30 Δεκεμβρίου 2022

Η οικονομία το 2023 στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022) στο ένθετο του ΕΛΙΑΜΕΠ για τις προοπτικές της νέας χρονιάς, και ως ELIAMEP Policy Paper #121.

Στο περυσινό αφιέρωμα της εφημερίδας στις προβλέψεις του ΕΛΙΑΜΕΠ, κάναμε την εκτίμηση ότι «στην Ευρώπη η άνοδος του πληθωρισμού θα είναι σε μεγάλο βαθμό παροδική». Όπως όλοι γνωρίζουν, έναν χρόνο αργότερα ο πληθωρισμός είναι ακόμη εδώ και είναι ακόμη υψηλός, άρα δικαιολογημένα μπορεί οι αναγνώστες να αναλογιστούν το γνωστό ρητό, ότι οι οικονομολόγοι τα καταφέρνουν καλύτερα να προβλέπουν το παρελθόν παρά το μέλλον.

Παραδεχόμαστε την ενοχή μας, αλλά επικαλούμαστε τρία ελαφρυντικά. Το πρώτο είναι ότι δεν διαθέτουμε μαντικές ικανότητες: στην Ευρώπη ο πληθωρισμός οφείλεται κυρίως στη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, που εκτίναξε τις τιμές της ενέργειας. Να θυμίσουμε ότι μέχρι και τις παραμονές της 24ης Φεβρουαρίου, οι αμερικανικές προειδοποιήσεις ότι ο Πούτιν ετοιμάζει πόλεμο γίνονταν δεκτές με δυσπιστία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Το δεύτερο ελαφρυντικό μας είναι ότι είχαμε καλή παρέα. Παρότι στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός είχε εγχώριες αιτίες, ελάχιστοι οικονομολόγοι πριν από ένα χρόνο προέβλεψαν την κλιμάκωσή του. Η Janet Yellen, υπουργός οικονομικών, και πρώην διοικητής της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας, δεν ήταν ανάμεσά τους. Όπως παραδέχθηκε σε συνέντευξή της στο CNN, «Νομίζω ότι είχα άδικο πέρυσι όσον αφορά την εξέλιξη του πληθωρισμού. Συνέβησαν απρόσμενα και μεγάλα σοκ στην οικονομία που δεν κατανόησα πλήρως τότε.» (Βλ. σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times 1 Ιουνίου 2022.)

Εκ των υστέρων, εύκολα μπορεί να δει κανείς ότι μέχρι πολύ πρόσφατα οι υπεύθυνοι για την οικονομική πολιτική σε όλο τον κόσμο «πολεμούσαν τον προηγούμενο πόλεμο», σαν τους Γάλλους στρατηγούς τις παραμονές της γερμανικής εισβολής του Μαΐου 1940. Η τραυματική εμπειρία της λιτότητας και της ύφεσης πριν δέκα χρόνια, όταν ο Jean-Claude Trichet, διοικητής της ΕΚΤ, αύξησε τα επιτόκια δύο φορές εν μέσω ύφεσης «για να μην ξεφύγει ο πληθωρισμός», κάνοντας έτσι την ύφεση βαθύτερη, έκανε τους σημερινούς υπεύθυνους για την οικονομική πολιτική να κλείσουν τα αυτιά τους στα «γεράκια» που ζητούσαν μέτρα κατά του πληθωρισμού.

Βέβαια, στην προσπάθεια να αποφύγει κανείς ένα λάθος κινδυνεύει να διαπράξει το αντίθετο. Οι κεντρικές τράπεζες κατηγορούνται ότι άργησαν υπερβολικά να αυξήσουν τα επιτόκια. Σε κάθε περίπτωση, η «ανοχή» τους στον πληθωρισμό είναι μεγαλύτερη από ό,τι στο παρελθόν: λίγοι φαίνεται να έχουν το «στομάχι» για πάση θυσία μείωσή του στο 2%, εάν το τίμημα είναι ύφεση και άνοδος της ανεργίας. Εξ άλλου, τα νέα από το μέτωπο του πληθωρισμού είναι μάλλον θετικά. Οι προβλέψεις όλων των διεθνών οργανισμών δίνουν αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη το 2023. Το ΔΝΤ (τον Οκτώβριο) 3-6%. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (τον Νοέμβριο) 6,1%. Η ΕΚΤ (τον Δεκέμβριο) 5,5%. (Το 2022 ο πληθωρισμός φαίνεται ότι θα διαμορφωθεί σε 8,1% στην Ευρωζώνη.) Αυτό είναι το τρίτο και τελευταίο ελαφρυντικό της περυσινής πρόβλεψης: η άνοδος του πληθωρισμού μπορεί τελικά όντως να αποδειχθεί παροδική, απλώς λίγο λιγότερο παροδική από ό,τι νομίζαμε (σχεδόν όλοι).

