30 Δεκεμβρίου 2022

Η οικονομία το 2023 στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022) στο ένθετο του ΕΛΙΑΜΕΠ για τις προοπτικές της νέας χρονιάς, και ως ELIAMEP Policy Paper #121.

Στο περυσινό αφιέρωμα της εφημερίδας στις προβλέψεις του ΕΛΙΑΜΕΠ, κάναμε την εκτίμηση ότι «στην Ευρώπη η άνοδος του πληθωρισμού θα είναι σε μεγάλο βαθμό παροδική». Όπως όλοι γνωρίζουν, έναν χρόνο αργότερα ο πληθωρισμός είναι ακόμη εδώ και είναι ακόμη υψηλός, άρα δικαιολογημένα μπορεί οι αναγνώστες να αναλογιστούν το γνωστό ρητό, ότι οι οικονομολόγοι τα καταφέρνουν καλύτερα να προβλέπουν το παρελθόν παρά το μέλλον.

Παραδεχόμαστε την ενοχή μας, αλλά επικαλούμαστε τρία ελαφρυντικά. Το πρώτο είναι ότι δεν διαθέτουμε μαντικές ικανότητες: στην Ευρώπη ο πληθωρισμός οφείλεται κυρίως στη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, που εκτίναξε τις τιμές της ενέργειας. Να θυμίσουμε ότι μέχρι και τις παραμονές της 24ης Φεβρουαρίου, οι αμερικανικές προειδοποιήσεις ότι ο Πούτιν ετοιμάζει πόλεμο γίνονταν δεκτές με δυσπιστία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Το δεύτερο ελαφρυντικό μας είναι ότι είχαμε καλή παρέα. Παρότι στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός είχε εγχώριες αιτίες, ελάχιστοι οικονομολόγοι πριν από ένα χρόνο προέβλεψαν την κλιμάκωσή του. Η Janet Yellen, υπουργός οικονομικών, και πρώην διοικητής της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας, δεν ήταν ανάμεσά τους. Όπως παραδέχθηκε σε συνέντευξή της στο CNN, «Νομίζω ότι είχα άδικο πέρυσι όσον αφορά την εξέλιξη του πληθωρισμού. Συνέβησαν απρόσμενα και μεγάλα σοκ στην οικονομία που δεν κατανόησα πλήρως τότε.» (Βλ. σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times 1 Ιουνίου 2022.)

Εκ των υστέρων, εύκολα μπορεί να δει κανείς ότι μέχρι πολύ πρόσφατα οι υπεύθυνοι για την οικονομική πολιτική σε όλο τον κόσμο «πολεμούσαν τον προηγούμενο πόλεμο», σαν τους Γάλλους στρατηγούς τις παραμονές της γερμανικής εισβολής του Μαΐου 1940. Η τραυματική εμπειρία της λιτότητας και της ύφεσης πριν δέκα χρόνια, όταν ο Jean-Claude Trichet, διοικητής της ΕΚΤ, αύξησε τα επιτόκια δύο φορές εν μέσω ύφεσης «για να μην ξεφύγει ο πληθωρισμός», κάνοντας έτσι την ύφεση βαθύτερη, έκανε τους σημερινούς υπεύθυνους για την οικονομική πολιτική να κλείσουν τα αυτιά τους στα «γεράκια» που ζητούσαν μέτρα κατά του πληθωρισμού.

Βέβαια, στην προσπάθεια να αποφύγει κανείς ένα λάθος κινδυνεύει να διαπράξει το αντίθετο. Οι κεντρικές τράπεζες κατηγορούνται ότι άργησαν υπερβολικά να αυξήσουν τα επιτόκια. Σε κάθε περίπτωση, η «ανοχή» τους στον πληθωρισμό είναι μεγαλύτερη από ό,τι στο παρελθόν: λίγοι φαίνεται να έχουν το «στομάχι» για πάση θυσία μείωσή του στο 2%, εάν το τίμημα είναι ύφεση και άνοδος της ανεργίας. Εξ άλλου, τα νέα από το μέτωπο του πληθωρισμού είναι μάλλον θετικά. Οι προβλέψεις όλων των διεθνών οργανισμών δίνουν αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη το 2023. Το ΔΝΤ (τον Οκτώβριο) 3-6%. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (τον Νοέμβριο) 6,1%. Η ΕΚΤ (τον Δεκέμβριο) 5,5%. (Το 2022 ο πληθωρισμός φαίνεται ότι θα διαμορφωθεί σε 8,1% στην Ευρωζώνη.) Αυτό είναι το τρίτο και τελευταίο ελαφρυντικό της περυσινής πρόβλεψης: η άνοδος του πληθωρισμού μπορεί τελικά όντως να αποδειχθεί παροδική, απλώς λίγο λιγότερο παροδική από ό,τι νομίζαμε (σχεδόν όλοι).

