6 Ιουλίου 2007

Ο δημόσιος χώρος, το κοινωνικό κράτος και η κεντροαριστερά

Oμιλία σε συνάντηση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ) με θέμα «Δημόσιος χώρος, ανισότητες και διακρίσεις» (Σύρος 6-8 Ιουλίου 2007)

Το θέμα μου είναι η ‘φυγή από το κράτος’, όπως αυτή εκδηλώνεται στη χώρα μας τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80. Συγκεκριμένα, αυξάνεται συνεχώς το ποσοστό των συμπολιτών μας, ιδιαίτερα (αλλά όχι αποκλειστικά) των πιο εύπορων, που χρησιμοποιεί υπηρεσίες που του παρέχουν ιδιωτικοί γιατροί, ιδιωτικά νοσοκομεία, ιδιωτικά σχολεία, και επίσης όλο και συχνότερα ιδιωτικά γυμναστήρια, ιδιωτικά ταχυδρομεία, ιδιωτικοί φρουροί κ.ο.κ.[*]

Η ‘φυγή από το κράτος’ αφενός συνδέεται με την εξάπλωση ενός καταναλωτισμού: άλλοτε εύλογου (όπως είναι η απαίτηση για αξιοπρεπή αντιμετώπιση από όσους παρέχουν υπηρεσίες), άλλοτε υπερφίαλου (όπως είναι η ιδέα ότι οι παιδικοί σταθμοί που δεν διδάσκουν computer ή τα σχολεία που δεν διαθέτουν πισίνα δεν αξίζουν). Αφετέρου, πατά πάνω στο έδαφος των κενών, των αποτυχιών και των διαψεύσεων της δημόσιας παροχής. Μεταξύ των προσδοκιών των πολιτών (εύλογων ή υπερφίαλων) από τη μια, και της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχει το δημόσιο από την άλλη, το χάσμα είναι μεγάλο και (ίσως) διευρύνεται.

Το φαινόμενο δεν είναι άγνωστο αλλού, αλλά παρουσιάζεται με ιδιαίτερη ένταση στην Ελλάδα – την πιο ‘αμερικανική’ χώρα της Ευρώπης ως προς το βαθμό διείσδυσης της αγοράς στο σκληρότερο πυρήνα του κοινωνικού κράτους: υγεία (όπου το μερίδιο της ιδιωτικής δαπάνης είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη, και υπολείπεται μόνο των ΗΠΑ, του Μεξικού και της Κορέας) και παιδεία. Και όλα αυτά, μάλιστα, χωρίς νεοφιλελεύθερη ιδιωτικοποίηση. Όχι μόνο αυτό: οι ρητορείες περί της τελευταίας κρύβουν τη θέα στην άλλη, υφέρπουσα ιδιωτικοποίηση που de facto συντελείται μπροστά στα μάτια μας επί δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Η υφέρπουσα, de facto ιδιωτικοποίηση σχετίζεται τόσο με την εγκατάλειψη της δημόσιας παροχής από τους πολίτες (π.χ. άνθηση της ιδιωτικής περίθαλψης), όσο και με την ανενόχλητη άσκηση κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων εκ μέρους ομάδων παραγωγών στο εσωτερικό των δημοσίων μονάδων (π.χ. διαφθορά στα δημόσια νοσοκομεία).

Τα παραπάνω είναι (σχετικά) γνωστά και ως επί το πλείστον θλιβερά. Όμως, το πολιτικό διακύβευμα αυτής της υπόθεσης φοβάμαι ότι δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητό στους κόλπους της αριστεράς/κεντροαριστεράς. Αυτό που προσπαθώ να πω εδώ είναι ότι η de facto ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου, η γενικευμένη δυσπιστία προς το κράτος και τα φαινόμενα που συνδέονται με αυτήν (όπως η χαμηλή εμπιστοσύνη, ο εθισμός σε μια διάχυτη ‘ανομία’, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή κτλ.) διαμορφώνουν τους όρους με τους οποίους διεξάγεται το πολιτικό παιγνίδι – σημαδεύοντας, ταυτόχρονα, την τράπουλα και υπονομεύοντας εκ προοιμίου τις δυνατότητες επιτυχίας μιας εκσυγχρονιστικής αριστεράς/κεντροαριστεράς.

Αντιστρόφως, η ρεαλιστική ουτοπία της μεταρρυθμιστικής/σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς, όπως αυτή σχεδόν πραγματοποιήθηκε στη βόρεια Ευρώπη των ‘χρυσών’ μεταπολεμικών δεκαετιών, προϋποθέτει ένα κράτος δημοκρατικό, αποτελεσματικό, στην υπηρεσία του πολίτη, το οποίο φορολογεί μεν ‘αγρίως’ αλλά ανταποδίδει στους πολίτες τους φόρους που εισπράττει παρέχοντας υψηλού επιπέδου υπηρεσίες και καταπολεμώντας τα κοινωνικά προβλήματα.

Για το λόγο αυτό, δεν βλέπω από πού μπορεί να ξεκινήσει η ανάκτηση της ηγεμονίας στο πεδίο των ιδεών και αξιών εκ μέρους της εκσυγχρονιστικής αριστεράς/ κεντροαριστεράς στη μπερδεμένη Ελλάδα της εποχής μας, εάν όχι από την αποκατάσταση (ή και εξ αρχής οικοδόμηση) του κύρους και της δημόσιας εικόνας των συλλογικών αγαθών: του ΕΣΥ, του εκπαιδευτικού μας συστήματος, των συγκοινωνιών, αλλά και της πολεοδομίας, της προστασίας των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος, της δημόσιας ασφάλειας κτλ.

