15 Μαρτίου 2020

Ο ορίζοντας σκοτεινιάζει

Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Κυριακή 15 Μαρτίου 2020).

Λένε πως η πιο σκοτεινή ώρα είναι λίγο πριν το χάραμα. Ο ανταποκριτής σας δεν έχει προσωπική πείρα: έχει διαλέξει ένα επάγγελμα που δεν απαιτεί πρωινό ξύπνημα, και έχει από καιρό ξεχάσει τις λίγες φορές που γύριζε στο σπίτι μετά από ξενύχτι, όσο για τις σκοπιές 4-6 στο στρατόπεδο δεν θέλει να τις θυμάται. Αλλά ελπίζει ολόψυχα να έχουν δίκιο αυτοί που το λένε. Μια βδομάδα από τα τελευταία, πιο δρακόντεια μέτρα, το χάραμα φαίνεται να αργεί πολύ ακόμη. Κυριακή πρωί στο Μιλάνο, η πόλη παραμένει σε κώμα. Η παροιμιώδης ζωντάνια των κατοίκων και το βιαστικό τους βήμα φαίνονται μακρινή ανάμνηση. Πηγαίνουμε στο σούπερ-μάρκετ (μια από τις τελευταίες δραστηριότητες που επιτρέπονται ακόμη) σέρνοντας τα πόδια μας, σαν να έχουμε όλη τη μέρα μπροστά μας (όπως άλλωστε ισχύει), σαν να θέλουμε να παρατείνουμε τη διάρκεια της εξόδου μας από το σπίτι, και ίσως την οπτική έστω επαφή με άλλους ανθρώπους. Έξω από το Coop είκοσι περίπου πελάτες περιμένουν υπομονετικά στην ουρά, σε απόσταση ενός μέτρου ο ένας από τον άλλον. Είναι όλοι τους ψύχραιμοι και ευγενικοί, παραχωρούν ευχαρίστως τη θέση τους σε πιο ηλικιωμένους, όμως κανείς δεν έχει όρεξη για αστεία. Κάθε τόσο ο υπεύθυνος του σούπερ-μάρκετ ανοίγει τις πόρτες και αφήνει τον προκαθορισμένο αριθμό να περάσει. Στα ταμεία οι εργαζόμενες εμψυχώνουν τους πιο κατηφείς από τους πελάτες: «Να δείτε που θα περάσει και αυτό». Η ταμίας που εξυπηρετεί εμένα ανοίγει άλλο θέμα συζήτησης (θα εκτίμησε ότι δεν έχω φτάσει ακόμη στο κατώτερο σκαλοπάτι κατήφειας): «Είχα κανονίσει να πάω εκδρομή το άλλο ΣΚ, τώρα αναγκάστηκα να την ακυρώσω, ελπίζω να τελειώσει σύντομα αυτή η ιστορία, έχει αρχίσει να με κουράζει. Κουπόνια για σερβίτσιο; (όχι) Χαρτάκια; (ναι) Ίντερ ή Μίλαν; (Ίντερ)». Μου δίνει χαμογελώντας την απόδειξη και την πιστωτική κάρτα: «Καλή μέρα να έχετε.» Ανταποδίδω τον χαιρετισμό, και την ευχαριστώ για την καλή διάθεση. Αστράφτει το πρόσωπό της: «Σας ευχαριστώ πολύ!»

