2 Οκτωβρίου 2007

Ελληνική Αριστερά, 1987-1992: ρέκβιεμ για ένα πολιτικό ρεύμα

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σύγχρονα Θέματα» (Οκτώβριος 2007)

Φέτος συμπληρώνονται 20 χρόνια από την ίδρυση της Ελληνικής Αριστεράς. Ίσως δεν είναι εντελώς περιττό να θυμίσω ότι η Ε.ΑΡ. προέκυψε από την (κατά πλειοψηφία) απόφαση του ΚΚΕ εσωτερικού στο 4ο συνέδριο το 1986 να προσχωρήσει σε ένα υπό ίδρυση «νέο κόμμα της αριστεράς». Όχι εντελώς περιττό, κυρίως επειδή η Ε.ΑΡ. διέγραψε μια μάλλον περίεργη τροχιά: μέσα σε ελάχιστα χρόνια, κατά σειρά (α) συνέταξε «κοινό πόρισμα» με το ΚΚΕ το 1988, (β) εξέλεξε βουλευτές με τα ψηφοδέλτια του Συνασπισμού στις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του Ιουνίου 1989, Νοεμβρίου 1989 και Απριλίου 1990 (γ) συμμετείχε στις κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα και (δ) αυτοκαταργήθηκε προτού καλά-καλά συμπληρώσει 5 έτη ζωής, χωρίς ποτέ να διεκδικήσει με τις δικές της σημαίες την ψήφο των πολιτών, προσχωρώντας το 1992 στο κόμμα (όχι απλώς εκλογικό σχήμα) του Συνασπισμού.

Θυμάμαι πολύ καλά εκείνη την άνοιξη του 1987. Έχοντας εκλεγεί στο κεντρικό συμβούλιο του Ρήγα Φεραίου, νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού, στο 5ο συνέδριο της οργάνωσης το 1985, ανήκα στην όχι τόσο μικρή μειοψηφία του Ρήγα που υποστήριζε τη μετεξέλιξη του ΚΚΕ εσωτερικού σε ένα μη κομμουνιστικό κόμμα της δημοκρατικής αριστεράς. Περίπου ex officio είχα εκλεγεί στην «κεντρική πολιτική και οργανωτική επιτροπή» που προετοίμασε το ιδρυτικό συνέδριο της μετέπειτα Ε.ΑΡ. Όπως και άλλοι, είχα βιώσει τους μήνες που προηγήθηκαν με ανάμεικτα αισθήματα, αν και η κόπωση από τις ενδοκομματικές συγκρούσεις και το τραύμα της αποχώρησης των υπερμάχων της κομμουνιστικής ταυτότητας, μέχρι χθες συντρόφων μας, δεν μετρίαζε την αίσθησή μας ότι συμμετείχαμε σε ένα μοναδικό γεγονός ιστορικής σημασίας, ούτε τον ενθουσιασμό μας για τη νέα περίοδο που βλέπαμε να ανοίγεται για την αριστερά.

Σε τι αποσκοπούσε η ίδρυση της Ε.ΑΡ.; Πώς ερμηνεύεται η απόσταση ανάμεσα στις μεγάλες προσδοκίες του Μαΐου 1987 και τις διαψεύσεις της αμέσως επόμενης περιόδου; Ποιες ήταν οι μακροπρόθεσμες συνέπειες από την «παραβολή» που διέγραψε, δηλ. την άνοδο και (κυρίως) την πτώση της; Και γιατί η ιστορία αυτή (μπορεί να) μας ενδιαφέρει ακόμη σήμερα;

Γράφω τις σκόρπιες σκέψεις που ακολουθούν χωρίς την αυταπάτη ότι μπορώ να δώσω ικανοποιητικές (δηλ. στοιχειωδώς πλήρεις) απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, και με λιγοστές ελπίδες ότι μπορώ να προκαλέσω μια συζήτηση γύρω τους – κυρίως ως ένα είδος «μποτίλιας στο πέλαγος». Θα προσπαθήσω, τουλάχιστον, να είμαι σύντομος.

Σε μεγάλο βαθμό, η δημιουργία ενός φορέα της δημοκρατικής αριστεράς έγινε σταδιακά πεποίθηση μιας μεγάλης πλειοψηφίας μελών και στελεχών του ΚΚΕ εσωτερικού και ανένταχτων αριστερών στα όρια του, καθώς ωρίμαζε η διαπίστωση ότι τελικά το έδαφος της κομμουνιστικής αριστεράς δεν ήταν ούτε κατάλληλο ούτε αναγκαίο για την καλλιέργεια των ανανεωτικών ιδεών. Όπως και το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (αλλά νωρίτερα από αυτό[i], και χωρίς να χρειαστεί να μεσολαβήσει η πτώση του Τείχους του Βερολίνου), αποφασίζοντας τη μετεξέλιξή του σε μη κομμουνιστικό φορέα της αριστεράς το ΚΚΕ εσωτερικού απλώς έδινε οργανωτική έκφραση σε μια άλλη μετεξέλιξη (πολιτική, προγραμματική, ιδεολογική) που είχε ήδη συντελεσθεί από καιρό.

Πράγματι, τι άλλο μπορούσε να σημαίνει η αποκρυστάλλωση του συνόλου των θέσεων που οριοθετούσαν το ΚΚΕ εσωτερικού ως διακριτό πολιτικό ρεύμα (και που ουδείς στο εσωτερικό του αμφισβητούσε στα σοβαρά) – όπως είναι η υπεράσπιση της δημοκρατίας και των πολιτικών ελευθεριών ως καθολικής αξίας, το σύνθημα του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», η αναζήτηση ενός «τρίτου δρόμου» μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και υπαρκτού σοσιαλισμού, η καταδίκη του σοβιετικού μοντέλου, η απάλειψη κάθε λενινιστικής επιβίωσης (μαρξισμός-λενινισμός, δικτατορία του προλεταριάτου, δημοκρατικός συγκεντρωτισμός), η στρατηγική επιλογή της «άρσης της ιστορικής διαίρεσης μεταξύ σοσιαλιστών και κομμουνιστών», η υιοθέτιση της Ευρωπαϊκής προοπτικής – εάν όχι την βαθμιαία αλλά οριστική μετατροπή του ΚΚΕ εσωτερικού σε μια δημοκρατική δύναμη της μεταρρυθμιστικής αριστεράς;

Με την έννοια αυτή, η ίδρυση της Ε.ΑΡ. ήταν φυσική κατάληξη της ιστορικής εμπειρίας του ΚΚΕ εσωτερικού: νομοτελειακή ίσως όχι, φυσική όμως οπωσδήποτε. Είναι γεγονός ότι μια (μικρότερη) μερίδα μελών και στελεχών του παρέμεινε προσκολλημένη στο αίτημα της κομμουνιστικής ανανέωσης και δεν προσχώρησε στο νέο κόμμα, όπως άλλωστε συνέβη με μερικά χρόνια καθυστέρηση στην ανάλογη περίπτωση της Ιταλίας. Όμως, αυτό δεν αναιρεί την παραπάνω διαπίστωση – ειδικά εάν αναλογιστεί κανείς πόσο γρήγορα η ιστορική εξέλιξη άδειασε το αίτημα της κομμουνιστικής ανανέωσης (αν και όχι το ευρύτερο αίτημα μιας ριζοσπαστικής αριστεράς) από κάθε περιεχόμενο.

Φυσικά, η συνέχεια διέψευσε παταγωδώς τις προσδοκίες για τη συγκρότηση ενός αυθεντικού φορέα της δημοκρατικής μεταρρυθμιστικής αριστεράς στην Ελλάδα, οριστικά απαλλαγμένου από ιδεολογικές αγκυλώσεις, ανταγωνιστικού (σύμφωνα με την ορολογία της εποχής) έναντι του λαϊκιστικού ΠΑΣΟΚ όσο και έναντι του δογματικού ΚΚΕ. Πόσο αναπόφευκτη, όμως, ήταν αυτή η εξέλιξη;

Είναι αλήθεια ότι η ολιγόχρονη ζωή του νέου κόμματος σημαδεύτηκε από κάτι που κανείς δεν είχε προβλέψει[ii]: την κατάρρευση των καθεστώτων του ανατολικού μπλοκ. Πράγματι, η Ε.ΑΡ. ιδρύθηκε σε συνθήκες αισιοδοξίας για την υποχώρηση της πυρηνικής απειλής και την εδραίωση της ειρήνης, καθώς και για τις πιθανότητες εκδημοκρατισμού του υπαρκτού σοσιαλισμού υπό τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, ενώ διαλύθηκε σε κλίμα γενικού «μουδιάσματος» λόγω του άδοξου τέλους της ΕΣΣΔ, του (φαινομενικού;) θριάμβου του καπιταλιστικού στρατοπέδου και της ανάδυσης μιας νέας διεθνούς τάξης πραγμάτων.

Πάντως, εάν κάτι μπορεί να αμφισβητηθεί αυτό δεν είναι η ιστορική σημασία της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, όσο η σκοπιμότητα της εγκατάλειψης της αυτόνομης προοπτικής της Ε.ΑΡ. – τη στιγμή, μάλιστα, που τα γεγονότα εμφανίζονταν να δικαιώνουν ούτε λίγο ούτε πολύ τον ιστορικό λόγο ύπαρξης της ανανεωτικής αριστεράς από τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 και πέρα. Πράγματι, η προσχώρηση αρχικά στον ενιαίο (εκλογικό) Συνασπισμό, και μετά μαζί με το αποσχισθέν τμήμα του ΚΚΕ στο Συνασπισμό-κόμμα, ήταν μια πολιτική επιλογή: ενδεχομένως εύλογη, κάθε άλλο όμως παρά αναγκαστική.

