28 Δεκεμβρίου 2022

Πρόσφατες επιδόσεις και άμεσες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας


Δημοσιεύθηκε στο ενημερωτικό δελτίο του «K Report» (Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022).

Μετά μια καταστροφική δεκαετία (όταν η χώρα φτώχυνε αισθητά, και μαζί της οι περισσότεροι από τους κατοίκους της), την οποία διαδέχθηκε μια πολύ δύσκολη διετία, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας δείχνει απρόσμενα ισχυρή.

Πράγματι, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Νοέμβριος 2021), ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2022 θα διαμορφωθεί σε 6,0% στην Ελλάδα έναντι 3,3% στο σύνολο της ΕΕ. Η πρόβλεψη για το 2023 – έτος κορύφωσης της ενεργειακής κρίσης – είναι μικρή αύξηση (1,0%) του ΑΕΠ στη χώρα μας έναντι ακόμη μικρότερης (0,3%) στην ΕΕ. Αυτή η εικόνα αναμένεται να συνεχιστεί και το 2024, με την ελληνική οικονομία (2,0%) να «τρέχει» γρηγορότερα από την ευρωπαϊκή (1,6%).

Ακόμη πιο ελπιδοφόρο είναι ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας φαίνεται να στηρίζεται σε γερές βάσεις: η σύγκριση του πρώτου εννεάμηνου του 2022 με το αντίστοιχο του 2019 δείχνει σημαντική αύξηση των εξαγωγών αγαθών (+19%) και των επενδύσεων (+30%), κρίσιμα μεγέθη και τα δύο για τις μελλοντικές προοπτικές της χώρας.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η προσέλκυση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων υψηλής τεχνολογίας, είτε αυτό αφορά τη δημιουργία ερευνητικού κέντρου στη Θεσσαλονίκη από την Pfizer, είτε επενδύσεις σε cloud computing («υπολογιστικό νέφος») από κολοσσούς της Silicon Valley όπως η Microsoft και η Google, που αναμένεται να προσθέσουν μερικά δις ευρώ στο εθνικό εισόδημα και μερικές χιλιάδες (καλοπληρωμένες) θέσεις εργασίας.

Όλα καλά λοιπόν; Όχι ακριβώς. Ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας προς ένα πιο εξωστρεφές και πιο βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο είναι ακόμη απελπιστικά ημιτελής. Για την ακρίβεια, χωρίς γενναία αλλαγή προσανατολισμού στη δημόσια πολιτική κινδυνεύει να μείνει για πάντα ημιτελής. Παρά τις θετικές εξελίξεις σε επιμέρους σημεία, η ελληνική οικονομία δείχνει να παραμένει εγκλωβισμένη σε παραγωγικές δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, από επιχειρήσεις χαμηλής παραγωγικότητας, που απασχολούν εργαζόμενους χαμηλής ειδίκευσης, και πληρώνουν χαμηλούς μισθούς.

Ο πρώτος λόγος ανησυχίας αφορά το ρυθμό ανάπτυξης. Παρά την πρόσφατη επιτάχυνση, σε σύγκριση με την υποβάθμιση της προηγούμενης δωδεκαετίας η ανάπτυξη παραμένει θλιβερά αναιμική. Δεν πρόκειται για υποκειμενική εκτίμηση, του τύπου αν βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο ή μισοάδειο. Σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις του ECFIN, εάν επιβεβαιωθούν οι θετικές προβλέψεις για την επόμενη διετία (βλ. παραπάνω), το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων (σε όρους αγοραστικής αξίας) το 2024 θα είναι 32% χαμηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών μελών (δηλ. όπως ακριβώς το 2016). Το 2009 το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων ήταν μόλις 6% χαμηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ. Έχουμε αλήθεια συνειδητοποιήσει ότι, μετά τους Βούλγαρους και τους Σλοβάκους, είμαστε εδώ και καιρό οι φτωχότεροι στην Ευρώπη;

