Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Κυριακή 19 Μαΐου 2019).
Σύμφωνα με το τελευταίο «Ευρωβαρόμετρο», τη δημοσκόπηση που διεξάγεται κάθε έξη μήνες σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, το ποσοστό των Ελλήνων που εμπιστεύονται την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μόλις 26%: χαμηλότερο από ό,τι στις περισσότερες χώρες, ακόμη και από τη Βρετανία του Brexit (31%). Προ κρίσης, εμπιστοσύνη στην ΕΕ δήλωνε μια καθαρή πλειοψηφία Ελλήνων (60%). Στην πραγματικότητα, η κατάρρευση της υποστήριξης στους πολιτικούς θεσμούς υπήρξε καθολική: π.χ. το ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνουν εμπιστοσύνη στην ελληνική κυβέρνηση είναι ακόμη χαμηλότερο (14%). Σε κάθε περίπτωση, η μεταστροφή της κοινής γνώμης στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια είναι αναμφισβήτητη.
Μετά από δέκα χρόνια πρωτοφανούς υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου, διάψευσης ελπίδων, απώλειας κυριαρχίας και εθνικής ταπείνωσης, το παράδοξο θα ήταν να είχαμε αποφύγει τη φοβική αναδίπλωση. Σε άλλες χώρες, και άλλες εποχές, ανάλογες – ή και μικρότερες – οικονομικές αναστατώσεις οδήγησαν σε μεγαλύτερες εθνικιστικές κινητοποιήσεις και μονιμότερες εκτροπές από την δημοκρατική ομαλότητα. Στην Ελλάδα μπορεί η κρίση να έφερε στην εξουσία τη χειρότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, αλλά οι δημοκρατικοί θεσμοί άντεξαν. Η κυβερνητική εναλλαγή του 2015 δεν δικαίωσε τις προσδοκίες όσων την υποστήριξαν, αλλά τουλάχιστον εκτόνωσε τις εντάσεις. Όπως δείχνουν όλες οι ενδείξεις, η ζωή αυτής της κυβέρνησης θα ολοκληρωθεί λίγο-πολύ ομαλά στις επόμενες εκλογές.
Εν τω μεταξύ, η ψυχική απόσταση Ελλάδας και Ευρώπης έχει μεγαλώσει. Όχι μόνο επειδή το «αφήγημα» για την κρίση που επικράτησε τελικά στη χώρα μας περιέχει υπερβολικά μικρές δόσεις αυτογνωσίας και υπερβολικά μεγάλες δόσεις «προδοσίας από τους ισχυρούς του κόσμου που μας επιβουλεύονται». Αλλά και επειδή ο χειρισμός της κρίσης της Ευρωζώνης εκ μέρους της ΕΕ υπήρξε κατά γενική πλέον ομολογία προβληματικός. Σε ένα τέτοιο «αντιευρωπαϊκό» κλίμα θα γίνουν οι ευρωεκλογές της επόμενης Κυριακής.
Το ερώτημα της θέσης της Ελλάδας στο διεθνές στερέωμα δεν φαίνεται να απασχολεί την προεκλογική εκστρατεία των κομμάτων που διεκδικούν τη ψήφο των πολιτών. Απασχολεί οπωσδήποτε όμως τη μυστική ή φανερή διπλωματία της κυβέρνησης. Οι πρόσφατες πρωτοβουλίες που οδήγησαν στην προσχώρηση της Ελλάδας στον κινεζικής έμπνευσης «Δρόμο του Μεταξιού» (συμμετοχή του πρωθυπουργού στη σύνοδο των 16+1 χωρών στο Ντουμπρόβνικ και ταξίδι στο Πεκίνο αμέσως μετά) συνάντησαν τη σιωπηρή συγκατάθεση της αντιπολίτευσης – ή και την ανοιχτή επιδοκιμασία, όπως στην περίπτωση του Γ. Παπανδρέου. Όμως, το φιλόδοξο κινεζικό εγχείρημα εκτός από αμοιβαία οφέλη έχει επίσης σκοτεινές πλευρές (υπερχρέωση των αποδεκτών της κινεζικής «γενναιοδωρίας», έμφαση σε φαραωνικά έργα, αδιαφορία για περιβαλλοντικές επιπτώσεις, εκτεταμένη διαφθορά). Επί πλέον, δεν είναι κρυφή η πρόθεση της κινεζικής κυβέρνησης να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της, ούτε η προτίμησή της στις διμερείς διαπραγματεύσεις με κάθε κράτος μέλος χωριστά, παρά με μια ενιαία ΕΕ.
