16 Μαΐου 2011

Το έλλειμμα και το χρέος της δημοκρατικής αριστεράς


Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 26 Μαΐου 2011). Η γελοιογραφία του Kipper Williams δημοσιεύτηκε στην Βρετανική εφημερίδα «The Guardian» (Τρίτη 4 Μαΐου 2010)

Βρισκόμαστε σε διαδικασία μετάβασης: από μια εποχή πλαστής ευδαιμονίας με δανεικά σε μια νέα εποχή κατά την οποία θα πρέπει είτε να καταναλώνουμε λιγότερο είτε να παράγουμε περισσότερο (είτε κάποιον συνδυασμό των δύο).

Αυτό ισχύει είτε μείνουμε στο ευρώ (οπότε θα περάσουμε στην επόμενη φάση με συντεταγμένο τρόπο) είτε βγούμε από το ευρώ (οπότε αυτό θα γίνει με χαοτικό τρόπο).

Η νέα εποχή θέτει επί τάπητος μια σειρά θεμάτων (μια νέα agenda) που προκαλεί αμηχανία στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα. Αντίθετα, πάνω στην agenda αυτή έχει πολλά να πει η δημοκρατική αριστερά: από τη ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη έως τους αρκετούς δημοκράτες αριστερούς πολίτες που βρίσκονται σήμερα διάσπαρτοι σε διάφορα άλλα κόμματα - ή σε κανένα.

«Καταναλώνουμε λιγότερο» σημαίνει λιτότητα – αλλά πώς θα είναι αυτή; δίκαιη ή άδικη;

«Παράγουμε περισσότερο» - αλλά πώς: μέσω μιας νέας παραγωγικής συμφωνίας που θα προστατεύει τους μισθούς, τις θέσεις εργασίας και το περιβάλλον; ή με περαιτέρω επιδείνωση του συσχετισμού ισχύος σε βάρος των εργαζομένων στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα;

Το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα δεν θέλει να συζητά για αυτά. Είναι απασχολημένο με το να πασχίζει να περισώσει όσες περισσότερες μπορεί από τις «σταθερές» της προηγούμενες εποχής: ειδικές ρυθμίσεις, αφανείς επιδοτήσεις, εξαιρέσεις για τις ευνοημένες κατηγορίες, ετεροβαρείς συμβάσεις με τους προνομιακούς προμηθευτές.

Με δυο λόγια, το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα πασχίζει να περισώσει το «νόμισμα» της αναπαραγωγής του την εποχή της πλαστής ευδαιμονίας: τις πάσης φύσεως προσόδους προς όσους διέθεταν (και διαθέτουν ακόμη) προσβάσεις σε αυτό.

Για αυτό, οι περισσότεροι πολιτικοί (αλλά και άλλοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης) προτιμούν να συζητούν για πράγματα που δεν είναι στο χέρι τους. Όλοι έχουν κάτι να πουν για την περιβόητη αναδιάρθρωση του χρέους (ιδίως εκείνοι που καλά θα έκαναν να σιωπούν). Όμως αυτή - εάν ή όταν γίνει - θα είναι με τους όρους των δανειστών μας.

Η Ελλάδα έχει ένα και μόνο ένα «διαπραγματευτικό χαρτί», και αυτό είναι η μείωση των ελλειμμάτων. Αυτό είναι στο χέρι μας, αλλά βέβαια οι περισσότεροι από όσους θα μπορούσαν να κάνουν κάτι για αυτό προτιμούν να μιλάνε για άλλα αντ’ άλλων: για το «επαχθές» χρέος, για το Μνημόνιο που «δεν βγαίνει» κ.ά.

Με αυτά και με αυτά, είναι διάχυτη η αίσθηση ότι «δεν θα τα καταφέρουμε», αυξάνεται η πιθανότητα να μην πάρουμε κάποια επόμενη δόση του δανείου, πληθαίνουν οι αστοχίες και οι ανεπάρκειες των κυβερνητικών χειρισμών, οι (λίγοι) υπουργοί που προσπαθούν δείχνουν φανερά σημεία κόπωσης, ενώ η αντιπολίτευση βυθίζεται και αυτή στην αφασία, στη σύγχυση και στην έξαρση του λαϊκισμού.

Μέσα στη γενική κακοφωνία, είναι καιρός να δοθεί ο λόγος σε αυτούς που έχουν κάτι να πουν: στις δημιουργικές δυνάμεις της χώρας, στην πολιτική και στην κοινωνία.

