιζήτητα οικόπεδα είναι χαμηλότερα, στην κοίτη του ποταμού). Επί πλέον, περίμεναν ότι η μνήμη της καταστροφής – και η συνετή επιλογή τοποθεσίας για τα νέα κτίρια – σταδιακά θα εξασθενούσε, και ότι μετά από κάποιο διάστημα (ίσως έναν αιώνα) οι κάτοικοι θα λησμονούσαν τα διδάγματα του παρελθόντος και θα άρχιζαν πάλι να χτίζουν χαμηλά.

Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαίωσαν την πρώτη υπόθεση: οι κάτοικοι της κοιλάδας του Μολδάβα όντως μετά από κάθε καταστροφική πλημμύρα έχτιζαν ψηλά. Αλλά δεν επιβεβαίωσαν την δεύτερη υπόθεση: κάθε φορά, η σύνεση στην επιλογή τοποθεσίας για τα νέα κτίρια κρατούσε μόνο μια γενιά (περίπου 25 χρόνια). Ήδη οι εγγονοί όσων είχαν ζήσει κάποια καταστροφική πλημμύρα άρχιζαν πάλι να χτίζουν χαμηλά στην κοίτη του ποταμού.

Νομίζω ότι αυτό που παρατηρούμε γύρω μας εν όψει των εκλογών της Κυριακής, στην Ελλάδα, στην Ιταλία και σε πολλές άλλες χώρες, η επιθετική και γενικευμένη αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, είναι απόρροια αυτού του ίδιου φαινομένου ελαττωματικής λειτουργίας της ιστορικής μνήμης.

Πριν από τρία τέταρτα του αιώνα (Ιανουάριος 1944), ενώ ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος μαινόταν ακόμη, δύο νεαροί αντιφασίστες, ο Αλτιέρο Σπινέλλι και ο Ερνέστο Ρόσσι, έγραφαν το Μανιφέστο της Βεντοτένε («Για μια ελεύθερη και ενωμένη Ευρώπη»), από το ομώνυμο ξερονήσι στο οποίο είχαν εξοριστεί από το καθεστώς του Μουσσολίνι, για λογαριασμό του Ιταλικού Κινήματος για μια Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία.

Το Μανιφέστο ισχυριζόταν ότι «Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα προοδευτικά και στα αντιδραστικά κόμματα δεν είναι εκείνη που χωρίζει όσους υποστηρίζουν περισσότερη ή λιγότερη δημοκρατία, ή περισσότερο ή λιγότερο σοσιαλισμό, αλλά όσους θεωρούν σκοπό της πολιτικής πάλης την κατάκτηση της εξουσίας σε εθνικό επίπεδο […] και εκείνους που θεωρούν κεντρικό καθήκον τους τη δημιουργία ενός ρωμαλέου υπερεθνικού κράτους, που θα στρέψουν προς αυτό τον σκοπό τις λαϊκές μάζες, και που όταν κατακτήσουν την εθνική εξουσία θα την χρησιμοποιήσουν ως εργαλείο για να πραγματοποιήσουν την διεθνή ενότητα.» Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό, η δημιουργία των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης».

Η ενωμένη Ευρώπη που οικοδομήθηκε μετά το τέλος του πολέμου ήταν πολύ λιγότερο υψιπετής, και πολύ περισσότερο επιρρεπής στην εξισορρόπηση των εθνικών ανταγωνισμών και στην αξιοποίηση των ρωγμών ανάμεσα τους που επέτρεπαν την κίνηση προς τα εμπρός. Όπως άλλωστε ήταν αναπόφευκτο. Όμως, η θεμελιώδης φιλοδοξία του Μανιφέστου της Βεντοτέν, ο τερματισμός του Ευρωπαϊκού Εμφυλίου Πολέμου (1914-1945), με ρίζες που πήγαιναν πίσω άλλα τρία τέταρτα του αιώνα (τουλάχιστον στον γαλλοπρωσσικό πόλεμο του 1871), πραγματοποιήθηκε. Γάλλοι και Γερμανοί (και Ισπανοί, και Πολωνοί, και όλοι οι υπόλοιποι) δεν συγκρούονται για αμφισβητούμενα εδάφη παρατάσσοντας στρατεύματα, αλλά για το ύψος του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού αντιπαραθέτοντας επιχειρήματα.

Όλα καλά λοιπόν; Κάθε άλλο. Η τελευταία οικονομική κρίση μεγάλωσε την ψαλίδα μεταξύ «επιτυχημένων» και «προβληματικών» χωρών, και την ψυχική απόσταση που τους χωρίζει. Δεν έχει ακόμη βρεθεί (και ακόμη λιγότερο: συμφωνηθεί) εκείνο το πλαίσιο κανόνων και πολιτικών που θα επιτρέψει σε όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες, όχι μόνο τις εξαγωγικές του Βορρά, να αναπτύσσονται ικανοποιητικά.

Αλλά οι λαϊκιστές κάθε χρώματος που διατείνονται ότι «παλιά ήταν καλύτερα» (προ ΕΕ και προ ευρώ) δεν έχουν ούτε μισό επιχείρημα να παρουσιάσουν. Ποια ευρωπαϊκή χώρα μπορεί στα σοβαρά να περιμένει ότι θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή, τις αιτίες και τις συνέπειες της μετανάστευσης, την πρόκληση της αυτοματοποίησης, τον κινεζικό συστημικό ανταγωνισμό κτλ. κτλ. πιο αποτελεσματικά μόνη της παρά μαζί με τα άλλα κράτη μέλη; Το μόνο που προτείνουν οι λαϊκιστές είναι η επιστροφή στο ένδοξο παρελθόν – τότε που «τα διαβατήρια ήταν μπλε, τα πρόσωπα λευκά, και ο χάρτης ροζ» (όπως είπε ο Vince Cable, ηγέτης των φιλελεύθερων δημοκρατών στη Βρετανία και υπέρμαχος της παραμονής της χώρας του στην ΕΕ), τότε που το Παρίσι ήταν το κέντρο του κόσμου, ή τότε που το limes, εξωτερικό σύνορο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ταυτιζόταν με το όριο του πολιτισμένου κόσμου.

Παρά την ασυναρτησία του λαϊκιστικού επιχειρήματος (ή την απουσία λαϊκιστικού επιχειρήματος), η αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης προχωρά – την Κυριακή το βράδυ θα ξέρουμε πόσο. Τρέφεται από τις αποτυχίες και τις καθυστερήσεις αυτή η αμφισβήτηση. Η Ευρώπη δεν αντιμετωπίζει απλώς τεράστιες προκλήσεις (κλιματική αλλαγή, μετανάστευση, αυτοματοποίηση, κινεζικός ανταγωνισμός), αλλά και τη δική της περιθωριοποίηση και σχετική παρακμή, καθώς άλλες περιοχές του πλανήτη αναδύονται και αναπτύσσονται ταχύτερα. Σε αυτό το ζοφερό πλαίσιο εκδηλώνεται η επίθεση των λαϊκιστών.

Η αντιμετώπιση της επίθεσης τους διχάζει τις δυνάμεις που στήριξαν και καθοδήγησαν την ευρωπαϊκή ενοποίηση από τη Συνθήκη της Ρώμης μέχρι σήμερα. Η πολιτική πρόταση της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς για την ανάσχεση των λαϊκιστών φαίνεται να είναι ο κατευνασμός τους: νέοι περιορισμοί στη μετανάστευση, εμμονή στην οικονομική ορθοδοξία, συμβολικές κυρώσεις στην ουγγρική κυβέρνηση, αναστολή της ιδιότητας μέλους αλλά όχι διαγραφή του κόμματος του Ορμπάν, που παραμένει στους κόλπους της κεντροδεξιάς οικογένειας, έστω και σε αναστολή. Η αποφυγή της ρήξης με τους λαϊκιστές είναι η κεντρική ιδέα του Μάνφρεντ Βέμπερ, εκλεκτού του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δεν είναι ακόμη σαφές εάν αυτό μεταφραστεί σε ανοιχτή συμμαχία μαζί τους (όπως επιδιώκει ο άξονας Ορμπάν-Σαλβίνι), ή απλώς σε υιοθέτιση και άλλων «ιδεών» τους (για να περιοριστεί η αιμορραγία ψήφων προς τα δεξιά): θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.

