Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020).
200 χρόνια μετά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας, η Ελλάδα βρίσκεται στο μεταίχμιο. Οι στατιστικές (αλλά και οι καθημερινές παραστάσεις του καθενός) δείχνουν ότι την τελευταία δεκαετία η χώρα μας δεν φτώχυνε απλώς: έγινε λιγότερο ευτυχισμένη. Ένας ψυχολόγος θα έλεγε ότι η δυστυχία των Ελλήνων συναρτάται με τις ανεδαφικές προσδοκίες μας: η οικονομική κρίση καταρράκωσε την αυτοεκτίμησή μας ακριβώς επειδή αμφισβήτησε την υπερφίαλη ιδέα που είχαμε για τον εαυτό μας. Ένας οικονομολόγος θα πρόσθετε ότι η σχέση μεταξύ (αντικειμενικής) οικονομικής κατάστασης και (υποκειμενικής) ικανοποίησης από τη ζωή είναι ασύμμετρη: η εποχή της αστακομακαρονάδας και των διακοποδανείων δεν μας έκανε ευτυχέστερους, αλλά η αναπόφευκτη επωδός της μας έκανε δυστυχέστερους.
Το θέμα είναι τώρα τι κάνουμε. Πολύ χονδρικά, ως έθνος (αν υποθέσουμε ότι μπορούμε να στοχαζόμαστε ως συλλογικό υποκείμενο) έχουμε δύο επιλογές. Η πρώτη είναι να αποδεχθούμε τη μετριότητά μας, και να χαμηλώσουμε τις προσδοκίες μας. Στο κάτω-κάτω, δεν τα καταφέραμε και τόσο άσχημα τα τελευταία 200 χρόνια. Σε σύγκριση με τα υπόλοιπα βιλαέτια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα δικά μας τα κατάφεραν περίφημα. Παρά την υποβάθμιση της προηγούμενης δεκαετίας, η Ελλάδα παραμένει η πλουσιότερη χώρα των Βαλκανίων (και 45η στον κόσμο σε σύνολο 200 χωρών). Απέχουμε πολύ από τα αρχαία κλέη, αλλά όχι όσο π.χ. η Αίγυπτος. Γιατί να μην συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι η καλύτερη στιγμή μας παρήλθε πριν από 2.500 χρόνια; Ας χαλαρώσουμε και ας απολαύσουμε αυτά που έχουμε: τα νησιά μας, το καλοκαίρι μας, τις χαοτικές αλλά γεμάτες ενέργεια πόλεις μας – και επίσης το διεθνώς αναγνωρίσιμο brand name μας, την ιδιότητα μέλους στα πιο περιζήτητα κλαμπ του πλανήτη (ΕΕ, ΟΟΣΑ, ΝΑΤΟ) κτλ. Γιατί να μην ζούμε από τα έτοιμα; Άλλωστε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, πολλοί από εμάς αυτό ακριβώς κάνουν, εδώ και πολύ καιρό.
Η άλλη επιλογή είναι πιο φιλόδοξη. Προϋποθέτει να αποδεχθούμε ότι είμαστε ένα μικρό ευρωπαϊκό έθνος, σε μια όμορφη αλλά και ταραγμένη γωνιά του πλανήτη, με λίγα περιουσιακά στοιχεία, εκτός ίσως από την επινοητικότητα των ανθρώπων του. Για να ζούμε καλύτερα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα ελαττώματά μας, με κυριότερο την έλλειψη αυτογνωσίας. Κανείς δεν μας χρωστάει – ποια άλλη χώρα ευεργετήθηκε όσο η δική μας; Ας πάψουμε να περιμένουμε διευκολύνσεις από τους δανειστές (πέρα φυσικά από όσα ισχύουν για όλους τους άλλους). Ας κινητοποιήσουμε τους πόρους που ήδη διαθέτουμε, όσο καλύτερα μπορούμε.
Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Κατ’αρχάς, οικονομία δυνάμεων. Ο εθνικός διχασμός, το καθημερινό μίσος, η ακραία πολιτική πόλωση, οι οξείες κοινωνικές συγκρούσεις, οι κακές εργασιακές σχέσεις, η έλλειψη συνεργασίας, η χαμηλή εμπιστοσύνη – όλα αυτά δεν είναι απλώς δυσάρεστα και κουραστικά, είναι επίσης αντιπαραγωγικά: απορροφούν ενέργεια που θα μπορούσε (θα έπρεπε!) να αφιερωθεί σε πιο δημιουργικές ασχολίες.
Επί πλέον, εάν η επινοητικότητα των ανθρώπων μας είναι όντως το κυριότερο περιουσιακό μας στοιχείο, ας επενδύσουμε σε αυτό. Έχουμε πολύ δρόμο να καλύψουμε: η τελευταία ευρωπαϊκή έρευνα δεξιοτήτων δείχνει ότι η Ελλάδα καταλαμβάνει την 28η θέση (σε σύνολο 28 χωρών). Για να βγούμε από την οικονομική στασιμότητα θα πρέπει να δουλεύουμε περισσότερο και καλύτερα. Και για να το πετύχουμε, θα πρέπει να μάθουμε περισσότερα και πιο ουσιαστικά: είναι πάρα πολλά αυτά που ο μέσος εργαζόμενος – και ο μέσος απόφοιτος πανεπιστημίου – δεν γνωρίζει, και όσα δεν γνωρίζει ότι δεν γνωρίζει.
Γίνονται αυτά; Αμέσως, όχι. Αλλά στα επόμενα 200 χρόνια, ναι.
Αρκεί να αρχίσουμε από τώρα. Έχουμε χάσει πολύ χρόνο.