2 Ιουνίου 1997

Η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους στην Ιταλία και οι ‘εντιμότατοι φίλοι’ μας

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 1 Ιουνίου 1997)

Πριν από λίγες εβδομάδες παραδόθηκε στην ιταλική κυβέρνηση το τελικό κείμενο της Έκθεσης της Επιτροπής Onofri, η οποία είχε συσταθεί με εντολή του πρωθυπουργού Prodi για να προτείνει κατευθύνσεις για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους στην Ιταλία. Μέλη της επιτροπής ήταν γνωστοί ειδικοί (Maurizio Ferrera, Massimo Paci, Nicola Rossi, Chiara Saraceno κτλ.), αναγνωρισμένοι διεθνώς για την πρωτοτυπία των αναλύσεων τους αλλά και για την ανοιχτή τους τοποθέτηση ή φανερή τους συμπάθεια με τις ιδέες της ευρωπαϊκής αριστεράς.

Το κείμενο της επιτροπής υιοθετεί πολλές από τις σύγχρονες θεωρητικές επεξεργασίες για την καταπολέμηση της ανεργίας: επιβεβαιώνει την ανάγκη ‘προσαρμογής’ της αγοράς εργασίας, προτείνει στροφή προς τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, δίνει έμφαση στην κατάρτιση ως επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο κτλ.

Το κείμενο εισηγείται την αποτελεσματική προστασία (ανεπαρκής ή ανύπαρκτη στο σημερινό σύστημα) από κοινωνικούς κινδύνους όπως είναι η πτώση του εισοδήματος κάτω από το όριο της φτώχειας, η μακροχρόνια ανεργία και η απώλεια ‘αυτοδυναμίας’. Για το σκοπό αυτό προτείνεται η καθιέρωση ‘ελάχιστου ζωτικού εισοδήματος’ στο οποίο να ενσωματωθεί το πλήθος ασύνδετων παροχών και επιδομάτων που είναι σήμερα σε ισχύ.

Παράλληλα, το κείμενο της επιτροπής δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις ανισορροπίες του ιταλικού συστήματος κοινωνικής προστασίας και, ιδίως, του συστήματος συντάξεων. Η επιτροπή αναδεικνύει ως κομβικό το πρόβλημα των ανισοτήτων: ‘Η διαδοχική αποτυχία προηγουμένων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών οφείλεται στο ότι αυτές δεν αντιμετώπισαν το πρόβλημα της ανομοιομορφίας των συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Μόνο αφού πρώτα όλοι οι ασφαλισμένοι τοποθετηθούν σε ένα πλαίσιο ισοτιμίας θα είναι δυνατό (και πρέπον) να ζητηθούν από αυτούς θυσίες αναλογικές’.

Γι αυτό, υποστηρίζει την ολοκλήρωση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης του ‘95, την ενοποίηση των διαφορετικών συστημάτων, την ευθυγράμμιση εισφορών και παροχών, καθώς και την εναρμόνιση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης - συμπεριλαμβανομένων των ορίων ηλικίας, τα οποία ‘πρέπει βαθμιαία να συγκλίνουν προς τα ευρωπαϊκά επίπεδα’. Το κείμενο της επιτροπής καταλήγει με τη διαπίστωση, ενδεικτική της ‘επιθετικής’ στάσης των συντακτών του και της πεποίθησης τους για την αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης, ότι η πορεία της μεταρρύθμισης θα αποδειχθεί ευκολότερη όσο πιο καταιγιστικοί (tempestivi) είναι οι ρυθμοί εφαρμογής της και όσο πιο αποφασιστικά είναι τα πρώτα μέτρα για την υλοποίηση της’.

Οι ομοιότητες της ιταλικής και της ελληνικής περίπτωσης είναι προφανείς: και οι δύο χώρες ανήκουν στη ‘νοτιοευρωπαϊκή παραλλαγή’ κοινωνικού κράτους, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη σημαντικών κενών στην κοινωνική προστασία, αλλά και από τη συμβίωση τους με ‘νησίδες υπερπροστασίας’. Η κυριαρχία ενός υπερτροφικού και άνισου συστήματος συντάξεων το καθιστά υποχρεωτικό στόχο κάθε σχεδίου μεταρρύθμισης που στοχεύει στην επιβεβαίωση των ιστορικών στόχων του κοινωνικού κράτους στις νέες συνθήκες.

Το ίδιο χαρακτηριστικές είναι και οι διαφορές: η αριστερή διανόηση, τα κόμματα της αριστεράς, ακόμη και τα συνδικάτα της γειτονικής μας χώρας έχουν από καιρό ξεπεράσει το εγωιστικό σύνδρομο της ‘υπεράσπισης των κεκτημένων’, το οποίο στην Ελλάδα ακόμη αποτελεί για ορισμένους το Α και το Ω μιας ‘αριστερής’ πολιτικής. Για τους Ιταλούς συντρόφους μας, από την εποχή του Pci που δήλωνε ότι υπεράσπιζε την απασχόληση, όχι κατ’ ανάγκη τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας, το ζητούμενο δεν είναι η περιφρούρηση των προνομίων των ‘υπερ-προστατευμένων’, αλλά η ίση προστασία όλων και, φυσικά, πρώτα απ’ όλα των απροστάτευτων.

Έπειτα, ο ίδιος ο τίτλος της επιτροπής είναι εύγλωττος: ‘Επιτροπή για την ανάλυση των μακρο-οικονομικών συμβατοτήτων της κοινωνικής δαπάνης’. Βλέπετε, η ιταλική αριστερά δεν θεωρεί την αναθεώρηση της συνθήκης του Μάαστριχτ προϋπόθεση για τη συμμετοχή της στον κοινωνικό διάλογο. Σύμφωνα με τη διατύπωση των συντακτών του κειμένου: ‘Η καθυστερημένη ένταξη στην ΟΝΕ και η συνακόλουθη αύξηση των επιτοκίων όχι μόνο θα εμπόδιζε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, αλλά και θα καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη τη διατήρηση του σημερινού επιπέδου κοινωνικής προστασίας, όσο ανεπαρκές και άδικο και αν είναι’.

Η ιταλική αριστερά εργάζεται στην υπόθεση της ανάγκης συμφιλίωσης ενός ανανεωμένου κοινωνικού κράτους με μια δυναμική οικονομία που θα προσεγγίζει το στόχο της πλήρους απασχόλησης. Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε στην εκ νέου αναζήτηση του ‘τετραγωνισμού του κύκλου’ κατά Dahrendorf, μισό αιώνα μετά την εγκαινίαση του συνδυασμού κεϋνσιανής οικονομίας και κοινωνικού κράτους που χάρισε στην ευρωπαϊκή ήπειρο τη μακρύτερη περίοδο οικονομικής ευημερίας, πολιτικής ελευθερίας και κοινωνικής συνοχής που είχε μέχρι τότε γνωρίσει. Σ’ εμάς δεν μένει παρά να ευχηθούμε στην ιταλική αριστερά ‘καλή επιτυχία’ και στην καθ’ ημάς ομόλογη της ‘καλή φώτιση’.