Κατά τα άλλα, αν και η πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πορεία του πολέμου στην Ουκρανία, υπάρχει έδαφος για (συγκρατημένη) αισιοδοξία. Μέχρι τώρα η ευρωπαϊκή βιομηχανία έχει καταφέρει κάτι που μέχρι τώρα φάνταζε ανέφικτο: να μειώσει την κατανάλωση ενέργειας χωρίς να μειώσει την βιομηχανική παραγωγή. Φυσικά, οι πιο ενεργοβόροι κλάδοι ζορίζονται. Αλλά κατά μέσο όρο, οι ευρωπαϊκές βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν επιδείξει αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα και επινοητικότητα.

Βέβαια, ο κίνδυνος της αποβιομηχανοποίησης είναι υπαρκτός, ιδίως στην Ευρώπη. Φυσικά, η υποχώρηση του μεριδίου της βιομηχανίας, με αύξηση του ειδικού βάρους των υπηρεσιών, είναι μακροχρόνια τάση, που σχετίζεται με την ανάδυση νέων κέντρων βιομηχανικής παραγωγής (κατά σειρά) στην Ιαπωνία, την Κορέα, την Ταϊβάν, την Κίνα και αλλού. Επιταχύνθηκε όμως από την επικράτηση ενός παραδείγματος οικονομικής πολιτικής που, στο όνομα της όντως τραυματικής εμπειρίας από τη σπάταλη και αποτυχημένη βιομηχανική πολιτική της δεκαετίας του ’70, που φόρτωσε την Ευρώπη με «προβληματικές επιχειρήσεις», κήρυττε την παραίτηση από οποιαδήποτε απόπειρα του κράτους να επηρεάσει την κατεύθυνση της οικονομικής μεταβολής. Τα αποτελέσματα είναι μπροστά μας: ολόκληροι παραγωγικοί κλάδοι έχουν αφεθεί να αποχωρήσουν από τα παλιά βιομηχανικά κέντρα και να μετεγκατασταθούν αλλού, ενώ στο πεδίο της εξασφάλισης κρίσιμων πόρων (ενέργεια, μικροεπεξεργαστές, σπάνιες γαίες), η Δύση αντιμετωπίζει το φάσμα της εξάρτησης από ξένες χώρες, ενίοτε με εχθρικά καθεστώτα.

Η αντίδραση των ΗΠΑ σε αυτό τον κίνδυνο ήταν η πρόσφατη ψήφιση του αμερικανικού Νόμου για τη Μείωση του Πληθωρισμού (IRA), που μεταξύ άλλων προσφέρει 369 δις δολάρια σε επιδοτήσεις και φορολογικές ελαφρύνσεις σε εταιρείες που αναπτύσσουν πράσινες τεχνολογίες παράγοντας στις ΗΠΑ. Παρότι θα είναι προφανώς θετική η επίδραση του Νόμου στο ζωτικό μέτωπο της αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, μια ανησυχητική παρενέργειά του είναι η μεταφορά επενδύσεων και παραγωγικών δραστηριοτήτων από την Ευρώπη στις ΗΠΑ προκειμένου να επωφεληθούν από τις κρατικές επιδοτήσεις και άλλες ελαφρύνσεις. Ήδη ευρωπαϊκές εταιρείες όπως η γερμανική BASF ή η ιταλική Enel έχουν ανακοινώσει πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση, ενώ αντιστρόφως τα σχέδια αμερικανικών εταιρειών όπως η Intel για επενδύσεις στην Ευρώπη φαίνεται να παγώνουν, τουλάχιστον εν μέρει. Όσα κράτη μέλη διαθέτουν τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο (με πρώτη την Γερμανία) θα επιχειρήσουν να απαντήσουν με αντίστοιχα μέτρα, ενώ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ανακοινώσει πρωτοβουλίες. Το εάν θα αρκούν για να αναζωογονήσουν την ευρωπαϊκή βιομηχανία είναι κάτι που θα φανεί.

Χάρη στις καλές επιδόσεις των τελευταίων μηνών, η ελληνική οικονομία διάγει περίοδο αισιοδοξίας. Είναι ωφέλιμη η αισιοδοξία, αρκεί να μην μετατραπεί σε εφησυχασμό. Η εξάρτηση από τον τουρισμό παραμένει υπερβολική, η εξειδίκευση σε δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας παραμένει μεγάλη, η στροφή προς ένα δυναμικότερο και βιωσιμότερο παραγωγικό μοντέλο παραμένει ζητούμενο. Οι πόροι του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας είναι μοναδική ευκαιρία για την αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας. Η ευκαιρία αυτή δεν πρέπει να χαθεί.