Αλλά και οι σοσιαλδημοκράτες δεν βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση, ούτε (το κυριότερο) φαίνεται να έχουν ξεκαθαρίσει πώς θα αποκρουστεί η λαϊκιστική επίθεση. Η επίσημη γραμμή είναι «πλατύ μέτωπο από τον Τσίπρα έως τον Μακρόν». (Εδώ μου έρχεται στο μυαλό η απάντηση του Κάρλο Καλέντα, υπουργού βιομηχανίας στην τελευταία κυβέρνηση Ρέντσι, στην παρότρυνση του Πιέρ Μοσκοβισί προς το Δημοκρατικό Κόμμα «να συμμαχήσει με το Κίνημα 5 Αστέρων», το οποίο ο Καλέντα – και δικαίως – απεχθάνεται: «Γιατί να μην συμμαχήσει το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα με τα κίτρινα γιλέκα;») Όσο για την πρόσφατη απόπειρα της Mette Frederiksen, επικεφαλής των Δανών σοσιαλδημοκρατών, να εξουδετερώσει την ξενόφοβη ακροδεξιά πλειοδοτώντας σε αντιμεταναστευτική υστερία (που φτάνει μέχρι τον εξαναγκασμό των προσφύγων να παραδίδουν τα χρυσαφικά τους στην Υπηρεσία Μετανάστευσης), πολύ φοβάμαι ότι θα βρει μιμητές ή κρυφούς θαυμαστές εντός και εκτός σοσιαλιστικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Ας μην κλείσω με αυτή την κριτική νότα όμως. Άλλωστε, είμαι βέβαιος ότι κανείς από τους υποψηφίους του ΚΙΝΑΛ που βρίσκονται σε αυτό το πάνελ (Τάκης Ιωακειμίδης, Αντώνης Τριφύλλης, Γιάννης Μεϊμάρογλου) δεν συμμερίζεται αυτή την – καταδικασμένη να αποτύχει – απόπειρα σοσιαλδημοκρατικής παλινόρθωσης διά της προσχώρησης σε έναν «σωβινισμό κράτους πρόνοιας». Για αυτό άλλωστε βρισκόμαστε εδώ σήμερα, για να στηρίξουμε την προσπάθειά τους, και για να τους ευχηθούμε καλή επιτυχία.

19 Μαΐου 2019

Η εποχή της σύγχυσης

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 19 Μαΐου 2019).

Σύμφωνα με το τελευταίο «Ευρωβαρόμετρο», τη δημοσκόπηση που διεξάγεται κάθε έξη μήνες σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, το ποσοστό των Ελλήνων που εμπιστεύονται την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μόλις 26%: χαμηλότερο από ό,τι στις περισσότερες χώρες, ακόμη και από τη Βρετανία του Brexit (31%). Προ κρίσης, εμπιστοσύνη στην ΕΕ δήλωνε μια καθαρή πλειοψηφία Ελλήνων (60%). Στην πραγματικότητα, η κατάρρευση της υποστήριξης στους πολιτικούς θεσμούς υπήρξε καθολική: π.χ. το ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνουν εμπιστοσύνη στην ελληνική κυβέρνηση είναι ακόμη χαμηλότερο (14%). Σε κάθε περίπτωση, η μεταστροφή της κοινής γνώμης στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια είναι αναμφισβήτητη.

Μετά από δέκα χρόνια πρωτοφανούς υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου, διάψευσης ελπίδων, απώλειας κυριαρχίας και εθνικής ταπείνωσης, το παράδοξο θα ήταν να είχαμε αποφύγει τη φοβική αναδίπλωση. Σε άλλες χώρες, και άλλες εποχές, ανάλογες – ή και μικρότερες – οικονομικές αναστατώσεις οδήγησαν σε μεγαλύτερες εθνικιστικές κινητοποιήσεις και μονιμότερες εκτροπές από την δημοκρατική ομαλότητα. Στην Ελλάδα μπορεί η κρίση να έφερε στην εξουσία τη χειρότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, αλλά οι δημοκρατικοί θεσμοί άντεξαν. Η κυβερνητική εναλλαγή του 2015 δεν δικαίωσε τις προσδοκίες όσων την υποστήριξαν, αλλά τουλάχιστον εκτόνωσε τις εντάσεις. Όπως δείχνουν όλες οι ενδείξεις, η ζωή αυτής της κυβέρνησης θα ολοκληρωθεί λίγο-πολύ ομαλά στις επόμενες εκλογές.

Εν τω μεταξύ, η ψυχική απόσταση Ελλάδας και Ευρώπης έχει μεγαλώσει. Όχι μόνο επειδή το «αφήγημα» για την κρίση που επικράτησε τελικά στη χώρα μας περιέχει υπερβολικά μικρές δόσεις αυτογνωσίας και υπερβολικά μεγάλες δόσεις «προδοσίας από τους ισχυρούς του κόσμου που μας επιβουλεύονται». Αλλά και επειδή ο χειρισμός της κρίσης της Ευρωζώνης εκ μέρους της ΕΕ υπήρξε κατά γενική πλέον ομολογία προβληματικός. Σε ένα τέτοιο «αντιευρωπαϊκό» κλίμα θα γίνουν οι ευρωεκλογές της επόμενης Κυριακής. 

Το ερώτημα της θέσης της Ελλάδας στο διεθνές στερέωμα δεν φαίνεται να απασχολεί την προεκλογική εκστρατεία των κομμάτων που διεκδικούν τη ψήφο των πολιτών. Απασχολεί οπωσδήποτε όμως τη μυστική ή φανερή διπλωματία της κυβέρνησης. Οι πρόσφατες πρωτοβουλίες που οδήγησαν στην προσχώρηση της Ελλάδας στον κινεζικής έμπνευσης «Δρόμο του Μεταξιού» (συμμετοχή του πρωθυπουργού στη σύνοδο των 16+1 χωρών στο Ντουμπρόβνικ και ταξίδι στο Πεκίνο αμέσως μετά) συνάντησαν τη σιωπηρή συγκατάθεση της αντιπολίτευσης – ή και την ανοιχτή επιδοκιμασία, όπως στην περίπτωση του Γ. Παπανδρέου. Όμως, το φιλόδοξο κινεζικό εγχείρημα εκτός από αμοιβαία οφέλη έχει επίσης σκοτεινές πλευρές (υπερχρέωση των αποδεκτών της κινεζικής «γενναιοδωρίας», έμφαση σε φαραωνικά έργα, αδιαφορία για περιβαλλοντικές επιπτώσεις, εκτεταμένη διαφθορά). Επί πλέον, δεν είναι κρυφή η πρόθεση της κινεζικής κυβέρνησης να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της, ούτε η προτίμησή της στις διμερείς διαπραγματεύσεις με κάθε κράτος μέλος χωριστά, παρά με μια ενιαία ΕΕ.

Για μερικούς Ευρωπαίους, όπως είναι η Λε Πεν και ο Σαλβίνι (αλλά και το άλλο μισό του συνασπισμού που κυβερνά την Ιταλία, το ανεκδιήγητο Κίνημα Πέντε Αστέρων), η σύσφιξη των σχέσεων με την Κίνα – και με τη Ρωσία – έχει πολιτική σκοπιμότητα, όχι μόνο οικονομική: είναι μέρος μιας στρατηγικής αποδυνάμωσης της ΕΕ. Για τους λαϊκιστές κάθε χρώματος, ο Πούτιν είναι πολιτικά συγγενέστερος από τον Μακρόν, ο Τραμπ από την Μέρκελ, το κινεζικό Πολιτμπυρό από το «Διευθυντήριο των Βρυξελλών». Οι συνειρμοί με τις άκαρπες προσπάθειες του πρωθυπουργού και του περιβάλλοντός του την εποχή του δημοψηφίσματος να εξασφαλίσει πηγές δανεισμού εκτός ΕΕ, με τα ταξίδια στη Μόσχα και στο Καράκας, είναι αναπόφευκτοι. Η κινεζική πολιτική του Α. Τσίπρα μπορεί να εκπονείται «στο πόδι», όπως κάθε άλλη κυβερνητική πολιτική, αλλά χαρακτηρίζεται από μια ορισμένη συνέπεια. Ο πειρασμός μιας δήθεν αδέσμευτης πολιτικής, πέρα από τα όρια που υπαγορεύει η συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ, δεν έχει εγκαταλειφθεί από το μπλοκ δυνάμεων που κυβερνά τα τελευταία χρόνια. Ούτε πρόκειται: για το περίεργο συνονθύλευμα πρώην σταλινικών, δεξιών εθνικιστών και λοιπών αντιπάλων της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης» που είναι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, ο αντιδυτικισμός είναι ελάχιστος κοινός παρονομαστής.

Η πρόταση της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς για την ανάσχεση των λαϊκιστών φαίνεται να είναι ο κατευνασμός τους: νέοι περιορισμοί στη μετανάστευση, εμμονή στην οικονομική ορθοδοξία, συμβολικές κυρώσεις στην ουγγρική κυβέρνηση, αναστολή της ιδιότητας μέλους αλλά όχι διαγραφή του κόμματος του Ορμπάν, που παραμένει στους κόλπους της κεντροδεξιάς οικογένειας. Η αποφυγή της ρήξης με τους λαϊκιστές είναι η κεντρική ιδέα του Μάνφρεντ Βέμπερ, εκλεκτού του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εάν αυτό μεταφραστεί σε ανοιχτή συμμαχία μαζί τους (όπως επιδιώκει ο άξονας Ορμπάν-Σαλβίνι), ή απλώς σε υιοθέτιση και άλλων «ιδεών» τους (για να περιοριστεί η αιμορραγία ψήφων προς τα δεξιά), θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.

Σε αυτό το μάλλον ζοφερό πλαίσιο, οι αντίρροπες δυνάμεις δείχνουν να έχουν χάσει το δυναμισμό και την αυτοπεποίθηση τους. Οι Πράσινοι θα βγουν ενισχυμένοι από τις κάλπες στη Γερμανία και σε μερικές άλλες χώρες του Βορρά, αλλά στις περισσότερες χώρες είναι ανύπαρκτοι. Τα σοσιαλιστικά κόμματα κυριαρχούν στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, αλλά αλλού κινδυνεύουν με εξαφάνιση, και στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν πλειοδοτούν σε ξενοφοβία (όπως π.χ. στη Δανία). Νέοι προοδευτικοί σχηματισμοί όπως το «En Marche» του Μακρόν βρίσκονται σε υποχώρηση, και σε κάθε περίπτωση δεν αντιγράφονται εύκολα αλλού.