Η δημοκρατική αριστερά πρέπει και αυτή να συμβάλει στη σωτηρία και στην ανόρθωση της χώρας. Αρκεί να το πάρει απόφαση ότι εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν. Ότι η αναδιάρθρωση του χρέους δεν είναι το κόλπο που θα μας επιτρέψει να βγούμε από τη δυσκολία χωρίς κόπο. Ότι τέτοια κόλπα απλώς δεν υφίστανται.

Η πολυπόθητη «διεθνοποίηση» (δηλ. ο εξευρωπαϊσμός) του «ελληνικού ζητήματος» συμβαίνει ήδη: ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι πριν λίγο η Ευρώπη επέμενε στη «ρήτρα μη διάσωσης», την οποία άλλωστε είχε μόλις θεσμοθετήσει. Ο «αριστερός ευρωπαϊσμός» είναι μια καλή ιδέα, αλλά δεν μπορεί να μεταφράζεται στο «να πληρώσουν οι άλλοι τα δικά μας σπασμένα». Ο μεγαλύτερος οικονομικός συντονισμός μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. είναι επίσης καλή ιδέα – αλλά θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η θεσμοθέτησή του θα συνεπάγεται ακόμη αυστηρότερη επιτήρηση των δημοσίων οικονομικών της χώρας μας.

Ό,τι και αν συμβεί με την αναδιάρθρωση του χρέους, μας περιμένουν πολλά χρόνια (ίσως 20+) σκληρότερης λιτότητας ή και σκληρότερης δουλειάς: όσο σκληρότερης δουλειάς τόσο λιγότερο σκληρής λιτότητας – και φυσικά αντιστρόφως.

Για αυτό, η δημοκρατική αριστερά θα πρέπει να εγκαταλείψει τις τελευταίες αγκυλώσεις της. Κάθε νοικοκυριό που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, όταν φτάσει με την πλάτη στον τοίχο θα πουλήσει και τα ασημικά του, όσο καλύτερα μπορεί. Ας αφήσουμε τα εύκολα «όχι». Το δίλημμα «αξιοποίηση ή εκποίηση της δημόσιας περιουσίας» δεν έχει νόημα. Τα μόνα άξια λόγου ερωτήματα είναι ποια, πόσο, πότε. Όμως αυτά είναι τεχνικά ζητήματα, για τα οποία υπάρχουν ειδικοί. Δουλειά των πολιτικών είναι να ξεκαθαρίσουν το τοπίο από τις αγκυλώσεις.

Θα πρέπει να εργαζόμαστε από σήμερα για την ανόρθωση της οικονομίας μας, αλλά αυτή - ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση - δεν πρόκειται να έρθει από τη μια μέρα στην άλλη. Εν τω μεταξύ, η κρίση δοκιμάζει τη συνοχή της κοινωνίας μας. Οι δυνάμεις της δημοκρατικής αριστεράς θα πρέπει να αναλάβουν μια μεγάλη πολιτική πρωτοβουλία για τη δικαιότερη κατανομή των βαρών και για την ενδυνάμωση της κοινωνικής προστασίας. Για την υπεράσπιση των εργαζομένων που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα με έναν χαμηλό μισθό που μειώνεται, και με το φόβο της ανεργίας. Για την ενίσχυση όσων τους εκπροσωπούν (που δεν είναι η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ).

Σήμερα η Αθήνα και οι άλλες πόλεις βυθίζονται σε έναν αυτοκαταστροφικό κύκλο βίας και μισαλλοδοξίας. Είναι καιρός η δημοκρατική αριστερά και όλες οι δημιουργικές δυνάμεις της χώρας να στείλουν ένα καθαρό μήνυμα. Οι άνθρωποι - έστω και δύσκολα - μπορούν να ζουν και με λιγότερα χρήματα, αρκεί να έχουν περισσότερη αλληλεγγύη. Αυτό που δηλητηριάζει τη ζωή τους είναι η ανασφάλεια και ο φόβος για τη βία, κοινωνική ή «πολιτική».

