«"Ας δώσουμε σε όλους τους πολίτες ένα μέτριο αλλά άνευ όρων εισόδημα, και ας τους αφήσουμε να το συμπληρώσουν κατά βούληση με εισοδήματα από άλλες πηγές." Αυτή η μάλλον απλή ιδέα έχει απρόσμενα ποικίλες προελεύσεις. Στη διάρκεια των τελευταίων δύο αιώνων επινοήθηκε από πολλούς, ανεξάρτητα, με διάφορες ονομασίες: εδαφικό μέρισμα, κρατικό μπόνους, μισθός του πολίτη, καθολική παροχή και βασικό εισόδημα – χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία στις περισσότερες περιπτώσεις. Στις δεκαετίες του '60 και '70 γνώρισε μια ξαφνική δημοτικότητα στις ΗΠΑ, προτάθηκε μάλιστα από έναν από τους δύο υποψήφιους για την Προεδρία, όμως μπήκε γρήγορα στο ράφι και σχεδόν ξεχάστηκε. Όμως, στις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει σταδιακά γίνει αντικείμενο μιας άνευ προηγουμένου και ταχύτατα αναπτυσσόμενης δημόσιας συζήτησης σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μερικοί βλέπουν το βασικό εισόδημα ως θεραπεία-κλειδί για πολλές κοινωνικές ασθένειες, όπως η ανεργία και η φτώχεια. Άλλοι το καταγγέλλουν ως παλαβή, οικονομικά ελαττωματική, ηθικά απαράδεκτη πρόταση, που πρέπει να ξεχαστεί το συντομότερο δυνατόν, να μπει μια για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας των ιδεών. [...] Είμαι πεισμένος ότι το βασικό εισόδημα δεν θα ξεχαστεί, και ότι δεν πρέπει να πεταχτεί στα σκουπίδια. Αντίθετα, είναι μια από εκείνες τις απλές ιδέες που πρέπει και μπορούν να διαμορφώσουν πρώτα τη συζήτηση και μετά την πραγματικότητα του νέου αιώνα.»
Με αυτά τα λόγια άρχιζε η ομιλία του Philippe Van Parijs, καθηγητή οικονομικής και κοινωνικής ηθικής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβαίν, στο συνέδριο που είχε οργανώσει η Πορτογαλική Προεδρία της Ε.Ε. στο Αλμανσίλ τον Φεβρουάριο του 2000 (και αργότερα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Politics and Society). Το θέμα του συνεδρίου ήταν η καταπολέμηση της φτώχειας στην Ευρώπη μέσω προγραμμάτων ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, όπως εκείνου που είχε υιοθετήσει λίγο νωρίτερα η σοσιαλιστική κυβέρνηση της Πορτογαλίας, η οποία – δικαιολογημένα υπερήφανη για αυτό – δεν έχανε ευκαιρία να προβάλλει. Όμως, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα απευθύνεται στους φτωχούς, με στόχο να συμπληρώσει τους πενιχρούς πόρους τους μέχρι κάποιο χαμηλό εγγυημένο όριο. Αντίθετα, το βασικό εισόδημα για το οποίο μιλούσε ο Van Parijs καταβάλλεται από μια πολιτική κοινότητα σε όλα τα μέλη της, σε ατομική βάση, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια ή υποχρέωση εργασίας. Με άλλα λόγια, πηγαίνει ένα (μεγάλο) βήμα πέρα από το ελάχιστο εισόδημα, το απορροφά και το υπερβαίνει. Ακριβώς επειδή αποτελεί εγγυημένο εισόδημα, συμβάλλει στην καταπολέμηση της φτώχειας. Ακριβώς επειδή καταβάλλεται χωρίς προϋποθέσεις, αποφεύγει τις συνήθεις «παγίδες της φτώχειας» και έτσι αφήνει άθικτα τα κίνητρα για απασχόληση.
Επρόκειτο για κεραυνό εν αιθρία; Όχι ακριβώς. Η συνηγορία υπέρ ενός βασικού εισοδήματος για όλους, στη μοντέρνα του εκδοχή, ανάγεται τουλάχιστον στο σημείωμα που κυκλοφόρησε ο Philippe Van Parijs τον Μάιο του 1983 στην τρίτη συνάντηση της λεγόμενης «Ομάδας του Σεπτέμβρη», μέλη της οποίας ήταν επιφανείς μαρξιστές διανοούμενοι όπως ο G.A. Cohen, ο Jon Elster, ο Adam Przeworski και ο Erik Olin Wright. Το σημείωμα είχε τίτλο «Η καπιταλιστική μετάβαση στον κομμουνισμό: μια ριζοσπαστική αλτερνατίβα», και έγινε δεκτό με αντιδράσεις που κυμάνθηκαν από την κατάπληξη έως την απόρριψη, συχνά δε και τα δύο μαζί. Το σημείωμα ξαναγράφτηκε με τη συνεργασία του Robert J. van der Veen, του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, και δημοσιεύθηκε με τίτλο «Ένας καπιταλιστικός δρόμος στον κομμουνισμό» το 1986, σε ειδικό τεύχος του περιοδικού Theory and Society, μαζί με έξη άρθρα κριτικής στην ιδέα και την ανταπάντηση των συγγραφέων.