Economic prospects in 2023: in the world, Europe, and Greece


Part of ELIAMEP Outlook, Predictions for 2023, published as ELIAMEP Policy Paper #121. A Greek version was published in the daily «TA ΝΕΑ» (Friday 30 December 2022).

In our December 2021 forecasts, we confidently predicted that “rising inflation in Europe will probably turn out to be temporary”. A year later, inflation is still with us, at its highest level since 1981. One can hardly fault readers for thinking that there may after all be some truth in the cliché that economists are better at predicting the past than the future.

In our defence, we would like to appeal to three extenuating circumstances.

The first is that we are not soothsayers. We did not predict that President Putin would unleash full-scale war on Ukraine – but, then, US warnings that Russia was going to invade were being dismissed by European leaders as late as 23 February 2022. It was Russian aggression that caused energy costs to skyrocket, causing the rest of the Consumer Price Index to climb with them.

Our second plea for mitigation is that we were hardly alone in underestimating inflationary pressures. Even though US inflation is higher, and unrelated to energy costs, few economists predicted its course. Janet Yellen, the US Treasury secretary, admitted as much in late May 2022. As she told reporters: “There have been unanticipated and large shocks to the economy that have boosted energy and food prices and supply bottlenecks that have affected our economy badly that I didn’t — at the time — didn’t fully understand, but we recognise that now”.

With hindsight, it is not difficult to see that economic policy makers around the world appeared to be fighting the last war until late in the day--not unlike the French generals on the eve of the Nazi invasion of May 1940. The trauma of the previous decade, when ECB President Jean-Claude Trichet raised interest rates twice in 2011 (“to nip inflation in the bud”), plunging the European economy into deeper recession, meant that today’s decision makers were unwilling to listen to the policy hawks calling for an early response to rising prices. In this context, erring on the side of caution posed a real risk.

As a matter of fact, central banks are now more tolerant of inflation than they were in the recent past: few seem to have the stomach for attempts to bring inflation down to 2% at the cost of engineering yet another recession and causing unemployment to soar. Moreover, international organisations think that inflation has now peaked and is about to de-escalate: the IMF forecast (in October) that prices in the Eurozone would rise by 3% to 6% in 2023; the European Commission (in November) came up with the conservative estimate of 6.1%; and the ECB (in December) put inflation in 2023 at 5.5%. (Inflation in the Eurozone in 2022 was expected to reach 8.1%.) This is the third and final point in our defence of last year’s prediction: rising inflation in Europe may well turn out to be temporary after all, albeit slightly less temporary than we all thought at first.

On another note, even though prospects for the European economy will also depend on what happens on the battlefields of Ukraine, recent developments leave room for (cautious) optimism. European manufacturers have recently achieved the rare feat of drastically reducing energy consumption while keeping industrial production at its previous level. Clearly, energy-intensive firms are struggling. But European manufacturing as a whole has to date proved remarkably flexible and inventive.

This is not to deny that the risk of deindustrialisation is real. To some extent, the fall in industry’s share of the economy and the rise of services are simply the continuation of a long-term trend associated with the emergence of new industrial powerhouses in Japan, Korea, Taiwan, China and elsewhere. This trend was reinforced by the laissez faire policy paradigm which viewed the failures of industrial policy in the 1970s as sufficient cause to abandon any ambitions of influencing the direction and pace of economic change through government action. The implications are now clear for all to see: entire industries have been allowed to desert old production centres and relocate elsewhere, while in terms of essential resources (energy, microprocessors, rare earths), the West is faced with dependence on foreign and often hostile regimes.

In the US, the quest for strategic autonomy was given a huge boost by the passing of the Inflation Reduction Act in August 2022, which provides for subsidies and tax relief worth $369 billion for firms investing in climate solutions. While clearly an impressive contribution to the fight against climate change, one side effect of the Act is that it radically changes the calculus by which firms weigh up investment decisions: European firms such as BASF and Enel have already announced that they will be investing in the US in order to take advantage of the very substantial public support made available by the Act, while US firms such as Intel have put investment projects in Europe on hold. In response, the European Commission, and those member states with the requisite fiscal space, are currently working on countermeasures. Whether these will be enough to stem the tide of relocation and give European manufacturing a new lease for life remains to be seen.

The Greek economy, though still nowhere near its 2007 peak, has outperformed expectations, bouncing back strongly from the Covid recession. The optimism of economic actors is a useful resource, provided it does not degenerate into complacency. Dependence on tourism remains excessive, too many activities remain low-tech and low-wage, and the turn to a more viable export-led growth model remains aspirational for now. The resources made available by the EU Recovery and Resilience Facility constitute a unique opportunity to modernise the economy, to upgrade skills and raise the game for Greek firms. We must not let it go to waste.

28 Δεκεμβρίου 2022

Πρόσφατες επιδόσεις και άμεσες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας


Δημοσιεύθηκε στο ενημερωτικό δελτίο του «K Report» (Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022).

