Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010)
Μετά την ψήφιση του «νόμου Λοβέρδου» τον περασμένο Ιούλιο, το ασφαλιστικό έχει περάσει από τα πρωτοσέλιδα στις πίσω σελίδες, σαν να το πήραμε πια απόφαση ότι με τα πολλά (με τις λαϊκές κουβέντες, το συγκινημένο βλέμμα, τις δραματικές αποστροφές κτλ.) ο τότε Υπουργός Εργασίας κατάφερε να περάσει μια σημαντική μεταρρύθμιση που καλώς ή κακώς «λύνει το ασφαλιστικό».
Είναι έτσι; Εν μέρει ναι. Μετά από δύο δεκαετίες παλινωδιών (και μέσα σε δύο μήνες από την υπογραφή του Μνημονίου), η Βουλή ψήφισε έναν νόμο που νοικοκυρεύει το ισχύον ασφαλιστικό και θέτει τις βάσεις για ένα βιωσιμότερο, δικαιότερο και διαφανέστερο σύστημα συντάξεων από το 2015. Οι διατάξεις για τα όρια ηλικίας και τα απαιτούμενα έτη ασφάλισης είναι αυστηρότερες για ορισμένες ομάδες, αλλά δεν διαφέρουν πολύ από αυτές που ήδη ισχύουν στο ΙΚΑ, ούτε από αυτές που επικρατούν εδώ και πολλά χρόνια στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Η δομή του νέου συστήματος (βασική σύνταξη που τη χρηματοδοτεί το κράτος, συν αναλογική σύνταξη που εξαρτάται από τις εισφορές κάθε ασφαλισμένου και του εργοδότη του) μοιράζει την κρατική ενίσχυση ίσα σε όλους, βάζει καθαρότερους κανόνες και δίνει καλύτερα κίνητρα κατά της εισφοροδιαφυγής. Φυσικά, ότι πρέπει να προχωρήσουμε σε ραγδαίες αλλαγές απότομα είναι πρόβλημα. Δυστυχώς, όμως, σπαταλήσαμε είκοσι χρόνια σε σχέση με τις άλλες χώρες, όπου οι απαιτούμενες διορθώσεις έγιναν έγκαιρα. Εν τω μεταξύ, η κατάσταση της οικονομίας μας δεν αφήνει πλέον περιθώρια ηπιότερης προσαρμογής.
Το λύσαμε, λοιπόν, το ασφαλιστικό; Όχι ακριβώς. Ο τότε Υπουργός Εργασίας και οι συνεργάτες του δεν κατάλαβαν ότι το προηγούμενο σύστημα ήταν ηθικά (όχι μόνο οικονομικά) χρεωκοπημένο, και ότι έπρεπε να το εγκαταλείψουμε όχι επειδή το ήθελε η τρόικα, αλλά επειδή το χρωστάγαμε στη γενιά των παιδιών μας – που δεν φταίνε σε τίποτε να φορτωθούν ένα σύστημα που θα κοστίζει 25% του ΑΕΠ το 2060 (όταν δηλαδή θα βγαίνουν εκείνα στη σύνταξη). Και επειδή δεν το κατάλαβαν, ή μάλλον δεν θέλησαν να το καταλάβουν, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να είναι όσο πιο ανεπαίσθητη γίνεται η μετάβαση από το παλιό σύστημα στο νέο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ότι θέλησαν να διαιωνίσουν την άνιση μεταχείριση επιχειρώντας (στο αρχικό σχέδιο νόμου) να θεσμοθετήσουν χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης για τους χαμηλόμισθους και υψηλότερα για τους υψηλόμισθους. Ευτυχώς, στο σημείο αυτό αναγκάστηκαν τελικά να υποχωρήσουν.
Δυστυχώς, η τότε ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας έδωσε και άλλες μάχες εναντίον της τρόικας, με σκοπό πάντοτε να διατηρηθούν τα αδικαιολόγητα προνόμια των ευνοημένων ομάδων. Κάποιες από αυτές είχαν την αντίθετη κατάληξη. Έτσι, παρά τις προβλέψεις του Μνημονίου για ένα ταμείο μισθωτών, διατηρήθηκε η χωριστή ασφάλιση των δημοσιογράφων, των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και των ιατρών, δικηγόρων και μηχανικών. Κανείς δεν μας εξήγησε το γιατί, ούτε μας είπε εάν π.χ. το ΤΣΜΕΔΕ θα εξακολουθήσει να εισπράττει 1% των δαπανών εκτέλεσης δημοσίων έργων. Όμως, χωρίς ενιαία ασφάλιση και χωρίς κατάργηση των περιβόητων κοινωνικών πόρων, το νέο σύστημα θα μοιάζει απελπιστικά με το παλιό.
Άλλες πλευρές της μεταρρύθμισης είναι επίσης προβληματικές. Ο ΟΓΑ και η ΔΕΗ μένουν εκτός νέου ασφαλιστικού, δηλ. διατηρούν ευνοϊκότερους όρους συνταξιοδότησης δημοσία δαπάνη. Όσοι προσελήφθησαν πριν από το 1983 εξαιρούνται από τις μεταβατικές διατάξεις, αρκεί να είναι ένστολοι ή να εργάζονται στις Τράπεζες, τις ΔΕΚΟ και στα μέσα ενημέρωσης. Το καθεστώς των «βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων» προς το παρόν (;) δεν θίγεται. Τα 7 πλασματικά έτη ασφάλισης λόγω μητρότητας, ασθένειας, ανεργίας, σπουδών, στρατιωτικής θητείας και απεργίας (!) θα επιτρέψουν σε πολλούς να αγοράσουν ακριβές συντάξεις αναδρομικά, με φτηνά ένσημα. Τέλος, η αναπροσαρμογή των συντάξεων με ποσοστό που υπολείπεται του πληθωρισμού, όταν αυτός υπερβαίνει το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ, διαβρώνει τις συντάξεις σε βάθος χρόνου και αυξάνει το χάσμα που θα χωρίζει τους συνταξιούχους από τους εργαζομένους στο μέλλον.
Συνεπώς όχι, δεν ξεμπερδέψαμε ακόμη με το ασφαλιστικό. Η ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης θα απαιτήσει αποκατάσταση της ισονομίας των ασφαλισμένων, τωρινών και μελλοντικών, και πλήρη κατάργηση των προνομίων της μιας ή της άλλης ομάδας. Αντίθετα, εάν η προηγούμενη ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων, η νέα δείχνει να κινείται προς τα πίσω – και να ετοιμάζει «βελτιώσεις» στο νόμο Λοβέρδου, σύμφωνα με τις οποίες ασφαλισμένοι με 35ετία και μητέρες ανηλίκων διατηρούν το δικαίωμα πρόωρης συνταξιοδότησης, αρκεί μέχρι το τέλος του 2010 να πληρούν τις προϋποθέσεις που ισχύουν σήμερα. Φαίνεται πως η κυβέρνηση έχει βαλθεί να διαψεύσει όσους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό πίστεψαν προς στιγμήν στη σοβαρότητά της ...