18 Ιουνίου 2000

Παραλλαγές σε ένα θέμα

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 18 Ιουνίου 2000) - το τελευταίο άρθρο μου μετά από λίγο-πολύ τακτική συνεργασία δύο δεκαετιών

Παρά τις προσπάθειές μου να συλλάβω κάτι μεγάλο, “ενοποιητικό”, αντάξιο της περίστασης, το μόνο που κατάφερα είναι δυο-τρία σχόλια στην πολιτική (και μη) επικαιρότητα (και μη). Ο επιεικής αναγνώστης μπορεί να αναγνωρίσει μια κόκκινη κλωστή (μπορεί και όχι). Για τον μη επιεική, υπάρχει πάντοτε η παρηγοριά ότι τελικά το “πράγμα” δεν κράτησε όσο φοβόταν.

Ραντεβού με τους βαρβάρους

Η ιδέα της παγκοσμιοποίησης ως παντοδύναμου ρυθμιστή της μοίρας της ανθρωπότητας μου έδινε πάντοτε την εντύπωση μιας θεωρίας οκνηρής και βολικής. Οκνηρής επειδή απαλλάσσει εκείνους που την υιοθετούν από τον κόπο να ασχοληθούν κάπως περισσότερο συγκεκριμένα με την πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Βολικής επειδή προσφέρει έναν καθησυχαστικό τρόπο ερμηνείας της ιστορίας (του μέλλοντος). Στους θιασώτες των απορυθμισμένων αγορών τη βεβαιότητα ότι η εξέλιξη θα σαρώσει τους “αναχρονιστικούς” θεσμούς που οι Ευρωπαϊκές και άλλες κοινωνίες οικοδόμησαν για να αυτοπροστατευθούν από έναν καπιταλισμό με “αίμα στα νύχια και στα δόντια”. Στους ιρρασιοναλιστές κάθε απόχρωσης (ξενόφοβους ρατσιστές, “αντισυστημικούς” αριστερούς, εθνικιστές ελληνορθόδοξους, μα και μερικούς συνδυασμούς των προηγουμένων) ιδεολογικό άλλοθι για μια στάση άρνησης, αναχωρητισμού, καταγγελίας, ακόμη και βίαιης αντιπαράθεσης, ανάλογα με την περίπτωση και την ιδιοσυγκρασία.

Με αυτό τον τρόπο, η παγκοσμιοποίηση γίνεται κλειδί ανάγνωσης των πάντων (ή κλειδί για όλες τις πόρτες), δηλ. ό,τι ήταν ο ιμπεριαλισμός για μερικούς “συντρόφους της άλλης όχθης” μέχρι πρόσφατα: όποια και να είναι η ερώτηση, η παγκοσμιοποίηση είναι η απάντηση. Ποιο είναι, για παράδειγμα, το ζήτημα με το κοινωνικό κράτος; Ότι η παγκοσμιοποιημένη αγορά δεν ανέχεται κοινωνικά “βαρίδια” και για το λόγο αυτό το κοινωνικό κράτος κατεδαφίζεται / αποδομείται / ιδιωτικοποιείται κ.ά. Καλώς για τους μεν, κακώς για τους δε, αλλά ως προς το (υποτιθέμενο) γεγονός αυτό καθ’ εαυτό υπάρχει συμφωνία και των δύο πλευρών.

Όπως πάντοτε, το καλύτερο αντίδοτο στις απλουστευτικές μέχρι ισοπέδωσης θεωρίες είναι να δείξει κανείς ότι απλώς δεν ταιριάζουν με αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα. Πράγμα που ακριβώς κάνει μια Έκθεση με τίτλο “Το μέλλον της Κοινωνικής Ευρώπης” που γράφτηκε για λογαριασμό της Πορτογαλικής Προεδρίας της Ε.Ε. Η Έκθεση, από την πρώτη σελίδα της, αμφισβητεί “το επιχείρημα ότι τα κοινωνικά κράτη καταρρέουν υπό το βάρος εξωτερικών και εσωτερικών πιέσεων. Αν και υποτίθεται ‘σε κρίση’, τα κοινωνικά κράτη έχουν αλλάξει λίγο τα τελευταία χρόνια. […] Οι πιο σημαντικές αλλαγές είναι η έμφαση σε σύγχρονες μορφές διαχείρισης (σύμφωνα με τη νέα ορθοδοξία της οργάνωσης του δημοσίου), η προσπάθεια να γίνουν ορισμένα επιδόματα (συνήθως ανεργίας) πιο ‘συμβατά με τα κίνητρα’, ένας οριακός βαθμός ιδιωτικοποίησης (κυρίως στην υγεία και κυρίως στη Βρετανία), κάποια αποκέντρωση και η (αρκετά επιτυχημένη) προσπάθεια ελέγχου της αύξησης των δαπανών. Αυτά μετά βίας συνιστούν ‘νεοφιλελεύθερη’ ευθυγράμμιση”.

