Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020).
Το σχέδιο νόμου για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση που δόθηκε στη δημοσιότητα πριν λίγες μέρες, μαζί με την επικοινωνιακή παρουσίασή του («μειώνονται οι εισφορές, αυξάνονται οι συντάξεις»), δημιουργεί απορίες για το εάν η χώρα έμαθε κάτι, και τι ακριβώς, από την οδυνηρή περιπέτεια της περασμένης δεκαετίας.
Μια σύντομη περίληψη των προηγουμένων. Το 2010 είχαμε το χειρότερο σύστημα συντάξεων της Ευρώπης: το πιο άδικο και το πιο χρεωκοπημένο. Η κρατική επιχορήγηση των συντάξεων την περίοδο 2000-2014 έφτασε τα 200 δις ευρώ (πάνω από 2/3 του συνολικού δημόσιου χρέους). Οι προβολές των ανεδαφικών υποσχέσεων του συστήματος προς το μέλλον έδειχναν σε όποιον νοιαζόταν ότι η καταστροφή ήταν θέμα χρόνου: η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2009 υπολόγιζε τη συνταξιοδοτική δαπάνη το 2050 σε 24% του ΑΕΠ (έναντι 12,5% στην ΕΕ). Επειδή καμμιά χώρα δεν αντέχει να ξοδεύει το ένα τέταρτο του εθνικού της εισοδήματος μόνο για συντάξεις, αυτό πρακτικά σήμαινε κατάρρευση του συστήματος πολύ νωρίτερα. Όπως ακριβώς συνέβη το 2010 – με τη διαφορά ότι δεν κατάρρευσε απλώς το σύστημα συντάξεων, αλλά η εθνική οικονομία.
Μετά μια μακρά περίοδο μεταρρυθμιστικής αφλογιστίας (1992-2010), ήρθαν 6 χρόνια καταιγιστικών αλλαγών (2010-2016). Οι συντάξεις περικόπηκαν από 16% για τους χαμηλοσυνταξιούχους έως 46% για εκείνους κάτω των 55 ετών με συντάξεις πάνω από 2.500 ευρώ το μήνα. Η τραγωδία είναι ότι ακόμη και αυτές οι μειώσεις, πρωτοφανείς παγκοσμίως, δεν «εξυγίαναν» το σύστημα: το 99% των συνταξιούχων του ΙΚΑ (100% των ειδικών ταμείων) εισπράττουν σε σύνταξη περισσότερα από όσα κατέβαλαν σε εισφορές οι ίδιοι και οι εργοδότες τους. Για αυτό άλλωστε η προσαρμογή του συστήματος (υπό την πίεση, φυσικά, των δανειστών) προέβλεπε πιο αυστηρούς κανόνες για όσους βγαίνουν στη σύνταξη από τώρα και στο εξής. Ακόμη και η προηγούμενη («αντιμνημονιακή») κυβέρνηση, έχοντας πρώτα ματαιώσει την εφαρμογή του «αντιλαϊκού» Ν3863/2010, υιοθέτησε τελικά χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης με το Ν4387/2016. Για παράδειγμα, το ποσοστό αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης του «νόμου Κατρούγκαλου» με 35 έτη ασφάλισης διαμορφώθηκε σε 33,81% (έναντι 45,85% της αναλογικής σύνταξης του «νόμου Λοβέρδου»). Επί πλέον, έγιναν σημαντικά βήματα ενοποίησης του συστήματος, με τη συγχώνευση των ασφαλιστικών ταμείων στον ΕΦΚΑ, και με την εξίσωση των εισφορών μεταξύ μισθωτών, ελεύθερων επαγγελματιών, αυταπασχολουμένων και αγροτών.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν μια μεγάλη διόρθωση. Η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (του 2018) εκτίμησε τη συνταξιοδοτική δαπάνη το 2050 σε μόλις 12,5% του ΑΕΠ (έναντι 12,4% στην ΕΕ). Εάν η πρόβλεψη επαληθευθεί, το ασφαλιστικό δεν θα παρασύρει την οικονομία σε νέα χρεωκοπία, και τα παιδιά μας – που πλήρωσαν την κρίση με τεράστια ανεργία και πενιχρούς μισθούς ποιος ξέρει για πόσο ακόμη – δεν θα χρειαστεί να σηκώσουν το άδικο φορτίο που τους είχαν φορτώσει οι προηγούμενες γενιές.
