Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 14 Ιουλίου 2019).
Μετά από μια δεκαετία εμφυλιοπολεμικού διχασμού, το εκλογικό αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής φαίνεται να ικανοποιεί τους πάντες. Εν μέρει αυτό είναι δικαιολογημένο. Συγκρίνοντας τις βουλευτικές εκλογές με τις ευρωεκλογές του Μαΐου βλέπει κανείς ότι και τα τρία πρώτα κόμματα κέρδισαν έδαφος. Η ΝΔ κέρδισε 378.000 ψήφους, ο ΣΥΡΙΖΑ 438.000, το ΚΙΝΑΛ 21.000. (Ο αριθμός εγκύρων ψηφοδελτίων έμεινε περίπου ίδιος.) Εάν για τη ΝΔ ήταν αναμενόμενο, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ ήταν έκπληξη ακόμη και για τα επιτελεία των δύο κομμάτων. Εξ ου και η πρόδηλη ανακούφιση των στελεχών τους.
Σε τι οφείλεται η ανθεκτικότητα του ΣΥΡΙΖΑ (και δευτερευόντως του ΚΙΝΑΛ); Νομίζω εν πολλοίς στο ίδιο το εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Η οξύτητα της αντιπαράθεσης αντιμνημονιακών και μη, η αδυναμία επικοινωνίας των μεν με τους δε, η σταδιακή περιχαράκωση όλων σε δύο παράλληλες πραγματικότητες, διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους, έχει «σκληρύνει» τις πολιτικές ταυτότητες. Ούτως ή άλλως, σε όλες τις κοινωνίες, οι περισσότεροι άνθρωποι προσέχουν τις ειδήσεις που επιβεβαιώνουν τις πεποιθήσεις τους αγνοώντας όσες έρχονται σε σύγκρουση με αυτές («μεροληπτικό σφάλμα επιβεβαίωσης»). Στη δική μας κοινωνία, στα χρόνια της κρίσης, οι πολιτικές συμπεριφορές μοιάζουν με συμπεριφορές οπαδών που δεν αλλάζουν ομάδα ακόμη και όταν προσφέρει άθλιο θέαμα, οι παίκτες της παίζουν βρώμικα και αντιαθλητικά, ο πρόεδρος απειλεί ή εξαγοράζει τους διαιτητές – και παρόλα αυτά χάνει με αρκετά γκολ διαφορά. (Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματα είναι εντελώς ηθελημένη.) Φυσικά, η τελική κατάληξη είναι να πηγαίνουν στο γήπεδο μόνο οι φανατικοί. Οι υπόλοιποι κάθονται στο σπίτι και παρακολουθούν αποκλειστικά ξένο ποδόσφαιρο.
Ίσως ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να το διαισθάνεται αυτό. Το εμφυλιοπολεμικό κλίμα, που τον εκτόξευσε από το περιθώριο της πολιτικής στα σαλόνια της Ευρώπης, έχει πλέον εξαντλήσει τη χρησιμότητά του. Όχι ότι θα διστάσει να δημαγωγήσει όταν του δοθεί η ευκαιρία. Αλλά μέχρι τότε, όσο πιο σοβαρή και αποτελεσματική είναι η κυβέρνηση, τόσο πιο παράταιρο θα φαντάζει το στυλ μαθητικού συνδικαλισμού στο οποίο ο ίδιος διαπρέπει. Εξ ού και η «ρεαλιστική στροφή», και η επιδίωξη μιας πλατειάς «προοδευτικής συμμαχίας» με κορμό τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν αποκλείεται να τα καταφέρει. Δεν θα πρόκειται ασφαλώς για «σοσιαλδημοκρατικοποίηση», ό,τι και αν λένε κάποιοι. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανιστόρητο, εξ άλλου η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε υποχώρηση σχεδόν παντού. Αυτό που έχει στο μυαλό του το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ είναι να επαναλάβει την τροχιά του ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1974-1996. Θολός ριζοσπαστισμός, ρητορικός αντιδυτικισμός, και σταδιακή απορρόφηση των ανταγωνιστών του στον χώρο της «δημοκρατικής παράταξης» σε πρώτη φάση. Σιωπηρή εγκατάλειψη των προηγούμενων θέσεων (χωρίς συζήτηση για την αναγκαιότητα αναθεώρησής τους), και οικοδόμηση προσωποπαγούς κόμματος στη συνέχεια. Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο ότι ο Αλέξης δεν είναι Ανδρέας, και ότι λεφτά για μοίρασμα πλέον δεν υπάρχουν. Είναι επίσης η απερίγραπτη φτώχεια ιδεών, το χαμηλό επίπεδο των στελεχών, καθώς και το τέλος των ψευδαισθήσεων μετά από τεσσεράμιση χρόνια στην εξουσία.