Εν τω μεταξύ, οι μέρες διαδέχονται απαράλλαχτες η μία την άλλη. Στις 6 το απόγευμα παρακολουθούμε την ανακοίνωση της Υπηρεσίας Πολιτικής Προστασίας για την εξέλιξη της επιδημίας. Έχουμε πια πάνω από 100 νέα κρούσματα την ώρα σε όλη την Ιταλία, τα μισά από αυτά στην Λομβαρδία. Η Corriere della sera και οι άλλες σοβαρές εφημερίδες αποστρέφονται την υστερία, όμως τις τελευταίες μέρες οι τόνοι είναι σχεδόν πένθιμοι. Τα editorial και οι μόνιμες στήλες καλούν τους αναγνώστες να αναλογιστούν ότι η Ιταλία έχει περάσει χειρότερες μέρες, βγήκε από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κατεστραμμένη και πεινασμένη, αλλά γεμάτη ενθουσιασμό και δημιουργικότητα, που μέσα σε λίγα χρόνια έφερε το οικονομικό θαύμα που τη μεταμόρφωσε. Έτσι και τώρα θα βγούμε πιο δυνατοί κτλ. Οι μέσα σελίδες αφηγούνται ιστορίες, με ιώτα μικρό. Ο 48χρονος οδηγός ασθενοφόρου στη Brescia ανέβασε πυρετό και ξεψύχησε στο σπίτι του προτού καν προλάβουν να βγουν τα αποτελέσματα του τεστ. Η 17χρονη από το Como είχε την ατυχία να πάθει καλπάζουσα μηνιγγίτιδα, και την ακόμη μεγαλύτερη ατυχία να την πάθει τώρα – εάν της συνέβαινε άλλη εποχή θα την είχαν σώσει, στην κηδεία οι αρχές επέτρεψαν να είναι παρόντες μόνο οι γονείς της και τα αδέλφια της, οι συμμαθητές την παρακολούθησαν σε streaming. Ο δήμαρχος του Bergamo είναι υπό την επήρεια ισχυρού κλονισμού: στην πόλη του τα θύματα της επιδημίας πάνε κυριολεκτικά άκλαυτα, από το νοσοκομείο απευθείας στο νεκροταφείο, μέχρι προχθές τα φέρετρα στοιβάζονταν στις εκκλησίες, τώρα γέμισαν και αυτές, τα γραφεία τελετών δουλεύουν τριπλοβάρδιες, με ελλείψεις στο προσωπικό τους λόγω της επιδημίας. Η δυναμικότητα των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας επεκτείνεται, αλλά αργά – σίγουρα πιο αργά από τον ρυθμό άφιξης ασθενών που χρειάζονται νοσηλεία σε αυτές. Από τους υπεράριθμους ασθενείς επιλέγονται όσοι έχουν μια ρεαλιστική ελπίδα να ωφεληθούν περισσότερο. Όσοι έχουν προϋπάρχουσες παθήσεις και μεγάλη ηλικία (άνω των 70) κατατάσσονται στην κατηγορία NCR: μη υποψήφιοι για ανάνηψη. Δεν αφήνονται αβοήθητοι, αλλά μεταφέρονται σε άλλη αίθουσα για «παρηγορητική αγωγή» με παυσίπονα. Το προσωπικό των νοσοκομείων είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης: περιφέρονται σαν ζόμπι, άυπνοι, με το πρόσωπο χαρακωμένο από τα σημάδια της μάσκας, σημαδεμένοι για πάντα από όσα ζουν αυτές τις μέρες. «Μην μας λέτε ήρωες. Απλώς μείνετε στο σπίτι.»

Μου τηλεφωνούν φίλοι από την Αθήνα. Υποψιάζομαι ότι έχουν αρχίσει να ανησυχούν στα σοβαρά. Η φωνή τους ακούγεται πιο ευδιάθετη από ό,τι συνήθως. Όπως όταν επισκεπτόμαστε έναν ασθενή σε καταληκτική φάση. Ας μην υπερβάλλουμε παιδιά. Το πιθανότερο είναι ότι θα επιζήσουμε. Εσείς να προσέχετε.

Μεταξύ Realpolitik και εκτροπής από τη νομιμότητα

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 15 Μαρτίου 2020).

Δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση του πρωθυπουργού, των συνεργατών του και των υπουργών που σχεδιάζουν και εφαρμόζουν την κυβερνητική πολιτική για το προσφυγικό ζήτημα. Βρίσκονται ξαφνικά αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα που δεν επιδέχεται «λύσης», μόνο διαχείρισης. Απέναντι σε έναν επικίνδυνο γείτονα, που παίζει το τελευταίο του χαρτί. Με συμμάχους δειλούς και άβουλους, παραλυμένους από τη διχογνωμία. Η διαχείριση όμως έχει συνέπειες, για το είδος της κοινωνίας που θέλουμε να είμαστε. Για αυτό αξίζει να συζητάμε.