Ο ψηφοφόρος που ονειρεύεται μια Ελλάδα ευρωπαϊκή θα δυσκολευτεί να επιλέξει ψηφοδέλτιο την επόμενη Κυριακή. Θα τιμωρήσει ασφαλώς τον ΣΥΡΙΖΑ, που έσπειρε τη διχόνοια ως αντιπολίτευση, και πολιτεύθηκε διχαστικά ως κυβέρνηση. Από εκεί και πέρα, θα αποφασίσει εάν τον ενοχλεί περισσότερο η αλυτρωτική στροφή της ΝΔ, η ανδρεοπαπανδρεϊκή αναπαλαίωση του ΚΙΝΑΛ, ή η πορεία στα τυφλά του Ποταμιού. Και θα δώσει σταυρό προτίμησης σε κάποιον από τους αξιόλογους ευρωπαϊστές που μάχονται για την εκλογή τους στο εσωτερικό κάθε κόμματος.

1 Μαΐου 2019

«Ο μίτος της ανάπτυξης»

Δημοσιεύθηκε ως πρόλογος στο βιβλίο του Δημήτρη Σκάλκου «Ο μίτος της ανάπτυξης: οικονομική ευημερία στην Ελλάδα μετά την κρίση» (εκδόσεις «Επίκεντρο», Μάιος 2019).

Δέκα ολόκληρα χρόνια μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, η χώρα δείχνει ανήμπορη να μπει σε τροχιά ανόρθωσης. Η οικονομία, έχοντας συρρικνωθεί κατά ένα τέταρτο περίπου την περίοδο 2008-2013, βρίσκεται έκτοτε σε στασιμότητα, καθηλωμένη σε ένα χαμηλό επίπεδο ισορροπίας. Η ανεργία μειώνεται, και μάλιστα περισσότερο από όσο θα δικαιολογούσαν οι ισχνοί ρυθμοί ανάπτυξης, αλλά οι περισσότερες από τις νέες θέσεις εργασίας είναι επισφαλείς και συχνά κακοπληρωμένες. Το διαθέσιμο εισόδημα (το οποίο, λόγω της υποχώρησης των κοινωνικών παροχών και της αύξησης των φόρων, συρρικνώθηκε περισσότερο από το ΑΕΠ την περίοδο της κρίσης) έχει πάψει να μειώνεται, αλλά για τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων και των οικογενειών τους οι όποιες αυξήσεις είναι μικρές, όταν δεν είναι εντελώς ανύπαρκτες, και φυσικά δεν επαρκούν για να αντισταθμίσουν τις προηγούμενες απώλειες. Οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι, αντιμέτωποι με τη ζοφερή πραγματικότητα της αγοράς εργασίας, έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στην εργασιακή ανασφάλεια και στη μετανάστευση.  Στις μεγάλες πόλεις, όπου η κρίση υπήρξε πιο οδυνηρή, οι άνθρωποι μοιάζουν ηττημένοι, παραιτημένοι, χωρίς ελπίδα.

Η πολιτική καχεξία τροφοδοτεί την οικονομική στασιμότητα, και τροφοδοτείται από αυτήν. Το αντιμνημονιακό μπλοκ ήρθε στην εξουσία μοιράζοντας υποσχέσεις, οι οποίες μοιραία στη συνέχεια διαψεύστηκαν. Ούτε η «σκληρή διαπραγμάτευση» του πρώτου εξαμήνου του 2015, ούτε η άνευ όρων συνθηκολόγηση με τους δανειστές, ούτε το πολυδιαφημισμένο «τέλος των Μνημονίων» από το καλοκαίρι του 2018 μπόρεσαν να αλλάξουν τα βασικά δεδομένα του οικονομικού προβλήματος της χώρας. Το (αντι-) παραγωγικό μοντέλο φθηνής ανάπτυξης, έχοντας βυθίσει τη χώρα στην κρίση, δείχνει να αντικαταθίσταται σταδιακά από ένα άλλο μοντέλο, ακόμη πιο φθηνής ανάπτυξης: χαμηλότερων ελλειμμάτων, αλλά επίσης χαμηλότερης τεχνολογίας, χαμηλότερων δεξιοτήτων, χαμηλότερων αμοιβών, και αναιμικών εξαγωγικών επιδόσεων. Ενώ οι άλλες χώρες που υπέγραψαν Μνημόνια (η Ιρλανδία αλλά και η Πορτογαλία) ανακάμπτουν με αξιοσημείωτα ταχείς ρυθμούς, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να τις μιμηθεί.

Η «εσωτερική υποτίμηση» υπήρξε σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτη. Χωρίς μείωση μισθών, μερικές φορές σε συμφωνία με τους εργαζόμενους, θα είχαν κλείσει ακόμη περισσότερες επιχειρήσεις, και η ανεργία θα είχε σκαρφαλώσει και άλλο. Ωστόσο, παρότι αποδεκτή (ενδεχομένως απρόθυμα) ως βραχυπρόθεσμη προσαρμογή, ως μόνιμη στρατηγική δεν μπορεί παρά να προκαλεί απορίες. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι οδηγεί μαθηματικά σε «μισθούς Βουλγαρίας» (άλλωστε καμιά χώρα δεν έχει κληρονομικό δικαίωμα σε ικανοποιητικούς μισθούς). Το πρόβλημα είναι ότι η φθηνή εργασία αδυνατεί να εξασφαλίσει μια βιώσιμη θέση της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι θα επέτρεπε π.χ. στην ελληνική βιομηχανία να ανακτήσει στις διεθνείς αγορές το έδαφος που έχασε τις τελευταίες δεκαετίες έναντι των ανταγωνιστών της;

Η εναλλακτική στρατηγική θα ήταν η κοπιαστική προετοιμασία ενός παραγωγικού μοντέλου «ακριβής ανάπτυξης», βασισμένης στην καινοτομία και στην αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μας: της γεωγραφικής θέσης και του φυσικού κάλλους της χώρας, προφανώς – αλλά επίσης της επινοητικότητας, της ευελιξίας, του πείσματος, της διάθεσης για σκληρή δουλειά των ανθρώπων που την κατοικούν. Μια τέτοια στρατηγική είναι δημοσιονομικά δαπανηρή και πολιτικά απαιτητική. Προϋποθέτει αναβάθμιση των δεξιοτήτων, των εργαζομένων αλλά και των επιχειρηματιών. Αγορά εργασίας που να προσφέρει ευελιξία στους εργοδότες και ταυτόχρονα εγγυήσεις στους εργαζόμενους. Αγορές προϊόντων ανοιχτές στον ανταγωνισμό. Θεσμικό πλαίσιο σταθερό και προβλέψιμο, που να διευκολύνει την υγιή επιχειρηματικότητα και να διώκει την «επιχειρηματικότητα της αρπαχτής». Δημόσια διοίκηση στο πλευρό των πολιτών, που να μην είναι τροχοπέδη αλλά αρωγός της ανάπτυξης, παρέχοντας υπηρεσίες υψηλού επιπέδου. Κοινωνικό κράτος που να προστατεύει τους αδύναμους και να διευκολύνει την προσαρμογή σε μια πιο δυναμική οικονομία. Αυτό δεν είναι το μυστικό της επιτυχίας των οικονομικά προηγμένων χωρών;

Η αγωνία για το πώς θα μπορέσουμε να πετύχουμε «υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, διατηρήσιμους για πολλά συνεχόμενα έτη», αφού «μόνο η ισχυρή ανάπτυξη της οικονομίας θα επουλώσει τις κοινωνικές πληγές που προκάλεσε η κρίση», είναι η κόκκινη κλωστή που διατρέχει το βιβλίο του Δημήτρη Σκάλκου.

Ο συγγραφέας διαθέτει όλα τα εφόδια για να μιλήσει για το θέμα. Το όνειρο μιας δυναμικής οικονομίας της αγοράς, με δικαιοσύνη και κοινωνική προστασία, είναι το «καύσιμο» της δημόσιας παρουσίας του. Η πολυμάθειά του και η εξοικείωσή του με την διεθνή βιβλιογραφία τον έχει τροφοδοτήσει με γνώσεις και ιδέες. Η πολύχρονη ενασχόληση του με τις πολιτικές ανάπτυξης, ως στέλεχος του αρμόδιου υπουργείου, τον έχει εξοπλίσει με τον απαραίτητο ρεαλισμό. Η φιλοσοφική του συγκρότηση – ένας μαχητικός αλλά αφανάτιστος φιλελευθερισμός, σε συνεχή διάλογο με τις ιδέες και τις επεξεργασίες της μεταρρυθμιστικής κεντροαριστεράς – χαρίζει διαύγεια στις αναλύσεις και στις προτάσεις του.