Ασφαλώς, η αναδρομική αναζήτηση ευθυνών από την τότε ηγεσία της Ε.ΑΡ. σήμερα – και μάλιστα με το πλεονέκτημα της γνώσης όσων επακολούθησαν – δεν έχει νόημα[iii]. Πάντως, δύσκολα μπορεί κανείς να αποφύγει το συμπέρασμα ότι η μονιμότερη συνέπεια της επιλογής της προσχώρησης στο Συνασπισμό (που, σημειωτέον, είχε αρχικά εκλογικευθεί στο εσωτερικό της Ε.ΑΡ. ως απόπειρα συγκρότησης μιας ευρύτερης πλατφόρμας, επί της οποίας οι ανανεωτικές ιδέες θα κέρδιζαν αργά ή γρήγορα την ηγεμονία), αποδείχθηκε ότι ήταν η αδυναμία διευθέτησης της διαμάχης που είχε διχάσει την αριστερά στην Ελλάδα επί μία ολόκληρη εικοσαετία. Πρακτικά, ένα είδος «καθωσπρεπισμού» και η επίκληση της ανάγκης ενότητας της αριστεράς (και η διάσπαση του ’68;) οδήγησε στην αποσιώπηση καίριων ζητημάτων και επέτρεψε σε σειρά στελεχών του ΚΚΕ να αποφύγουν τον αναστοχασμό για τις αιτίες της κατάρρευσης των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και να ανακυκλωθούν επιτυχώς ως «νεοκομμουνιστές» – σαν το (ευρωπαϊκό) 1989 να μην είχε συμβεί ποτέ.

Υπό αυτό το πρίσμα, η μετέπειτα πορεία του Συνασπισμού μοιάζει με αρχαία τραγωδία. Από τη μια, η ανανεωτική παράταξη αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων τη στιγμή ακριβώς της ιστορικής δικαίωσής της, αποποιείται οικειοθελώς την αυτονομία της συναινώντας στην διάλυση του κομματικού φορέα που με τόσους κόπους είχε δημιουργήσει, για να καταδικαστεί τελικά στον κατακερματισμό, στην ήττα και στην περιθωριοποίηση. Από την άλλη, οι πρώην θιασώτες του σοβιετικού μοντέλου περνούν στη νέα εποχή «αβρόχοις ποσίν», με ακμαίο ηθικό και αλώβητη αυτοπεποίθηση, ανασυγκροτούνται στα μέσα της δεκαετίας του ’90 (μαζί με τους ηττημένους του ΚΚΕ εσωτερικού) ως «αριστερό ρεύμα», για να καταφέρουν τελικά να αποκτήσουν τον απόλυτο έλεγχο του Συνασπισμού. Η πρόσφατη «αριστερή στροφή», η χωρίς ανταπόκριση πολιορκία του ΚΚΕ της Λιάνας Κανέλλη και η αγωνιώδης αναζήτηση συμμάχων ανάμεσα στις ομάδες της άκρας αριστεράς προσδίδει μια πινελιά grotesque στο γενικό περίγραμμα αυτής της τραγωδίας.

Με την έννοια αυτή, ενώ η ίδρυση της Ε.ΑΡ. ήταν μια απόπειρα να εκφραστεί οργανωτικά η αυθεντικά μεταρρυθμιστική κουλτούρα που είχε σταδιακά διαμορφώσει το ΚΚΕ εσωτερικού στην εικοσαετία της ύπαρξης του (αντλώντας και από την παράδοση της προδικτατορικής ΕΔΑ), η μοιραία απόφαση για την προσχώρηση στο Συνασπισμό αποδείχθηκε το κύκνειο άσμα του αριστερού μεταρρυθμισμού ως ανεξάρτητου πολιτικού ρεύματος στην Ελλάδα.

Πάντως, η νεοκομμουνιστική μετάλλαξη του Συνασπισμού, ο οποίος διαθέτει ακόμη έναν ζωτικό χώρο μόνο χάρη στην αντιδραστική οπισθοδρόμηση του ΚΚΕ, καθώς και στην άρνηση του τελευταίου να υποκύψει στις επιθέσεις φιλίας του πρώτου, δεν ήταν η κυριότερη συνέπεια της αυτοκατάργησης της Ε.ΑΡ. Η απουσία ενός αριστερού μεταρρυθμιστικού πολιτικού λόγου έγινε αισθητή πολύ πέρα από τα όρια της αριστεράς κυρίως την περίοδο 1996-2004, δηλ. την περίοδο της διακυβέρνησης Σημίτη.

Πράγματι, εάν αυτό που ονομάστηκε «πρόβλημα υποκειμένου» (δηλ. το μείγμα απρόθυμης ανοχής, βαθειάς καχυποψίας ή ακόμη και ανοιχτής εχθρότητας με την οποία το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα του ΠΑΣΟΚ βίωσε την περίοδο Σημίτη) υπήρξε η βασικότερη αιτία που παρέμεινε ατελής η απόπειρα κεντροαριστερού εκσυγχρονισμού, η απορριπτική στάση της ηγεσίας του Συνασπισμού απέναντι στην απόπειρα αυτή δεν ήταν παρά μια (ομολογουμένως δευτερεύουσα) όψη του ίδιου προβλήματος[iv]. Καθότι η αξιολόγηση της εμπειρίας αυτής είναι ένα άλλο – τεράστιο – θέμα, κλείνω την αναφορά σημειώνοντας απλώς ότι η ιστορική κυριαρχία «αντισυστημικών» αντιλήψεων στην κομμουνιστική αριστερά αντιστοιχήθηκε από την καθυστερημένη εμφάνιση της σοσιαλιστικής συνιστώσας (μόλις το 1974 – δεδομένης της ιδιαιτερότητας της προδικτατορικής ΕΔΑ, και με την ενδιαφέρουσα αλλά μερική εξαίρεση ολιγομελών σχηματισμών, κινήσεων ή ομίλων), καθώς και από την επικράτηση στο εσωτερικό της συνιστώσας αυτής μιας μαξιμαλιστικής μάλλον παρά ρεφορμιστικής κουλτούρας.

Τέλος, μια άλλη μακροπρόθεσμη συνέπεια της έκλειψης του αριστερού μεταρρυθμισμού ως ανεξάρτητου πολιτικού ρεύματος έγινε επίσης έντονα αισθητή τον τελευταίο καιρό από όσους «Ρηγάδες» της γενιάς μου ζουν μια δεύτερη ζωή (αλλά όχι, ατυχώς, μια δεύτερη νεότητα) ως πανεπιστημιακοί. Πράγματι, όσοι από εμάς αναζητήσαμε μια ουσιαστικότερη επικοινωνία με τους σοβαρότερους και ηπιότερους από τους αριστερούς φοιτητές μας, δηλ. με τους υπό κανονικές συνθήκες φυσικούς συνεχιστές της παράδοσης του Δημοκρατικού Αγώνα και της Δημοκρατικής Ενότητας, διαπιστώσαμε ότι μας χωρίζει πλέον ένα πολιτισμικό χάσμα. Ανάμεσα στο οργισμένο μπλοκ των καταλήψεων, της ανυπακοής και της εξέγερσης, και στους «φιλήσυχους νοικοκυραίους» που λίγο μετά έσπευσαν να αυξήσουν τα ποσοστά της κυβερνητικής παράταξης, δεν υπήρξε παρά το απόλυτο κενό. Τίποτε δεν συμβολίζει τόσο ανάγλυφα την οριστική και ασφαλώς αναντίστρεπτη ρήξη της συνέχειας στην παράδοση της ανανεωτικής αριστεράς στην Ελλάδα – παράδοση που κορυφώθηκε πριν 20 χρόνια, για να αρχίσει να αναδιπλώνεται αμέσως μετά – όσο αυτή η ελάχιστα ελκυστική πραγματικότητα.

Σημειώσεις

[i] Η «στροφή της Bolognina», δηλ. η μετεξέλιξη του ΙΚΚ σε μη κομμουνιστικό κόμμα, ανακοινώθηκε από τον γραμματέα Occhetto στις 12 Νοεμβρίου 1989 (τρεις μέρες μετά την πτώση του Τείχους) στα γραφεία του κόμματος στην συνοικία αυτή. Το Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς ιδρύθηκε το 1991 στο συνέδριο του Ρίμινι. Τα σχετικά γεγονότα σχολιάζονται από αντίθετη σκοπιά στις συναρπαστικές πολιτικές αυτοβιογραφίες δύο πρωταγωνιστών της ιταλικής αριστεράς της μεταπολεμικής περιόδου που κυκλοφόρησαν πρόσφατα: του Giorgio Napolitano (“Dal Pci al socialismo europeo”) και της Rossana Rossanda (“La ragazza del secolo scorso”).

[ii] Άλλωστε, όπως σημειώνει ο Eric Hobsbawm, η πτώση του Τείχους κατέλαβε εξ απήνης τους απανταχού σοβιετολόγους, ακόμη και τους σοβαρότερους εξ αυτών – πόσο μάλλον τα στελέχη ενός μικρού κόμματος της αριστεράς στη μικρή Ελλάδα.