Το βασικό επιχείρημα υπέρ της κυβερνητικής πολιτικής είναι ότι μπροστά στον «υβριδικό πόλεμο» που έχει εξαπολύσει ο Ερντογάν, το κλείσιμο των συνόρων είναι η μόνη άμυνα. Δεν είναι αβάσιμο το επιχείρημα. Σίγουρα απολαμβάνει ευρείας αποδοχής: έως και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης το συμμερίζεται. Έχει ένα μειονέκτημα: Το κλείσιμο των συνόρων και η αναστολή της διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων ασύλου για ένα μήνα (με δυνατότητα παράτασης) συνιστούν παράβαση των διατάξεων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων που η Ελλάδα έχει προσυπογράψει. Είναι κακό προηγούμενο αυτό για μια μικρή χώρα, η οποία, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της με τη στρατιωτική της ισχύ και μόνο, χρειάζεται την προστασία του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων.

Ας δεχθούμε λοιπόν ότι η πολιτική που εφαρμόζεται είναι η μόνη ρεαλιστική. Ποιος την υλοποιεί; Τα σώματα ασφαλείας και οι ένοπλες δυνάμεις του οργανωμένου κράτους, με αυτοσυγκράτηση και την ελάχιστη βία που απαιτείται για την αναχαίτιση αμάχων; Ή μασκοφόροι που ληστεύουν πρόσφυγες στον Έβρο, ή πυροβολούν από σκάφη του Λιμενικού σε βάρκες με γυναικόπαιδα στη Λέσβο; Η δεύτερη επιλογή – η υιοθέτηση εκ μέρους της Ελλάδας πρακτικών υβριδικού πόλεμου – συνιστά εκτροπή από τη νομιμότητα. Η Ρωσία του Πούτιν μπορεί να στέλνει «πράσινα ανθρωπάκια» στην Κριμαία για να κάνουν τη βρώμικη δουλειά την ευθύνη της οποίας η κυβέρνησή του δεν τολμά να αναλάβει. Εάν η Ελλάδα τη μιμηθεί, θα απομακρυνθεί οικειοθελώς από το κλαμπ των κρατών δικαίου στο οποίο σήμερα ανήκει και θα προσεγγίσει το άλλο κλαμπ των αυταρχικών κρατών. Είμαστε σίγουροι ότι κάτι τέτοιο υπαγορεύει το εθνικό συμφέρον;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πολιτική πυγμής (απέναντι σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους), επενδυμένη με τη ρητορεία της σκληρότητας ή ακόμη και του μίσους απέναντι στον ξένο, είναι σήμερα δημοφιλής. Σε άλλους, η ρητορεία αυτή μπορεί να είναι απεχθής (όπως π.χ. σε μένα). Μέχρι εδώ, μικρό το κακό: σε μια δημοκρατική κοινωνία είμαστε αναγκασμένοι να συμβιώνουμε με ανθρώπους απεχθών απόψεων. Το πράγμα αλλάζει όταν κάποια μέλη της κοινωνίας πατήσουν την αόρατη γραμμή που χωρίζει την ελεύθερη έκφραση από την άσκηση βίας. Οι βιαιοπραγίες «αγανακτισμένων πολιτών» κατά προσφύγων, μεταναστών, μελών ΜΚΟ, και άλλων, στη Λέσβο και αλλού, ή θα αντιμετωπιστούν με αυστηρότητα ή θα ερμηνευθούν από τους πάντες ως σιωπηρή συγκατάθεση του οργανωμένου κράτους στο παρακράτος.

Στις εκλογές του περασμένου Ιουλίου, χιλιάδες πολίτες που δεν ανήκουν στο συντηρητικό χώρο ψήφισαν το κόμμα της ΝΔ για να αποδοκιμάσουν την ατιμωρησία της βίας των οργανωμένων ομάδων, την κρατική επίδειξη επιείκιας σε κατά συρροή δολοφόνους που δεν έδειχναν ίχνος μεταμέλειας, την ποδοπάτηση των κανόνων του κράτους δικαίου για την απόσπαση πολιτικού πλεονεκτήματος. Οι πολίτες αυτοί απαίτησαν την αποκατάσταση της νομιμότητας. Δεν θα δεχθούν τώρα την αντικατάσταση της μιας εκτροπής από μιαν άλλη.

12 Μαρτίου 2020

«Όλα θα πάνε καλά»

Δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ξένος ανταποκριτής» της «Athens Voice» (Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020).