Ας μην βιαστεί ο ανυποψίαστος αναγνώστης να κατατάξει τον συγγραφέα σε κάποια προκάτ κατηγορία. Ο Σκάλκος προφανώς απεχθάνεται τη χυδαιότητα και την ασυναρτησία, τη διαχειριστική ανικανότητα, τον αυταρχικό λαϊκισμό της σημερινής κυβέρνησης. Όμως γνωρίζει καλά τη διαφορά ανάμεσα στον συνεπή οικονομικό φιλελευθερισμό και στην άκριτη στήριξη των συμφερόντων των εργοδοτών. (Θα έλεγε κανείς ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι «να σώσει τον καπιταλισμό από τους καπιταλιστές».) Δέχεται τη λιτότητα των Μνημονίων ως αναπόφευκτη, εκεί που είχαμε φτάσει, αλλά δυσπιστεί στις «μαγικές ιδιότητές» της: έχει πλήρη συναίσθηση ότι από μόνη της δεν πρόκειται να φέρει την διατηρήσιμη ανάκαμψη που έχει στο στόχαστρό του. Προτείνει τη (λελογισμένη) μείωση της φορολογίας, αλλά χωρίς υπερβολές, και χωρίς αυταπάτες ότι από μόνη της αρκεί για να εγγυηθεί την ανάκαμψη. (Εξ άλλου, αν είναι αλήθεια ότι η υψηλή φορολογία μπορεί να στραγγαλίσει τον δυναμισμό μιας οικονομίας, είναι άλλο τόσο αλήθεια ότι οι φόροι είναι υψηλότεροι στις οικονομικά προηγμένες χώρες.) Ως καλός φιλελεύθερος απορρίπτει το «κράτος-δυνάστη», αλλά ως απροκατάληπτος άνθρωπος αναγνωρίζει ότι το κράτος μπορεί να γίνει «καλός υπηρέτης», και αυτό επιζητεί. Πηγή έμπνευσής του δεν είναι η οικονομική ορθοδοξία, αλλά η θεωρητική και εμπειρική δουλειά οικονομολόγων όπως ο Dani Rodrik και ο Ricardo Hausmann. Αξίζει να υπογραμμιστεί το καίριο συμπέρασμά τους ότι τα περισσότερα ιστορικά επεισόδια «αναπτυξιακής απογείωσης» δεν συνδέονταν με εφ’ όλης της ύλης διαρθρωτικές αλλαγές, αλλά με την επιλεκτική εξουδετέρωση των «βαριδίων» που εμποδίζουν την ανάπτυξη. Η στόχευση των μεταρρυθμίσεων εκεί όπου οι αναπτυξιακές αποδόσεις είναι μεγαλύτερες φέρνει γρήγορα καρπούς και ενισχύει τη συναίνεση των πολιτών στο πρόγραμμα ανόρθωσης. Επί πλέον, εξασφαλίζει ότι το απόθεμα πολιτικού (και διαχειριστικού) κεφαλαίου, εκ των πραγμάτων περιορισμένο, δεν σπαταλάται σε μάχες χωρίς αποφασιστική σημασία. Να ένα δίδαγμα που θα έπρεπε να κάνει κτήμα της μια μελλοντική μεταρρυθμιστική κυβέρνηση.

«Ο μίτος της ανάπτυξης: οικονομική ευημερία στην Ελλάδα μετά την κρίση» είναι ένα βιβλίο σημαντικό, που αξίζει να διαβαστεί από κάθε πολίτη που νοιάζεται για το μέλλον του τόπου. Είναι επίσης ένα βιβλίο πρωτότυπο, γραμμένο από ένα πνεύμα ελεύθερο και ανήσυχο, που ξαφνιάζει και προβληματίζει. Είναι τέλος ένα βιβλίο απολαυστικό, που θα αποζημιώσει με το παραπάνω τον αναγνώστη που θα αφιερώσει μερικές ώρες στην ανάγνωσή του.

26 Απριλίου 2019

Μια υποσημείωση στα βιβλία της ιστορίας

Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Παρασκευή 26 Απριλίου 2019).

Οι επαναληπτικοί αγώνες των προημιτελικών του Champions League επεφύλαξαν σπάνιες συγκινήσεις στον ανταποκριτή σας (και σε μερικά εκατομμύρια άλλους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο): ο Άγιαξ απέκλεισε τη Γιουβέντους νικώντας την 2-1 μέσα στο Τορίνο (ο αθλητικός συντάκτης της Corriere della sera, πιθανότατα με μια δόση χαιρεκακίας, έγραψε ότι οι γηπεδούχοι δεν ήξεραν πώς να αντιμετωπίσουν το καθαρό και γρήγορο ποδόσφαιρο των αντιπάλων τους), ενώ η Τόττεναμ πέρασε στα ημιτελικά με το εκτός έδρας γκολ χάνοντας 4-3 από την Μάντσεστερ Σίτυ (κατά Gary Lineker «ένα από τα μεγαλύτερα, συναρπαστικότερα, δραματικότερα και συγκινητικότερα παιγνίδια» της ζωής του).

Δεν είναι μόνο ότι η (ποδοσφαιρική) ζωή κάποιων από εμάς έχει λίγες χαρές και πολλές λύπες, οπότε αναγκαστικά πανηγυρίζουμε τις επιτυχίες άλλων ομάδων. Ούτε μόνο ότι τα συγκεκριμένα παιγνίδια ήταν αυτό που λένε «διαφήμιση του ποδοσφαίρου», και υπενθύμιση του τι χάνουν όσοι δεν καταλαβαίνουν, ή κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν, αυτό το υπέροχο άθλημα-βασιλιά των σπορ. (Διαβάστε το σπαρακτικό και ξεκαρδιστικό άρθρο του Simon Hattenstone στο Guardian.) Είναι επίσης ότι ο Άγιαξ και η Τόττεναμ διαφέρουν από τις άλλες ομάδες επειδή συμβολίζουν (σε ένα κοκτέηλ με ίσες δόσεις αλήθειας και υπερβολής) την τραγική ιστορία των Εβραίων της Ευρώπης.

Η υπερβολή είναι οφθαλμοφανής. Οι οπαδοί του Άγιαξ ξεδιπλώνουν γιγαντοπανώ με τη σημαία του Ισραήλ που καλύπτουν όλη την κερκίδα και φωνάζουν όλοι μαζί «Ajax joden, super joden», ενώ εκείνοι της Τόττεναμ αυτοαποκαλούνται «Yid Army» και φωνάζουν «Come on the Yids». Και όμως, οι περισσότεροι δεν είναι Εβραίοι – αν και φυσικά οι περισσότεροι Εβραίοι του Άμστερνταμ και του Λονδίνου αυτές τις ομάδες υποστηρίζουν.

Γιατί το κάνουν; Αφενός για να διεκδικήσουν με υπερηφάνεια μια ταυτότητα για την οποία κατά τη γνώμη των αντιπάλων τους θα έπρεπε να ντρέπονται, όπως μερικοί μαύροι της Αμερικής όταν αυτοαποκαλούνται «νέγροι». Μου το είχε εξηγήσει πριν τρεις δεκαετίες η C., συνάδελφός μου στο λονδρέζικο πανεπιστήμιο που μόλις με είχε προσλάβει, αγγλοεβραία και αριστερή (όπως και ο σύζυγός της Ν., που έτρωγε μπέϊκον και χαιρετούσε τους φίλους του με αγκαλιές και φιλιά – λιγότερο αγγλική συμπεριφορά δύσκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς). Κανονικά «yid» είναι βρισιά: έτσι έλεγαν τους Εβραίους οι μαυροπουκαμισάδες του Όσβαλντ Μόσλεϋ, της Βρετανικής Φασιστικής Ένωσης, στις οδομαχίες του East End τη δεκαετία του ’30. Το 1990, για τους νεαρούς του Βόρειου Λονδίνου, το να ονομάζεις τον εαυτό σου «yid» ήταν τίτλος τιμής. Το ίδιο και σήμερα φαντάζομαι.

Ακόμη και όταν δεν είσαι Εβραίος. Ιδίως όταν οι αντίπαλοί σου έτσι σε φωνάζουν. Όπως οι φανατικοί οπαδοί της Τσέλσυ, που στα πέτρινα χρόνια της προ Μουρίνιο (και προ Αμπράμοβιτς) εποχής ήταν κατά κανόνα ακροδεξιοί. Ή εκείνοι της Φέγιενορντ, που στα ντέρμπυ με τον Άγιαξ φώναζαν «Hamas, hamas, joden aan het gas», με τον τίτλο της παλαιστινιακής οργάνωσης να κάνει ομοιοκαταληξία με τους θαλάμους αερίων, μιμούμενοι τον ήχο τους (φςςς). Τι θα κάνατε εσείς, εάν ήσαστε οπαδοί του Άγιαξ; Θα φωνάζατε «Σούπερ Εβραίοι», και θα πανηγυρίζατε ανεμίζοντας σημαίες του Ισραήλ.