[iii] Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι η απόφαση για προσέγγιση με το ΚΚΕ δεν ήταν ομόφωνη. Το αποτέλεσμα της κρίσιμης ψηφοφορίας στην κεντρική επιτροπή (Δεκέμβριος 1988) ήταν 58 υπέρ της πρότασης της ηγεσίας έναντι 26 κατά. Εκ των διαφωνούντων, 18 προέρχονταν από τους ανένταχτους (Παπαγιαννάκης, Ψυχογιός, Λουλούδης, Ζορμπά και άλλοι), ενώ οι υπόλοιποι 8 από το ΚΚΕ εσωτερικού (Κωσταράκος, Βαλντέν, Γεωργακόπουλος και άλλοι). Στελέχη από τις δύο αυτές ομάδες, καθώς και από το πιο προωθημένο τμήμα του ΚΚΕ (Παπαπέτρου, Λυμπεράκη και άλλοι) συγκρότησαν αργότερα το «Ριζοσπαστικό Φόρουμ», ένα μεταρρυθμιστικό ρεύμα ιδεών που στο 1ο συνέδριο του Συνασπισμού τον Οκτώβριο 1992 εκπροσωπούσε το ένα έκτο περίπου των συνέδρων.

[iv] Πάντως, στο 2ο συνέδριο του Συνασπισμού το Μάρτιο 1996, οι ανανεωτικές διαθέσεις στο εσωτερικό του ήταν ακόμη αρκούντως ισχυρές ώστε η πολιτική ομιλία (όχι απλός χαιρετισμός) του Σημίτη – ως πρωθυπουργού αλλά όχι ακόμη προέδρου του ΠΑΣΟΚ – να γίνει δεκτή με απροκάλυπτο ενθουσιασμό από τους συνέδρους. Λίγους μήνες αργότερα, σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση, το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ έμελλε να επιφυλάξει στον ίδιο ομιλητή σαφώς χλιαρότερη αποδοχή.

8 Σεπτεμβρίου 2007

Ένα βασικό εισόδημα για όλους;

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007)

«"Ας δώσουμε σε όλους τους πολίτες ένα μέτριο αλλά άνευ όρων εισόδημα, και ας τους αφήσουμε να το συμπληρώσουν κατά βούληση με εισοδήματα από άλλες πηγές." Αυτή η μάλλον απλή ιδέα έχει απρόσμενα ποικίλες προελεύσεις. Στη διάρκεια των τελευταίων δύο αιώνων επινοήθηκε από πολλούς, ανεξάρτητα, με διάφορες ονομασίες: εδαφικό μέρισμα, κρατικό μπόνους, μισθός του πολίτη, καθολική παροχή και βασικό εισόδημα – χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία στις περισσότερες περιπτώσεις. Στις δεκαετίες του '60 και '70 γνώρισε μια ξαφνική δημοτικότητα στις ΗΠΑ, προτάθηκε μάλιστα από έναν από τους δύο υποψήφιους για την Προεδρία, όμως μπήκε γρήγορα στο ράφι και σχεδόν ξεχάστηκε. Όμως, στις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει σταδιακά γίνει αντικείμενο μιας άνευ προηγουμένου και ταχύτατα αναπτυσσόμενης δημόσιας συζήτησης σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μερικοί βλέπουν το βασικό εισόδημα ως θεραπεία-κλειδί για πολλές κοινωνικές ασθένειες, όπως η ανεργία και η φτώχεια. Άλλοι το καταγγέλλουν ως παλαβή, οικονομικά ελαττωματική, ηθικά απαράδεκτη πρόταση, που πρέπει να ξεχαστεί το συντομότερο δυνατόν, να μπει μια για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας των ιδεών. [...] Είμαι πεισμένος ότι το βασικό εισόδημα δεν θα ξεχαστεί, και ότι δεν πρέπει να πεταχτεί στα σκουπίδια. Αντίθετα, είναι μια από εκείνες τις απλές ιδέες που πρέπει και μπορούν να διαμορφώσουν πρώτα τη συζήτηση και μετά την πραγματικότητα του νέου αιώνα.»

Με αυτά τα λόγια άρχιζε η ομιλία του Philippe Van Parijs, καθηγητή οικονομικής και κοινωνικής ηθικής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβαίν, στο συνέδριο που είχε οργανώσει η Πορτογαλική Προεδρία της Ε.Ε. στο Αλμανσίλ τον Φεβρουάριο του 2000 (και αργότερα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Politics and Society). Το θέμα του συνεδρίου ήταν η καταπολέμηση της φτώχειας στην Ευρώπη μέσω προγραμμάτων ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, όπως εκείνου που είχε υιοθετήσει λίγο νωρίτερα η σοσιαλιστική κυβέρνηση της Πορτογαλίας, η οποία – δικαιολογημένα υπερήφανη για αυτό – δεν έχανε ευκαιρία να προβάλλει. Όμως, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα απευθύνεται στους φτωχούς, με στόχο να συμπληρώσει τους πενιχρούς πόρους τους μέχρι κάποιο χαμηλό εγγυημένο όριο. Αντίθετα, το βασικό εισόδημα για το οποίο μιλούσε ο Van Parijs καταβάλλεται από μια πολιτική κοινότητα σε όλα τα μέλη της, σε ατομική βάση, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια ή υποχρέωση εργασίας. Με άλλα λόγια, πηγαίνει ένα (μεγάλο) βήμα πέρα από το ελάχιστο εισόδημα, το απορροφά και το υπερβαίνει. Ακριβώς επειδή αποτελεί εγγυημένο εισόδημα, συμβάλλει στην καταπολέμηση της φτώχειας. Ακριβώς επειδή καταβάλλεται χωρίς προϋποθέσεις, αποφεύγει τις συνήθεις «παγίδες της φτώχειας» και έτσι αφήνει άθικτα τα κίνητρα για απασχόληση.

Επρόκειτο για κεραυνό εν αιθρία; Όχι ακριβώς. Η συνηγορία υπέρ ενός βασικού εισοδήματος για όλους, στη μοντέρνα του εκδοχή, ανάγεται τουλάχιστον στο σημείωμα που κυκλοφόρησε ο Philippe Van Parijs τον Μάιο του 1983 στην τρίτη συνάντηση της λεγόμενης «Ομάδας του Σεπτέμβρη», μέλη της οποίας ήταν επιφανείς μαρξιστές διανοούμενοι όπως ο G.A. Cohen, ο Jon Elster, ο Adam Przeworski και ο Erik Olin Wright. Το σημείωμα είχε τίτλο «Η καπιταλιστική μετάβαση στον κομμουνισμό: μια ριζοσπαστική αλτερνατίβα», και έγινε δεκτό με αντιδράσεις που κυμάνθηκαν από την κατάπληξη έως την απόρριψη, συχνά δε και τα δύο μαζί. Το σημείωμα ξαναγράφτηκε με τη συνεργασία του Robert J. van der Veen, του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, και δημοσιεύθηκε με τίτλο «Ένας καπιταλιστικός δρόμος στον κομμουνισμό» το 1986, σε ειδικό τεύχος του περιοδικού Theory and Society, μαζί με έξη άρθρα κριτικής στην ιδέα και την ανταπάντηση των συγγραφέων.

Είκοσι χρόνια αργότερα, οι δύο συγγραφείς εξηγούν:
«Οι προοπτικές για την Αριστερά ήταν τότε ζοφερές, και εμείς θελήσαμε να τις φρεσκάρουμε. Το φιλόδοξο σημείο εκκίνησης που επιλέξαμε, εν μέρει προκλητικά, ήταν το κομμουνιστικό ιδεώδες του Μαρξ, το υποτιθέμενο σημείο κατάληξης της ανθρώπινης ιστορίας, το βασίλειο της ελευθερίας που θα συνδύαζε υλική αφθονία, εθελοντική παραγωγική συμβολή ανάλογα με τις ικανότητες του καθένα, και διανομή ανάλογα με τις ανάγκες του καθένα. Αυτό τελικά μας οδήγησε στο βασικό εισόδημα. Πώς; Τα παραδοσιακά επιχειρήματα του Μαρξ για την οικονομική ανωτερότητα του σοσιαλισμού, δηλ. της συλλογικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, έμοιαζαν λίγο πειστικά, ενώ τα ηθικά επιχειρήματα υπέρ του αμφιλεγόμενα και μετέωρα. Αντίθετα, ο μετασχηματισμός των εισοδηματικών μεταβιβάσεων του καπιταλιστικού κοινωνικού κράτους σε ένα επίδομα χωρίς προϋποθέσεις φαινόταν να μας δίνει την ευκαιρία να μετατρέψουμε την καπιταλιστική λογική της αύξησης της παραγωγικότητας μέσω της επιδίωξης του κέρδους σε έναν ισχυρό μηχανισμό για τη μείωση της διάρκειας και τη βελτίωση της ποιότητας της αμειβομένης εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, υποστηρίζαμε, οι καπιταλιστικές κοινωνίες έχουν τη δυνατότητα της– εάν όχι ταχείας, τουλάχιστον ομαλής – μετάβασης προς το μαρξιστικό βασίλειο της ελευθερίας.»

Είχε μεσολαβήσει η ίδρυση του Basic Income European Network (διασταύρωση επιστημονικής εταιρείας και κινήματος υποστήριξης), η δημοσίευση δεκάδων βιβλίων και άρθρων στα οποία η ιδέα εξετάζεται από τους ίδιους τους υποστηρικτές της δίχως προκαταλήψεις και με συχνά ανελέητα κριτική διάθεση, καθώς και μια διαρκής δραστηριότητα σε παγκόσμια κλίμακα που έχει προκαλέσει σημαντικό ενδιαφέρον στο επίπεδο της κίνησης ιδεών, ενώ έχει επίσης επιφέρει κάποιους (πρώτους;) καρπούς στο επίπεδο της δημόσιας πολιτικής.