Ο δεύτερος λόγος ανησυχίας αφορά τις επενδύσεις. Παρά την πρόσφατη άνοδο, απέχουμε ακόμη πολύ από το να έχουμε αναπληρώσει το μεγάλο επενδυτικό κενό ολόκληρης της προηγούμενης δεκαετίας, όταν ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός της ελληνικής οικονομίας συρρικνωνόταν, καθώς ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (αυτό που ονομάζουμε «επενδύσεις») δεν αρκούσε ούτε καν για να αντικαταστήσει την απαξίωσή του λόγω της φθοράς του χρόνου («αποσβέσεις»). Πράγματι, αν και σαφώς αυξημένες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, οι επενδύσεις σήμερα βρίσκονται ακόμη κάτω από το μισό του επιπέδου που είχαν φτάσει προ δεκαπενταετίας. Επιπλέον, μια προσεκτικότερη ματιά στο είδος των επενδυτικών αγαθών που αυξάνονται περισσότερο δείχνει κυριαρχία των μη παραγωγικών επενδύσεων. Τα τελευταία τρία χρόνια οι επενδύσεις σε οπλικά συστήματα υπερ-εξαπλασιάστηκαν, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες σχεδόν διπλασιάστηκαν. Αντίθετα, οι επενδύσεις σε τεχνολογικό, μεταφορικό ή μηχανικό εξοπλισμό (εκτός οπλικών συστημάτων) αυξήθηκαν ελάχιστα.

Ο τρίτος λόγος ανησυχίας αφορά τις εξαγωγές. Παρά την πρόσφατη βελτίωση, το μερίδιο των ευρωπαϊκών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών που προέρχονται από την Ελλάδα είναι σήμερα καθαρά μικρότερο από ό,τι πριν 20 χρόνια (1,2% το 2021 έναντι 1,5% το 2000). Ακόμη χειρότερα, οι ατμομηχανές των ελληνικών εξαγωγών παραμένουν ο τουρισμός και τα καύσιμα (που εισάγονται, διυλίζονται, και επανεξάγονται). Σε πιο σύνθετα προϊόντα, υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να σημειώνει απογοητευτικές επιδόσεις. Τα δεδομένα του Οργανισμού Βιομηχανικής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (UNIDO) δείχνουν ότι το μερίδιο των προϊόντων μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας στο σύνολο των εξαγωγών μεταποίησης έχει υποχωρήσει από 37% το 2007 σε 28% το 2019 (τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν δεδομένα σήμερα). Η Ελλάδα ήταν τελευταία στην ΕΕ, και 84η στον κόσμο (σε σύνολο 151 χωρών).

Ο τέταρτος λόγος ανησυχίας αφορά τις εισαγωγές. Τα τελευταία δεδομένα για το πρώτο εννεάμηνο του 2022 δείχνουν ότι σε σχέση με το αντίστοιχο του 2019 οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είναι αυξημένες κατά 18%, ενώ οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μόνο κατά 2%. (Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 19% το 2019-2022, όπως αναφέραμε παραπάνω, αλλά οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 11%. Το καλοκαίρι του 2022 ήταν εξαιρετικό για τον ελληνικό τουρισμό, αλλά λιγότερο προσοδοφόρο από εκείνο του 2019.) Και αφού η άνοδος των εισαγωγών είναι θεαματικότερη από εκείνη των εξαγωγών, το αποτέλεσμα είναι η διόγκωση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου: από μόλις 0,3% του ΑΕΠ το πρώτο εννεάμηνο του 2019 σε 6,2% το πρώτο εννεάμηνο της φετινής χρονιάς. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε (ή ίσως χρειάζεται;) ότι το θηριώδες εξωτερικό έλλειμμα ήταν το ένα από τα δύο «δίδυμα ελλείμματα» πριν το 2010 που καταδίκασαν τη χώρα στη διεθνή οικονομική επιτροπεία των Μνημονίων.

Φαίνεται λοιπόν ότι εάν ξύσουμε λίγο τη γυαλιστερή επιφάνεια των πρόσφατων (αναμφισβήτητων) επιτυχιών θα βρεθούμε και πάλι αντιμέτωποι με την παραδοσιακή μετριότητα των οικονομικών επιδόσεων της χώρας, από την οποία πασχίζουμε να ξεφύγουμε.

Οι βαθύτερες αιτίες της κακοδαιμονίας αναλύονται αλλού, σε υπό έκδοση μελέτη μας για το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ. Το βασικό συμπέρασμα εκείνης της μελέτης είναι ότι η υποτίμηση της εργασίας και η αποδυνάμωση του δημόσιου τομέα έχουν εξαντλήσει τα όποια οφέλη τους, και πλέον λειτουργούν αντιπαραγωγικά. Η βιώσιμη ανάπτυξη δεν μπορεί να προκύψει με την απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς από τις ρυθμίσεις που τις περιορίζουν. Η αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας έχει οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προαπαιτούμενα: συνεπάγεται βαθιές τομές στην παραγωγή δεξιοτήτων, στην κοινωνική προστασία, στη φορολογία, και στις εργασιακές σχέσεις.