Αλλά πόσο εβραϊκή ομάδα έχει υπάρξει ο Άγιαξ; Όπως εξηγεί στο εξαιρετικό βιβλίο του ο Simon Kuper, σχολιαστής των Financial Times, ολλανδοεβραίος ο ίδιος, η αλήθεια είναι κάπως περίπλοκη. Από τη μια, το Άμστερνταμ μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπήρξε «Ιερουσαλήμ της Δύσης», τόπος κατοικίας 80.000 Εβραίων. Περίπου 3 στους 4 κατέληξαν στα στρατόπεδα, ανάμεσά τους και ο θρυλικός Eddy Hamel, δεξί εξτρέμ της πρώτης ομάδας του Άγιαξ από το 1922 έως το 1930. Μετά τον πόλεμο, Εβραίοι ήταν τρεις πρόεδροι της ομάδας, αρκετοί παίκτες, και ο Salo Muller, ο αγαπημένος φυσιοθεραπευτής των παικτών και της κερκίδας. Όμως όλες οι ολλανδικές ομάδες εφάρμοσαν με επιμέλεια τους αντισημιτικούς νόμους της ναζιστικής κατοχής, πασχίζοντας να μην προσβάλλουν τους Εβραίους-μέλη τους την ώρα που τους διέγραφαν, π.χ. επιστρέφοντας τους το ποσό που αντιστοιχούσε στο εισιτήριο διαρκείας. Μια τυπική περίπτωση «γκρίζας ζώνης», για την οποία ο Πρίμο Λέβι έγραψε σελίδες διαύγειας και οδύνης, όπως μας θύμισαν ο Σταύρος Ζουμπουλάκης και ο Θανάσης Γιαλκέτσης στην ωραία εκδήλωση του Πύργου Βιβλίων του ΙΣΝ στην εκδήλωση της περασμένης Παρασκευής.

Εν τω μεταξύ, εμείς εδώ στο Μιλάνο ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε την Ημέρα της Απελευθέρωσης: στις 25 Απριλίου 1945 οι «γκαριμπαλντίνοι», παρτιζάνοι που πρόσκεινταν στο ΙΚΚ, κρέμασαν ανάποδα τον Μπενίτο Μουσσολίνι (αλλά και, πολύ λιγότερο ηρωικά, την ερωμένη του, Κλάρα Πετάτσι) στην Πλατεία Λορέτο – μια στάση του μετρό από το πανεπιστήμιο όπου εργάζεται ο ανταποκριτής σας. Στην καθιερωμένη ετήσια συγκέντρωση στην Πλατεία του Ντουόμο, παρελαύνουν περήφανοι με τα σύμβολά τους, εν μέσω πολλών χειροκροτημάτων και λίγων αποδοκιμασιών, οι βετεράνοι της «Εβραϊκής Μεραρχίας», Εβραίοι παρτιζάνοι που αντί να δεχθούν στωικά τη μοίρα τους οδηγούμενοι στα στρατόπεδα αποφάσισαν να ανταποδώσουν τα χτυπήματα, 1 εναντίον 10, όπως ο Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ, «πολεμώντας για μια υποσημείωση στα βιβλία της ιστορίας», όπως εξηγεί ο Γκέντελε στον Μέντελ στο σχετικό μυθιστόρημα του Πρίμο Λέβι. Φέτος θα παρελάσει μόνος του ο Piero Cividalli, 93 ετών, τελευταίος επιζών του ιταλικού λόχου της «Εβραϊκής Μεραρχίας», τον οποίο τίμησε σε ειδική συνεδρίαση το δημοτικό συμβούλιο της πόλης μας, προπύργιο της κεντροαριστεράς σε μια Ιταλία που κυριαρχείται από την λεπενική Λέγκα στο Βορρά και από το ασυνάρτητο Κίνημα Πέντε Αστέρων στο Νότο.

Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

1 Μαρτίου 2019

«Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου»


Δη
μοσιεύθηκε ως πρόλογος στην ελληνική μετάφραση του βιβλίου του Ίταλο Καλβίνο «Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» (εκδόσεις «Κριτική», Μάρτιος 2019).

«Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» δεν είναι το πιο σημαντικό ούτε σίγουρα το πιο γνωστό έργο του Ίταλο Καλβίνο, κορυφαίου εκπροσώπου της μεταπολεμικής ιταλικής (και ευρωπαϊκής, και παγκόσμιας) λογοτεχνίας. Είναι λιγότερο καθηλωτικό από «Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές» (α’ έκδοση 1947), με το οποίο ο Καλβίνο έκανε το ντεμπούτο του στα ιταλικά γράμματα, λιγότερο διασκεδαστικό από την τριλογία «Οι πρόγονοί μας» («Ο διχοτομημένος υποκόμης» 1952, «Ο αναρριχώμενος βαρόνος» 1957, «Ο ανύπαρκτος ιππότης» 1959), λιγότερο γοητευτικό από τους «Δύσκολους έρωτες» (1971), λιγότερο ποιητικό από τις «Αόρατες πόλεις» (1972), λιγότερο καινοτόμο από το υπέροχο «Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» (1979) – το οποίο παραμένει αξεπέραστο επίτευγμα, όχι απλώς της «δυνητικής λογοτεχνίας» του ομώνυμου εργαστηρίου (OuLiPo) στο οποίο ο συγραφέας θήτευσε, αλλά της λογοτεχνίας γενικώς.

Πράγματι, ο αναγνώστης που, εξοικειωμένος με το έργο του Καλβίνο, θα ανοίξει τη «Μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» προσδοκώντας συγκινήσεις αντίστοιχες με εκείνες που χαρίζει η ανάγνωση κάποιων από τα παραπάνω είναι πιθανό να παραξενευτεί. Υπό μια έννοια, η «Μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» είναι όχι μόνο ελάσσον έργο, αλλά και από εκείνα τα έργα που ταλαιπωρούν τους δημιουργούς τους, αφήνοντάς τους πικρή γεύση. Ο Καλβίνο έκανε δέκα ολόκληρα χρόνια για να το τελειώσει («δέκα χρόνια για να αφηγηθεί μια μέρα», όπως το έθεσε αργότερα ο ίδιος), ενώ η τριλογία για τους διανοούμενους στην Ιταλία που αλλάζει, της οποίας η «Μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» θα ήταν το πρώτο μέρος, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ (το δεύτερο και τελευταίο μέρος, «Η οικοδομική κερδοσκοπία», εκδόθηκε επίσης το 1963).

Τότε γιατί αξίζει κανείς να διαβάσει τη «Μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου»; Για διάφορους λόγους: επειδή είναι ένα έργο-σταθμός στην πορεία του Καλβίνο, επειδή δεν μοιάζει με κανένα άλλο έργο, δικό του ή άλλων, και επειδή φέρνει τον αναγνώστη (όπως έφερε τον ίδιο τον συγγραφέα) αντιμέτωπο με οδυνηρά ερωτήματα, στα οποία συχνά δεν υπάρχει απάντηση.

Το βιβλίο άρχισε να γράφεται το 1953, με αφορμή τις εκλογές που θα κρίνουν την τύχη του διαβόητου «νόμου-απάτη». Η Χριστιανική Δημοκρατία και οι σύμμαχοί της έχουν καταθέσει νομοσχέδιο για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος. Αντί της απλής αναλογικής, που ίσχυε από την ανακήρυξη της αβασίλευτης Δημοκρατίας την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το νομοσχέδιο προτείνει σύστημα ενισχυμένης αναλογικής: το κόμμα ή ο συνασπισμός που θα πάρει 50% των ψήφων (συν μια) θα κερδίσει τα δύο τρίτα των εδρών στο Κοινοβούλιο. Ο νόμος προκαλεί τεράστιες αντιδράσεις. Όπως είναι αναμενόμενο, τα κόμματα της αριστεράς (Κομμουνιστικό και Σοσιαλιστικό, το τελευταίο τότε ακόμη και μέχρι το 1963 στην αντιπολίτευση) αντιτίθενται σθεναρά. Όμως το ίδιο ισχύει για σημαντικές προσωπικότητες του αντιφασιστικού αγώνα και της νεαρής Ιταλικής Δημοκρατίας, όπως ο Ferruccio Parri (πρωθυπουργός το 1945) και ο Piero Calamandrei (εκ των συντακτών του Συντάγματος), οι οποίοι αποχωρούν από το Ρεπουμπλικανικό και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα αντιστοίχως (εταίροι της Χριστιανικής Δημοκρατίας και τα δύο) για να κατέβουν στις εκλογές με μοναδικό στόχο τη ματαίωση του «νόμου-απάτη». Το Φιλελεύθερο Κόμμα διασπάται επίσης. Τελικά τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού φθάνουν το 49,8% των ψήφων (έναντι πάνω από 60% αθροιστικά στις προηγούμενες εκλογές). Ο «νόμος-απάτη» αποσύρεται. Η απλή αναλογική θα εξακολουθήσει να ισχύει έως το 1991, όταν στο δημοψήφισμα του Ιουνίου εκείνης της χρονιάς οι Ιταλοί θα φηφίσουν με συντριπτική πλειοψηφία (95,5% έναντι 4,5%) υπέρ της κατάργησής της.

