Δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα «Liberal» (Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019).
«Δεν έμαθαν τίποτε και δεν ξέχασαν τίποτε» είναι η περίφημη φράση που αποδίδεται στον Γάλλο πολιτικό και διπλωμάτη για τους Βουρβώνους μετά την εκδίωξη του Ναπολέοντα και την παλινόρθωση της δυναστείας τους.
Μήπως ισχύει και για εμάς τους Έλληνες; Μήπως η τρομερή δεκαετία του 2010 μας έχει κάνει πιο μνησίκακους (για τα δεινά που μας μαστίζουν) χωρίς να μας κάνει σοφότερους (για τις αιτίες της κακοδαιμονίας μας);
Και ναι και όχι.
Ας αρχίσουμε από τους λόγους που έχουμε να είμαστε απαισιόδοξοι. Το βασικότερο μάθημα της ελληνικής κρίσης είναι ότι «δικαίωμα στην ευημερία» δεν υφίσταται. Για καμιά χώρα. Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, μια από τους πλουσιότερες χώρες του κόσμου ήταν η Αργεντινή. Το 1919, όταν την επαύριο του Μεγάλου Πολέμου η Αυστρία δοκιμαζόταν από την πείνα και την ανέχεια, η Αργεντινή έστειλε ανθρωπιστική βοήθεια, σε αναγνώριση της οποίας οι Βιεννέζοι ονόμασαν έναν δρόμο της πόλης «Argentinierstraße». Εκατό χρόνια αργότερα, η Αυστρία είναι τρεις φορές σχεδόν πλουσιότερη από την Αργεντινή. Σε τι οφείλεται αυτό; Όχι στους φυσικούς πόρους της Αυστρίας (η Αργεντινή έχει περισσότερους), ούτε στο εύκρατο κλίμα της (το αντίθετο ασφαλώς ισχύει), αλλά στους θεσμούς της: στην πολιτική σταθερότητα, στην αμεροληψία της δικαιοσύνης, στην αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, στην ποιότητα των σχολείων, των νοσοκομείων και των συγκοινωνιών. (Μια και το σημείωμα αυτό δημοσιεύεται στο Liberal, ας προσθέσω ότι οι φορολογικοί συντελεστές στην Αυστρία είναι πολύ υψηλότεροι από ό,τι στην Αργεντινή. Χωρίς σοβαρό κράτος δεν υπάρχει επιτυχημένη οικονομία, και σοβαρό κράτος με πενταροδεκάρες δεν φτιάχνεται.)
Στην Ελλάδα, αν ακούσει κανείς τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας έως τον μέσο θαμώνα καφετέριας (περνώντας από τους περισσότερους πολιτικούς και δημοσιογράφους) θα νομίζει ότι η ευημερία για τη χώρα μας είναι περίπου κληρονομικό δικαίωμα (οι αρχαίοι ημών πρόγονοι) ή ίσως πνευματικό (για τον πολιτισμό που χαρίσαμε στην ανθρωπότητα πριν 2.500 χρόνια). Ακόμη και οι συνδικαλιστές βάζουν προς στιγμή στην άκρη τον προλεταριακό διεθνισμό και ξορκίζουν τους «μισθούς Βουλγαρίας» (οι οποίοι προφανώς είναι ΟΚ για τους Βούλγαρους, αλλά για εμάς όχι). Ε λοιπόν εάν κάτι θα έπρεπε να μας έχει μάθει – αλλά δεν είναι βέβαιο ότι μας έχει μάθει – η δεκαετία του 2010 είναι ότι επίπεδο ζωής Βόρειας Αμερικής με οικονομία Βαλκανίων και θεσμούς Μέσης Ανατολής απλώς δεν γίνεται. Και εάν προς στιγμήν μας φάνηκε ότι γίνεται, είναι επειδή ζούσαμε σε μια φούσκα, και οι φούσκες έχουν την κακή συνήθεια μετά από λίγο να σκάνε. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Έχουμε λόγους να είμαστε αισιόδοξοι; Ναι, και δεν σχετίζονται με την κυβερνητική αλλαγή του περασμένου Ιουλίου, ή μάλλον έχουν έμμεση σχέση με αυτήν. Ιστορικά προηγούμενα χωρών όπου το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 25% (και όπου τα νοικοκυριά απώλεσαν το 40% του μέσου εισοδήματός τους) χωρίς παρόλα αυτά να διαλυθούν είναι πολύ σπάνια. Ίσως μόνο οι ΗΠΑ το 1929-1932. Γνωρίζουμε αντίθετα πώς κατέληξε η ίδια ιστορία στη Γερμανία, στην Αυστρία και αλλού. Η Ελλάδα έδειξε ανησυχητικά σημεία διάλυσης το καλοκαίρι του 2011, με τους ναζί και τους ψεκασμένους στην πάνω πλατεία και τον Τσακαλώτο με το Σταθάκη στην κάτω πλατεία να μοιράζουν «μέτρα διαγραφής του χρέους». Μετά όλοι αυτοί έγιναν κυβέρνηση (εκτός από τους ναζί, οι οποίοι όμως προσμετρήθηκαν στο μέτωπο της «εθνικής αξιοπρέπειας» στο δημοψήφισμα του 2015). Και ύστερα από 4 δύσκολα χρόνια, η λαϊκή ετυμηγορία τους έστειλε πάλι στην αντιπολίτευση. Η ποιότητα των θεσμών υποβαθμίστηκε (γίναμε λίγο περισσότερο Αργεντινή), αλλά η δημοκρατία λειτούργησε.
Εάν η χώρα έμεινε όρθια, αυτό το οφείλουμε στους όχι και τόσο λίγους συμπατριώτες μας που συνέχισαν να κάνουν όσο γίνεται καλύτερα τη δουλειά τους σε συνθήκες αφάνταστα δυσκολότερες από πριν. Ο καθένας από εμάς μπορεί να σκεφτεί κάποιο σχετικό παράδειγμα. Εγώ έχω πρόχειρο το παράδειγμα των πρώην συναδέλφων μου στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (και σε άλλα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα), που συνέχισαν να δημοσιεύουν στα καλύτερα περιοδικά, και να στέκονται με αξιώσεις στα διεθνή συνέδρια, όταν οι αμοιβές τους έπεφταν σε όλο και πιο ντροπιαστικά επίπεδα, ενώ το εργασιακό τους περιβάλλον γινόταν όλο και πιο τριτοκοσμικό (και στην περίπτωση του ΟΠΑ, επικίνδυνο). Να κάτι για το οποίο αξίζει να είμαστε υπερήφανοι.