Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 15 Μαρτίου 2020).
Δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση του πρωθυπουργού, των συνεργατών του και των υπουργών που σχεδιάζουν και εφαρμόζουν την κυβερνητική πολιτική για το προσφυγικό ζήτημα. Βρίσκονται ξαφνικά αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα που δεν επιδέχεται «λύσης», μόνο διαχείρισης. Απέναντι σε έναν επικίνδυνο γείτονα, που παίζει το τελευταίο του χαρτί. Με συμμάχους δειλούς και άβουλους, παραλυμένους από τη διχογνωμία. Η διαχείριση όμως έχει συνέπειες, για το είδος της κοινωνίας που θέλουμε να είμαστε. Για αυτό αξίζει να συζητάμε.
Το βασικό επιχείρημα υπέρ της κυβερνητικής πολιτικής είναι ότι μπροστά στον «υβριδικό πόλεμο» που έχει εξαπολύσει ο Ερντογάν, το κλείσιμο των συνόρων είναι η μόνη άμυνα. Δεν είναι αβάσιμο το επιχείρημα. Σίγουρα απολαμβάνει ευρείας αποδοχής: έως και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης το συμμερίζεται. Έχει ένα μειονέκτημα: Το κλείσιμο των συνόρων και η αναστολή της διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων ασύλου για ένα μήνα (με δυνατότητα παράτασης) συνιστούν παράβαση των διατάξεων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων που η Ελλάδα έχει προσυπογράψει. Είναι κακό προηγούμενο αυτό για μια μικρή χώρα, η οποία, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της με τη στρατιωτική της ισχύ και μόνο, χρειάζεται την προστασία του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων.
Ας δεχθούμε λοιπόν ότι η πολιτική που εφαρμόζεται είναι η μόνη ρεαλιστική. Ποιος την υλοποιεί; Τα σώματα ασφαλείας και οι ένοπλες δυνάμεις του οργανωμένου κράτους, με αυτοσυγκράτηση και την ελάχιστη βία που απαιτείται για την αναχαίτιση αμάχων; Ή μασκοφόροι που ληστεύουν πρόσφυγες στον Έβρο, ή πυροβολούν από σκάφη του Λιμενικού σε βάρκες με γυναικόπαιδα στη Λέσβο; Η δεύτερη επιλογή – η υιοθέτηση εκ μέρους της Ελλάδας πρακτικών υβριδικού πόλεμου – συνιστά εκτροπή από τη νομιμότητα. Η Ρωσία του Πούτιν μπορεί να στέλνει «πράσινα ανθρωπάκια» στην Κριμαία για να κάνουν τη βρώμικη δουλειά την ευθύνη της οποίας η κυβέρνησή του δεν τολμά να αναλάβει. Εάν η Ελλάδα τη μιμηθεί, θα απομακρυνθεί οικειοθελώς από το κλαμπ των κρατών δικαίου στο οποίο σήμερα ανήκει και θα προσεγγίσει το άλλο κλαμπ των αυταρχικών κρατών. Είμαστε σίγουροι ότι κάτι τέτοιο υπαγορεύει το εθνικό συμφέρον;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πολιτική πυγμής (απέναντι σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους), επενδυμένη με τη ρητορεία της σκληρότητας ή ακόμη και του μίσους απέναντι στον ξένο, είναι σήμερα δημοφιλής. Σε άλλους, η ρητορεία αυτή μπορεί να είναι απεχθής (όπως π.χ. σε μένα). Μέχρι εδώ, μικρό το κακό: σε μια δημοκρατική κοινωνία είμαστε αναγκασμένοι να συμβιώνουμε με ανθρώπους απεχθών απόψεων. Το πράγμα αλλάζει όταν κάποια μέλη της κοινωνίας πατήσουν την αόρατη γραμμή που χωρίζει την ελεύθερη έκφραση από την άσκηση βίας. Οι βιαιοπραγίες «αγανακτισμένων πολιτών» κατά προσφύγων, μεταναστών, μελών ΜΚΟ, και άλλων, στη Λέσβο και αλλού, ή θα αντιμετωπιστούν με αυστηρότητα ή θα ερμηνευθούν από τους πάντες ως σιωπηρή συγκατάθεση του οργανωμένου κράτους στο παρακράτος.
Στις εκλογές του περασμένου Ιουλίου, χιλιάδες πολίτες που δεν ανήκουν στο συντηρητικό χώρο ψήφισαν το κόμμα της ΝΔ για να αποδοκιμάσουν την ατιμωρησία της βίας των οργανωμένων ομάδων, την κρατική επίδειξη επιείκιας σε κατά συρροή δολοφόνους που δεν έδειχναν ίχνος μεταμέλειας, την ποδοπάτηση των κανόνων του κράτους δικαίου για την απόσπαση πολιτικού πλεονεκτήματος. Οι πολίτες αυτοί απαίτησαν την αποκατάσταση της νομιμότητας. Δεν θα δεχθούν τώρα την αντικατάσταση της μιας εκτροπής από μιαν άλλη.