Στις κρίσιμες εκλογές του 1953 ο Καλβίνο είναι υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος, και με αυτή την ιδιότητα επισκέπτεται για πρώτη φορά το Κοτολένγκο, το άσυλο ανιάτων όπου διαδραματίζεται η «Μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου». Πρόκειται για μια ολόκληρη πολιτεία, όπου ζουν και ενίοτε εργάζονται εκατοντάδες άνθρωποι με φυσικές και ψυχικές αναπηρίες, υπό το άγρυπνο βλέμμα των εκπροσώπων της Καθολικής Εκκλησίας στην οποία ανήκει το ίδρυμα. Κάθε φορά που γίνονται εκλογές, πολύ περισσότερο στις αποφασιστικές εκλογές του 1953, ένας ολόκληρος μηχανισμός από παπάδες και μοναχές εξασφαλίζει ότι όλοι αυτοί άνθρωποι ρίχνουν στην κάλπη το ψηφοδέλτιο της Χριστιανικής Δημοκρατίας, με την ανοχή του προέδρου της εφορευτικής επιτροπής και την ενεργό υποστήριξη των εκλογικών αντιπροσώπων των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού. Ο ρόλος του Αμερίγκο, εκλογικού αντιπροσώπου του Κομμουνιστικού Κόμματος, πρωταγωνιστή του βιβλίου (μαζί με τη «γυναίκα με το πορτοκαλί πουλόβερ», εκπρόσωπο του Σοσιαλιστικού Κόμματος), είναι η αποτροπή των πιο κραυγαλέων παραβιάσεων της εκλογικής νομοθεσίας, όταν ο παπάς ή η ηγουμένη μπαίνουν οι ίδιοι στο παραβάν μαζί με κάποιον ασθενή καταφανώς ανήμπορο να ασκήσει το εκλογικό δικαίωμα. Το 1953 ο υποψήφιος Ίταλο Καλβίνο θα μείνει λίγα μόνο λεπτά στο Κοτολένγκο, αλλά το 1961 θα ζητήσει να τοποθετηθεί εκεί ως εκλογικός αντιπρόσωπος. Το βιβλίο βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά (εκτός από το δέκατο κεφάλαιο, το οποίο περιγράφει την επίσκεψη του τοπικού χριστιανοδημοκράτη βουλευτή).

Ανάμεσα στις δύο χρονολογίες μεσολαβεί η αποχώρηση του Καλβίνο από το Κομμουνιστικό Κόμμα (1957). Όπως εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι νεαροί, ο Ίταλο Καλβίνο γίνεται παρτιζάνος τον Ιανουάριο του 1944, με τις Μεραρχίες Γκαριμπάλντι που πρόσκεινται στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Και όπως για εκατοντάδες χιλιάδες άλλους νεαρούς (στην Ιταλία και παντού στην Ευρώπη), δεν πρόκειται για ιδεολογική επιλογή: «Εκείνο τον καιρό μέτραγε η δράση, και οι κομμουνιστές ήταν καλύτερα οργανωμένοι από τους άλλους.» Μετά το τέλος του πολέμου εντάσσεται στο κόμμα, διατηρώντας τις πεποιθήσεις του για την πρωταρχική αξία των δικαιωμάτων και της ελευθερίας. Όπως εξηγεί στο βιβλίο ο Αμερίγκο, alter ego του συγγραφέα: «Εκείνα τα χρόνια στην Ιταλία το κομμουνιστικό κόμμα είχε αναλάβει, ανάμεσα στα πολλά άλλα καθήκοντά του, κι εκείνο ενός ιδανικού φιλελεύθερου κόμματος που δεν είχε υπάρξει ποτέ.» (σελ. 40)

Το 1956 χαιρετίζει την «αποσταλινοποίηση» στη Σοβιετική Ένωση, υποστηρίζει τις προσπάθειες του Antonio Giolitti για την «ηθικοποίηση» της πολιτικής δράσης του Κομμουνιστικού Κόμματος, καταδικάζει χωρίς περιστροφές την εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Ουγγαρία, και γνωστοποιεί την αποχώρησή του από το κόμμα με μια επιστολή στην «Unità», εφημερίδα του κόμματος, παραμένοντας για πολλά χρόνια ακόμη ψηφοφόρος του.

Σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του βιβλίου, ο Αμερίγκο αναρωτιέται μήπως «η πραγματική φύση του – και πολλών άλλων σαν κι αυτόν – θα ήταν, αν αφηνόταν ελεύθερη, η φύση ενός φιλελεύθερου, και ότι μόνο λόγω μιας διαδικασίας – ακριβώς – ταύτισης με κάτι διαφορετικό θα μπορούσε να χαρακτηρίζεται κομμουνιστής. Το να θέτει στον εαυτό του ένα παρόμοιο ερώτημα ήταν για τον Αμερίγκο σαν ν’αναρωτιόταν ποια ήταν η ουσία μιας ατομικής ταυτότητας (αν τυχόν υπήρχε ...), ξέχωρα από τις εξωτερικές συνθήκες που την καθόριζαν. Το να παγιοποιήσει μέσα του – και μέσα σε πολλούς άλλους σαν κι αυτόν – εκείνα τα διαφορετικά μέταλλα, ήταν «έργο της Ιστορίας», έτσι σκεπτόταν, ήταν μια φωτιά υπεράνω των δυνάμεών τους» (σελ. 41). Η «φωτιά της Ιστορίας» (ο φασισμός, η αντίσταση, η απελευθέρωση) έκανε τον Καλβίνο κομμουνιστή, η ίδια Ιστορία μερικά χρόνια μετά (τα γεγονότα της Ουγγαρίας το 1956, η ήττα του Giolitti και των άλλων «αναθεωρητών») τον απομάκρυνε τελικά από το Κομμουνιστικό Κόμμα.

«Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» μιλά για όλα αυτά, μερικές (λίγες) φορές άμεσα, όπως στα παραπάνω αποσπάσματα, συνήθως έμμεσα. Στο Κοτολένγκο ο Αμερίγκο βιώνει ένα είδος υπαρξιακής κρίσης, αντίστοιχης με την «κρίση πίστης» των καθολικών. Δεν πρόκειται για πολιτική κρίση με τη στενή έννοια (η απόπειρα του χριστιανοδημοκρατικού εκλογικού μηχανισμού να υφαρπάξει την ψήφο των τροφίμων του ασύλου του φαίνεται αποκρουστική), αλλά περισσότερο για κρίση φιλοσοφική: τα ατελή όντα που κατοικούν το Κοτολένγκο θέτουν σε δοκιμασία την προσήλωσή του στο θετικιστικό πρόταγμα της βελτιωσιμότητας του ανθρώπου μέσω της επιστήμης, η χαρωπή προσέλευση εκατοντάδων «ηλιθίων» στις κάλπες ενεργοποιεί μια αριστοκρατική καχυποψία έναντι της ισότητας των πολιτών, το θέαμα του ηλικιωμένου αγρότη που ταΐζει τον καθυστερημένο γιο του κυττάζοντάς τον στα μάτια τον αναστατώνει, και τον κάνει να αναγνωρίσει ότι «αυτό θα πει αγάπη» (σελ. 95).

Μετά το 1963, έτος κυκλοφορίας της «Μέρας ενός εκλογικού αντιπροσώπου», ο Καλβίνο θα αφήσει πίσω τον ρεαλισμό (και, εν μέρει, τη φανταστική αφήγηση, όπως στην τριλογία «Οι πρόγονοί μας») για να στραφεί οριστικά στο «συνδυαστικό παιγνίδι» που τον οδήγησε τελικά στο «Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» και στα υπόλοιπα αριστουργήματα της ώριμης περιόδου του. «Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» είναι το κύκνειο άσμα αυτού του ρεαλισμού, και μια υπενθύμιση του πόσο σπουδαίος συγγραφέας υπήρξε ο Ίταλο Καλβίνο, ακόμη και όταν ακόμη ήταν πολύ διαφορετικός από τον συγγραφέα που έγινε μετά, από τον Καλβίνο που γνώρισαν και αγάπησαν εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο.


9 Φεβρουαρίου 2019

Μετά το «Μακεδονικό»

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019).

Όλα δείχνουν ότι η συμφωνία Ελλάδας-ΠΓΔΜ για το «Μακεδονικό» αναδιατάσσει το πολιτικό σκηνικό. Όχι με τον τρόπο που ήλπιζαν οι επιτελείς του Μαξίμου: η ΝΔ δεν διασπάστηκε, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει δεύτερος με διαφορά, στη Β. Ελλάδα το χάσμα μεταξύ των δύο «μονομάχων» διευρύνεται. Άλλες είναι οι επιπτώσεις της συμφωνίας: η ενδυνάμωση του εθνικισμού σε όλο το πολιτικό φάσμα, η ενίσχυση της Χρυσής Αυγής, η αλλαγή των εσωτερικών συσχετισμών στη ΝΔ, η περαιτέρω συρρίκνωση του ενδιάμεσου χώρου.

Ας αρχίσουμε από το τελευταίο. Η διείσδυση στο χώρο της κεντροαριστεράς είναι το μοναδικό όφελος του ΣΥΡΙΖΑ από όλη αυτή την υπόθεση. Το σχετικό όφελος είναι περιορισμένο (η διείσδυση αφορά μικρό αριθμό προσωπικοτήτων με ελάχιστο εκλογικό εκτόπισμα) και έμμεσο (περιθωριοποίηση του ΚΙΝΑΛ και ιδίως του Ποταμιού), αλλά υπαρκτό. Όμως μια στοιχειωδώς σοβαρή κεντροαριστερά δεν θα δυσκολευόταν να αποκρούσει τους χονδροειδείς χειρισμούς της κυβέρνησης για το «Μακεδονικό», αποφεύγοντας είτε την υστερική απόρριψη της συμφωνίας είτε την αφελή προσχώρηση στο «αφήγημα της σοσιαλδημοκρατικής στροφής» του ΣΥΡΙΖΑ.

