31 Μαρτίου 2017

Το τέλος της λαϊκιστικής πλημμυρίδας;

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017).

Το αποτέλεσμα των ολλανδικών εκλογών της περασμένης εβδομάδας σχολιάστηκε από πολλούς ως ήττα του λαϊκισμού. Το «Κόμμα της Ελευθερίας» του Geert Wilders, ένα είδος ολλανδού Trump αλλά με ακόμη πιο υστερικές θέσεις από τον αμερικανό πρόεδρο, απέτυχε να κερδίσει τις εκλογές. Το κακό που άρχισε με το βρετανικό δημοψήφισμα της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και συνεχίστηκε με τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, δεν τρίτωσε. Οι μετριοπαθείς ευρωπαίοι ανέπνευσαν με ανακούφιση και τώρα στρέφουν το ανήσυχο βλέμμα τους στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του Απριλίου. Όσο για τους εχθρούς της Ευρώπης, από τον πρόεδρο Πούτιν και τον πρόεδρο Ερντογάν, έως τους (πολλούς) εγχώριους θαυμαστές τους, δεν κρύβουν την απογοήτευσή τους.

Μια προσεκτικότερη ματιά δείχνει ότι τα πράγματα είναι λίγο πιο μπερδεμένα. Η λαϊκιστική πλημμυρίδα φαίνεται πράγματι να φτάνει στο τέλος της. Για να μείνουμε στη Νότια Ευρώπη, όπου η οικονομική κρίση άφησε βαθύτερες πληγές: Στην Ισπανία οι Podemos έχασαν έδαφος στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου. Στην Ιταλία το «αδιάφθορο» και «αμεσοδημοκρατικό» Κόμμα των Πέντε Αστέρων δοκιμάζεται από τα σκάνδαλα στη Ρώμη και από τον αυταρχισμό του ηγέτη του στη Γένοβα και αλλού. Όσο για την Ελλάδα, ο αλλοπρόσαλλος συνασπισμός που κυβερνά δύσκολα θα ανακτήσει τη λαϊκή υποστήριξη που δείχνει να έχει χάσει. Η ήττα του Wilders είναι μια ακόμη ένδειξη κόπωσης της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης από τους φωνακλάδες τσαρλατάνους που κυριάρχησαν στη σκηνή τα τελευταία χρόνια.

Στην πραγματικότητα, ο κίνδυνος για την Ευρώπη από μια ενδεχόμενη νίκη του «Κόμματος της Ελευθερίας» ήταν πάντοτε περιορισμένος. Το εάν θα ερχόταν πρώτο με 20% ή δεύτερο με 13% (όπως τελικά συνέβη) θα είχε μεγάλη συμβολική σημασία αλλά ελάχιστες συνέπειες για το σχηματισμό κυβέρνησης. Το πρόβλημα ήταν άλλο – και παραμένει τέτοιο παρά την ήττα του Wilders: η διακυβέρνηση σύνθετων πολυπολιτισμικών κοινωνιών με τρόπο που να εγγυάται τον αμοιβαίο σεβασμό και την ασφάλεια όλων.

Και εδώ το αποτέλεσμα των ολλανδικών εκλογών μπορεί να διαβαστεί με όλους τους δυνατούς τρόπους. Σε ένα ιδανικό σενάριο, η είσοδος στη Βουλή (με 2% και 3 έδρες) του Denk, του κόμματος που ίδρυσαν δύο τουρκικής καταγωγής πρώην βουλευτές του Εργατικού Κόμματος (το οποίο καταποντίστηκε), θα μπορούσε να θεωρηθεί βήμα ενσωμάτωσης στην ολλανδική δημοκρατία όσων μουσουλμάνων το ψήφισαν. Φαίνεται όμως πιθανότερο η αποξένωση των εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων από τα μετριοπαθή (συχνά κεντροαριστερά) κόμματα που παραδοσιακά υποστήριζαν, και η συσπείρωσή τους σε ταυτοτικά κόμματα, να αποδειχθεί κακός οιωνός.