Όσον αφορά την πρακτική εφαρμογή του, παρότι φυσικά το βασικό εισόδημα δεν έχει εφαρμοστεί αυτούσιο πουθενά, ψήγματά του απαντώνται σε πολλά κοινωνικά συστήματα. Πράγματι, διάφορες χώρες διαθέτουν εθνική σύνταξη από τον κρατικό προϋπολογισμό (βασικό εισόδημα ηλικιωμένων), καθολικά οικογενειακά επιδόματα (βασικό εισόδημα παιδιών), αφορολόγητο όριο που μετατρέπεται σε επιστρεφόμενη πίστωση εάν ο φορολογούμενος έχει χαμηλό εισόδημα κτλ. Επί πλέον, η πολιτεία της Αλάσκας καταβάλλει ετησίως σε όλους τους κατοίκους μέρισμα από τα έσοδα των πετρελαιοπηγών – ιδέα που έπεσε για λίγο και στο τραπέζι των συζητήσεων για την ανοικοδόμηση του Ιράκ! Τέλος, σε δύο από τις πιο δυναμικές χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, στη Βραζιλία και στη Νότια Αφρική, το βασικό εισόδημα έχει αποσπάσει ευρύτατη κοινωνική και πολιτική συναίνεση, και αποτελεί επίσημη πολιτική του κράτους τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων.

Όσον αφορά την κίνηση ιδεών, το βασικό εισόδημα έχει κερδίσει την υποστήριξη διαφορετικών πνευματικών παραδόσεων: από αριστερούς κάθε είδους (όπως ο Claus Offe, ο Erik Olin Wright, ο Guy Standing, ο Andrew Glyn), μέχρι φιλελεύθερους (όπως ο Samuel Britten, επί σειρά ετών editor της εφημερίδας Financial Times, στον οποίο μάλιστα ανήκει το απόφθεγμα «το πρόβλημα δεν είναι ότι το βασικό εισόδημα θα είναι εισόδημα που δεν έχει αποκτηθεί με την εργασία, είναι ότι υπερβολικά λίγοι από εμάς διαθέτουν τέτοιο εισόδημα σήμερα»). Αυτό που ο καθένας βρίσκει ελκυστικό συχνά ποικίλλει. Άλλοι το εντάσσουν στο πλαίσιο μιας οικολογικής κριτικής του παραγωγισμού, υπογραμμίζοντας την ανάγκη μετατροπής της μείωσης του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας λόγω της τεχνολογικής προόδου σε μείωση του χρόνου εργασίας όλων, όχι σε αλόγιστη ανάπτυξη και μαζική ανεργία. Άλλοι σημειώνουν τις ανυπέρβλητες δυσκολίες των εναλλακτικών στρατηγικών για την αντιμετώπιση του «νέου κοινωνικού ζητήματος», αφού τόσο οι παραδοσιακές κοινωνικές πολιτικές όσο και οι πρόσφατες προσεγγίσεις τύπου workfare αποτυγχάνουν ακριβώς στο κρίσιμο σημείο της καταπολέμησης και της ανεργίας και της φτώχειας ταυτόχρονα. Άλλοι θεωρούν την απλότητα, αμεσότητα και ευελιξία μιας δίχως όρους εισοδηματικής μεταβίβασης ιδεώδες προσόν στις συνθήκες ρευστότητας και κινητικότητας που έχουμε συνηθίσει να ταυτίζουμε με την παγκοσμιοποίηση. Άλλοι τέλος τονίζουν τα πλεονεκτήματα από μια ορθολογικότερη ενοποίηση του συστήματος κοινωνικών παροχών με το σύστημα φορολογίας εισοδήματος, χωρίς τα αντικίνητρα, τις ανωμαλίες, τη γραφειοκρατία και το διοικητικό κόστος του σημερινού καθεστώτος.

Φυσικά, το βασικό εισόδημα δεν είναι πανάκεια – ούτε, άλλωστε, στερείται προβληματικών πτυχών. Κάποιοι αντιτάσσουν τον κίνδυνο μιας μαζικής απόσυρσης από την αγορά εργασίας, κάτι που θα μείωνε το κοινωνικό πλεόνασμα που η χρηματοδότηση του βασικού εισοδήματος απαιτεί. Κάποιοι υπολογίζουν ότι το φορολογικό βάρος που συνεπάγεται ένα στοιχειωδώς επαρκές επίπεδο βασικού εισοδήματος είναι απλώς δυσβάσταχτο. Κάποιοι θεωρούν ηθικά επιλήψιμη την ιδέα του να υποστηρίζονται όσοι δεν συνεισφέρουν στην κοινωνία με το μόχθο των εργαζομένων. Κάποιοι αναγνωρίζουν τις πολιτικές εντάσεις που προκαλεί το τελευταίο αυτό σημείο, ενώ δέχονται επίσης έναν ευρύ ορισμό της κοινωνικής συνεισφοράς ώστε να συμπεριλαμβάνει όχι μόνο την αμειβόμενη εργασία αλλά και τη φροντίδα παιδιών ή ηλικιωμένων, τον εθελοντισμό, την κοινωνική εργασία, προτείνοντας τελικά (όπως κάνει ο επιφανής Βρετανός οικονομολόγος Tony Atkinson) μια ελαφρά παραλλαγή βασικού εισοδήματος: το «εισόδημα συμμετοχής». Και ούτω καθεξής.

Μας αφορά όλη αυτή η συζήτηση; Έχει νόημα να συζητούμε για βασικό εισόδημα στην Ελλάδα, στη χώρα δηλ. που μόνη στην Ευρώπη των 25 δεν διαθέτει ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ούτε καν σε τοπική κλίμακα;

Νομίζω ναι. Κατ' αρχήν επειδή πρόκειται για πρωτότυπη προσπάθεια αναζήτησης λύσεων, με φαντασία και επινοητικότητα, σε επείγοντα προβλήματα της εποχής μας. Επιπροσθέτως, επειδή η πρόταση για το βασικό εισόδημα είναι πιο ρεαλιστική από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Επίσης, επειδή θα εξακολουθεί να ασκεί γοητεία ως ιδεώδες στο οποίο μπορεί κανείς να πλησιάσει, ακόμη και όταν δεν μπορεί να φτάσει. Τέλος, επειδή η συζήτηση αυτή διεξάγεται με χιούμορ και συναίσθηση των ορίων, χωρίς φανατισμούς και ρητορείες.

6 Ιουλίου 2007

Ο δημόσιος χώρος, το κοινωνικό κράτος και η κεντροαριστερά

Oμιλία σε συνάντηση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ) με θέμα «Δημόσιος χώρος, ανισότητες και διακρίσεις» (Σύρος 6-8 Ιουλίου 2007)

Το θέμα μου είναι η ‘φυγή από το κράτος’, όπως αυτή εκδηλώνεται στη χώρα μας τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80. Συγκεκριμένα, αυξάνεται συνεχώς το ποσοστό των συμπολιτών μας, ιδιαίτερα (αλλά όχι αποκλειστικά) των πιο εύπορων, που χρησιμοποιεί υπηρεσίες που του παρέχουν ιδιωτικοί γιατροί, ιδιωτικά νοσοκομεία, ιδιωτικά σχολεία, και επίσης όλο και συχνότερα ιδιωτικά γυμναστήρια, ιδιωτικά ταχυδρομεία, ιδιωτικοί φρουροί κ.ο.κ.[*]

Η ‘φυγή από το κράτος’ αφενός συνδέεται με την εξάπλωση ενός καταναλωτισμού: άλλοτε εύλογου (όπως είναι η απαίτηση για αξιοπρεπή αντιμετώπιση από όσους παρέχουν υπηρεσίες), άλλοτε υπερφίαλου (όπως είναι η ιδέα ότι οι παιδικοί σταθμοί που δεν διδάσκουν computer ή τα σχολεία που δεν διαθέτουν πισίνα δεν αξίζουν). Αφετέρου, πατά πάνω στο έδαφος των κενών, των αποτυχιών και των διαψεύσεων της δημόσιας παροχής. Μεταξύ των προσδοκιών των πολιτών (εύλογων ή υπερφίαλων) από τη μια, και της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχει το δημόσιο από την άλλη, το χάσμα είναι μεγάλο και (ίσως) διευρύνεται.

Το φαινόμενο δεν είναι άγνωστο αλλού, αλλά παρουσιάζεται με ιδιαίτερη ένταση στην Ελλάδα – την πιο ‘αμερικανική’ χώρα της Ευρώπης ως προς το βαθμό διείσδυσης της αγοράς στο σκληρότερο πυρήνα του κοινωνικού κράτους: υγεία (όπου το μερίδιο της ιδιωτικής δαπάνης είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη, και υπολείπεται μόνο των ΗΠΑ, του Μεξικού και της Κορέας) και παιδεία. Και όλα αυτά, μάλιστα, χωρίς νεοφιλελεύθερη ιδιωτικοποίηση. Όχι μόνο αυτό: οι ρητορείες περί της τελευταίας κρύβουν τη θέα στην άλλη, υφέρπουσα ιδιωτικοποίηση που de facto συντελείται μπροστά στα μάτια μας επί δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Η υφέρπουσα, de facto ιδιωτικοποίηση σχετίζεται τόσο με την εγκατάλειψη της δημόσιας παροχής από τους πολίτες (π.χ. άνθηση της ιδιωτικής περίθαλψης), όσο και με την ανενόχλητη άσκηση κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων εκ μέρους ομάδων παραγωγών στο εσωτερικό των δημοσίων μονάδων (π.χ. διαφθορά στα δημόσια νοσοκομεία).

