6 Οκτωβρίου 1997

Κοινωνικό κράτος και ‘tondina’: υπέρ Λεβιάθαν συνηγορία

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 5 Οκτωβρίου 1997)

Τον περασμένο μήνα η «Καθημερινή» αναδημοσίευσε από τον «European» ένα ενδιαφέρον αρθρίδιο, το οποίο είχε την καλοσύνη να μου ζητήσει να σχολιάσω από το ραδιόφωνο της ΕΡΑ ο Ν. Λιοναράκης. Στο αρθρίδιο πλεκόταν το εγκώμιο της ‘tondina’ ως αντιπροσωπευτικού δείγματος των λύσεων που απαιτούνται εν όψει της αδυναμίας του κοινωνικού κράτους να ανταποκριθεί στο ρόλο του. Σπεύδω να περιγράψω την εν λόγω ‘tondina’: πρόκειται για μια ιδέα του τραπεζίτη Alessandro Tondi στην Ιταλία του 18ου αιώνα, σύμφωνα με την οποία μια ομάδα ατόμων παρόμοιας ηλικίας συμφωνούν να μεταβιβάσουν σε ένα κοινό ταμείο μέρος της περιουσίας τους. Όταν ένα μέλος της ομάδας πεθαίνει η συνεισφορά του παραμένει στο ταμείο, οι πόροι του οποίου χρησιμοποιούνται για την εξασφάλιση μιας άνετης ζωής στα επιζώντα μέλη. Πρόκειται δηλ. για ένα ελαφρώς μακάβριο τυχερό παιγνίδι όπου οι ‘παίκτες’ ποντάρουν στη δική τους μακροβιότητα και την πρώιμη εις Κύριον αποδημίαν των συμπαικτών τους. Κατά τους «European»/«Καθημερινή», μια σύγχρονη μορφή ‘tondina’ θα ήταν η κατάθεση μέρους της σύνταξης στο κοινό ταμείο, ώστε ο θάνατος ενός μέλους να συμπληρώνει τα εισοδήματα των υπολοίπων: μια αξιέπαινη πρωτοβουλία πολιτών για τη διατήρηση της κοινωνικής προστασίας σε συνθήκες κρίσης του κοινωνικού κράτους.

Ή όχι; Αντιλαμβάνομαι ότι μια συστηματική ανάλυση της ‘tondina’ κινδυνεύει να εξαντλήσει την υπομονή ακόμη και των δοκιμασμένων αναγνωστών των «Ενθεμάτων». Ωστόσο, παρακινούμενος από ένα μείγμα πνευματικής οκνηρίας και επαγγελματικής διαστροφής, θα το επιχειρήσω. Άλλωστε, νομίζω ότι τα συμπεράσματα παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον.

Κατ’ αρχήν, δεν είναι τυχαίο ότι σε μια ‘tondina’ τα μέλη της ομάδας έχουν την ίδια ηλικία. Για να σταθεί ένα τέτοιο σχήμα η πιθανότητα θανάτου πρέπει να είναι (α) κοινή για όλους, (β) τυχαία και (γ) εξωγενής.

Ισχύουν αυτές οι προϋποθέσεις; Η ημερομηνία λήξης της ζωής κάθε ατόμου χωριστά είναι ευτυχώς άγνωστη. Όμως, είναι γνωστή η μέση διάρκεια ζωής ενός πληθυσμού. Είναι επίσης γνωστό ότι η μέση διάρκεια ζωής διαφέρει για υποσύνολα του ίδιου πληθυσμού: οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άνδρες, οι πλούσιοι από τους φτωχούς, οι υπάλληλοι γραφείου από τους ανθρακωρύχους κ.ο.κ. Ακριβώς επειδή οι πιθανότητες δεν είναι τυχαίες αλλά συστηματικές, η κοινή ηλικία δεν αρκεί για να τις εξισώσει: είναι απαραίτητη επίσης η προσεκτική επιλογή των μελών της ομάδας. Από την άλλη, για να είναι η πιθανότητα θανάτου εξωγενής πρέπει να μην επηρεάζεται από τα συμβαλλόμενα μέρη. Όπως αντιλαμβάνονται ακόμη και εκείνοι που δεν διαβάζουν αστυνομικά μυθιστορήματα, αυτό εξηγεί το γιατί η ‘tondina’ στις περισσότερες χώρες είναι παράνομη.