Μετά μια καταστροφική δεκαετία (όταν η χώρα φτώχυνε αισθητά, και μαζί της οι περισσότεροι από τους κατοίκους της), την οποία διαδέχθηκε μια πολύ δύσκολη διετία, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας δείχνει απρόσμενα ισχυρή.

Πράγματι, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Νοέμβριος 2021), ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2022 θα διαμορφωθεί σε 6,0% στην Ελλάδα έναντι 3,3% στο σύνολο της ΕΕ. Η πρόβλεψη για το 2023 – έτος κορύφωσης της ενεργειακής κρίσης – είναι μικρή αύξηση (1,0%) του ΑΕΠ στη χώρα μας έναντι ακόμη μικρότερης (0,3%) στην ΕΕ. Αυτή η εικόνα αναμένεται να συνεχιστεί και το 2024, με την ελληνική οικονομία (2,0%) να «τρέχει» γρηγορότερα από την ευρωπαϊκή (1,6%).

Ακόμη πιο ελπιδοφόρο είναι ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας φαίνεται να στηρίζεται σε γερές βάσεις: η σύγκριση του πρώτου εννεάμηνου του 2022 με το αντίστοιχο του 2019 δείχνει σημαντική αύξηση των εξαγωγών αγαθών (+19%) και των επενδύσεων (+30%), κρίσιμα μεγέθη και τα δύο για τις μελλοντικές προοπτικές της χώρας.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η προσέλκυση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων υψηλής τεχνολογίας, είτε αυτό αφορά τη δημιουργία ερευνητικού κέντρου στη Θεσσαλονίκη από την Pfizer, είτε επενδύσεις σε cloud computing («υπολογιστικό νέφος») από κολοσσούς της Silicon Valley όπως η Microsoft και η Google, που αναμένεται να προσθέσουν μερικά δις ευρώ στο εθνικό εισόδημα και μερικές χιλιάδες (καλοπληρωμένες) θέσεις εργασίας.

Όλα καλά λοιπόν; Όχι ακριβώς. Ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας προς ένα πιο εξωστρεφές και πιο βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο είναι ακόμη απελπιστικά ημιτελής. Για την ακρίβεια, χωρίς γενναία αλλαγή προσανατολισμού στη δημόσια πολιτική κινδυνεύει να μείνει για πάντα ημιτελής. Παρά τις θετικές εξελίξεις σε επιμέρους σημεία, η ελληνική οικονομία δείχνει να παραμένει εγκλωβισμένη σε παραγωγικές δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, από επιχειρήσεις χαμηλής παραγωγικότητας, που απασχολούν εργαζόμενους χαμηλής ειδίκευσης, και πληρώνουν χαμηλούς μισθούς.

Ο πρώτος λόγος ανησυχίας αφορά το ρυθμό ανάπτυξης. Παρά την πρόσφατη επιτάχυνση, σε σύγκριση με την υποβάθμιση της προηγούμενης δωδεκαετίας η ανάπτυξη παραμένει θλιβερά αναιμική. Δεν πρόκειται για υποκειμενική εκτίμηση, του τύπου αν βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο ή μισοάδειο. Σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις του ECFIN, εάν επιβεβαιωθούν οι θετικές προβλέψεις για την επόμενη διετία (βλ. παραπάνω), το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων (σε όρους αγοραστικής αξίας) το 2024 θα είναι 32% χαμηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών μελών (δηλ. όπως ακριβώς το 2016). Το 2009 το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων ήταν μόλις 6% χαμηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ. Έχουμε αλήθεια συνειδητοποιήσει ότι, μετά τους Βούλγαρους και τους Σλοβάκους, είμαστε εδώ και καιρό οι φτωχότεροι στην Ευρώπη;

Ο δεύτερος λόγος ανησυχίας αφορά τις επενδύσεις. Παρά την πρόσφατη άνοδο, απέχουμε ακόμη πολύ από το να έχουμε αναπληρώσει το μεγάλο επενδυτικό κενό ολόκληρης της προηγούμενης δεκαετίας, όταν ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός της ελληνικής οικονομίας συρρικνωνόταν, καθώς ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (αυτό που ονομάζουμε «επενδύσεις») δεν αρκούσε ούτε καν για να αντικαταστήσει την απαξίωσή του λόγω της φθοράς του χρόνου («αποσβέσεις»). Πράγματι, αν και σαφώς αυξημένες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, οι επενδύσεις σήμερα βρίσκονται ακόμη κάτω από το μισό του επιπέδου που είχαν φτάσει προ δεκαπενταετίας. Επιπλέον, μια προσεκτικότερη ματιά στο είδος των επενδυτικών αγαθών που αυξάνονται περισσότερο δείχνει κυριαρχία των μη παραγωγικών επενδύσεων. Τα τελευταία τρία χρόνια οι επενδύσεις σε οπλικά συστήματα υπερ-εξαπλασιάστηκαν, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες σχεδόν διπλασιάστηκαν. Αντίθετα, οι επενδύσεις σε τεχνολογικό, μεταφορικό ή μηχανικό εξοπλισμό (εκτός οπλικών συστημάτων) αυξήθηκαν ελάχιστα.