Κατά τα άλλα, αν και η πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πορεία του πολέμου στην Ουκρανία, υπάρχει έδαφος για (συγκρατημένη) αισιοδοξία. Μέχρι τώρα η ευρωπαϊκή βιομηχανία έχει καταφέρει κάτι που μέχρι τώρα φάνταζε ανέφικτο: να μειώσει την κατανάλωση ενέργειας χωρίς να μειώσει την βιομηχανική παραγωγή. Φυσικά, οι πιο ενεργοβόροι κλάδοι ζορίζονται. Αλλά κατά μέσο όρο, οι ευρωπαϊκές βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν επιδείξει αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα και επινοητικότητα.

Βέβαια, ο κίνδυνος της αποβιομηχανοποίησης είναι υπαρκτός, ιδίως στην Ευρώπη. Φυσικά, η υποχώρηση του μεριδίου της βιομηχανίας, με αύξηση του ειδικού βάρους των υπηρεσιών, είναι μακροχρόνια τάση, που σχετίζεται με την ανάδυση νέων κέντρων βιομηχανικής παραγωγής (κατά σειρά) στην Ιαπωνία, την Κορέα, την Ταϊβάν, την Κίνα και αλλού. Επιταχύνθηκε όμως από την επικράτηση ενός παραδείγματος οικονομικής πολιτικής που, στο όνομα της όντως τραυματικής εμπειρίας από τη σπάταλη και αποτυχημένη βιομηχανική πολιτική της δεκαετίας του ’70, που φόρτωσε την Ευρώπη με «προβληματικές επιχειρήσεις», κήρυττε την παραίτηση από οποιαδήποτε απόπειρα του κράτους να επηρεάσει την κατεύθυνση της οικονομικής μεταβολής. Τα αποτελέσματα είναι μπροστά μας: ολόκληροι παραγωγικοί κλάδοι έχουν αφεθεί να αποχωρήσουν από τα παλιά βιομηχανικά κέντρα και να μετεγκατασταθούν αλλού, ενώ στο πεδίο της εξασφάλισης κρίσιμων πόρων (ενέργεια, μικροεπεξεργαστές, σπάνιες γαίες), η Δύση αντιμετωπίζει το φάσμα της εξάρτησης από ξένες χώρες, ενίοτε με εχθρικά καθεστώτα.

Η αντίδραση των ΗΠΑ σε αυτό τον κίνδυνο ήταν η πρόσφατη ψήφιση του αμερικανικού Νόμου για τη Μείωση του Πληθωρισμού (IRA), που μεταξύ άλλων προσφέρει 369 δις δολάρια σε επιδοτήσεις και φορολογικές ελαφρύνσεις σε εταιρείες που αναπτύσσουν πράσινες τεχνολογίες παράγοντας στις ΗΠΑ. Παρότι θα είναι προφανώς θετική η επίδραση του Νόμου στο ζωτικό μέτωπο της αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, μια ανησυχητική παρενέργειά του είναι η μεταφορά επενδύσεων και παραγωγικών δραστηριοτήτων από την Ευρώπη στις ΗΠΑ προκειμένου να επωφεληθούν από τις κρατικές επιδοτήσεις και άλλες ελαφρύνσεις. Ήδη ευρωπαϊκές εταιρείες όπως η γερμανική BASF ή η ιταλική Enel έχουν ανακοινώσει πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση, ενώ αντιστρόφως τα σχέδια αμερικανικών εταιρειών όπως η Intel για επενδύσεις στην Ευρώπη φαίνεται να παγώνουν, τουλάχιστον εν μέρει. Όσα κράτη μέλη διαθέτουν τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο (με πρώτη την Γερμανία) θα επιχειρήσουν να απαντήσουν με αντίστοιχα μέτρα, ενώ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ανακοινώσει πρωτοβουλίες. Το εάν θα αρκούν για να αναζωογονήσουν την ευρωπαϊκή βιομηχανία είναι κάτι που θα φανεί.

Χάρη στις καλές επιδόσεις των τελευταίων μηνών, η ελληνική οικονομία διάγει περίοδο αισιοδοξίας. Είναι ωφέλιμη η αισιοδοξία, αρκεί να μην μετατραπεί σε εφησυχασμό. Η εξάρτηση από τον τουρισμό παραμένει υπερβολική, η εξειδίκευση σε δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας παραμένει μεγάλη, η στροφή προς ένα δυναμικότερο και βιωσιμότερο παραγωγικό μοντέλο παραμένει ζητούμενο. Οι πόροι του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας είναι μοναδική ευκαιρία για την αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας. Η ευκαιρία αυτή δεν πρέπει να χαθεί.