Οι μετέπειτα εξελίξεις δείχνουν ότι η θετική αυτή πρόβλεψη κινδυνεύει να διαψευσθεί. Το ενδιαφέρον των δανειστών, και μαζί του η εξωτερική πίεση για την εξυγίανση του ασφαλιστικού, άρχισε να υποχωρεί αμέσως μετά την ψήφιση του Ν4472/2017, ο οποίος προέβλεπε εξίσωση των παλαιών με τους νέους συνταξιούχους, μέσω της σταδιακής κατάργησης της «προσωπικής διαφοράς» μεταξύ της σύνταξης που καταβάλλεται στους παλαιούς συνταξιούχους και εκείνης που αντιστοιχεί στο νέο τρόπο υπολογισμού των συντάξεων. Η ίδια η «Ειδική έκθεση επιπτώσεων των ασφαλιστικών διατάξεων του Ν4472/2017» της προηγούμενης κυβέρνησης υπολόγισε ότι η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς (που θα οδηγούσε σε μειώσεις 15% κατά μέσο όρο για 1.000.000 συνταξιούχους, και αυξήσεις 1% για άλλους 200.000) προστάτευε τους χαμηλοσυνταξιούχους. Αλλά ποιος πολιτικός άντεχε νέες μειώσεις συντάξεων, και μάλιστα σε εκλογικό έτος; Στις αρχές του 2019, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (με την ανοχή των δανειστών, και με τη σιωπηρή συναίνεση της αντιπολίτευσης ΝΔ-ΚΙΝΑΛ) αποφάσισε να αφήσει άθικτες τις συντάξεις των παλαιών, και να παραπέμψει στο μακρινό μέλλον τη σύγκλιση με το νέο σύστημα. Το εκκρεμμές κινήθηκε προς τα πίσω, η επιβάρυνση της γενιάς των παιδιών μας αυξήθηκε και πάλι.
Εν τω μεταξύ, σειρά αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1880, 1888, 1889, 1890 και 1891/2019) έκρινε αντισυνταγματικές διάφορες διατάξεις του Ν4387/2016. Η πιο σημαντική ήταν αυτή που εξίσωνε τις εισφορές μισθωτών και αυταπασχολουμένων. Το ΣτΕ έκρινε ότι η ρύθμιση αυτή «αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας από της απόψεως της ενιαίας μεταχείρισης προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες». (Στη Σουηδία, στη Φινλανδία, στη Γερμανία, στην Ισπανία, στη Τσεχία, στις ΗΠΑ, και αλλού, το ποσοστό εισφοράς των αυταπασχολουμένων ισούται με το άθροισμα της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη που αναλογεί στους μισθωτούς. Προφανώς σε αυτά τα υπανάπτυκτα κράτη τα συνταγματικά δικαστήρια νοιάζονται λιγότερο για την ίση μεταχείριση των πολιτών.)
Η προηγούμενη κυβέρνηση είχε σπεύσει να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του ΣτΕ μειώνοντας το ποσοστό εισφοράς των ελεύθερων επαγγελματιών, των αυταπασχολουμένων και των αγροτών από 20% σε 13,33% (οι μισθωτοί πληρώνουν 6,67%, οι εργοδότες 13,33%). Με το σχέδιο νόμου της περασμένης εβδομάδας, η τωρινή κυβέρνηση πηγαίνει ένα – τεράστιο – βήμα παραπέρα: οι αυταπασχολούμενοι θα επιλέγουν οι ίδιοι εισφορά για σύνταξη, ανεξαρτήτως εισοδήματος, με κατώτατο όριο 155 ευρώ το μήνα. Σε αντάλλαγμα, θα εισπράξουν αναλόγως μειωμένη σύνταξη στο μέλλον. Ουσιαστικά η κυβερνητική πρόταση επιτρέπει σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού να αυτοεξαιρεθεί από τους κανόνες που ισχύουν για τους υπόλοιπους.
Δεν είναι σαφές πόσο υποχρεωτική ήταν η μεροληψία της κυβέρνησης υπέρ ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών (στη χώρα με το υψηλότερο ποσοστό αυταπασχόλησης στην ΕΕ: 33,5%, με δεύτερη την Ιταλία 22,9% και μέσο όρο 15,3%). Πάντως το ΣτΕ δεν φαίνεται να αμφισβήτησε την αρχή της σύνδεσης των εισφορών με το εισόδημα (μόνο το ύψος τους). Οπωσδήποτε, η κυβερνητική πρόταση έχει μοιραίες συνέπειες. Απομακρύνει για πολλές δεκαετίες την προοπτική ενιαίου ασφαλιστικού. Παραβιάζει στοιχειώδεις αρχές φορολογικής δικαιοσύνης, νομιμοποιώντας χαμηλότερες εισφορές για έναν μεγαλογιατρό από ό,τι για μια καθαρίστρια. Παρέχει ισχυρό κίνητρο στους εργοδότες να πληρώνουν τους υπαλλήλους τους με μπλοκάκι. Και παρά τις εξαγγελίες περί «αλλαγής παραγωγικού μοντέλου», δίνει το φιλί της ζωής στο μοντέλο που μας οδήγησε στη χρεωκοπία. Μια κανονικότητα στην οποία θα ήταν καλύτερα να μην επιστρέφαμε.