Ο τρίτος λόγος ανησυχίας αφορά τις εξαγωγές. Παρά την πρόσφατη βελτίωση, το μερίδιο των ευρωπαϊκών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών που προέρχονται από την Ελλάδα είναι σήμερα καθαρά μικρότερο από ό,τι πριν 20 χρόνια (1,2% το 2021 έναντι 1,5% το 2000). Ακόμη χειρότερα, οι ατμομηχανές των ελληνικών εξαγωγών παραμένουν ο τουρισμός και τα καύσιμα (που εισάγονται, διυλίζονται, και επανεξάγονται). Σε πιο σύνθετα προϊόντα, υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να σημειώνει απογοητευτικές επιδόσεις. Τα δεδομένα του Οργανισμού Βιομηχανικής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (UNIDO) δείχνουν ότι το μερίδιο των προϊόντων μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας στο σύνολο των εξαγωγών μεταποίησης έχει υποχωρήσει από 37% το 2007 σε 28% το 2019 (τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν δεδομένα σήμερα). Η Ελλάδα ήταν τελευταία στην ΕΕ, και 84η στον κόσμο (σε σύνολο 151 χωρών).

Ο τέταρτος λόγος ανησυχίας αφορά τις εισαγωγές. Τα τελευταία δεδομένα για το πρώτο εννεάμηνο του 2022 δείχνουν ότι σε σχέση με το αντίστοιχο του 2019 οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είναι αυξημένες κατά 18%, ενώ οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μόνο κατά 2%. (Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 19% το 2019-2022, όπως αναφέραμε παραπάνω, αλλά οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 11%. Το καλοκαίρι του 2022 ήταν εξαιρετικό για τον ελληνικό τουρισμό, αλλά λιγότερο προσοδοφόρο από εκείνο του 2019.) Και αφού η άνοδος των εισαγωγών είναι θεαματικότερη από εκείνη των εξαγωγών, το αποτέλεσμα είναι η διόγκωση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου: από μόλις 0,3% του ΑΕΠ το πρώτο εννεάμηνο του 2019 σε 6,2% το πρώτο εννεάμηνο της φετινής χρονιάς. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε (ή ίσως χρειάζεται;) ότι το θηριώδες εξωτερικό έλλειμμα ήταν το ένα από τα δύο «δίδυμα ελλείμματα» πριν το 2010 που καταδίκασαν τη χώρα στη διεθνή οικονομική επιτροπεία των Μνημονίων.

Φαίνεται λοιπόν ότι εάν ξύσουμε λίγο τη γυαλιστερή επιφάνεια των πρόσφατων (αναμφισβήτητων) επιτυχιών θα βρεθούμε και πάλι αντιμέτωποι με την παραδοσιακή μετριότητα των οικονομικών επιδόσεων της χώρας, από την οποία πασχίζουμε να ξεφύγουμε.

Οι βαθύτερες αιτίες της κακοδαιμονίας αναλύονται αλλού, σε υπό έκδοση μελέτη μας για το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ. Το βασικό συμπέρασμα εκείνης της μελέτης είναι ότι η υποτίμηση της εργασίας και η αποδυνάμωση του δημόσιου τομέα έχουν εξαντλήσει τα όποια οφέλη τους, και πλέον λειτουργούν αντιπαραγωγικά. Η βιώσιμη ανάπτυξη δεν μπορεί να προκύψει με την απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς από τις ρυθμίσεις που τις περιορίζουν. Η αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας έχει οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προαπαιτούμενα: συνεπάγεται βαθιές τομές στην παραγωγή δεξιοτήτων, στην κοινωνική προστασία, στη φορολογία, και στις εργασιακές σχέσεις.

24 Δεκεμβρίου 2022

Small antidotes to existential angst

 


Οriginally published in Greek in Kathimerini (24 December 2022) under the title "Partying in Kyiv".

Wasn’t it Alki Zei, the novelist, who’d said “The best parties in Athens took place during the Occupation”? That was definitely not the selfish reaction of an unreflective individual, who turned in on herself while all around her fell apart; only the vital urge of a young woman in love (she had just met Giorgos Sevastikoglou, her lifetime companion), who drew strength from the certainty that she did the right thing (she had already joined the Resistance), and resolved to live every day to the full, knowing it could be her last.