Τα παραπάνω είναι (σχετικά) γνωστά και ως επί το πλείστον θλιβερά. Όμως, το πολιτικό διακύβευμα αυτής της υπόθεσης φοβάμαι ότι δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητό στους κόλπους της αριστεράς/κεντροαριστεράς. Αυτό που προσπαθώ να πω εδώ είναι ότι η de facto ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου, η γενικευμένη δυσπιστία προς το κράτος και τα φαινόμενα που συνδέονται με αυτήν (όπως η χαμηλή εμπιστοσύνη, ο εθισμός σε μια διάχυτη ‘ανομία’, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή κτλ.) διαμορφώνουν τους όρους με τους οποίους διεξάγεται το πολιτικό παιγνίδι – σημαδεύοντας, ταυτόχρονα, την τράπουλα και υπονομεύοντας εκ προοιμίου τις δυνατότητες επιτυχίας μιας εκσυγχρονιστικής αριστεράς/κεντροαριστεράς.

Αντιστρόφως, η ρεαλιστική ουτοπία της μεταρρυθμιστικής/σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς, όπως αυτή σχεδόν πραγματοποιήθηκε στη βόρεια Ευρώπη των ‘χρυσών’ μεταπολεμικών δεκαετιών, προϋποθέτει ένα κράτος δημοκρατικό, αποτελεσματικό, στην υπηρεσία του πολίτη, το οποίο φορολογεί μεν ‘αγρίως’ αλλά ανταποδίδει στους πολίτες τους φόρους που εισπράττει παρέχοντας υψηλού επιπέδου υπηρεσίες και καταπολεμώντας τα κοινωνικά προβλήματα.

Για το λόγο αυτό, δεν βλέπω από πού μπορεί να ξεκινήσει η ανάκτηση της ηγεμονίας στο πεδίο των ιδεών και αξιών εκ μέρους της εκσυγχρονιστικής αριστεράς/ κεντροαριστεράς στη μπερδεμένη Ελλάδα της εποχής μας, εάν όχι από την αποκατάσταση (ή και εξ αρχής οικοδόμηση) του κύρους και της δημόσιας εικόνας των συλλογικών αγαθών: του ΕΣΥ, του εκπαιδευτικού μας συστήματος, των συγκοινωνιών, αλλά και της πολεοδομίας, της προστασίας των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος, της δημόσιας ασφάλειας κτλ.

Δεν ισχυρίζομαι ότι τα παραπάνω συνιστούν κάποια ‘Μεγάλη Ιδέα’. Πιο πολύ μοιάζουν με minimum πρόγραμμα, ας πούμε, για την πολιτισμένη συμβίωση όλων σε μια κοινωνία στοιχειώδους συνοχής. Και όμως, φαίνεται ότι για να γίνουν αποδεκτά στους κόλπους της αριστεράς/ κεντροαριστεράς θα πρέπει πρώτα να καταπολεμηθούν τρεις πειρασμοί.

Ο ένας πειρασμός είναι να συγχέουμε την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου με την υπεράσπιση των πράξεων και των παραλήψεων όσων έχουν την τύχη να εργάζονται σε αυτόν. Η αποστολή των δημοσίων υπηρεσιών είναι να υπηρετούν τους πολίτες, όχι να εξασφαλίζουν μια ήρεμη και άνετη ζωή στους υπαλλήλους τους – ούτε, ακόμη χειρότερα, να παρέχουν ένα προστατευτικά αδιαφανές περιβάλλον για την ανενόχλητη άσκηση κερδοφόρων και προφανώς παράνομων δραστηριοτήτων. Με άλλα λόγια, ο δημόσιος χώρος είναι υπερβολικά πολύτιμος για να τον εμπιστευθούμε στους συνδικαλιστές ή στα διάφορα λόμπυ (π.χ. των γιατρών).

Ο δεύτερος πειρασμός είναι να γοητευθούμε από τις σειρήνες της αγοράς. Ακούγεται ίσως επικίνδυνα ανατρεπτικό (ακόμη και σε μένα, προς στιγμήν), αλλά πρόκειται για διαπίστωση που ένας φιλελεύθερος τύπου Paul Krugman ή ένας Εργατικός τύπου Gordon Brown δεν θα δυσκολευόταν να συνυπογράψει. Τα συλλογικά αγαθά, για τα οποία συζητάμε, ή θα παρέχονται σε επαρκείς ποσότητες (και ποιότητες) από το κράτος, ή δεν θα παρέχονται καθόλου. Και για το λόγο αυτό, το ‘όραμα’ της συνεχούς μείωσης των φορολογικών συντελεστών (η διαβόητη ‘φορολογική μεταρρύθμιση’ που επαγγέλλεται ο Αλογοσκούφης, αλλά που είχε ήδη θέσει σε κίνηση ο Χριστοδουλάκης) είναι ένας πειρασμός στον οποίο πρέπει να αντισταθούμε.

Ο τρίτος πειρασμός είναι να κάνουμε ένα φαινομενικό άλμα προς τα εμπρός: ‘μακριά από το αποτυχημένο κράτος, μόνη λύση ο εθελοντισμός’. Να ξεκαθαρίσω ότι εάν τα παιδιά μου π.χ. επιλέξουν να αφιερώσουν μέρος του χρόνου τους στις δραστηριότητες κάποιας μη κυβερνητικής οργάνωσης, θα είμαι απολύτως ευτυχής (αρκεί φυσικά να εγκρίνω τους σκοπούς της). Όμως, με κάθε ειλικρίνεια – και με κίνδυνο να δυσαρεστήσω μερικούς εν εκσυγχρονισμώ αδελφούς – σας λέω ότι εάν το κράτος είναι ‘αποτυχημένο’ δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να το κάνουμε ‘πετυχημένο’. Είναι μια δουλειά κοπιαστική και άχαρη, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει. Πάντως, θυμίζω ότι χωρίς νομική θωράκιση, χωρίς αποτελεσματική αστυνόμευση, χωρίς επαγγελματική πυρόσβεση, χωρίς αδιάφθορη πολεοδομία, χωρίς μηδενική ανοχή στην αυθαίρετη δόμηση – χωρίς όλα αυτά, ο εθελοντισμός δεν έσωσε την Πάρνηθα, ούτε θα μπορέσει να σώσει ό,τι έχει απομείνει από αυτήν (όχι μόνος του τουλάχιστον).

Εν κατακλείδι. Η οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού και δίκαιου κράτους γενικώς, και η αποκατάσταση της ποιότητας και της ελκτικότητας των συλλογικών αγαθών ειδικώς, δεν μπορούν παρά να βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής και του πολιτικού σχεδίου της εκσυγχρονιστικής αριστεράς/κεντροαριστεράς. Εδώ, τρίτοι δρόμοι δεν χωράνε.


[*] Ενδιαφέρουσα πτυχή: ταυτόχρονα με τη ‘φυγή από το κράτος’ παρατηρείται μια ‘εποίκιση’ από μετανάστες πρώτης ή δεύτερης γενιάς των δημόσιων χώρων (π.χ. μαιευτήρια, σχολεία, πλατείες) που οι παλαιότεροι κάτοικοι εγκαταλείπουν – παρά τις διακρίσεις, ή ίσως εξαιτίας αυτών. Το φαινόμενο είναι πραγματικά σύνθετο: μιλώντας από τη σκοπιά της αριστεράς/κεντροαριστεράς, έχει (προφανείς) θετικές πτυχές και (λιγότερο προφανείς) αρνητικές. Από τη μια, αναζωογόνηση και εμπλουτισμός του δημόσιου χώρου. Από την άλλη, κίνδυνος υποβάθμισης και γκετοποίησής του καθώς εγκαταλείπεται μαζικά από τους παλαιότερους κατοίκους. Κλειδί για την επίλυση (σε προοδευτική κατεύθυνση) του περίπλοκου αυτού προβλήματος, η επιμονή στη διατήρηση (βελτίωση) της ποιότητας των δημόσιων μαιευτηρίων, σχολείων ή πλατειών που χρησιμοποιούν (και) οι μετανάστες, τσιγγάνοι, φτωχοί κ.ο.κ.

10 Μαρτίου 2007

Συνεδρίαση της διοικούσας Επιτροπής της ΠΟΣΔΕΠ

Χθες συνεδρίασε η νεοεκλεγείσα διοικούσα επιτροπή της ΠΟΣΔΕΠ. Με κίνδυνο να σας κουράσω, γράφω αυτό το δεύτερο σημείωμα για να ενημερώσω τι έγινε (και τι έκανα εγώ[1]) σε αυτή την πρώτη συνεδρίαση.

Τα θέματα της ημερήσιας διάταξης ήταν (α) εκλογή εκτελεστικής γραμματείας και νέου προεδρείου της ΠΟΣΔΕΠ, και (β) συζήτηση και απόφαση για συνέχιση ή μη των κινητοποιήσεων.

Εκλογή εκτελεστικής γραμματείας και προεδρείου

Σύμφωνα με το συσχετισμό δύναμης στη διοικούσα επιτροπή όπως αυτή προέκυψε από το συνέδριο, η σύνθεση της εκτελεστικής γραμματείας ορίστηκε αναλογικά ως εξής:

- Συσπείρωση (πλειοψηφία ΣΥΝ) 13 έδρες στη ΔΕ, 4 έδρες στην ΕΓ
- ΔΗΠΑΚ (ΚΚΕ) 7 έδρες στη ΔΕ, 2 έδρες στην ΕΓ
- Πανεπιστημιακή Αναβάθμιση (ΠΑΣΟΚ) 5 έδρες στη ΔΕ, 2 έδρες στην ΕΓ
- Αριστερή Μεταρρύθμιση (μειοψηφία ΣΥΝ) 4 έδρες στη ΔΕ, 1 έδρα στην ΕΓ
- Ανεξάρτητη Κίνηση Πανεπιστημιακών (ΑΚΙΠ – κεντροδεξιά) 3 έδρες στη ΔΕ, 1 έδρα στην ΕΓ - Ανεξάρτητοι 3 έδρες στη ΔΕ, 1 έδρα στην ΕΓ

Όσον αφορά την εκλογή προεδρείου, οι εκπρόσωποι της μειοψηφίας (Πανεπιστημιακή Αναβάθμιση και Αριστερή Μεταρρύθμιση) δήλωσαν εξ αρχής ότι δεν διεκδικούν θέση σε αυτό.