Παρεμπιπτόντως, παρόμοιοι υπολογισμοί της ηλικίας θανάτου δεν είναι μονοπώλιο των νοσηρών τζογαδόρων μιας ιδεατής ‘tondina’: αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της καθημερινής λειτουργίας των ασφαλιστικών εταιρειών. Το ποσόν που έχει συσσωρευτεί στο λογαριασμό κάθε ασφαλισμένου στα πλαίσια ενός κεφαλαιοποιητικού συνταξιοδοτικού προγράμματος μετατρέπεται σε διά βίου μηνιαίες πληρωμές εν είδει σύνταξης σύμφωνα με ένα μαθηματικό τύπο που περιλαμβάνει ως βασική παράμετρο το ‘προσδόκιμο επιβίωσης’. Όσοι ασφαλισμένοι πεθαίνουν νωρίτερα από το αναμενόμενο αποφέρουν κέρδη στην εταιρεία, οι υπόλοιποι τη ζημιώνουν: η ασφάλιση μεγάλου αριθμού ατόμων επιτρέπει συμψηφισμό του ασφαλιζομένου κινδύνου.

Κατά τα άλλα, η ‘tondina’ ως σύλληψη δεν διαφέρει από τα σχήματα αυτασφάλισης του 19ου αιώνα τα οποία προηγήθηκαν του μοντέρνου κοινωνικού κράτους και τελικά αντικαταστάθηκαν από αυτό. Το γεγονός ότι τέτοιοι θεσμοί αυτασφάλισης δεν κατάφεραν να εξελιχθούν και να επιβιώσουν στο νέο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον των αρχών του αιώνα είναι κάθε άλλο παρά ασήμαντο. Το κοινωνικό κράτος δεν υπάρχει μόνο επειδή το επέβαλαν οι εργαζόμενοι με τους αγώνες τους - άλλωστε, σε ορισμένες περιπτώσεις η δημιουργία του ήταν μέρος μιας στρατηγικής εξουδετέρωσης του εργατικού κινήματος, όπως π.χ. στη Γερμανία του Βίσμαρκ. Το κοινωνικό κράτος υπάρχει κυρίως επειδή είναι σε θέση να επιτελεί ορισμένες λειτουργίες αποτελεσματικά – και μάλιστα πολύ αποτελεσματικότερα από ό,τι τα άτομα σε μια ελεύθερη αγορά.

Πράγματι, η υπεροχή του κοινωνικού κράτους έναντι της αυτασφάλισης των ατόμων ή των ομάδων μπορεί να εντοπιστεί στο ότι παρέχει ευρύτερη βάση συμψηφισμού των κοινωνικών κινδύνων, δηλ. ολόκληρο τον πληθυσμό. Στη βάση αυτή είναι δυνατή η θεμελίωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, έννοιας αντίθετης τόσο με την ατομιστική λογική της ιδιωτικής ασφάλισης όσο και με την ελάχιστα λιγότερο εγωιστική ‘αλληλεγγύη της ομάδας’. Η πρακτική έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης είναι η αποσύνδεση των ατομικών εισφορών από την ατομική πιθανότητα κινδύνου, ώστε να μην πληρώνουν περισσότερο οι ηλικιωμένοι από τους νέους, ούτε οι ασθενείς από τους υγιείς, αλλά μόνο οι πλούσιοι από τους φτωχούς. Είναι, επίσης, η κάλυψη έναντι κινδύνων οι οποίοι για τεχνικούς λόγους δεν είναι ασφαλίσιμοι από την αγορά - όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ασφάλισης ανεργίας ή των ατόμων με ειδικές ανάγκες.