That phrase came to mind as I read of the parties thrown in Kyiv and Lviv. With power from makeshift generators, and no heating, dancing with determination, waiting for the next bomb. Knowing that free men and women around the world admire them, cheer their military successes, and pin their hopes on their perseverance, until the end of the nightmare. It’s the human condition: we lick our wounds, count our losses, and push on. What else can one do?

Is it morally suspect of us western Europeans to watch a terrible war unfold as if it were a spectacle, from our warm home, with our beloved ones nearby and safe? It can be – unless we too are prepared to do the right thing: keep our calm about the rising cost of energy, treat compassionately Ukrainian (and other) refugees, send our governments the signal that we too will persevere, until the end of the nightmare.

Meanwhile, the spectacle par excellence for me and many other people around the world had already been stained by reports of thousands of migrant workers losing their lives to build Qatar’s stadiums before the bribing scandal at the European Parliament, involving MEPs from my adopted as well my actual country, from a political family close to mine (how many more trials does this life have in store for me?)

And yet, amidst the gloom, how many of us, against their better judgement, did not feel gradually engrossed in the childish excitement of a tense, closely contested football match? For 90 or 120 minutes (plus injury time) we forgot the war, climate change, the vulgarity of much of public life, the mediocrity of most of its protagonists, and geared up to applaud a great goal, or to regret a lost penalty, by a random millionaire from a faraway country.

Or to share the joy of those who cheered their own country’s victories, like the Moroccans who celebrated in the streets of Milan, children sitting on their shoulders, holding hands with their women, them wearing headscarf or lipstick and light makeup (or all of these at once), for a night of pure bliss, and then another, on top of the world.

Or to laugh with the near triumph of Ghana’s forward, by the name of Inaki Williams, who in the tenth minute of injury time, lurking behind the post with deadly intent, as Portugal goalkeeper Diogo Costa, oblivious to his presence, dropped the ball in front of him, darted forward, stole the ball, only to slip as he turned to score an easy goal, missing the chance to become a national hero, but not before giving a few million people around the world the gift of a few seconds of authentic joy, taking them back to the time when, sweaty and bruised, carefree and unsuspecting, they chased a ball on a dusty field for hours on end.

Οι μικρές απολαύσεις αντίδοτο στην υπαρξιακή αγωνία


Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022) με τίτλο 
«Πάρτυ στο Κίεβο».

Η Άλκη Ζέη δεν είχε γράψει ότι «τα καλύτερα πάρτυ γίνονταν στη διάρκεια της Κατοχής»; Δεν επρόκειτο για εγωιστική αντίδραση αστόχαστου ανθρώπου, που κλείνεται στον εαυτό του ενώ έξω όλα καταρρέουν. Αλλά για τη ζωτική ανάγκη ενός νεαρού ερωτευμένου κοριτσιού (εκείνη την εποχή γνωρίζει τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, σύντροφο μιας ζωής), που αντλεί δύναμη και γαλήνη από τη συνείδηση ότι κάνει αυτό που πρέπει (έχει ήδη προσχωρήσει στην Αντίσταση), και αποφασίζει να ζήσει έντονα κάθε μέρα, γνωρίζοντας ότι μπορεί να είναι η τελευταία.

Αυτή η φράση και αυτή η ιστορία μου ήρθε στο μυαλό διαβάζοντας για τα πάρτυ των κατοίκων του Κιέβου και του Λβυβ. Με ρεύμα από γεννήτριες, χωρίς θέρμανση, χορεύοντας με πείσμα, περιμένοντας την επόμενη βόμβα. Γνωρίζοντας ότι οι ελεύθεροι άνθρωποι όλου του κόσμου τους θαυμάζουν, πανηγυρίζουν για τις επιτυχίες τους, και προσεύχονται να αντέξουν, μέχρι το τέλος του εφιάλτη. Είναι η ανθρώπινη συνθήκη: γλύφουμε τις πληγές μας, μετράμε τις απώλειες μας, και προχωράμε, προσπαθώντας κάθε φορά να κάνουμε το σωστό. Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;

Είναι ηθικά αμφίβολη η στάση μας αυτή, να παρακολουθούμε έναν ακόμη φριχτό πόλεμο σαν να είναι ψυχαγωγικό θέαμα, από το ζεστό μας σπίτι, με τους αγαπημένους μας κοντά μας και ασφαλείς; Ναι είναι – εκτός εάν είμαστε έτοιμοι να κάνουμε και εμείς το σωστό, τηρουμένων των πολλών αναλογιών: κάνοντας υπομονή για το ρεύμα που ακρίβυνε, συμπεριφερόμενοι ανθρώπινα στους Ουκρανούς (και στους άλλους) πρόσφυγες, και στέλνοντας στις κυβερνήσεις που μας εκπροσωπούν το σινιάλο ότι είμαστε και εμείς έτοιμοι να αντέξουμε, μέχρι το τέλος του εφιάλτη.