Η πρώτη ψηφοφορία για την εκλογή προέδρου απέβη άγονη, καθώς ο υποψήφιος της Συσπείρωσης (Απέκης) συγκέντρωσε 5 ψήφους έναντι 6 λευκών – υπερψήφιστηκε μόνο από τα μέλη της Συσπείρωσης και τον εκπρόσωπο της ΑΚΙΠ. Μετά από δύο «πεντάλεπτα» διαλείμματα συνολικής διάρκειας 95 λεπτών, η Συσπείρωση πρόσφερε στην ΔΗΠΑΚ τη θέση του γραμματέα. Μετά από αυτό, οι ψηφοφορίες για την εκλογή προεδρείου εξελίχθηκαν ομαλά. Όλες οι ψηφοφορίες είχαν ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα (7 υπέρ έναντι 4 λευκών).

Το νέο προεδρείο έχει ως εξής:
- πρόεδρος: Απέκης (Συσπείρωση)
- γραμματέας: Γεωργιάδης[2] (ΔΗΠΑΚ)
- αντιπρόεδρος: Μαΐστρος (Συσπείρωση)
- ταμίας: Γούτσος (Συσπείρωση)
- ειδικός γραμματέας: Πολίτης (Συσπείρωση)
- υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων: Κατσής (ΑΚΙΠ)

Συζήτηση για τις κινητοποιήσεις

Στη συνέχεια συζητήθηκε το θέμα της συνέχισης ή μη των κινητοποιήσεων.

Η πρόταση της πλειοψηφίας (Συσπείρωση και ΔΗΠΑΚ) ήταν νέα πενθήμερη απεργία «για την καταδίκη της αστυνομικής βίας».

Οι διάφοροι ομιλητές της πλειοψηφίας κατήγγειλαν έντονα τους ξυλοδαρμούς φοιτητών, τις συλλήψεις και τις προσαγωγές στο κτίριο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής (όπου η Αστυνομία δεν επέτρεψε στους γονείς των συλληφθέντων, στους δικηγόρους τους, σε καθηγητές και σε εκπροσώπους κομμάτων να τους επισκεφθούν) ως παραβίαση του Συντάγματος εκ μέρους της κυβέρνησης και της αστυνομίας.

Ωστόσο, πολλοί ομιλητές της πλειοψηφίας φάνηκε να δείχνουν κατανόηση για τις βίαιες ενέργειες των διαδηλωτών, υπονοώντας ότι τις θεωρούν θεμιτή αντίδραση (ίσως κάτι σαν «βία στη βία της εξουσίας», χωρίς πάντως να το δηλώνουν με τόσο απερίφραστο τρόπο).

Όσον αφορά το νέο νόμο πλαίσιο για τα πανεπιστήμια, όλοι οι ομιλητές της πλειοψηφίας διατράνωσαν την αποφασιστικότητά τους ώστε «να ακυρωθεί στην πράξη», καθώς και την πεποίθησή τους ότι σε συνεργασία με το «αγωνιστικό φοιτητικό κίνημα» κάτι τέτοιο πράγματι θα συμβεί.

Τέλος, με πρωτοβουλία της ΔΗΠΑΚ, στην πρόταση της πλειοψηφίας προστέθηκε η δέσμευση της ΠΟΣΔΕΠ να αγωνιστεί ώστε να μη χαθεί το εξάμηνο. Σύμφωνα με αρκετούς ομιλητές, μια τέτοια «πολιτική» λύση του προβλήματος θα πρέπει να «επιβληθεί» στις Συγκλήτους (υποθέτω με τη γνωστή και δοκιμασμένη μέθοδο intimidation των μελών της Συγκλήτου από «δυναμικές» ομάδες φοιτητών).

Από την άλλη, η πρόταση της μειοψηφίας (Πανεπιστημιακή Αναβάθμιση και Αριστερή Μεταρρύθμιση) ήταν η καταδίκη της βίας από όπου και αν προέρχεται και το άνοιγμα των πανεπιστημίων τώρα.

Οι ομιλητές της μειοψηφίας εξέφρασαν τον αποτροπιασμό τους για τα πρόσφατα γεγονότα, καθώς και την έντονη ανησυχία τους για το τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον.

Επίσης, όσον αφορά το νέο νόμο-πλαίσιο για τα πανεπιστήμια, οι ομιλητές της μειοψηφίας πρότειναν η συζήτηση για τον τρόπο εφαρμογής του να μεταφερθεί στα πανεπιστήμια, όπου μπορεί να αναδειχθούν διατάξεις δυσλειτουργικές ή ανεφάρμοστες, στη θέση των οποίων θα πρέπει να προταθούν διορθωτικές ρυθμιστικές παρεμβάσεις ή/και τροπολογίες του νόμου εάν χρειαστεί.

Τελικά, η πρόταση της πλειοψηφίας συγκέντρωσε 19 ψήφους, ενώ η πρόταση της μειοψηφίας έλαβε 7 ψήφους. Λόγω του προχωρημένου της ώρας, τα υπόλοιπα επτά μέλη της διοικούσας επιτροπής είχαν αποχωρήσει προτού γίνει η ψηφοφορία.

Υστερόγραφο

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η πρώτη συνεδρίαση της διοικούσας επιτροπής της ΠΟΣΔΕΠ επιβεβαίωσε την εκτίμησή μου για τη διαμόρφωση μιας σταθερής πλειοψηφίας ΚΚΕ και τμήματος του Συνασπισμού, η οποία – παρά τις μικροτριβές σε θέματα κατανομής αξιωμάτων – οδηγεί την ομοσπονδία στο μονοπάτι της σύγκρουσης, χωρίς κανενός είδους σχέδιο για την επόμενη μέρα.

Εκτιμώ ότι ο λόγος για τον οποίον η σύγκρουση περί του πανεπιστημίου συντηρείται για τόσον καιρό (πρώτα εναντίον της αναθεώρησης του άρθρου 16, μετά εναντίον του νόμου-πλαίσιο, τώρα εναντίον της αστυνομικής βίας, αύριο εναντίον τίνος;) είναι κυρίως ότι γίνεται αντιληπτή από τα δύο «εμπόλεμα μέρη» ως παιγνίδι θετικού αθροίσματος. Και η κυβέρνηση, και το κομμάτι του Συνασπισμού που εργάζεται για την ενότητα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, και το ΚΚΕ, και οι «αγωνιστικές» φοιτητικές παρατάξεις – όλοι προσδοκούν να αντλήσουν από τη σύγκρουση αυτή πολιτικά οφέλη, συνήθως ανομολόγητα, κάποτε αδιευκρίνιστα.

Κατά συνέπεια, όλοι οι υπόλοιποι (όσοι δηλαδή από εμάς αγωνιούν για την κλιμάκωση της βίας και την απαξίωση του δημοσίου πανεπιστημίου αδιαφορώντας για υπολογισμούς «χαμηλής» πολιτικής), από τη σημερινή πλειοψηφία της ΠΟΣΔΕΠ δεν έχουν να περιμένουν παρά μια ακόμη δόση (συνεχώς αυξανόμενη;) των προηγουμένων. Δεν βλέπω τι μπορεί να βάλει φρένο σε αυτή την ολισθηρή πορεία, εκτός ίσως από την πιο δραστήρια συμμετοχή όλων μας στους συλλόγους.

[1] Ναι, ξέρω: και εγώ ήλπιζα ότι δεν θα χρειαστεί. Πάντως, με διαβεβαίωσαν ότι η διοικούσα επιτροπή δεν συνεδριάζει πάνω από 3-4 φορές το χρόνο (...), ενώ συμφωνήθηκε επίσης ότι σε 12 μήνες θα αντικατασταθώ.

[2] Σημείωση προς τους αναγνώστες του προηγούμενου σημειώματος: πρόκειται για τον υμνητή του Λυσένκο, του «επιστήμονα» που προσπάθησε να εφαρμόσει τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού στη γενετική. Παρότι στη Σοβιετική Ένωση το άστρο του Λυσένκο έδυσε κατά τη δεκαετία του ’50, όταν διαπιστώθηκε οριστικά ότι το σιτάρι δεν ευδοκιμεί στη Σιβηρία, φαίνεται ότι στη χώρα μας μεσουρανεί ακόμη.

9 Μαρτίου 2007

Ομιλία στη συνεδρίαση της διοικούσας επιτροπής της ΠΟΣΔΕΠ

Δεν έχω πρόθεση να επανέλθω σε θέματα που συζητήθηκαν στο συνέδριο, αλλά μετά τα χθεσινά επεισόδια στους δρόμους της Αθήνας μου φαίνεται αναγκαίο ένα σχόλιο πάνω στο πώς φτάσαμε μέχρι εδώ.

Ένα συνδικάτο υπεύθυνο, αφού καθορίσει τους στόχους του (με σύνθεση των διαφορετικών απόψεων, ει δυνατόν), στη συνέχεια επιλέγει τα μέσα της δράσης του με γνώμονα κυρίως:

(α) την αρχή της αναλογικότητας ως προς το αντικείμενο της διαμαρτυρίας, και

(β) την έγνοια να μην προσφέρει έδαφος για ακραίες εκδηλώσεις που δυσφημούν τις διεκδικήσεις του.