Η Έκθεση, στη δεύτερη σελίδα της, προχωρά στην κατάρριψη του επόμενου μύθου, δηλ. ότι “τα εθνικά κράτη είναι όλο και περισσότερο ανήμπορα να αντιδράσουν στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Η ικανότητα πλοήγησης που διαθέτουν πράγματι περιορίζεται από εξελίξεις πέρα από τα σύνορά τους. Όμως αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ούτε απώλεια ελέγχου ούτε ‘νεοφιλελεύθερη’ ευθυγράμμιση, είτε αυτό αφορά θεσμικές αλλαγές είτε στόχους πολιτικής”.

Συμπέρασμα: καιρός να τελειώνουμε με την παγκοσμιοποίηση ως άλλοθι και να θυμηθούμε ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να φτιάχνουν την ιστορία τους – μέσα, φυσικά, στις συνθήκες που κληρονόμησαν. Ελπίζω οι “Κακοήθεις” να εκτιμήσουν το τσιτάτο.

Μια κοινωνία μπλοκαρισμένη

Όπως μετέδωσε τις προάλλες το ραδιόφωνο (μάλλον και οι εφημερίδες, αλλά δεν το βρήκα), πρόσφατη μελέτη διεθνούς οργανισμού ανέδειξε την Ελλάδα πρωταθλήτρια όχι των τροχαίων (αυτό δεν είναι είδηση) αλλά των “μαμόθρεφτων”: η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων νέων, ιδίως αγοριών, ηλικίας 18 έως 30 ετών ζουν ακόμη με τους γονείς τους, περισσότεροι από ό,τι σε κάθε άλλη χώρα. Μάλιστα το σχετικό ποσοστό αυξήθηκε στην τελευταία δεκαετία κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες.

Τι λένε για αυτό η κυβέρνηση, τα κόμματα, τα συνδικάτα και οι υπόλοιποι; Τίποτε. Το θέμα αντιμετωπίζεται σαν να ήταν άλλη μια από εκείνες τις οριακά ενδιαφέρουσες στατιστικές που δείχνουν τις διαφορές μεταξύ των Ευρωπαίων, όπως ότι το 95% των Ελλήνων οδηγών πατούν το κλάξον όταν ανάβει πράσινο, αλλά μόνο το 5% των Φινλανδών. Και όμως, πρόκειται κατά τη γνώμη μου για ένα πολιτικό ζήτημα πρώτου μεγέθους, επειδή ούτε λίγο ούτε πολύ αφορά τις μορφές οργάνωσης της κοινωνίας μας.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: εμείς οι εκσυγχρονιστές αριστεροί (!) υποστηρίζουμε εδώ και καιρό ότι η αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης του κοινωνικού κράτους προκύπτει όχι τόσο από την υπαρκτή ανάγκη μείωσης των ελλειμμάτων, όσο από το αίτημα της ισονομίας μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών πολιτών και της δικαιοσύνης μεταξύ διαφορετικών γενεών. Τα “κεκτημένα” των προστατευμένων κατηγοριών, οι οποίες απολαμβάνουν παροχές υψηλού (κοινωνικού) κόστους και “οικογενειακούς” μισθούς, συμβάλλουν ώστε η αγορά εργασίας να καθίσταται δυσπρόσιτη προς όλους τους άλλους. Τα θύματα της υπόθεσης δεν είναι μόνο οι φτωχοί μετανάστες και οι άλλοι συνήθεις ύποπτοι αποκλεισμών κάθε μορφής: είναι τα ίδια τα παιδιά και οι σύζυγοι (γένους θηλυκού) των προστατευμένων εργαζομένων.

Η μια όψη αυτού του φαινομένου είναι ότι η πολύ υψηλή ανεργία στην Ελλάδα δεν πλήττει κυρίως αρχηγούς νοικοκυριών αλλά τα λεγόμενα “εξαρτημένα μέλη” κατά την αποκαλυπτική ορολογία, άρα κατά κανόνα δεν συνεπάγεται την εξαθλίωση ολόκληρων οικογενειών. Η άλλη όψη είναι ότι ο συνδυασμός υψηλής ανεργίας των νέων και πολύ χαμηλής συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας (άλλη υπερήφανη ελληνική πρωτιά) φιλοτεχνεί το πορτραίτο μιας κοινωνίας μπλοκαρισμένης, με θεσμούς που στέκονται εμπόδιο στην χειραφέτηση των νέων και στη ανεξαρτησία των γυναικών, μιας οικογενειακής δομής που ευνοεί συμπεριφορές συντηρητικές, ανώριμες, παθητικές, ανεύθυνες.