Για μερικούς Ευρωπαίους, όπως είναι η Λε Πεν και ο Σαλβίνι (αλλά και το άλλο μισό του συνασπισμού που κυβερνά την Ιταλία, το ανεκδιήγητο Κίνημα Πέντε Αστέρων), η σύσφιξη των σχέσεων με την Κίνα – και με τη Ρωσία – έχει πολιτική σκοπιμότητα, όχι μόνο οικονομική: είναι μέρος μιας στρατηγικής αποδυνάμωσης της ΕΕ. Για τους λαϊκιστές κάθε χρώματος, ο Πούτιν είναι πολιτικά συγγενέστερος από τον Μακρόν, ο Τραμπ από την Μέρκελ, το κινεζικό Πολιτμπυρό από το «Διευθυντήριο των Βρυξελλών». Οι συνειρμοί με τις άκαρπες προσπάθειες του πρωθυπουργού και του περιβάλλοντός του την εποχή του δημοψηφίσματος να εξασφαλίσει πηγές δανεισμού εκτός ΕΕ, με τα ταξίδια στη Μόσχα και στο Καράκας, είναι αναπόφευκτοι. Η κινεζική πολιτική του Α. Τσίπρα μπορεί να εκπονείται «στο πόδι», όπως κάθε άλλη κυβερνητική πολιτική, αλλά χαρακτηρίζεται από μια ορισμένη συνέπεια. Ο πειρασμός μιας δήθεν αδέσμευτης πολιτικής, πέρα από τα όρια που υπαγορεύει η συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ, δεν έχει εγκαταλειφθεί από το μπλοκ δυνάμεων που κυβερνά τα τελευταία χρόνια. Ούτε πρόκειται: για το περίεργο συνονθύλευμα πρώην σταλινικών, δεξιών εθνικιστών και λοιπών αντιπάλων της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης» που είναι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, ο αντιδυτικισμός είναι ελάχιστος κοινός παρονομαστής.
Η πρόταση της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς για την ανάσχεση των λαϊκιστών φαίνεται να είναι ο κατευνασμός τους: νέοι περιορισμοί στη μετανάστευση, εμμονή στην οικονομική ορθοδοξία, συμβολικές κυρώσεις στην ουγγρική κυβέρνηση, αναστολή της ιδιότητας μέλους αλλά όχι διαγραφή του κόμματος του Ορμπάν, που παραμένει στους κόλπους της κεντροδεξιάς οικογένειας. Η αποφυγή της ρήξης με τους λαϊκιστές είναι η κεντρική ιδέα του Μάνφρεντ Βέμπερ, εκλεκτού του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εάν αυτό μεταφραστεί σε ανοιχτή συμμαχία μαζί τους (όπως επιδιώκει ο άξονας Ορμπάν-Σαλβίνι), ή απλώς σε υιοθέτιση και άλλων «ιδεών» τους (για να περιοριστεί η αιμορραγία ψήφων προς τα δεξιά), θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.
Σε αυτό το μάλλον ζοφερό πλαίσιο, οι αντίρροπες δυνάμεις δείχνουν να έχουν χάσει το δυναμισμό και την αυτοπεποίθηση τους. Οι Πράσινοι θα βγουν ενισχυμένοι από τις κάλπες στη Γερμανία και σε μερικές άλλες χώρες του Βορρά, αλλά στις περισσότερες χώρες είναι ανύπαρκτοι. Τα σοσιαλιστικά κόμματα κυριαρχούν στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, αλλά αλλού κινδυνεύουν με εξαφάνιση, και στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν πλειοδοτούν σε ξενοφοβία (όπως π.χ. στη Δανία). Νέοι προοδευτικοί σχηματισμοί όπως το «En Marche» του Μακρόν βρίσκονται σε υποχώρηση, και σε κάθε περίπτωση δεν αντιγράφονται εύκολα αλλού.
Ο ψηφοφόρος που ονειρεύεται μια Ελλάδα ευρωπαϊκή θα δυσκολευτεί να επιλέξει ψηφοδέλτιο την επόμενη Κυριακή. Θα τιμωρήσει ασφαλώς τον ΣΥΡΙΖΑ, που έσπειρε τη διχόνοια ως αντιπολίτευση, και πολιτεύθηκε διχαστικά ως κυβέρνηση. Από εκεί και πέρα, θα αποφασίσει εάν τον ενοχλεί περισσότερο η αλυτρωτική στροφή της ΝΔ, η ανδρεοπαπανδρεϊκή αναπαλαίωση του ΚΙΝΑΛ, ή η πορεία στα τυφλά του Ποταμιού. Και θα δώσει σταυρό προτίμησης σε κάποιον από τους αξιόλογους ευρωπαϊστές που μάχονται για την εκλογή τους στο εσωτερικό κάθε κόμματος.