1 Μαΐου 2011

Απροϋπόθετο πανεπιστήμιο στη Ρούμελη με έδρα τη Λαμία;

Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Μάιος 2011). 
Διαβάζω πάντοτε με πολύ ενδιαφέρον τα άρθρα του Δημήτρη Παπανικολάου. Η χωρίς περιστροφές επιχειρηματολογία και το ευθύ, ενίοτε πολεμικό ύφος του μου φαίνονται απολαυστικά – και απείρως προτιμότερα τόσο από τον δήθεν καθωσπρεπισμό, όσο και από τα υπονοούμενα για μυημένους, που συνήθως χαρακτηρίζουν την «πάλη των ιδεών» εν Ελλάδι. Με το ίδιο ενδιαφέρον, αλλά πιο ανάμικτα αισθήματα, διάβασα το πρόσφατο άρθρο του «Καλά κέρδη: μια ιστορία από τον κόσμο της 'πανεπιστημιακής αυτοτέλειας'» (The Books’ Journal, Απρίλιος 2011). Η υπόθεση της χορηγίας Καντάφι στη London School of Economics, και των αντισταθμιστικών οφελών που αυτή φαίνεται να εξασφάλισε στο λιβυκό καθεστώς, είναι πράγματι διδακτική: δείχνει τους κινδύνους που απειλούν ένα πανεπιστήμιο που αναγκάζεται να αναζητά πόρους για την επιβίωση (ή επέκταση) του. Όμως ο Δημήτρης Παπανικολάου φαίνεται να πιστεύει ότι το πραγματικό δίδαγμα της υπόθεσης Καντάφι-LSE για τον Έλληνα αναγνώστη είναι άλλο. Επειδή το «αγγλοσαξονικό μοντέλο ακολουθεί το πρότυπο που κάποιοι θέλουν να επιβάλουν και στην Ελλάδα», κάπου στα μισά του άρθρου ο αρθρογράφος αλλάζει στόχο: αφού πρώτα κατακεραυνώσει τον «νεο-εκσυγχρονιστικό λόγο», στη συνέχεια συνηγορεί υπέρ του «απροϋπόθετου πανεπιστημίου», και καταλήγει διαχωρίζοντας τη θέση του από την «προδιαγεγραμμένη πορεία» προς το «αυτόνομο πανεπιστήμιο» (εννοεί αυτό που άλλοι ονομάζουν «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο»), ευχόμενος στους υπόλοιπους «καλά και αυτόνομα κέρδη». Ελπίζω ότι δεν αδικώ το άρθρο συνοψίζοντας το νοητικό σχήμα του ως εξής: «Ο κόσμος εκεί έξω είναι νεοφιλελεύθερος, δηλαδή σκληρός και επικίνδυνος. Για αυτό, όποια και να είναι η κατάσταση του ελληνικού πανεπιστημίου, αφήστε κατά μέρος τις ανοησίες περί μεταρρύθμισης. Δεν βλέπετε πού μπορεί να οδηγήσει; Καλύτερα απροϋπόθετο πανεπιστήμιο στη Ρούμελη με έδρα τη Λαμία, παρά LSE με χορηγία Καντάφι». Προφανώς ο Δημήτρης Παπανικολάου θεωρεί αδιανόητο να ανησυχεί κανείς για τις ακραίες συνέπειες της πανεπιστημιακής επιχειρηματικότητας, και ταυτόχρονα να αναζητά μια διέξοδο από το σημερινό τέλμα του ελληνικού πανεπιστημίου. Πιστεύω ότι ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Κατά τη γνώμη μου, το μοναδικό άξιο λόγου ζήτημα για τα πανεπιστήμια (σήμερα, στην Ελλάδα) είναι το πώς: (α) θα ξεφύγουμε από την απερίγραπτη παρακμή του ελληνικού πανεπιστημίου, (β) μαθαίνοντας από την εμπειρία άλλων χωρών (και φυσικά αποφεύγοντας τα λάθη τους), (γ) σε συνθήκες μιας άνευ προηγουμένου δημοσιονομικής στενότητας – και (δ) με την εκπαιδευτική πολιτική στον ασφυκτικό έλεγχο ενός ανθρώπου (του υφυπουργού κ. Πανάρετου) που συμβολίζει με το χειρότερο τρόπο τις τραγικές ανεπάρκειες της κυβέρνησης στην οποία ανήκει. Παραδέχομαι ότι κάτι τέτοιο είναι δύσκολο. Αντίθετα, είναι πολύ ευκολότερο να γράφει κανείς ιερεμιάδες για τα προβλήματα των ευρωπαϊκών ή αμερικανικών πανεπιστημίων. Ή να ξεμπερδεύει με τα αδιέξοδα του ελληνικού πανεπιστημίου, και συνάμα με τα διλήμματα της δημόσιας χρηματοδότησης της μαζικοποιημένης ανώτατης εκπαίδευσης τον καιρό της λιτότητας, με τον περισπούδαστο όρο «απροϋπόθετο πανεπιστήμιο». Πολύ ευκολότερο – μα επίσης τόσο θλιβερά ανεπαρκές.