Είκοσι χρόνια αργότερα, οι δύο συγγραφείς εξηγούν:
«Οι προοπτικές για την Αριστερά ήταν τότε ζοφερές, και εμείς θελήσαμε να τις φρεσκάρουμε. Το φιλόδοξο σημείο εκκίνησης που επιλέξαμε, εν μέρει προκλητικά, ήταν το κομμουνιστικό ιδεώδες του Μαρξ, το υποτιθέμενο σημείο κατάληξης της ανθρώπινης ιστορίας, το βασίλειο της ελευθερίας που θα συνδύαζε υλική αφθονία, εθελοντική παραγωγική συμβολή ανάλογα με τις ικανότητες του καθένα, και διανομή ανάλογα με τις ανάγκες του καθένα. Αυτό τελικά μας οδήγησε στο βασικό εισόδημα. Πώς; Τα παραδοσιακά επιχειρήματα του Μαρξ για την οικονομική ανωτερότητα του σοσιαλισμού, δηλ. της συλλογικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, έμοιαζαν λίγο πειστικά, ενώ τα ηθικά επιχειρήματα υπέρ του αμφιλεγόμενα και μετέωρα. Αντίθετα, ο μετασχηματισμός των εισοδηματικών μεταβιβάσεων του καπιταλιστικού κοινωνικού κράτους σε ένα επίδομα χωρίς προϋποθέσεις φαινόταν να μας δίνει την ευκαιρία να μετατρέψουμε την καπιταλιστική λογική της αύξησης της παραγωγικότητας μέσω της επιδίωξης του κέρδους σε έναν ισχυρό μηχανισμό για τη μείωση της διάρκειας και τη βελτίωση της ποιότητας της αμειβομένης εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, υποστηρίζαμε, οι καπιταλιστικές κοινωνίες έχουν τη δυνατότητα της– εάν όχι ταχείας, τουλάχιστον ομαλής – μετάβασης προς το μαρξιστικό βασίλειο της ελευθερίας.»
Είχε μεσολαβήσει η ίδρυση του Basic Income European Network (διασταύρωση επιστημονικής εταιρείας και κινήματος υποστήριξης), η δημοσίευση δεκάδων βιβλίων και άρθρων στα οποία η ιδέα εξετάζεται από τους ίδιους τους υποστηρικτές της δίχως προκαταλήψεις και με συχνά ανελέητα κριτική διάθεση, καθώς και μια διαρκής δραστηριότητα σε παγκόσμια κλίμακα που έχει προκαλέσει σημαντικό ενδιαφέρον στο επίπεδο της κίνησης ιδεών, ενώ έχει επίσης επιφέρει κάποιους (πρώτους;) καρπούς στο επίπεδο της δημόσιας πολιτικής.
Όσον αφορά την πρακτική εφαρμογή του, παρότι φυσικά το βασικό εισόδημα δεν έχει εφαρμοστεί αυτούσιο πουθενά, ψήγματά του απαντώνται σε πολλά κοινωνικά συστήματα. Πράγματι, διάφορες χώρες διαθέτουν εθνική σύνταξη από τον κρατικό προϋπολογισμό (βασικό εισόδημα ηλικιωμένων), καθολικά οικογενειακά επιδόματα (βασικό εισόδημα παιδιών), αφορολόγητο όριο που μετατρέπεται σε επιστρεφόμενη πίστωση εάν ο φορολογούμενος έχει χαμηλό εισόδημα κτλ. Επί πλέον, η πολιτεία της Αλάσκας καταβάλλει ετησίως σε όλους τους κατοίκους μέρισμα από τα έσοδα των πετρελαιοπηγών – ιδέα που έπεσε για λίγο και στο τραπέζι των συζητήσεων για την ανοικοδόμηση του Ιράκ! Τέλος, σε δύο από τις πιο δυναμικές χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, στη Βραζιλία και στη Νότια Αφρική, το βασικό εισόδημα έχει αποσπάσει ευρύτατη κοινωνική και πολιτική συναίνεση, και αποτελεί επίσημη πολιτική του κράτους τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων.
