17 Μαρτίου 1997

Η πολιτική οικονομία της εθνικής σύνταξης

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 16 Μαρτίου 1997)

Οι λόγοι που επιβάλλουν όχι την παθητική συναίνεση αλλά την ενθουσιώδη συμμετοχή της Αριστεράς στο διάλογο για τη μεταρρύθμιση του συστήματος συντάξεων είχαν εκτεθεί εν συντομία σε προηγούμενο σημείωμα στα «Ενθέματα» (2 και 9 Φεβρουαρίου 1997). Το σημερινό σύστημα δεν είναι ούτε βιώσιμο οικονομικά ούτε δίκαιο κοινωνικά: το ποσοστό του εθνικού εισοδήματος που δαπανά η χώρα μας για συντάξεις είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, παρ’ ότι το ποσοστό των ηλικιωμένων στον πληθυσμό της είναι από τα χαμηλότερα, ενώ ταυτόχρονα, η φτώχεια είναι πολύ πιο εκτεταμένη μεταξύ των ηλικιωμένων από ό,τι σε άλλες ηλικιακές ομάδες.

Μια εναλλακτική πρόταση, άξια, κατά τη γνώμη μου, υιοθέτισης από την Αριστερά, είναι η θεσμοθέτηση εθνικής σύνταξης, χρηματοδοτούμενης από τον κρατικό προϋπολογισμό (αξίας π.χ. 10 ημερομισθίων ανειδίκευτου εργάτη), η οποία θα δίνεται με τη συμπλήρωση των 65 ετών χωρίς άλλες προϋποθέσεις, σε συνδυασμό με μια συμπληρωματική σύνταξη, η οποία θα χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, θα συνδέεται με την αξία των εισφορών που έχει πληρώσει στη διάρκεια της εργάσιμης ζωής του κάθε εργαζόμενος και οι εκάστοτε εργοδότες του, ενώ θα μειώνεται αναλογικά σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδότησης. Η εισαγωγή ενός τέτοιου συστήματος συντάξεων θα έπρεπε, ασφαλώς, να συνδυαστεί με την κατάργηση των κρατικών επιχορηγήσεων προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (και βεβαίως των ‘κοινωνικών πόρων’, που σήμερα κατανέμονται με κριτήρια κάθε άλλο παρά ορθολογικά), πράγμα που θα επιτρέψει τη συγκέντρωση της κρατικής υποστήριξης στη χρηματοδότηση της εθνικής σύνταξης.

Το ακριβές ύψος της απαιτούμενης δαπάνης για τη χρηματοδότηση της εθνικής σύνταξης εξαρτάται από τη συγκεκριμένη μορφή της. Η πρόταση που κατατίθεται εδώ για συζήτηση εννοεί τη εθνική σύνταξη ως οικουμενική παροχή, μοναδική προϋπόθεση της οποίας είναι η ηλικία. Με άλλα λόγια, δεν θα συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό των δικαιούχων ούτε το ιστορικό απασχόλησης, ούτε η προηγούμενη καταβολή εισφορών, ούτε το εισόδημα από συντάξεις ή άλλους πόρους.

Ο αντίλογος θα ανακαλούσε τα τυπικά επιχειρήματα εναντίον των οικουμενικών και υπέρ των επιλεκτικών παροχών: υψηλό κόστος, σπατάλη πόρων σε άτομα που δεν έχουν ανάγκη κρατικής υποστήριξης. Η φαινομενική στερεότητα μιας τέτοιας επιχειρηματολογίας είναι, στην πραγματικότητα, λιγότερο ακλόνητη. Ο περιορισμός της εθνικής σύνταξης σε άτομα χαμηλού εισοδήματος θα ανέβαζε το διοικητικό της κόστος, αφού θα απαιτούσε την εισαγωγή διαδικασιών εξακρίβωσης του εισοδήματος ή πολύ περισσότερο της περιουσίας των υποψηφίων δικαιούχων. Η θέσπιση κριτηρίων θα οδηγούσε, όπως συμβαίνει πάντοτε σε αυτές τις περιπτώσεις, στη μη διεκδίκηση της εθνικής σύνταξης από άτομα που βάσει των κριτηρίων τη δικαιούνται και στην απόδοση της σε άτομα που αποκρύπτουν μέρος του εισοδήματος ή της περιουσίας τους. Επιπλέον, ενώ μια οικουμενική εθνική σύνταξη θα ενίσχυε τα κίνητρα για την πληρωμή εισφορών και τη συσσώρευση ‘ενσήμων’ εν όψει της συμπληρωματικής σύνταξης, η επιλεκτική εκδοχή της θα εισήγαγε αντικίνητρα, αφού η μη παροχή της εθνικής σύνταξης σε άτομα με εισόδημα προερχόμενο από άλλες συντάξεις ισοδυναμεί με μείωση μέχρι μηδενισμού της οριακής ανταποδοτικότητας των εισφορών για τη συμπληρωματική σύνταξη. Τέλος, η δυνατότητα των μεσαίων στρωμάτων να απολαμβάνουν οικουμενικές παροχές που, ίσως, δεν χρειάζονται ενισχύει τη συναίνεση τους στο κοινωνικό κράτος και αποτρέπει φαινόμενα ‘φορολογικής εξέγερσης’. Εξ άλλου, δεδομένου του ότι η κρατική ενίσχυση στο συνταξιοδοτικό σύστημα σήμερα ευνοεί, κυρίως, ταμεία ασφάλισης ευπόρων ομάδων, η κατάργηση των ενισχύσεων αυτών για τη συγκέντρωση πόρων για τη εθνική σύνταξη θα είχε απαγορευτικό πολιτικό κόστος εάν συνοδευόταν από τον αποκλεισμό επίσης των ομάδων αυτών από τη νέα εθνική σύνταξη.