Χάρη στον ελιγμό του κ. Μητσοτάκη να απορρίψει χωρίς περιστροφές τη συμφωνία για το «Μακεδονικό», η ΝΔ διατήρησε την ενότητά της και φαίνεται να καταγράφει δημοσκοπικά οφέλη. Το τίμημα για αυτό είναι η αλλαγή της ατζέντας – και πάλι, όχι όπως προσδοκούσε το Μαξίμου. Το υπ’αριθμόν ένα πρόβλημα της χώρας παραμένει πώς θα βγει από την παρατεταμένη στασιμότητα. Αντί όμως να συζητάμε για την οικονομία, την εκπαίδευση και την καινοτομία, ασχολούμαστε με θέματα ιστορίας, ανθρωπολογίας και γλωσσολογίας. Και αντί να προετοιμάζουμε το μέλλον, μένουμε προσκολλημένοι στο παρελθόν.

Τα «εθνικά θέματα» είναι μαγική συνταγή για την αναπαραγωγή μιας πολιτικής ελίτ καταφανώς ανίκανης να προετοιμάσει την προσαρμογή της κοινωνίας στις ραγδαίες αλλαγές που φέρνει η τεχνολογία και η γεωπολιτική. Και αντιστρόφως, ο εθνικιστικός μυστικισμός είναι ο ιδανικός ρόλος για κάθε ημιμαθή και ανεύθυνο πολιτευτή: δεν απαιτεί άλλα προσόντα από υποκριτική επάρκεια, ευκολία στο βούρκωμα, και ικανότητα αποστήθισης 5-6 κλισέ για το πεπρωμένο της φυλής.

Επειδή εδώ είναι Βαλκάνια, τα «εθνικά θέματα» απαιτούν υπεύθυνους χειρισμούς και ευρείες συναινέσεις. Ιδίως όταν έχει προηγηθεί δεκαετής καθίζηση του βιοτικού επιπέδου στο εσωτερικό και της αξιοπιστίας της χώρας στο εξωτερικό. Αλλά για τον πρωθυπουργό και τους φίλους του, όλα τα θέματα προσφέρονται για μικροπολιτική. Δεν τους πτοεί ότι η διχαστική στάση τους αναζωπυρώνει εθνικιστικά ανακλαστικά που απειλούν να οριστικοποιήσουν την καθήλωση της χώρας. Η μετεκλογική τους επιβίωση είναι το μόνο που τους ενδιαφέρει.

Οι μετρημένοι στα δάχτυλα επώνυμοι που προσχώρησαν στο «αφήγημα της σοσιαλδημοκρατικής στροφής» δείχνουν πρόθυμοι να τα παραβλέψουν όλα αυτά, και ταυτόχρονα να διαγράψουν τη μίζερη και χυδαία καθημερινότητα της τελευταίας τετραετίας: τα κηρύγματα μίσους, τη συνεχή υπονόμευση της δικαιοσύνης, του Τύπου, και των άλλων θεσμών από τους οποίους εξαρτάται η υγεία ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Η ταπεινωτική επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Τουρκία, με τον Ερντογάν να του ζητά να παραδώσει τους «8» όπως του είχε υποσχεθεί, θυμίζει το βάθος της προσήλωσης της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές της διάκρισης των εξουσιών και του κράτους δικαίου. Ας προετοιμαστούν ψυχολογικά οι κεντροαριστεροί συνοδοιπόροι του κ. Τσίπρα: τους περιμένει μια ατέλειωτη σειρά από διαψεύσεις και εξευτελισμούς.

6 Ιανουαρίου 2019

Ο τροβαδούρος της εθνικής συμφιλίωσης

Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019).

Ο ανταποκριτής σας βρέθηκε αυτές τις μέρες στην Αθήνα, πήγε στη νέα μουσική παράσταση του Διονύση Σαββόπουλου στο αναγεννημένο «Άλσος» - και βγήκε με αναπτερωμένο ηθικό. Η παράσταση δεν είναι απλώς απολαυστική (που και αυτό δεν είναι καθόλου λίγο). Είναι επίσης ένα πολιτιστικό γεγονός, προορισμένο να σφραγίσει την εποχή μας, όπως η θρυλική συναυλία του Μάνου Χατζηδάκη στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας τη δεκαετία του ’80 – όταν οι μισοί θεατές επικροτούσαν όσα έλεγε μεταξύ δύο τραγουδιών και θύμωναν με τα υπόλοιπα, ενώ οι άλλοι μισοί έκαναν ακριβώς το αντίθετο.

Θέμα της παράστασης στο «Άλσος» «Τα τραγούδια των άλλων». Από τον Αττίκ έως τον Τσιτσάνη, από τη Βέμπο έως τον Παπάζογλου, από τον Χατζηδάκη έως τον Ζαμπέτα, από τον Παπαιωάννου έως τον Μαχαιρίτσα, από τον Μάλαμα έως το Μπιθικώτση, από τον Λοΐζο έως τον Κραουνάκη, και από τον Θεοδωράκη έως τον Μαραβέγια, παρελαύνουν στη σκηνή τα πιο εμβληματικά ονόματα του ελληνικού τραγουδιού των τελευταίων 100 χρόνων. Ανάμεσα σε δύο τραγούδια, ο Σαββόπουλος λέει ιστορίες με τον δικό του αμίμητο τρόπο, η μια πιο αστεία και πιο συγκινητική από την άλλη. Λέει και λίγα δικά του κομμάτια («Θαλασσογραφία», «Ζεϊμπέκικο», «Σαν τον Καραγκιόζη»), ίσα-ίσα για να θυμηθούμε τι απίστευτα τραγούδια έχει γράψει αυτός ο άνθρωπος, από τότε – πάνε 53 χρόνια - που μπήκε στη ζωή μας, με φόρα από τη Θεσσαλονίκη, για να μην βγει ποτέ ξανά.

Κάθε τραγούδι κάποιου ομότεχνου προλογίζεται με ένα ανέκδοτο ή μια βινιέτα χαρακτηρισμού: ο Μάλαμας είναι «ο συνοφρυωμένος δερβίσης από τη Χαλκιδική», ο Κραουνάκης «το παχουλό παιδί από την Καλλιθέα», ο Χατζηδάκης «ο γενναιόδωρος βασιλιάς». Αλλά βέβαια αληθινά γενναιόδωρος είναι ο ίδιος ο Σαββόπουλος: μόνο καλές κουβέντες έχει να πει για όλους.

Το ίδιο και για το κοινό του. Είναι σαν να έχει συμπεράνει ότι δεν είναι καιρός τώρα για προκλήσεις που περιγελούν τις συμπεριφορές και αμφισβητούν τις πεποιθήσεις όσων έρχονται να τον ακούσουν. Αρκετές ταπεινώσεις έχουν (έχουμε) υποστεί τα τελευταία δέκα χρόνια οι «Κωλοέλληνες». Είναι ώρα για ανασύνταξη δυνάμεων. «Αν ξαναζωντανέψει το κέντρο, θα πάρει τα πάνω της η Αθήνα, και μετά όλη η Ελλάδα - εάν μάλιστα ξαναζωντανέψουμε εμείς οι ίδιοι, ε τότε δεν μας πιάνει κανείς ...»

Όμως για να γίνει αυτό – μοιάζει να λέει ο Σαββόπουλος – πρέπει να αφήσουμε πίσω μας το διχασμό και τα «Ή εμείς ή αυτοί». Οι περιστάσεις απαιτούν ειρήνευση και συμβιβαστικότητα. Αυτό φαίνεται να υπηρετούν οι χαμηλοί τόνοι και η τρυφερότητα των αφηγήσεων. Το ίδιο και ο εκλεκτικισμός του προγράμματος: από το «Καραπιπερίμ» έως το «Φίλα με ακόμα», και από το «Μπαξέ Τσιφλίκι» έως τους αυτοσχεδιασμούς του Γιώτη Κιουρτσόγλου και των υπόλοιπων καταπληκτικών μουσικών της ορχήστρας. Κουβαλάμε μέσα μας και τη Δύση και την Ανατολή, ποτέ δεν θα υπερισχύσει ολοσχερώς το ένα σε βάρος του άλλου, ας το πάρουμε απόφαση, ίσως αυτό να είναι τελικά το μεγάλο μας ατού. Κορυφαία στιγμή της βραδιάς, το χατζηδακικό «Κεμάλ», ιδιοφυές κράμα Ανατολής και Δύσης το ίδιο.

Όχι ότι δεν μπορούμε να έχουμε τις προτιμήσεις μας. Και εκείνος άλλωστε στα μεγάλα διλήμματα της εποχής του πήρε ξεκάθαρη θέση: «Με τους Beatles ή με τους Rolling Stones; Με τους Beatles! Με τον Χατζηδάκη ή με τον Θεοδωράκη; Με τον Χατζηδάκη! Με τον Μπιθικώτση ή με τον Καζαντζίδη; Με τον Μπιθικώτση!» Και ας μένουν άρρητα όλα τα υπόλοιπα διλήμματα («Με την Αριστερά ή με τη Δεξιά; Με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ή με το Μένουμε Ευρώπη;»). Είναι σαν να μας λέει: «Είναι φυσικό να έχουμε τις διαφορές μας. Αλλά για να πάρουμε τα πάνω μας πρέπει να μάθουμε να συνυπάρχουμε.»