Αντίθετα, η πλειοψηφία της ΠΟΣΔΕΠ:

(1) επέλεξε όχι τη σύνθεση αλλά την οξύτητα και την πόλωση στο εσωτερικό του κλάδου,

(2) απέφυγε να καταδικάσει φαινόμενα καταπάτησης στοιχειωδών ελευθεριών μέσα στο πανεπιστήμιο και εκτροπής της δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών του από ακραίες ομάδες φοιτητών, και

(3) πρόκρινε μορφές δράσης που κατέστησαν αντικειμενικά πρωταγωνιστές των εξελίξεων τους κουκουλοφόρους και τα ΜΑΤ.

Σήμερα βρισκόμαστε σε σημείο καμπής. Ο νόμος (ένας νόμος χαμηλής εμβέλειας, ούτως ή άλλως) ψηφίστηκε. Τα πρόσφατα επεισόδια δεν απαξιώνουν μόνο την κυβέρνηση και το νόμο της, όπως είπε ένας προηγούμενος ομιλητής, αλλά επίσης το φοιτητικό κίνημα, τους πανεπιστημιακούς και το ίδιο το δημόσιο πανεπιστήμιο. Η βία κλιμακώνεται επικίνδυνα, στα πανεπιστήμια και στους δρόμους. Η συζήτηση περί εκπαιδευτικής πολιτικής διεξάγεται όχι με επιχειρήματα, αλλά με μολότωφ και χημικά.

Στις σημερινές συνθήκες, η υιοθέτηση εκ μέρους του «ενιαίου κινήματος παιδείας» μιας άτεγκτης στάσης θα ήταν μια επιλογή τυχοδιωκτική. Η συνέχιση των κινητοποιήσεων δεν εξυπηρετεί παρά όσους προσδοκούν να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη από αυτήν τη «στρατηγική της έντασης»: δηλ. προφανώς την κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά όχι μόνο αυτήν.

Ένας προηγούμενος ομιλητής είπε ότι η μόνη διαφορά της διαδήλωσης του Νοεμβρίου 1980 (στην οποία ήμουν) με τη χθεσινή (στην οποία δεν ήμουν) ήταν ότι στην πρώτη δύο άτομα είχαν χάσει τη ζωή τους. Φοβάμαι ότι υπάρχει και μια άλλη διαφορά: σύμφωνα με τον «Ιό» της Ελευθεροτυπίας, αξιόπιστη συνήθως πηγή σε τέτοιου είδους ζητήματα, η διάκριση μεταξύ ειρηνικών διαδηλωτών και μη είναι πλέον «τεχνική, όχι πολιτική»: όπως διευκρινίζει ο «Ιός», στη χθεσινή πορεία έριχναν μολότωφ όσοι μπορούσαν, ενώ οι υπόλοιποι δεν έκαναν καμμία προσπάθεια να τους εμποδίσουν.

Απευθυνόμενος στους συναδέλφους της πλειοψηφίας θα ήθελα να τους ρωτήσω: είστε ικανοποιημένοι από την εξέλιξη αυτή; στ’ αλήθεια πιστεύετε ότι εσείς δεν έχετε καμμία ευθύνη για αυτού του είδους τη ριζοσπαστικοποίηση; ή μήπως δεν την θεωρείτε αρνητική εξέλιξη;

Ελπίζω ειλικρινά ότι τα χειρότερα τα είδαμε. Όμως, δεν στοιχηματίζω για αυτό. Η αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας δεν πρόκειται να συμβεί από μόνη της. Θα πρέπει σε αυτήν να συμβάλλουμε και εμείς. Αυτό το νόημα έχει η πρότασή μας για καταδίκη της βίας, από όπου και αν προέρχεται, και για άνοιγμα των πανεπιστημίων τώρα. Όσοι επιλέξουν τον αντίθετο δρόμο, αναλαμβάνουν την ευθύνη για τα περαιτέρω – όχι όμως στο όνομά μας.

4 Μαρτίου 2007

Εντυπώσεις από το συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ

Γράφω αυτό το σύντομο σημείωμα για να ενημερώσω όσους από εσάς ενδιαφέρονται για το πώς είδα το συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ και τι έκανα σε αυτό, καθώς και να θέσω υπόψη σας ορισμένες σκέψεις για το μέλλον.

Κατ’ αρχήν οι αριθμοί

Στο συνέδριο ψήφισαν 203 σύνεδροι, ενώ στις διαδικασίες εκλογής αντιπροσώπων που είχαν προγηθεί υπολογίζεται ότι πήραν μέρος περίπου 3.000 μέλη ΔΕΠ σε όλη τη χώρα. Η συμμετοχή υπήρξε σημαντικά υψηλότερη από κάθε άλλη φορά.

Οι πολιτικές αποφάσεις του συνεδρίου ήταν:
- η έγκριση του απολογισμού της απερχόμενης διοίκησης (με ψήφους 118 υπέρ, 27 κατά και 16 λευκά),
- η απόρριψη του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας (με ψήφους 149 υπέρ, 5 κατά και 9 λευκά),
- η ψήφιση του προγραμματισμού δράσης, όπου η πρόταση της Συσπείρωσης πήρε τελικά 94 ψήφους, έναντι 63 της κοινής πρότασης της Πανεπιστημιακής Αναβάθμισης και της Αριστερής Μεταρρύθμισης για «ανοιχτά πανεπιστήμια», ενώ άλλοι 32 σύνεδροι (από τον χώρο της ΔΗΠΑΚ) απείχαν.

Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για την εκλογή νέας διοικούσας επιτροπής ήταν ως εξής:
- Συσπείρωση (πλειοψηφία ΣΥΝ) 78 σύνεδροι, 38,4%, 13 έδρες
- ΔΗΠΑΚ (ΚΚΕ) 42 σύνεδροι, 20,7%, 7 έδρες
- Πανεπιστημιακή Αναβάθμιση (ΠΑΣΟΚ) 30 σύνεδροι, 14,8%, 5 έδρες
- Αριστερή Μεταρρύθμιση (μειοψηφία ΣΥΝ) 26 σύνεδροι, 12,8%, 4 έδρες
- Ανεξάρτητοι (4 ψηφοδέλτια) 27 σύνεδροι, 13,3%, 3 έδρες

Η ψηφοφορία για την ανάδειξη νέας διοίκησης ήταν προφανώς μυστική, αλλά η υπερψήφιση του ψηφοδελτίου της ΔΗΠΑΚ από 42 συνέδρους (έναντι 32 που η ίδια η ΔΗΠΑΚ θεωρούσε ότι ελέγχει) εκτιμάται ότι οφείλεται στη μετακίνηση συνέδρων που κινούνται στο συντηρητικό χώρο. Πρόκειται για ανεπιβεβαίωτη – για την ακρίβεια, μη επιβεβαιώσιμη – εικασία, η οποία πάντως φαίνεται μάλλον εύλογη.

Στην πρώτη συνεδρίασή της, η νέα διοικούσα επιτροπή θα εκλέξει εκτελεστική γραμματεία, η οποία με τη σειρά της θα εκλέξει το προεδρείο της ΠΟΣΔΕΠ.

Μια προσωπική ματιά στα όσα διαδραματίστηκαν

Η εμπειρία της συμμετοχής μου – για πρώτη φορά – σε συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ ήταν μάλλον απογοητευτική. Η ποιότητα των εισηγήσεων και των τοποθετήσεων των συνέδρων μου φάνηκε κατώτερη από τις φοιτητικές συνελεύσεις της δεκαετίας του ’80 (όπως τουλάχιστον τις θυμάμαι – η μνήμη καμμιά φορά εξωραΐζει), και εν πάσει περιπτώσει δεν διέφερε πολύ από τις σημερινές φοιτητικές συνελεύσεις.

Η διαδικασία των χαιρετισμών με την οποία ξεκίνησε το συνέδριο ήταν μάλλον χαρακτηριστική του κύρους που απολαμβάνει η ομοσπονδία μας στην κοινωνία. Χαιρέτισαν: ένα μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Συνασπισμού, ένας βουλευτής του ΚΚΕ, ένα μέλος της Γραμματείας Παιδείας του ΠΑΣΟΚ, και 5 (πέντε) εκπρόσωποι φοιτητικών παρατάξεων από όλο το φάσμα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Για εκπρόσωπο της κυβέρνησης ούτε λόγος.

Επειδή ο απολογισμός της απερχόμενης διοίκησης δεν ήταν έτοιμος (...) την Παρασκευή το απόγευμα, όπως προέβλεπε το πρόγραμμα, η σχετική συζήτηση άρχισε το Σάββατο το πρωί. Η εισήγηση για τον απολογισμό είχε θριαμβολογικό χαρακτήρα, του τύπου «η αναθεώρηση του άρθρου 16 δεν πέρασε, η κυβέρνηση καθυστέρησε την κατάθεση νομοσχεδίου, το ΠΑΣΟΚ υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση, το ενιαίο κίνημα φοιτητών-πανεπιστημιακών προελαύνει» κτλ.

Ούτε λέξη για την πολύμηνη απονέκρωση του πανεπιστημίου και τις παρενέργειές της. Ούτε λέξη για την αισθητή υποχώρηση του κύρους των πανεπιστημιακών στην κοινή γνώμη. Ούτε λέξη για τη δυσανεκτική, αντιδημοκρατική, συχνά βίαιη κουλτούρα που φαίνεται να έχει εγκατασταθεί για τα καλά στα πανεπιστήμια όλη αυτή την περίοδο και από την οποία μάλλον θα δυσκολευτούμε πολύ να απαλλαγούμε.