Το σενάριο των επιτελών της Κουμουνδούρου επιφυλάσσει για το ΚΙΝΑΛ το ρόλο της ΕΔΗΚ το 1977-1981. Το εσωκομματικό ξεκαθάρισμα το διευκολύνει, καθώς οριστικοποιεί την επιλογή της ηγεσίας αυτού του κόμματος να παγιωθεί ως ένα είδος ΚΚΕ του κέντρου. Ένα κόμμα νοσταλγών του παρελθόντος, απίθανα ντεμοντέ, ανίκανο να επηρεάσει τις εξελίξεις, βολεμένο στο μονοψήφιο ποσοστό του, το οποίο εξασφαλίζει την αναπαραγωγή μιας μικρής ομάδας στελεχών, πιστών στην ηγεσία από την οποία εξαρτώνται. Με τη διαφορά ότι το ΚΙΝΑΛ δεν έχει εγκαταλείψει εντελώς τα εγκόσμια: παραμένει διαθέσιμο ως εταίρος κάποιας μελλοντικής κυβέρνησης συνεργασίας, όποτε το εκλογικό αποτέλεσμα (και ο εκλογικός νόμος) την καταστήσει αναγκαία.
Η μακροημέρευση της σημερινής αντιπολίτευσης σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί από το εάν η χώρα μπορέσει να αφήσει πίσω της τη μιζέρια της τελευταίας περιόδου. Εάν όχι, το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ και των συμμάχων του διαγράφεται αν όχι λαμπρό τουλάχιστον πολλά υποσχόμενο. Μια καχεκτική οικονομία λίγων και κακοπληρωμένων θέσεων εργασίας, μια φοβισμένη κοινωνία θυμωμένων και καχύποπτων ανθρώπων, μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα αναξιοπιστίας θεσμών και προσώπων, θα ήταν ιδανικές συνθήκες για τη γρήγορη επάνοδό τους στην εξουσία. Αντίθετα, η ανόρθωση της χώρας θα άλλαζε τη θεματολογία της δημόσιας συζήτησης, και θα έφερνε στο προσκήνιο νέα δυναμικά στρώματα, που θα απαιτούσαν πολιτική εκπροσώπηση.
Είναι φανερό ότι ο νέος πρωθυπουργός θα επιχειρήσει την αναπτυξιακή ώθηση που χρειάζεται η οικονομία, προσδοκώντας στη συνέχεια να εκφράσει τους κερδισμένους της ανάκαμψης. Η μεσοπρόθεσμη κυριαρχία του στο πολιτικό σύστημα προϋποθέτει κάτι περισσότερο: ότι θα καταφέρει να υπερνικήσει την καχυποψία των χαμένων, να προσφέρει ελπίδα για το μέλλον στους ίδιους και στα παιδιά τους. Μια τέτοια εξέλιξη θα καταλάγιαζε τα πάθη και θα εξευγένιζε τα ήθη. Αυτό και μόνο θα ήταν ιστορική επιτυχία.