Η άνοδος του «Κόμματος της Ελευθερίας» μετατόπισε κάποια από τα υπόλοιπα κόμματα σε πιο λάιτ και πιο «υπεύθυνες» εκδοχές των δικών του ακραίων θέσεων. Οι δύο κύριοι κυβερνητικοί εταίροι, πριν και (όπως όλα δείχνουν) μετά τις εκλογές, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και το Λαϊκό Κόμμα του πρωθυπουργού Mark Rutte, διακρίθηκαν ιδιαίτερα σε αυτό το σπορ. Ειδικά ο τελευταίος κέρδισε σε δημοτικότητα μετά την άρνηση του να παραχωρήσει τις πλατείες των ολλανδικών πόλεων στον τούρκο πρόεδρο για την δική του προεκλογική εκστρατεία (εν όψει του συνταγματικού δημοψηφίσματος), και την ολοσέλιδη καταχώρησή του στις εφημερίδες στην οποία καλούσε όσους «παρενοχλούν ομοφυλόφιλους ή κορίτσια με μίνι φούστες και κατηγορούν απλούς ανθρώπους για ρατσισμό» «να φερθούν κανονικά ή να μας αδειάσουν τη γωνιά». Έγκυροι αναλυτές (όπως ο Cas Mudde, αναλυτής του λαϊκιστικού φαινομένου, γνωστός στη χώρα μας από το βιβλίο του για τον ΣΥΡΙΖΑ) σημειώνουν ότι εξαιτίας αυτής της διολίσθησης η επόμενη κυβέρνηση μπορεί να είναι πιο αυταρχική.

Ίσως πάλι μια τόσο ζοφερή ανάγνωση του αποτελέσματος των ολλανδικών εκλογών να είναι υπερβολική. Ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας δεν μπορεί να φτάνει μέχρι την ανοχή στη δυσανεξία. Ο Rutte απαντώντας στις επικρίσεις επέμεινε ότι η καταχώρηση δεν στοχοποιούσε κάποια μειονότητα αλλά όσους «δεν φέρονται σωστά». Και παρότι διατήρησε την πρωτιά, το Λαϊκό Κόμμα έχασε το ένα πέμπτο περίπου των ψήφων και των εδρών που είχε κερδίσει το 2012.

Εν τω μεταξύ, μακριά από τους προβολείς της διεθνούς ειδησεογραφίας, δύο μικρά κόμματα, οι σοσιαλφιλελεύθεροι «Δημοκράτες 66» και η Πράσινη Αριστερά, αντί να συρθούν πίσω από τον Wilders στην κινδυνολογία για όσα απειλούν τον ολλανδικό τρόπο ζωής, επέμειναν ότι οι ιδιαίτερες παραδόσεις που αξίζει η χώρα τους να υπερασπίζεται είναι ακριβώς οι ανοιχτοί ορίζοντες, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, και η ανοχή σε εναλλακτικούς τρόπους ζωής.

Αυτά τα δύο μικρά κόμματα υπήρξαν οι νικητές των εκλογών της περασμένης Τετάρτης, βελτιώνοντας το ποσοστό τους περισσότερο από κάθε άλλο κόμμα, και κατακτώντας τις δύο πρώτες θέσεις στον Δήμο του Άμστερνταμ. Το αποτέλεσμα αυτό στέλνει ένα μήνυμα που αξίζει να ακουστεί και πέρα από τα ολλανδικά σύνορα. Ότι οι αξίες που στήριξαν αυτό το τυπικά ευρωπαϊκό μείγμα οικονομικού δυναμισμού, πολιτικής ελευθερίας και κοινωνικής συνοχής είναι ακόμη ζωντανές στο μυαλό και στην καρδιά εκατομμυρίων Ευρωπαίων. Και ότι όποιος τολμήσει να τις εκπροσωπήσει, και καταφέρει να το κάνει καλά, μπορεί κάλλιστα να ανταμειφθεί στην κάλπη.