Αντίθετα, το συνέδριο απασχόλησε εκτενώς η αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού»[1]. Μάλιστα, παρότι ο απερχόμενος πρόεδρος κατήγγειλε απερίφραστα τους «πρόθυμους» (sic), αυτό δεν φάνηκε να ικανοποιεί επαρκώς τον εκπρόσωπο της ΔΗΠΑΚ και πλήθος συνέδρων και από τις δύο παρατάξεις της «αγωνιστικής» πλειοψηφίας (Συσπείρωση-ΔΗΠΑΚ).

Προφανώς, οι προσδοκίες τους είχαν αυξηθεί από το γεγονός ότι πριν το συνέδριο εξέχοντες εκπρόσωποι και διανοούμενοι του κλάδου είχαν με κάπως λιγότερη κομψότητα αποκαλέσει τους διαφωνούντες «επιχειρηματίες», «βαρύ όπλο της κυβέρνησης», «Κουίσλιγκ» κ.ο.κ. Εξ ού και αρκετοί στο συνέδριο απαίτησαν πιο «αποφασιστική αντιμετώπιση». Δεν διευκρινίστηκε εάν ως τρόπος αποφασιστικής αντιμετώπισης των διαφωνούντων συνίσταται το λυντσάρισμά τους από τις πιο «αγωνιστικές» μερίδες του φοιτητικού κινήματος. Οποιαδήποτε ενημέρωση επ’ αυτού θα ήταν ευπρόσδεκτη.

Έναντι όλων αυτών, και μέσα σε ένα κλίμα μάλλον δυσάρεστο, στις τρίλεπτες ομιλίες τους οι εκπρόσωποι της Πανεπιστημιακής Αναβάθμισης (Σταυρακάκης ΕΜΠ) και της Αριστερής Μεταρρύθμισης (Τσιτήλου ΦΜΣ) έθεσαν με κοσμιότητα – ίσως υπερβολική κοσμιότητα – ορισμένα από τα ζητήματα που αναφέρονται στην υποσημείωση.

Μετά τη ψηφοφορία για τον απολογισμό έχασα κάθε διάθεση να παρακολουθήσω το συνέδριο. Αποφάσισα να πάω σινεμά («Γράμματα από το Ίβο Τζίμα», παρεμπιπτόντως εξαιρετική ταινία και χρήσιμη υπενθύμιση ότι υπάρχουν και χειρότερα από το να χάνεις πανηγυρικά την ψηφοφορία για τον απολογισμό της ΠΟΣΔΕΠ). Έτσι έχασα τις ομιλίες του απογεύματος του Σαββάτου, αλλά τουλάχιστον επανήλθα με κάπως καλύτερη διάθεση την Κυριακή το πρωί.

Τι έκανα στο συνέδριο

My voting record: ψήφισα κατά του απολογισμού της απερχόμενης διοίκησης, υπέρ του ψηφίσματος κατά του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας (παρότι το ύφος του δεν ήταν του γούστου μου), υπέρ της κοινής πρότασης Πανεπιστημιακής Αναβάθμισης και Αριστερής Μεταρρύθμισης για τον προγραμματισμό δράσης. Επίσης, στη ψηφοφορία για την ανάδειξη νέας διοίκησης υπερψήφισα το ψηφοδέλτιο της Αριστερής Μεταρρύθμισης, στο οποίο άλλωστε συμμετείχα ως υποψήφιος.

Η παραπάνω στάση μου δεν μπορεί να εξέπληξε όσους γνωρίζουν τις απόψεις μου, τις οποίες ποτέ δεν κρύβω. Υποθέτω, πάντως, ότι κάποιοι από όσους με ψήφισαν στις πρόσφατες εκλογές του συλλόγου του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών μπορεί όντως να μην τις γνώριζαν. Ελπίζω να μην αισθάνονται ότι πρόδωσα την εμπιστοσύνη τους. Αν ναι, θα μπορέσουν να επανορθώσουν όταν (εάν) μου έλθει ξανά η φαεινή ιδέα να θέσω υποψηφιότητα για να τους εκπροσωπήσω.

Πάντως, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι δεν έχω σκοπό να αναμειχθώ ενεργά στα κοινά το επόμενο διάστημα. Αφενός, η ενασχόλησή μου με τα πανεπιστημιακά θέματα τις τελευταίες εβδομάδες και η παρακολούθηση των συνεδριάσεων της Συγκλήτου από την αρχή του χρόνου με έχει εξαντλήσει. Αφετέρου, σε λίγους μήνες κρίνομαι για μονιμότητα και θα ήθελα να αφιερώσω περισσότερο χρόνο στην προετοιμασία δημοσιεύσεων.

Τι να κάνουμε;

Εάν μου επιτρέπετε, μια εκτίμηση για το μέλλον. Πιστεύω ότι από τη σημερινή πλειοψηφία της ΠΟΣΔΕΠ λίγα πράγματα μπορούν να περιμένουν όσοι δεν εκφράζονται ήδη σε αυτήν. Η μεν Συσπείρωση εκφράζει με τον πιο αυθεντικό τρόπο τη διολίσθηση της μεγαλύτερης μερίδας του Συνασπισμού στο μείγμα νεοσταλινισμού και «κινηματικού» ριζοσπαστισμού, με άνοιγμα στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, κάλυψη των ακραίων εκδηλώσεων φοιτητικών ομάδων τύπου ΕΑΑΚ κτλ. Η δε ΔΗΠΑΚ εκφράζει με σχεδόν κωμικό τρόπο την οπισθοχώρηση του ΚΚΕ (ούτως ή άλλως το πιο καθυστερημένο ΚΚ της δυτικής Ευρώπης ανέκαθεν) σε θέσεις της δεκαετίας του ’50 και νωρίτερα – βλ. την παραληρηματική τοποθέτηση του βασικού εκπροσώπου της ΔΗΠΑΚ υπέρ των θεωριών του Λυσένκο για την καλλιέργεια σιταριού στον αρκτικό κύκλο, οι οποίες είχαν καταγγελθεί ως αντιεπιστημονικές ακόμη και στη Σοβιετική Ένωση την εποχή της αποσταλινοποίησης. Αυτή η συμμαχία σταλινικών και νεοσταλινικών, που θα δώσει τον τόνο των θέσεων του κλάδου τουλάχιστον έως το επόμενο συνέδριο, δεν ενδιαφέρεται να ακούσει τις απόψεις των υπολοίπων – έχει ήδη ξεμπερδέψει με αυτούς, θεωρώντας τους συλλήβδην «πρόθυμους», «επιχειρηματίες», «Κουίσλιγκ» κτλ.

Θεωρώ ότι η επικράτηση αυτής της συμμαχίας, παρά την μάλλον αυθόρμητη και αναγκαστικά ερασιτεχνική κινητοποίηση ευρύτερων δυνάμεων την τελευταία στιγμή, δεν αντανακλά τις διαθέσεις της πλειοψηφίας των πανεπιστημιακών, αλλά μόνο αυτές ενός καλά οργανωμένου τμήματος όσων συμμετέχουν στις διαδικασίες των συλλόγων. Οι υπόλοιποι έχουν δύο επιλογές. Όσοι δεν ενοχλούνται πολύ να εκπροσωπούνται από τη σημερινή πλειοψηφία της ΠΟΣΔΕΠ (ή όσοι, βάσει κάποιου περίπλοκου υπολογισμού, θεωρούν ότι πολιτικά ευνοούνται από την μακροημέρευση της πλειοψηφίας αυτής) μπορούν κάλλιστα να εξακολουθούν να μην συμμετέχουν. Όσοι, αντίθετα, πιστεύουμε ότι χρειαζόμαστε ένα συνδικάτο που να ακούει τις απόψεις όλων των πανεπιστημιακών, που να αποδέχεται την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις και να είναι διατεθειμένο να συμβάλλει δημιουργικά στη συζήτηση για τη διαμόρφωσή τους, θα πρέπει μάλλον να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι χωρίς την κάπως ενεργότερη συμμετοχή μας στα κοινά του πανεπιστημίου κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ.

[1] Σημείωση για όσους δεν κατέχουν τη σταλινική ιδιόλεκτο. Ο όρος «εσωτερικός εχθρός» χρησιμοποιείται για να περιγράψει όσους από εμάς δεν συμμερίζονται τη σοφία της τακτικής «απεργία διαρκείας / καταλήψεις διαρκείας», ανησυχούν για τα κρούσματα βίας και την ατμόσφαιρα ανελευθερίας που έχει επικρατήσει τελευταία στα πανεπιστήμια, δεν απορρίπτουν εκ προοιμίου τη δυνατότητα θετικών αλλαγών με διάλογο μέσα στους θεσμούς του πανεπιστημίου και της πολιτείας – και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έχουν επί πλέον το «θράσος» να το δηλώνουν ανοιχτά, είτε υπογράφοντας την «Διακήρυξη πανεπιστημιακών υπέρ της μεταρρύθμισης του νόμου-πλαίσιο για τα ΑΕΙ», ή το κείμενο «Μεταρρύθμιση για την αναβάθμιση του Πανεπιστημίου με πυξίδα την κοινή λογική», ή την πρόταση νόμου του ομίλου «Αριστερά Σήμερα», είτε παρακολουθώντας τις συζητήσεις που διοργανώνει η Πρωτοβουλία «Μεταρρύθμιση για την Αναβάθμιση του Δημόσιου Πανεπιστημίου» κτλ.