Ποιο θα ήταν, όμως, το κόστος μιας οικουμενικής εθνικής σύνταξης; Σήμερα στην Ελλάδα ζουν περίπου 1.650.000 άτομα άνω των 65 ετών. Εάν η αξία της οριζόταν σε 10 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη (60.000 δρχ. περίπου) το μήνα, και πληρωνόταν 14 φορές το χρόνο, η συνολική ετήσια δαπάνη θα έφτανε τα 1.386 δισ. δρχ. σε σημερινές τιμές.

Δεδομένου ότι η φτώχεια μεταξύ των ηλικιωμένων που ζουν μόνοι είναι σαφώς οξύτερη απ’ ό,τι μεταξύ των ηλικιωμένων ζευγαριών ή εκείνων που ζουν με νεώτερους συγγενείς τους, μια αποδεκτή παραλλαγή θα ήταν εκείνη των ‘κλιμάκων ισοδυναμίας’: δηλ. πλήρης εθνική σύνταξη για κάθε ηλικιωμένο που ζει μόνος, 3/4 του ποσού για όσους ζουν με άλλους (1,5 εθνική σύνταξη ή 90.000 δρχ. το μήνα για ένα ζεύγος ηλικιωμένων). Το κόστος αυτής της παραλλαγής εξαρτάται από την κατανομή των ηλικιωμένων σε αυτές τις δύο κατηγορίες: εάν υποτεθεί ότι από τα 700.000 άτομα που ζουν μόνα τους στη χώρα μας 550.000 είναι άνω των 65 ετών (1/3 των ηλικιωμένων), η συνολική ετήσια δαπάνη θα έφτανε τα 1.155 δισ. δρχ. σε σημερινές τιμές. Από το ποσό αυτό θα πρέπει να αφαιρεθεί μέρος της δαπάνης του κρατικού προϋπολογισμού για συντάξεις δημοσίων πολιτικών ή στρατιωτικών υπαλλήλων (724 δισ. δρχ. το 1997), αφού κονδύλια ύψους 175 δισ. δρχ. θα μπορούσαν να εγγραφούν ως δαπάνη για τη εθνική σύνταξη όσων εκ των σημερινών δικαιούχων είναι άνω των 65 ετών αφήνοντας άθικτο το συνολικό ύψος της σύνταξης τους.

Το ποσό των 980 δισ. δρχ. που προκύπτει είναι αναμφισβήτητα σημαντικό. Ωστόσο, το αντίστοιχο ποσό που δαπανάται (με τρόπο οικονομικά αναποτελεσματικό και κοινωνικά άδικο) για την κρατική ενίσχυση του συνταξιοδοτικού συστήματος σήμερα υπερβαίνει τα 1.100 δισ. δρχ.: ο προϋπολογισμός του 1997 έχει προβλέψει τη διάθεση του ποσού των 1.016 δισ. δρχ. ως κρατική επιχορήγηση και αποδόσεις εσόδων στην κοινωνική ασφάλιση, ενώ το κόστος δύο ‘ειδικών μέτρων κοινωνικής πολιτικής’ (αύξηση συντάξεων ΟΓΑ και Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων) υπολογίζεται στα 84 δισ. δρχ. Και αυτό, χωρίς να προστεθούν πόροι οι οποίοι παρ’ ότι κατ’ ουσίαν αποτελούν αφανείς και ακούσιες ενισχύσεις του κοινωνικού συνόλου θεωρούνται τυπικά και πέρα από κάθε λογική ‘εισφορές ασφαλισμένων’: π.χ. εισφορά 1% στις ‘δαπάνες εκτέλεσης Δημοσίων, Δημοτικών, Κοινοτικών και ΝΠΔΔ έργων’ υπέρ ΤΣΜΕΔΕ.

Με άλλα λόγια, πόροι για τη θεσμοθέτηση οικουμενικής εθνικής σύνταξης υπάρχουν: η κατάργηση των σημερινών ενισχύσεων του κρατικού προϋπολογισμού στο ασφαλιστικό σύστημα θα εξοικονομούσε ποσά που υπερκαλύπτουν τη δαπάνη που απαιτείται για τη χρηματοδότηση της. Τα εμπόδια για την εφαρμογή της είναι κυρίως πολιτικά: η αντίσταση των ευνοημένων από το σημερινό σύστημα, οι οποίοι υπεραντιπροσωπεύονται στα συνδικάτα και στα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της Αριστεράς. Η αντίσταση τους όμως αυτή όχι μόνο υπονομεύει τη βιωσιμότητα του συστήματος, αλλά και αντίκειται στις βασικές αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, αφού στρέφεται εναντίον όσων σήμερα αποκλείονται από το συνταξιοδοτικό σύστημα. Στρέφεται, επίσης, εναντίον των νέων, οι οποίοι δεν θα μπορούν πλέον να υπολογίζουν σε αξιοπρεπείς συντάξεις μετά το τέλος της εργάσιμης ζωής τους. Όλοι αυτοί έχουν μικρή πολιτική δύναμη, ούτε συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση που διεξάγεται ερήμην τους παρ’ ότι κυρίως αυτούς αφορά. Αποτελούν, όμως, τους φυσικούς συμμάχους μιας Αριστεράς που επιμένει να θυμάται γιατί υπάρχει.