Εν τω μεταξύ, το κατ’ εξοχήν ψυχαγωγικό θέαμα, για μένα και εκατομμύρια άλλους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, είχε από καιρό λεκιαστεί ανεξίτηλα, από την είδηση των χιλιάδων μεταναστών εργατών χωρίς δικαιώματα που έχασαν τη ζωή τους χτίζοντας τα γήπεδα όπου παίζεται το Μουντιάλ του Κατάρ. Ήδη προτού ξεσπάσει το σκάνδαλο χρηματισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και μάλιστα με πρωταγωνιστές πολιτικούς από τις δύο πατρίδες μου, και μάλιστα από συγγενική μου πολιτική οικογένεια (πόσες ακόμη δοκιμασίες μου επιφυλάσσει αυτή η ζωή;)

Και όμως, μέσα σε αυτό το ζόφο, πόσοι από εμάς δεν ένιωσαν, σχεδόν παρά τη θέλησή τους, να βυθίζονται σταδιακά στην παιδιάστικη απόλαυση ενός συναρπαστικού, αμφίρροπου αγώνα; «Τα λεπτά κυλούν, η αγωνία κορυφώνεται» - και για 90 ή 120 λεπτά (συν τις καθυστερήσεις) ξεχνάμε τον πόλεμο, την κλιματική αλλαγή, τη χυδαιότητα της δημόσιας ζωής, την ευτέλεια κάποιων πρωταγωνιστών της, και ετοιμαζόμαστε πάλι να πανηγυρίσουμε ένα γκολ, ή να λυπηθούμε για ένα χαμένο πέναλτυ, κάποιου άγνωστου σε εμάς εκατομμυριούχου από κάποια μακρινή χώρα.

Ή να μοιραστούμε τη χαρά όσων πανηγυρίζουν τις επιτυχίες της δικής τους χώρας, όπως οι Μαροκινοί του Μιλάνου, που βγήκαν με τις σημαίες τους, με τις καραμούζες τους, με τα παιδιά τους στους ώμους, κρατώντας από το χέρι τις γυναίκες τους, με μαντήλα ή με κραγιόν και ελαφρύ μακιγιάζ (ή με όλα αυτά μαζί και ταυτοχρόνως), για μια νύχτα, και μετά άλλη μια, στην κορυφή του κόσμου: έρχονται άλλες εποχές.

Ή να γελάσουμε με το ημιτελές κατόρθωμα του επιθετικού της Γκάνας (Ινάκι Γουίλλιαμς το όνομά του), που στο δέκατο λεπτό των καθυστερήσεων του αγώνα με την Πορτογαλία κρύφτηκε πίσω από το δοκάρι, σαν τίγρης σε θανάσιμη ενέδρα, και όταν ο αντίπαλος τερματοφύλακας άφησε τη μπάλα στο χόρτο, τινάχτηκε μπροστά, του την έκλεψε, στράφηκε για να την σπρώξει στο άδειο τέρμα – και γλύστρησε, χάνοντας τη μεγάλη ευκαιρία να γίνει εθνικός ήρωας, έχοντας όμως προηγουμένως χαρίσει σε μερικά εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο λίγα δευτερόλεπτα αυθεντικής χαράς, ταξιδεύοντάς τους στα χρόνια που ιδρωμένοι και γρατζουνισμένοι, ξένοιαστοι και ανυποψίαστοι, έτρεχαν ώρες ατέλειωτες πίσω από μια μπάλα σε μια σκονισμένη αλάνα.

2 Δεκεμβρίου 2022

No, l’Europa sociale non è un miraggio



Ομιλία στην ημερίδα του Jobless Society Forum "Work in Regress: Ripensare il lavoro in tempo di crisi" του Ιδρύματος Giangiacomo Feltrinelli (Μιλάνο, Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022).

Il titolo di questa sessione è: L’Europa sociale è un miraggio?

La mia risposta è: no.

Forse dovrei fermarmi qui (è stata una giornata lunga, ed è già molto tardi), ma spiegherò brevemente perché la penso così.

1. Se prendiamo come criterio la quota di spesa nazionale dedicata alla protezione sociale, dobbiamo concludere che l’Europa non è mai stata così sociale. Nel 2020, la spesa sociale nell’UE (al netto delle spese amministrative) superava il 30% del Pil. Negli Stati Uniti (nel 2019) ammontava al 18%.

2. Ormai da parecchi anni, il campione europeo non è più la Svezia, ma la Francia (35,2%). L’Italia non è molto lontana da questo traguardo: la spesa sociale nel 2020 era pari al 33,3% del Pil. Certo, il 2020 era un anno anomalo, e nel 2019 la spesa sociale in Italia era ‘soltanto’ 28,3% del Pil. Ma questa cifra era a sua volta nettamente superiore a quella del 2007 (prima della crisi finanziaria, 24,3%), oppure a quella del 2000 (prima della moneta unica, 22,7%).