25 Μαρτίου 2017

Η (σιωπηλή) φιλοευρωπαϊκή πλειοψηφία

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Σάββατο 25 Μαρτίου 2017).

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα – και παραγνωρισμένα – στιγμιότυπα της αντιπαράθεσης των ολλανδικών κομμάτων εν όψει των εκλογών της περασμένης εβδομάδας ήταν η βαθμιαία μετατόπιση του «Κόμματος της Ελευθερίας» του Geert Wilders στο (προνομιακό για αυτό, υποτίθεται) ζήτημα του δημοψηφίσματος για την παραμονή της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αμέσως μετά το Brexit του περασμένου Ιουνίου, η Διεθνής των λαϊκιστών, βαθειά πεισμένη ότι η Ιστορία βρίσκεται στο πλευρό της, και ότι επίκειται το τέλος της μισητής ευρωπαϊκής ενοποίησης, συντόνιζε τα βήματά της και ετοίμαζε τις μάχες του 2017: ολλανδικές, γαλλικές, γερμανικές, και ίσως ιταλικές εκλογές. Η Marine Le Pen είχε δεσμευτεί ότι μέσα στους πρώτους έξη μήνες από την εκλογή της στην προεδρία θα έθετε σε κίνηση τη διαδικασία αποχώρησης της Γαλλίας από την ΕΕ. (Παρότι το γαλλικό σύνταγμα προβλέπει ότι η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στην Εθνοσυνέλευση.)

Στην Ολλανδία ωστόσο η «νίκη» στις εκλογές δεν επρόκειτο ποτέ να δώσει στον Wilders τόση εξουσία: σε μια πλουραλιστική πολιτεία που ψηφίζει με απλή αναλογική και εκλέγει κυβερνήσεις συνασπισμού, το πιο τρελλό όνειρο του «Κόμματος της Ελευθερίας» ήταν να πάρει 20% και να έρθει πρώτο. (Τελικά πήρε 13% και ήρθε δεύτερο.) Οπότε στην προεκλογική του εκστρατεία δεν υποσχόταν την αποχώρηση της Ολλανδίας από την ΕΕ – ζητούσε απλώς δημοψήφισμα, ώστε να αποφανθεί ο λαός. Μέχρι τις τελευταίες εβδομάδες. Καθώς η μια μετά την άλλη οι δημοσκοπήσεις επιβεβαίωναν ότι το 75% με 80% των ψηφοφόρων τασσόταν κατά ενός τέτοιου δημοψηφίσματος, ο Wilders άλλαξε τακτική. Άφησε κατά μέρος τα περί Nexit, συνέχισε τη ρητορική για την Ολλανδία που ανήκει στους Ολλανδούς, και επικεντρώθηκε στο προσφιλές του θέμα: τον κίνδυνο ισλαμοποίησης.

Εάν κάτι δείχνει αυτό το μικρό περιστατικό είναι ότι η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη παραμένει φιλοευρωπαϊκή. Λιγότερο από τη μακάρια εποχή της παθητικής συναίνεσης και της γενικευμένης αδιαφορίας των πολιτών για όσα διαδραματίζονταν στις Βρυξέλλες. Αλλά πολύ περισσότερο από όσο θα πίστευε κανείς διαβάζοντας τα πρωτοσέλιδα και ακούγοντας τα δελτία ειδήσεων. Μια πρόσφατη δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου του Μιλάνου για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης σε επτά χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία, Πολωνία, Σουηδία και Βρετανία) ενισχύει αυτό το συμπέρασμα.