Όσον αφορά την κίνηση ιδεών, το βασικό εισόδημα έχει κερδίσει την υποστήριξη διαφορετικών πνευματικών παραδόσεων: από αριστερούς κάθε είδους (όπως ο Claus Offe, ο Erik Olin Wright, ο Guy Standing, ο Andrew Glyn), μέχρι φιλελεύθερους (όπως ο Samuel Britten, επί σειρά ετών editor της εφημερίδας Financial Times, στον οποίο μάλιστα ανήκει το απόφθεγμα «το πρόβλημα δεν είναι ότι το βασικό εισόδημα θα είναι εισόδημα που δεν έχει αποκτηθεί με την εργασία, είναι ότι υπερβολικά λίγοι από εμάς διαθέτουν τέτοιο εισόδημα σήμερα»). Αυτό που ο καθένας βρίσκει ελκυστικό συχνά ποικίλλει. Άλλοι το εντάσσουν στο πλαίσιο μιας οικολογικής κριτικής του παραγωγισμού, υπογραμμίζοντας την ανάγκη μετατροπής της μείωσης του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας λόγω της τεχνολογικής προόδου σε μείωση του χρόνου εργασίας όλων, όχι σε αλόγιστη ανάπτυξη και μαζική ανεργία. Άλλοι σημειώνουν τις ανυπέρβλητες δυσκολίες των εναλλακτικών στρατηγικών για την αντιμετώπιση του «νέου κοινωνικού ζητήματος», αφού τόσο οι παραδοσιακές κοινωνικές πολιτικές όσο και οι πρόσφατες προσεγγίσεις τύπου workfare αποτυγχάνουν ακριβώς στο κρίσιμο σημείο της καταπολέμησης και της ανεργίας και της φτώχειας ταυτόχρονα. Άλλοι θεωρούν την απλότητα, αμεσότητα και ευελιξία μιας δίχως όρους εισοδηματικής μεταβίβασης ιδεώδες προσόν στις συνθήκες ρευστότητας και κινητικότητας που έχουμε συνηθίσει να ταυτίζουμε με την παγκοσμιοποίηση. Άλλοι τέλος τονίζουν τα πλεονεκτήματα από μια ορθολογικότερη ενοποίηση του συστήματος κοινωνικών παροχών με το σύστημα φορολογίας εισοδήματος, χωρίς τα αντικίνητρα, τις ανωμαλίες, τη γραφειοκρατία και το διοικητικό κόστος του σημερινού καθεστώτος.
Φυσικά, το βασικό εισόδημα δεν είναι πανάκεια – ούτε, άλλωστε, στερείται προβληματικών πτυχών. Κάποιοι αντιτάσσουν τον κίνδυνο μιας μαζικής απόσυρσης από την αγορά εργασίας, κάτι που θα μείωνε το κοινωνικό πλεόνασμα που η χρηματοδότηση του βασικού εισοδήματος απαιτεί. Κάποιοι υπολογίζουν ότι το φορολογικό βάρος που συνεπάγεται ένα στοιχειωδώς επαρκές επίπεδο βασικού εισοδήματος είναι απλώς δυσβάσταχτο. Κάποιοι θεωρούν ηθικά επιλήψιμη την ιδέα του να υποστηρίζονται όσοι δεν συνεισφέρουν στην κοινωνία με το μόχθο των εργαζομένων. Κάποιοι αναγνωρίζουν τις πολιτικές εντάσεις που προκαλεί το τελευταίο αυτό σημείο, ενώ δέχονται επίσης έναν ευρύ ορισμό της κοινωνικής συνεισφοράς ώστε να συμπεριλαμβάνει όχι μόνο την αμειβόμενη εργασία αλλά και τη φροντίδα παιδιών ή ηλικιωμένων, τον εθελοντισμό, την κοινωνική εργασία, προτείνοντας τελικά (όπως κάνει ο επιφανής Βρετανός οικονομολόγος Tony Atkinson) μια ελαφρά παραλλαγή βασικού εισοδήματος: το «εισόδημα συμμετοχής». Και ούτω καθεξής.
Μας αφορά όλη αυτή η συζήτηση; Έχει νόημα να συζητούμε για βασικό εισόδημα στην Ελλάδα, στη χώρα δηλ. που μόνη στην Ευρώπη των 25 δεν διαθέτει ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ούτε καν σε τοπική κλίμακα;
Νομίζω ναι. Κατ' αρχήν επειδή πρόκειται για πρωτότυπη προσπάθεια αναζήτησης λύσεων, με φαντασία και επινοητικότητα, σε επείγοντα προβλήματα της εποχής μας. Επιπροσθέτως, επειδή η πρόταση για το βασικό εισόδημα είναι πιο ρεαλιστική από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Επίσης, επειδή θα εξακολουθεί να ασκεί γοητεία ως ιδεώδες στο οποίο μπορεί κανείς να πλησιάσει, ακόμη και όταν δεν μπορεί να φτάσει. Τέλος, επειδή η συζήτηση αυτή διεξάγεται με χιούμορ και συναίσθηση των ορίων, χωρίς φανατισμούς και ρητορείες.