Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020).
Η επιδημία ξέσπασε ξαφνικά στην Ιταλία: από 50 σε 150 κρούσματα μέσα σε μια μόνο μέρα (Κυριακή 23 Φεβρουαρίου), τα περισσότερα στη Λομβαρδία και στο Βένετο. Αυτές οι γραμμές γράφονται την επομένη από το Μιλάνο, μεγαλύτερη πόλη της Βόρειας Ιταλίας, ατμομηχανή της ιταλικής οικονομίας. Τι έχει αλλάξει στην καθημερινότητά μας; Προς το παρόν, όχι πολλά. Τα πανεπιστήμια έκλεισαν για μια εβδομάδα και βλέπουμε, το ίδιο και τα σχολεία. Για μερικούς από εμάς, μικρό το κακό: η ομάδα μας στο Πολυτεχνείο δουλεύει απερίσπαστη, ο καθένας στο σπίτι του, σε συνεχή επαφή με τους υπόλοιπους. Για άλλους, τα πράγματα είναι πιο μπερδεμένα, αν και πολλές εταιρείες ζήτησαν από τους εργαζομένους να συνεχίσουν τη δουλειά από το σπίτι. Αντίθετα με τους δυστυχείς κατοίκους της Wuhan, η πόλη μας δεν είναι απλώς οργανωμένη αλλά και ελεύθερη. Οι περιορισμοί στην ελευθερία μας (π.χ. στις μετακινήσεις) γίνονται δεκτές ως αναπόφευκτες. Οι αρχές (δήμαρχος και περιφερειάρχης, σε στενή συνεργασία παρότι προέρχονται από αντίθετες παρατάξεις) δείχνουν να έχουν συναίσθηση της ευθύνης τους, και αυτό εμπνέει εμπιστοσύνη. Η ενημέρωση είναι πλήρης, συνεχής και ψύχραιμη. Έχουμε την τύχη να ζούμε σε μια από τις πλουσιότερες γωνιές του πλανήτη, με νοσοκομεία υψηλού επιπέδου, στη διάθεση όλων των ασθενών, πλούσιων και φτωχών, με γιατρούς και νοσοκόμους που εργάζονται με ευσυνειδησία και αυταπάρνηση, και με ερευνητικά κέντρα που βρίσκονται στην διεθνή πρωτοπορία. Στο «Περί τυφλότητος» του Ζοζέ Σαραμάγκου, η κοινωνία σιγά-σιγά αποσυντίθεται, ελάχιστοι διατηρούν μέχρι τέλους την ανθρωπιά τους (η γυναίκα του γιατρού, το κορίτσι με τα μαύρα γυαλιά). Με λίγη τύχη, θα τα καταφέρουμε καλύτερα.