Βγήκε ο ήλιος στο Μιλάνο, μετά από αρκετές συννεφιασμένες ή βροχερές μέρες, ήλιος  με δόντια, αλλά πάντως λαμπερός. Ο ανταποκριτής σας αποφάσισε να καθήσει έξω. «Καπνίζετε;» ρώτησε η σερβιτόρα, φέρνοντας τον καφέ και το κρουασάν. Σκέφτηκα να απαντήσω όπως ο Giulio Andreotti στη μεσήλικη κυρία που στο κοσμικό πάρτυ της ρωμαϊκής καλής κοινωνίας, στην ταινία του Paolo Sorrentino, τον ρωτά εάν χορεύει: «Non ho vizi minori». Είχε πράγματι μεγάλες διαστροφές ο Giulio Andreotti (και μαζί κάποιες αρετές), αλλά αφορούσαν όλες τον δημόσιο βίο του – ο ιδιωτικός ήταν αψεγάδιαστος, υπόδειγμα καλού καθολικού. Αλλά εδώ στον υλιστικό Βορρά, εν μέσω επιδημίας, ο Silvio Berlusconi (84 ετών) μόλις εγκατέλειψε την επί 12ετία σύντροφό του (35 ετών), για να συζήσει με άλλη (30 ετών). Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, απαντώ στη νεαρή σερβιτόρα: «όχι, δεν καπνίζω, ευχαριστώ».

Με το ρυθμό που αυξάνονται τα κρούσματα, μέχρι να κυκλοφορήσει η Athens Voice θα έχουμε πλησιάσει τις δέκα χιλιάδες, πάνω από τα μισά στη Λομβαρδία, αν και παραδόξως σχετικά λίγα στο Μιλάνο. Στους φορείς του ιού προστέθηκε πρόσφατα ο Nicola Zingaretti, γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος. Εν τω μεταξυ, εντοπίστηκε ο «Ασθενής Μηδέν» που έφερε (εν αγνοία του) τον ιό στην Ευρώπη: δεν είναι Ιταλός, αλλά 33χρονος Γερμανός, ήρθε για δουλειές από το Μόναχο στο Codogno (50 χιλιόμετρα ΝΔ του Μιλάνου). Πλέον η κωμόπολη είναι σε καραντίνα, οι καραμπινιέροι εμποδίζουν τους κατοίκους να βγουν χωρίς ειδική άδεια.

Γερμανός λοιπόν, όχι Ιταλός, ούτε καν Κινέζος, παρότι η Chinatown της πόλης είναι από τις πιο παλιές, πιο ακμαίες και πιο πολυάνθρωπες της Ευρώπης. Μάλιστα, μέχρι τώρα μόνο ένας (1) Κινέζος του Μιλάνου έχει βρεθεί θετικός στον ιό. Πώς το έχουν καταφέρει; Με αυτοπειθαρχία, συλλογικότητα, και πνεύμα ευθύνης. Ελάχιστα μαγαζιά έχουν μείνει ανοιχτά στη συνήθως πολύβουη via Paolo Sarpi, τα πιο πολλά μη κινεζικά. Έκλεισε και το στεγνοκαθαριστήριο της γειτονιάς μου, «από αλληλεγγύη στην κοινότητα», όπως εξηγεί το σημείωμα στην πόρτα της συμπαθέστατης ιδιοκτήτριας. Με τον Έ. αναρωτηθήκαμε τι ακριβώς να σημαίνει αυτό. Το καταλάβαμε διαβάζοντας τη συνέντευξη του επικεφαλής του κινεζικού εμπορικού συλλόγου στην Corriere della sera της επομένης: για έναν Κινέζο το να μεταδώσει από απροσεξία ή ανευθυνότητα τον ιό σε κάποιον ανυποψίαστο συμπολίτη του είναι ντροπή, και λόγος στιγματισμού και καταδίκης του από την υπόλοιπη κοινότητα.