3. Si potrebbe obiettare che, se la spesa sociale è cresciuta negli ultimi decenni, i rischi e i problemi sociali sono cresciuti di pari passo, quindi dobbiamo correre di più per non rimanere indietro. Forse è così. Senz’altro oggi c’è più precarietà e povertà lavorativa rispetto agli anni Ottanta (quando avevo l’età che hanno oggi i miei due figli), e questo è uno dei motivi per cui bisogna ripensare le regole del mercato del lavoro e ribilanciare la spesa sociale a favore dei giovani.

4. Però, per altri aspetti, non ci stiamo necessariamente muovendo nella direzione sbagliata. Per esempio, la disuguaglianza non è in crescita dappertutto: lo è in Italia, ma nella metà degli stati membri oggi c’è meno disuguaglianza rispetto a prima della crisi finanziaria. Complessivamente nell’UE la disuguaglianza nel 2019 si attestava sul livello del 2007, quindi non mi sembra il caso di evocare un mitico passato in cui l’Europa era ‘più sociale’. Anzi, forse è il presente ad essere un po’ sorprendende: abbiamo avuto la crisi finanziaria, l’austerità, la pandemia, eppure lo stato sociale europeo è ancora fra noi ed è più forte che mai – stando ai livelli di spesa sociale. Forse dovremmo addirittura brindare. ('Count our blessings' come dicono gli anglosassoni.)

5. Se infatti è vero, come sostengo, che il modello sociale europeo – nonostante le apparenze – gode di ottima salute, dobbiamo piuttosto chiederci il perché. Qual è il segreto della sua resilienza (per abusare di una parola che va di moda ultimamente)?

6. A mio parere, la risposta va cercata in ciò che scrisse più di 30 anni fa, quando veniva abbattuto il Muro di Berlino, Ralf Dahrendorf (curioso intellettuale, che in una vita sola è riuscito a diventare parlamentare tedesco, Lord inglese e Commissario europeo). Scriveva Dahrendorf che quello che rende l’Europa unica al mondo è l'essere riuscita a quadrare il cerchio, cioè a coniugare (i) libertà politica, (ii) prosperità economica e (iii) coesione sociale. Due di questi tre aspetti sono riusciti a coniugarli altrove: gli Stati Uniti i primi due, la Cina gli ultimi due. Tutte e tre, invece, solo la nostra Europa. (Brindiamo ancora.)

7. Se il liberale Dahrendorf aveva ragione, per lo stesso motivo la democristiana Merkel aveva torto, quando faceva notare (a Davos, nel dicembre 2013) che il vecchio continente rappresenta il 7% della popolazione mondiale, il 25% del Pil mondiale e il 50% della spesa sociale mondiale, insinuando che in un’epoca di competizione globale una spesa sociale così elevata non fosse più sostenibile. Sbagliava: l’Europa è diventata ciò che è oggi proprio perché ha investito così tanto nella protezione sociale. E deve continuare a farlo (certo, in maniera intelligente) se intende mantenere la sua competitività economica oltre che la coesione sociale.

8. Per fare un altro esempio: è senz’altro vero che lo stato sociale danese è più forte di quello bulgaro, perché la Danimarca è più ricca della Bulgaria e perciò può permettersi di finanziare prestazioni sociali più generose. Ma è vero anche il contrario: l’economia danese è più competitiva di quella bulgara proprio perché può contare su una forza lavoro sana e ben istruita, su relazioni industriali non troppo conflittuali, su istituzioni del mercato del lavoro che coniugano flessibilità e sicurezza, e così via.

9. Detto fra parentesi, in una economia di mercato ignorare le esigenze legittime delle imprese non è una buona idea, se abbiamo nel cuore la coesione sociale. Quando il livello, la distribuzione e le regole della spesa sociale minano il buon funzionamento dell’economia, finisce male per tutti – a partire dai più deboli. Avendo osservato da vicino la crisi greca degli anni 2010, ve lo posso assicurare.

10. Cosa fare quindi? Investire, investire, investire: su programmi di sostegno al reddito efficaci (lo stress della povertà estrema danneggia le capacità cognitive delle persone e le induce a errori che ne peggiorano ulteriormente la situazione economica); su asili nido (il miglior investimento possibile e immaginabile, con un rendimento annuo pari al 13% secondo James Heckman, premio Nobel per l'economia nel 2000); sugli altri servizi di cura, aiutando sia i beneficiari sia i rispettivi familiari (di solito donne); e infine su sistemi di formazione che preparano le persone ad affermarsi nell’economia digitale.

Per un’Europa più libera, più prospera e più coesa.