Είναι αλήθεια ότι ο καλοπροαίρετος αναγνώστης θα δυσκολεύεται να συμβιβάσει την προηγηθείσα υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους ως καλοπροαίρετου Λεβιάθαν με την αντίληψη που ο ίδιος θα έχει διαμορφώσει για το σύστημα κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα. Το ότι αυτό το σύστημα είναι τουλάχιστον αναντίστοιχο με τις κοινωνικές ανάγκες βρίσκεται πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Προτού, όμως, διαπιστώσουμε με συνοπτικές διαδικασίες την αποτυχία του κοινωνικού κράτους και στραφούμε προς την αναζήτηση λύσεων έξω από αυτό, αξίζει να θυμηθούμε ότι αυτό που στη χώρα μας ονομάζεται ‘κοινωνικό κράτος’ είναι στην πραγματικότητα ένα κράτος πελατειακών παροχών, το οποίο βασίζεται όχι στην κοινωνική αλληλεγγύη αλλά στην περίφημη ‘αλληλεγγύη της ομάδας’. Και επειδή εδώ είναι Βαλκάνια, η ούτως ή άλλως εγωιστική αυτή έννοια (μα τόσο προσφιλής σε αριστερούς κατά τα άλλα συνδικαλιστές), συμπυκνώνεται στην ικανότητα ορισμένων ομάδων να αξιοποιούν την πολιτική τους ισχύ ώστε να εξασφαλίζουν τη χρηματοδότηση των υψηλών παροχών που απολαμβάνουν όχι μέσω δικών τους εισφορών αλλά από ‘κοινωνικούς πόρους’.

Πράγματι, το ότι οι συντάξεις και άλλες παροχές π.χ. των μηχανικών χρηματοδοτούνται κυρίως από τον προϋπολογισμό δημοσίων έργων, αυτές των ιατρών από τις δαπάνες φαρμακευτικής περίθαλψης του ΙΚΑ και άλλων λαϊκών ταμείων, των δικηγόρων από διάφορες επιβαρύνσεις στα ένδικα μέρη κ.ο.κ. δεν είναι απλώς παράλογο: είναι βαθύτατα άδικο, αφού οι ομάδες που επωμίζονται το κόστος των παροχών έχουν σε κάθε περίπτωση χαμηλότερο εισόδημα από τις ομάδες που επωφελούνται.

Ανακεφαλαιώνοντας: στην Ελλάδα δεν έχουμε κοινωνικό κράτος, αλλά ένα άδικο και σπάταλο κράτος πελατειακών παροχών. Η υπεράσπιση του υπάρχοντος συστήματος (σε κάθε περίπτωση ασυγχώρητη από όσους αυτοχαρακτηρίζονται ως αριστεροί) βασίζεται μόνο στην ιδιοτέλεια όσων επωφελούνται από αυτό, κατά παράβαση των στοιχειωδέστερων κανόνων όχι μόνο της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και της απλής λογικής. Η οικοδόμηση ενός πραγματικού κοινωνικού κράτους άξιου του ονόματος δεν προσκρούει σε δήθεν ανυπέρβλητους οικονομικούς περιορισμούς, αφού σε πολλές περιπτώσεις ένα τέτοιο σύστημα θα κόστιζε λιγότερο από το σημερινό. Τα εμπόδια είναι κυρίως πολιτικά: η αντίσταση των ομάδων που ωφελούνται, αλλά και η αδράνεια τμήματος των πολιτικών ελίτ που δημιούργησαν και λειτούργησαν το πελατειακό κράτος, καθώς και η ατολμία όσων αποδέχονται την ανάγκη μεταρρύθμισης αλλά διστάζουν να αναλάβουν το ‘πολιτικό κόστος’. Αυτό, όμως, είναι μια άλλη συζήτηση.