Στο ωραίο του editorial στην ίδια εφημερίδα ο Antonio Polito αναλύει τα «πέντε διδάγματα της επιδημίας». Η χρόνια υποχρηματοδότηση του συστήματος υγείας πρέπει να τερματιστεί: ας μεταφερθούν πόροι από συντάξεις και επιδόματα. Η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ κεντρικού κράτους και τοπικής αυτοδιοίκησης πρέπει να επαναδιατυπωθεί: δεν μπορεί κάθε περιφέρεια να κάνει ό,τι θέλει. Η ενημέρωση του κοινού πρέπει να γίνεται από τους ειδικούς, όχι από τους πολιτικούς. Το «ψηφιακό χάσμα» πρέπει να γεφυρωθεί, ιδίως στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ιδίως στο Νότο: εάν κάποια σχολεία δεν μπορέσουν να συντονίσουν εξ αποστάσεως τη μελέτη στο σπίτι, χιλιάδες παιδιά θα μείνουν πίσω στα μαθήματα (και αύριο στην αγορά εργασίας). Το πέμπτο και τελευταίο μάθημα αφορά την Ευρώπη: οι μεγαλύτερες κρίσεις της εποχής μας (ο κορωναϊός, η κλιματική αλλαγή, το προσφυγικό) δεν γνωρίζουν εθνικά σύνορα, συνεπώς η αντιμετώπισή τους ή θα είναι κοινή από τα κράτη-μέλη ή δεν θα είναι αποτελεσματική. Και ας λένε οι λαϊκιστές.

Εν τω μεταξύ, η ζωή συνεχίζεται. Παρά τις συστάσεις του υπουργείου υγείας («αφύσικες αλλά αναγκαίες», σύμφωνα με τον υπεύθυνο που τις ανακοίνωσε), τα ζευγάρια εξακολουθούν να φιλιούνται στους δρόμους, οι φίλοι να αγκαλιάζονται όταν συναντιούνται, οι συνάδελφοι να χαιρετιούνται διά χειραψίας. Οι αγώνες του πρωταθλήματος γίνονται κεκλεισμένων των θυρών, ανάμεσά τους και το μεγάλο «ντέρμπυ της Ιταλίας» Juventus-Inter. Οι εκθέσεις μόδας, design, επίπλων κτλ. μετατέθηκαν. Μουσεία, θέατρα και σινεμά κλειστά μέχρι νεωτέρας. Τα μπαρ και τα ρεστωράν ανοιχτά αλλά για την αποφυγή συνωστισμού επιτρέπεται το σερβίρισμα μόνο σε τραπέζι. Σχολεία και πανεπιστήμια κλειστά, με μαθήματα online.

Ελάχιστος πανικός, αρκετή ανησυχία, πολλή αβεβαιότητα. Θα περάσει και αυτό. Στους δρόμους της πόλης έκαναν την εμφάνισή τους κίτρινα αυτοκόλλητα με τη φράση «Όλα θα πάνε καλά». Λέγεται ότι τα πρώτα τα έγραψε μια ποιήτρια που θέλησε να μείνει ανώνυμη, μετά τη μιμήθηκαν και άλλοι. Τα βλέπουμε και χαμογελάμε, και συνεχίζουμε το δρόμο μας με ελαφρύτερο βήμα.

6 Μαρτίου 2020

Grecia infelix

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020).

200 χρόνια μετά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας, η Ελλάδα βρίσκεται στο μεταίχμιο. Οι στατιστικές (αλλά και οι καθημερινές παραστάσεις του καθενός) δείχνουν ότι την τελευταία δεκαετία η χώρα μας δεν φτώχυνε απλώς: έγινε λιγότερο ευτυχισμένη. Ένας ψυχολόγος θα έλεγε ότι η δυστυχία των Ελλήνων συναρτάται με τις ανεδαφικές προσδοκίες μας: η οικονομική κρίση καταρράκωσε την αυτοεκτίμησή μας ακριβώς επειδή αμφισβήτησε την υπερφίαλη ιδέα που είχαμε για τον εαυτό μας. Ένας οικονομολόγος θα πρόσθετε ότι η σχέση μεταξύ (αντικειμενικής) οικονομικής κατάστασης και (υποκειμενικής) ικανοποίησης από τη ζωή είναι ασύμμετρη: η εποχή της αστακομακαρονάδας και των διακοποδανείων δεν μας έκανε ευτυχέστερους, αλλά η αναπόφευκτη επωδός της μας έκανε δυστυχέστερους.