Δεν ισχυρίζομαι ότι τα παραπάνω συνιστούν κάποια ‘Μεγάλη Ιδέα’. Πιο πολύ μοιάζουν με minimum πρόγραμμα, ας πούμε, για την πολιτισμένη συμβίωση όλων σε μια κοινωνία στοιχειώδους συνοχής. Και όμως, φαίνεται ότι για να γίνουν αποδεκτά στους κόλπους της αριστεράς/ κεντροαριστεράς θα πρέπει πρώτα να καταπολεμηθούν τρεις πειρασμοί.

Ο ένας πειρασμός είναι να συγχέουμε την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου με την υπεράσπιση των πράξεων και των παραλήψεων όσων έχουν την τύχη να εργάζονται σε αυτόν. Η αποστολή των δημοσίων υπηρεσιών είναι να υπηρετούν τους πολίτες, όχι να εξασφαλίζουν μια ήρεμη και άνετη ζωή στους υπαλλήλους τους – ούτε, ακόμη χειρότερα, να παρέχουν ένα προστατευτικά αδιαφανές περιβάλλον για την ανενόχλητη άσκηση κερδοφόρων και προφανώς παράνομων δραστηριοτήτων. Με άλλα λόγια, ο δημόσιος χώρος είναι υπερβολικά πολύτιμος για να τον εμπιστευθούμε στους συνδικαλιστές ή στα διάφορα λόμπυ (π.χ. των γιατρών).

Ο δεύτερος πειρασμός είναι να γοητευθούμε από τις σειρήνες της αγοράς. Ακούγεται ίσως επικίνδυνα ανατρεπτικό (ακόμη και σε μένα, προς στιγμήν), αλλά πρόκειται για διαπίστωση που ένας φιλελεύθερος τύπου Paul Krugman ή ένας Εργατικός τύπου Gordon Brown δεν θα δυσκολευόταν να συνυπογράψει. Τα συλλογικά αγαθά, για τα οποία συζητάμε, ή θα παρέχονται σε επαρκείς ποσότητες (και ποιότητες) από το κράτος, ή δεν θα παρέχονται καθόλου. Και για το λόγο αυτό, το ‘όραμα’ της συνεχούς μείωσης των φορολογικών συντελεστών (η διαβόητη ‘φορολογική μεταρρύθμιση’ που επαγγέλλεται ο Αλογοσκούφης, αλλά που είχε ήδη θέσει σε κίνηση ο Χριστοδουλάκης) είναι ένας πειρασμός στον οποίο πρέπει να αντισταθούμε.

Ο τρίτος πειρασμός είναι να κάνουμε ένα φαινομενικό άλμα προς τα εμπρός: ‘μακριά από το αποτυχημένο κράτος, μόνη λύση ο εθελοντισμός’. Να ξεκαθαρίσω ότι εάν τα παιδιά μου π.χ. επιλέξουν να αφιερώσουν μέρος του χρόνου τους στις δραστηριότητες κάποιας μη κυβερνητικής οργάνωσης, θα είμαι απολύτως ευτυχής (αρκεί φυσικά να εγκρίνω τους σκοπούς της). Όμως, με κάθε ειλικρίνεια – και με κίνδυνο να δυσαρεστήσω μερικούς εν εκσυγχρονισμώ αδελφούς – σας λέω ότι εάν το κράτος είναι ‘αποτυχημένο’ δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να το κάνουμε ‘πετυχημένο’. Είναι μια δουλειά κοπιαστική και άχαρη, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει. Πάντως, θυμίζω ότι χωρίς νομική θωράκιση, χωρίς αποτελεσματική αστυνόμευση, χωρίς επαγγελματική πυρόσβεση, χωρίς αδιάφθορη πολεοδομία, χωρίς μηδενική ανοχή στην αυθαίρετη δόμηση – χωρίς όλα αυτά, ο εθελοντισμός δεν έσωσε την Πάρνηθα, ούτε θα μπορέσει να σώσει ό,τι έχει απομείνει από αυτήν (όχι μόνος του τουλάχιστον).

Εν κατακλείδι. Η οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού και δίκαιου κράτους γενικώς, και η αποκατάσταση της ποιότητας και της ελκτικότητας των συλλογικών αγαθών ειδικώς, δεν μπορούν παρά να βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής και του πολιτικού σχεδίου της εκσυγχρονιστικής αριστεράς/κεντροαριστεράς. Εδώ, τρίτοι δρόμοι δεν χωράνε.


[*] Ενδιαφέρουσα πτυχή: ταυτόχρονα με τη ‘φυγή από το κράτος’ παρατηρείται μια ‘εποίκιση’ από μετανάστες πρώτης ή δεύτερης γενιάς των δημόσιων χώρων (π.χ. μαιευτήρια, σχολεία, πλατείες) που οι παλαιότεροι κάτοικοι εγκαταλείπουν – παρά τις διακρίσεις, ή ίσως εξαιτίας αυτών. Το φαινόμενο είναι πραγματικά σύνθετο: μιλώντας από τη σκοπιά της αριστεράς/κεντροαριστεράς, έχει (προφανείς) θετικές πτυχές και (λιγότερο προφανείς) αρνητικές. Από τη μια, αναζωογόνηση και εμπλουτισμός του δημόσιου χώρου. Από την άλλη, κίνδυνος υποβάθμισης και γκετοποίησής του καθώς εγκαταλείπεται μαζικά από τους παλαιότερους κατοίκους. Κλειδί για την επίλυση (σε προοδευτική κατεύθυνση) του περίπλοκου αυτού προβλήματος, η επιμονή στη διατήρηση (βελτίωση) της ποιότητας των δημόσιων μαιευτηρίων, σχολείων ή πλατειών που χρησιμοποιούν (και) οι μετανάστες, τσιγγάνοι, φτωχοί κ.ο.κ.