Εάν κρίνει κανείς από τις αντιδράσεις του κοινού, ο τροβαδούρος της εθνικής συμφιλίωσης αγγίζει μια ευαίσθητη χορδή. Με μουσική υπόκρουση το soundtrack της ζωής μας, ο Διονύσης Σαββόπουλος παραδίδει ένα μάθημα ηπιότητας και ανεκτικότητας. Ίσως θα κάναμε καλά να μην το αγνοήσουμε.

1 Ιανουαρίου 2019

Φτώχεια και κοινωνική συνοχή

Μια προηγούμενη εκδοχή του κειμένου παρουσιάστηκε στο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας (Αθήνα 16 Δεκεμβρίου 2018). Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιανουάριος 2019).

1.

Δέχτηκα την πρόσκληση να μιλήσω στο συνέδριο της ΝΔ, παρότι δεν ανήκω στο κόμμα αυτό, για δύο κυρίως λόγους.

Πρώτον, επειδή το μικρό ρεύμα της μεταρρυθμιστικής αριστεράς (από το οποίο προέρχομαι) και η μεγάλη φιλελεύθερη και συντηρητική παράταξη (που εκπροσωπείτε εσείς), παρά τις προφανείς διαφορές τους, σε κρίσιμες στιγμές της πρόσφατης ιστορίας της χώρας βρέθηκαν στην ίδια πλευρά. Το Μάιο του 1979, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπέγραφε στο Ζάππειο τη Συνθήκη Ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, δίπλα του στέκονταν ο Ηλίας Ηλιού και ο Λεωνίδας Κύρκος, ενώ τα μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ) διαδήλωναν στους δρόμους της Αθήνας καταγγέλλοντας τη «φιέστα» και φωνάζοντας «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Μια γενιά αργότερα, τον Ιούνιο του 2015, βρεθήκαμε ξανά μαζί ανάμεσα στις εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που πλημμύρισαν την Πλατεία Συντάγματος με σύνθημα «Μένουμε Ευρώπη». Όσα μας ενώνουν είναι σημαντικά: αυτά καθορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούμε να συζητάμε πολιτισμένα για όσα μας χωρίζουν.

Δεύτερον, επειδή σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η ΝΔ θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές και θα σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση. Το ότι η ηγετική ομάδα που ετοιμάζεται να πάρει τις τύχες της χώρας στα χέρια της ενδιαφέρεται να ακούσει τις απόψεις ανθρώπων διαφορετικών πεποιθήσεων, στα θέματα της ειδικότητάς τους, δεν είναι απλώς κολακευτικό για τους ίδιους - είναι επίσης καλό σημάδι για τη χώρα. Βγαίνουμε από μια σκοτεινή περίοδο, δηλητηριώδους ρητορικής και πρωτοφανούς έκπτωσης του δημόσιου λόγου. Θα κάνει καλό στη δημοκρατία μας (θα κάνει σε όλους μας καλό) να στρέψουμε την προσοχή μας στα ζητήματα καθημερινής πολιτικής. Πολλοί τα θεωρούν «βαρετά», όμως ο ρόλος της πολιτικής δεν είναι ούτε να διασκεδάζει ούτε να δραματοποιεί: είναι να λύνει προβλήματα, κάνοντας καλύτερη τη ζωή των πολιτών.

Οπότε χαίρομαι πολύ που μου δίνεται η ευκαιρία να σας μιλήσω σήμερα.

2.

Το θέμα μου είναι η φτώχεια και η κοινωνική συνοχή. Δεν θα μακρυγορήσω. Είναι γνωστό ότι την τελευταία δεκαετία αυξήθηκε η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από τις άλλες χώρες της Ευρώπης. Το βιοτικό επίπεδο υποβαθμίστηκε. Οι ανισότητες αυξήθηκαν – αλλά όχι πολύ, επειδή η κρίση έπληξε και την εύπορη μεσαία τάξη, αν και φυσικά ήταν πολύ πιο οδυνηρή για τους φτωχούς. Επίσης, σημειώθηκαν δραματικές ανακατατάξεις στην εισοδηματική πυραμίδα: βελτιώθηκε η σχετική θέση των ηλικιωμένων και των αγροτών, ενώ επιδεινώθηκε η θέση των ανέργων και των χαμηλομίσθων, ιδίως όσων ζουν στην Αθήνα.

Η κοινωνική πολιτική άργησε πολύ να ανταποκριθεί. Τα πρώτα χρόνια της κρίσης, το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας - που η δουλειά του ήταν να μετριάσει την κάθετη πτώση των φτωχών και των ανέργων - απεδείχθη διάτρητο. Δεν χρειάζεται να αναφέρω πόσο καταστροφική για την κοινωνική συνοχή ήταν αυτή η αποτυχία, και πόσο συνέβαλε στην κατάρρευση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς της δημοκρατικής πολιτείας. Από το 2013 και μετά, υπό την πίεση των δανειστών, πραγματοποιήθηκαν αξιόλογα βήματα εκσυγχρονισμού της κοινωνικής πολιτικής, έστω και καθυστερημένα. Δεν έχουμε όμως ακόμη αυτό που χρειαζόμαστε: ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας που να προάγει την κοινωνική συνοχή και ταυτόχρονα να είναι συμβατό με μια δυναμική οικονομία.

Πολύ περιληπτικά, θα έλεγα ότι για να το αποκτήσουμε θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να κινηθούμε περίπου ως εξής:

Να επενδύσουμε στους νέους και στις οικογένειες τους: θέσεις στους βρεφονηπιακούς σταθμούς για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, γεύματα στα σχολεία για τους μαθητές δημοτικού, επιδότηση ενοικίου ή στεγαστικού δανείου για τα νέα ζευγάρια.

Να στρέψουμε το κέντρο βάρους από τις συντάξεις στις υπηρεσίες: η δωρεάν περίθαλψη και προγράμματα όπως το «Βοήθεια στο Σπίτι» έχουν συχνά μεγαλύτερη αξία για τους ηλικιωμένους και κοστίζουν λιγότερο στο κράτος.

Να χτίσουμε σε όσα θετικά έχουν γίνει στην επιδοματική πολιτική (πολύ θετικό ότι ο Πρόεδρος της ΝΔ τάχθηκε υπέρ του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης), και να προχωρήσουμε σε όσα εκκρεμούν από καιρό (απαράδεκτο ότι μόνο 1 στους 8 ανέργους λαμβάνει επίδομα ανεργίας).

3.

Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ανταγωνιστική τη σχέση της οικονομικής ανάπτυξης με την κοινωνική συνοχή. Ότι δηλαδή για να «τρέξει» γρηγορότερα η οικονομία θα πρέπει να αποδεχθούμε – προσωρινά έστω – κάποια έξαρση των κοινωνικών προβλημάτων. Ιδίως όταν έχει προηγηθεί μια περίοδος κατά την οποία βρεθήκαμε στο αντίθετο άκρο. Για παράδειγμα, η αφαίμαξη της οικονομίας με σκοπό τη χρηματοδότηση προεκλογικών παροχών αμφίβολης σκοπιμότητας, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, επιβραδύνει την ανάκαμψη της οικονομίας, διαιωνίζοντας την υψηλή ανεργία και δημιουργώντας τελικά περισσότερα κοινωνικά προβλήματα από όσα λύνει.

Όμως, εάν έχω καταλάβει κάτι όλα αυτά τα χρόνια που ασχολούμαι με αυτά τα πράγματα είναι ότι δεν χρειάζεται να είναι έτσι. Μια καλοσχεδιασμένη κοινωνική πολιτική δεν είναι βάρος για την οικονομία, αντίθετα τη βοηθά να λειτουργεί καλύτερα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο πλούσιες – και οι πιο ευτυχισμένες - χώρες του κόσμου, από την Ισλανδία έως τον Καναδά, έχουν εξαιρετικά (δημόσια) νοσοκομεία, σχολεία, πανεπιστήμια. Αντίστροφα, μια οικονομία αγχωμένων ανθρώπων, σε μια αρρωστημένη κοινωνία, δεν είναι σε θέση να σημειώνει υψηλές αποδόσεις.

«Τι σχέση έχουν όλα αυτά με μας;» θα μου πείτε. «Ισλανδία είμαστε εμείς ή Καναδάς;» Δεν είμαστε, και ούτε έχει νόημα να προσπαθούμε να γίνουμε. Οι λύσεις που θα βρούμε πρέπει να είναι στα μέτρα μας. Αλλά σίγουρα δεν θα ειναι φτηνές.

Η επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας επείγει. Αλλά για να επουλωθούν οι πληγές της κρίσης, δεν φτάνει μόνο αυτή. Θα πρέπει να δημιουργηθούν πολλές και βιώσιμες θέσεις εργασίας, να βελτιωθούν οι εργασιακές σχέσεις και οι συνθήκες εργασίας, να ανέβουν σταδιακά οι αποδοχές των εργαζομένων.

Για να σταθούμε με αξιώσεις στον σύγχρονο κόσμο θα πρέπει να επενδύσουμε στο κυριότερο περουσιακό στοιχείο που διαθέτουμε (εκτός από τον ήλιο και τη θάλασσα): στις γνώσεις και στις δεξιότητες των ανθρώπων που κατοικούν αυτό τον τόπο – στην προσαρμοστικότητα, στην επινοητικότητα, στη δημιουργικότητά τους.