“Και τι προτείνεις;” δικαιούται να αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Με μια φράση (κάποιου άλλου, στην περίπτωση αυτή) προτείνω “Λιγότερα στον πατέρα, περισσότερα στο γιο” – βεβαίως και στην κόρη, η μετάφραση αδικεί τις προθέσεις του συγγραφέα της φράσης. Με άλλα λόγια: Μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας στην κατεύθυνση της ευελιξίας με προστασία για όλους. Μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους στην κατεύθυνση της επαναδιαπραγμάτευσης του κοινωνικού συμβολαίου και της αναδιατύπωσης των όρων της αλληλεγγύης των γενεών. “Εύκολο να το λες και δύσκολο να το κάνεις”. Το ξέρω – όπως επίσης ξέρω ότι είναι αδύνατο να το κάνεις εκτός και αν το επιδιώξεις.

Εκσυγχρονισμός χωρίς μεταρρυθμίσεις;

Η πρόσφατη κάθοδος της Εκκλησίας στον πολιτικό στίβο με κορύφωση το συλλαλητήριο της περασμένης Τετάρτης προσφέρει πολύ υλικό για πολιτική ανάλυση. Ο αυτοεξευτελισμός μιας ορισμένης αριστεράς που επειδή αντιστέκεται στην παγκοσμιοποίηση καταλήγει να συμμαχεί με τα πιο εθνικιστικά και αντιδραστικά στοιχεία που διαθέτει ο τόπος έχει αναλυθεί διεξοδικά από άλλους. Μια άλλη πλευρά του ζητήματος είναι το ότι αυτή η αντιδημοκρατική εκτροπή της ηγεσίας της Εκκλησίας έδειξε επίσης τα όρια μιας σύλληψης του εκσυγχρονισμού ως μιας διαδικασίας εξελικτικής, γραμμικής, ήσυχης, χωρίς ρήξεις και συγκρούσεις. Η έγνοια για τον περιορισμό των ανοιχτών μετώπων αποτελεί, ασφαλώς, στοιχειώδη επιλογή αυτοσυντήρησης. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι η παρατεταμένη συμβίωση του νέου με το παλιό, οι διορθώσεις πορείας χωρίς κριτική αποτίμηση της προηγούμενης που οδήγησε σε αδιέξοδο, η ηθελημένη ασάφεια ως προς τα επόμενα βήματα – όλα αυτά επιτείνουν τη σύγχυση, πολλαπλασιάζουν τα εμπόδια, περιορίζουν την εμβέλεια και των πιο ριζοσπαστικών αλλαγών.

Εν πολλοίς, πρόκειται για κλασσικό πρόβλημα “πολιτικού υποκειμένου”. Ο εκσυγχρονισμός ως εγχείρημα υποστηρίζεται από ένα φάσμα δυνάμεων στο οποίο συχνά απουσιάζει το κόμμα που κυβερνά ενώ αντίθετα συμμετέχει σε ρόλο συχνά πρωταγωνιστικό τμήμα της κατ’ όνομα αντιπολίτευσης (Φιλελεύθεροι και η εκσυγχρονιστική αριστερά, εντός ή εκτός Συνασπισμού). Το ότι το ίδιο το εγχείρημα παρά τις δυσκολίες προχωρά πιστοποιεί το δυναμισμό του, καθώς και το συντονισμό του με βαθύτερες προσδοκίες ζωντανών τμημάτων της κοινωνίας.

Αρκετοί αριστεροί υποστήριξαν αυτή την υπόθεση από την αρχή, ορισμένοι συμμετείχαν σε αυτή, άλλοι με περισσότερες και άλλοι με λιγότερες επιφυλάξεις, ελπίζω (για τους γνωστούς μου είμαι βέβαιος) με ανιδιοτέλεια και με ζωντανές τις ευαισθησίες τις οποίες υποδηλώνει η κοινή ιστορική διαδρομή τους. Για όλους εμάς, η επιτάχυνση της εκσυγχρονιστικής πορείας και η μετεξέλιξή της σε ένα ισχυρό μεταρρυθμιστικό κύμα μακράς πνοής είναι πέρα από όλα τα άλλα ένα μεγάλο προσωπικό στοίχημα. Είναι γνωστό ότι ο αυθεντικός ρεφορμισμός για να είναι νικηφόρος απαιτεί επαναστατικό ζήλο και ριζοσπαστική προοπτική – και αυθεντικότερο ρεφορμισμό από αυτόν που εξέφρασε το ιστορικό ρεύμα της ανανεωτικής αριστεράς μάλλον δύσκολα θα βρει κανείς στην Ελλάδα. Συνεπώς, δεν απομένει παρά η έκβαση του εν λόγω στοιχήματος. Εάν το χάσουμε το μόνο ελαφρυντικό που θα μπορούμε να επικαλεστούμε είναι ότι τουλάχιστον προσπαθήσαμε.