Το θέμα είναι τώρα τι κάνουμε. Πολύ χονδρικά, ως έθνος (αν υποθέσουμε ότι μπορούμε να στοχαζόμαστε ως συλλογικό υποκείμενο) έχουμε δύο επιλογές. Η πρώτη είναι να αποδεχθούμε τη μετριότητά μας, και να χαμηλώσουμε τις προσδοκίες μας. Στο κάτω-κάτω, δεν τα καταφέραμε και τόσο άσχημα τα τελευταία 200 χρόνια. Σε σύγκριση με τα υπόλοιπα βιλαέτια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα δικά μας τα κατάφεραν περίφημα. Παρά την υποβάθμιση της προηγούμενης δεκαετίας, η Ελλάδα παραμένει η πλουσιότερη χώρα των Βαλκανίων (και 45η στον κόσμο σε σύνολο 200 χωρών). Απέχουμε πολύ από τα αρχαία κλέη, αλλά όχι όσο π.χ. η Αίγυπτος. Γιατί να μην συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι η καλύτερη στιγμή μας παρήλθε πριν από 2.500 χρόνια; Ας χαλαρώσουμε και ας απολαύσουμε αυτά που έχουμε: τα νησιά μας, το καλοκαίρι μας, τις χαοτικές αλλά γεμάτες ενέργεια πόλεις μας – και επίσης το διεθνώς αναγνωρίσιμο brand name μας, την ιδιότητα μέλους στα πιο περιζήτητα κλαμπ του πλανήτη (ΕΕ, ΟΟΣΑ, ΝΑΤΟ) κτλ. Γιατί να μην ζούμε από τα έτοιμα; Άλλωστε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, πολλοί από εμάς αυτό ακριβώς κάνουν, εδώ και πολύ καιρό.

Η άλλη επιλογή είναι πιο φιλόδοξη. Προϋποθέτει να αποδεχθούμε ότι είμαστε ένα μικρό ευρωπαϊκό έθνος, σε μια όμορφη αλλά και ταραγμένη γωνιά του πλανήτη, με λίγα περιουσιακά στοιχεία, εκτός ίσως από την επινοητικότητα των ανθρώπων του. Για να ζούμε καλύτερα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα ελαττώματά μας, με κυριότερο την έλλειψη αυτογνωσίας. Κανείς δεν μας χρωστάει – ποια άλλη χώρα ευεργετήθηκε όσο η δική μας; Ας πάψουμε να περιμένουμε διευκολύνσεις από τους δανειστές (πέρα φυσικά από όσα ισχύουν για όλους τους άλλους). Ας κινητοποιήσουμε τους πόρους που ήδη διαθέτουμε, όσο καλύτερα μπορούμε.

Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Κατ’αρχάς, οικονομία δυνάμεων. Ο εθνικός διχασμός, το καθημερινό μίσος, η ακραία πολιτική πόλωση, οι οξείες κοινωνικές συγκρούσεις, οι κακές εργασιακές σχέσεις, η έλλειψη συνεργασίας, η χαμηλή εμπιστοσύνη – όλα αυτά δεν είναι απλώς δυσάρεστα και κουραστικά, είναι επίσης αντιπαραγωγικά: απορροφούν ενέργεια που θα μπορούσε (θα έπρεπε!) να αφιερωθεί σε πιο δημιουργικές ασχολίες.

Επί πλέον, εάν η επινοητικότητα των ανθρώπων μας είναι όντως το κυριότερο περιουσιακό μας στοιχείο, ας επενδύσουμε σε αυτό. Έχουμε πολύ δρόμο να καλύψουμε: η τελευταία ευρωπαϊκή έρευνα δεξιοτήτων δείχνει ότι η Ελλάδα καταλαμβάνει την 28η θέση (σε σύνολο 28 χωρών). Για να βγούμε από την οικονομική στασιμότητα θα πρέπει να δουλεύουμε περισσότερο και καλύτερα. Και για να το πετύχουμε, θα πρέπει να μάθουμε περισσότερα και πιο ουσιαστικά: είναι πάρα πολλά αυτά που ο μέσος εργαζόμενος – και ο μέσος απόφοιτος πανεπιστημίου – δεν γνωρίζει, και όσα δεν γνωρίζει ότι δεν γνωρίζει.

Γίνονται αυτά; Αμέσως, όχι. Αλλά στα επόμενα 200 χρόνια, ναι.

Αρκεί να αρχίσουμε από τώρα. Έχουμε χάσει πολύ χρόνο.