Η έρευνα καλούσε τους ερωτηθέντες να τοποθετηθούν πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα της επικαιρότητας. Τι θα ψηφίζατε σε ένα υποθετικό δημοψήφισμα για την αποχώρηση της χώρας σας από την ΕΕ; Η μεγάλη πλειοψηφία (από 57% στη Γαλλία έως 75% στη Γερμανία) θα ψήφιζε υπέρ της παραμονής. (Ακόμη και στη Βρετανία, το 53% των ερωτηθέντων θα ψήφιζαν σήμερα κατά του Brexit.) Πρέπει να δίνεται οικονομική βοήθεια σε κράτη μέλη που δοκιμάζονται από μια κρίση; 36% απαντά «Ναι, υπό όρους» (δηλ. με Μνημόνια), 35% δηλώνει υπέρ της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, μόνο 22% πιστεύει ότι η αντιμετώπιση μιας κρίσης θα έπρεπε να είναι ευθύνη του κάθε κράτους χωριστά. Συμφωνείτε να έχουν δικαίωμα εργασίας στη χώρα οι πολίτες των άλλων κρατών μελών της ΕΕ; Το 49% λέει «Ναι, όπως εσύ κι εγώ», το 20% «Μόνο εάν έχουν δουλειά» (όπως οι Gastarbeiter της δεκαετίας του ’60), το 30% πιστεύει ότι οι δουλειές πρέπει να δίνονται πρώτα στους κατοίκους της χώρας. Ποιοι πρέπει να έχουν δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές; Μόνο οι πολίτες της χώρας – 19%. Μόνο οι πολίτες των κρατών μελών της ΕΕ – 43%. Όλοι οι ξένοι από οποιαδήποτε χώρα του κόσμου – 39% (!) Ποια εικόνα για την Ευρωπαϊκή Ένωση σας αντιπροσωπεύει καλύτερα; Κοινό σπίτι όπου συγκατοικούμε όλοι: 24%. Πολυκατοικία όπου ο καθένας ζει σε δικό του διαμέρισμα: 30%. Τόπος συνάντησης για αμοιβαία επωφελείς συναλλαγές: 26%. Πλοίο που βυθίζεται: 20%.

Όπως γράφει σε άρθρο του στην εφημερίδα Corriere della sera ο καθηγητής Maurizio Ferrera, υπεύθυνος του μεγάλου ερευνητικού προγράμματος για τη «Συμφιλίωση της Οικονομικής με την Κοινωνική Ευρώπη» (www.resceu.eu), συνοψίζοντας τα ευρήματα της δημοσκόπησης: το πολιτικό πρόβλημα στην Ευρώπη δεν είναι τόσο η εξέγερση των ψηφοφόρων κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά η έλλειψη πολιτικών ηγετών που θα δώσουν φωνή στη μεγάλη πλειοψηφία που παραμένει σιωπηρά φιλοευρωπαϊκή.

Αυτό σιγά-σιγά αλλάζει. Η εκλογική επιτυχία των δύο ολλανδικών κομμάτων (των σοσιαλφιλελεύθερων D66 και της Πράσινης Αριστεράς) που αντί να επιχειρήσουν να κατευνάσουν τους ψηφοφόρους του Wilders υπερασπίστηκαν με αυτοπεποίθηση όσα έκαναν την Ολλανδία πλούσια και επιτυχημένη (ανεξιθρησκεία, ανοχή στο διαφορετικό, ανοιχτοί ορίζοντες, ευρωπαϊκός προσανατολισμός) ήταν ένα πρώτο σημάδι. Ακολούθησε η καλή εμφάνιση του Emmanuel Macron στην τηλεοπτική αναμέτρηση της Δευτέρας 20 Μαρτίου, που επιτάχυνε τη δημοσκοπική του άνοδο.

Η ήττα των λαϊκιστών στη Γαλλία και στη Γερμανία (και, με λίγη τύχη, στην Ιταλία και στην Ελλάδα) δεν θα λύσει ασφαλώς όλα τα προβλήματα. Θα μας επιτρέψει όμως να αρχίσουμε να αναζητούμε λύσεις εκεί όπου είναι λιγότερο απίθανο να τις βρούμε.

Η εποχή των μαθητευόμενων μάγων πλησιάζει στη δύση της. Δεν είναι και λίγο.