Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «NewsTime» (Τετάρτη 12 Μαΐου 2010)
Το ασφαλιστικό νομοσχέδιο δέχεται αυτή την περίοδο μια ομοβροντία επιθέσεων εκ μέρους ενός ευρύτατου συνασπισμού πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «Συμμαχία για τη χρεωκοπία». Η συμμαχία αυτή απαρτίζεται από τα συνδικάτα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, από τα κόμματα της αριστεράς, τη λαϊκή δεξιά και το βαθύ ΠΑΣΟΚ – συνεπικουρούμενοι από τηλεοπτικούς αστέρες και εκπροσώπους της μαχόμενης δημοσιογραφίας. Όλοι αυτοί υπερασπίζονται το χειρότερο και πιο άδικο ασφαλιστικό της Ευρώπης: ένα σύστημα από καιρό χρεωκοπημένο, οικονομικά και ηθικά.
Θα ήταν κρίμα οι φωνές τους να κρύψουν την αλήθεια. Ότι δηλ. με βάση το ασφαλιστικό που ισχύει, η γενιά των παιδιών μου δεν επρόκειτο να δει ποτέ σύνταξη – ενώ με ένα διαφορετικό ασφαλιστικό, ίσως. Και ότι «καλό» ασφαλιστικό δεν είναι αυτό που μοιράζει δανεικά σε ισχυρές ολιγάριθμες ομάδες, αλλά εκείνο που εγγυάται την αποτελεσματική προστασία των ηλικιωμένων, σημερινών και μελλοντικών.
Με αυτή την έννοια, η υποχρέωση που έχουμε αναλάβει έναντι της ΕΕ και του ΔΝΤ να μεταρρυθμίσουμε ριζικά τις συντάξεις, για να μειώσουμε τα βραχυπρόθεσμα και – ιδίως – τα μακροπρόθεσμα ελλείμματα, είναι μια μεγάλη ευκαιρία. Ηπιότερα μεταρρυθμιστικά σχέδια απέτυχαν στο παρελθόν παρά τον δειλό εξισωτισμό τους: οι προτάσεις Γιαννίτση του 2001 είναι το κλασσικό παράδειγμα. Στις σημερινές συνθήκες, μια δραστικότερη μεταρρύθμιση, με στόχο την αποκατάσταση όχι μόνο της βιωσιμότητας αλλά και της ισότητας, μεταξύ γενεών και μεταξύ ασφαλισμένων, είναι για πρώτη φορά εφικτή.
Μια μεγάλη ευκαιρία, λοιπόν – την οποία, όμως, το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη Δευτέρα δεν αξιοποιεί. Ας δούμε γιατί, απομονώνοντας τρία (καίρια) σημεία.
Κατ’ αρχήν, το νομοσχέδιο είναι πολύ πιο μπερδεμένο από όσο χρειάζεται. Για να πετυχαίνει τον διπλό στόχο της βιωσιμότητας (να μην έχει δυσθεώρητα ελλείμματα) και της ισότητας (να μεταχειρίζεται όλους τους πολίτες το ίδιο), ένα σύστημα συντάξεων οφείλει να έχει απλούς και διαφανείς κανόνες. Αντίθετα, το νομοσχέδιο πρωτοτυπεί εκεί που δεν χρειάζεται. Χτυπητό παράδειγμα, η κλιμάκωση των ποσοστών απόδοσης των εισφορών (accrual rates) της Αναλογικής Σύνταξης, από 0,7% σε 3% για κάθε έτος ανάλογα με τον αριθμό των ετών ασφάλισης. Προφανώς, η κλιμάκωση αυτή αποπειράται να εισάγει κίνητρα κατά της πρόωρης συνταξιοδότησης και κατά της εισφοροδιαφυγής. Το πρόβλημα είναι ότι το κάνει εισάγοντας στρεβλώσεις, οι οποίες παραβιάζουν την ανταποδοτικότητα που υποτίθεται ότι υπηρετεί. Σαν να μην έφτανε αυτό, τα ποσοστά απόδοσης των εισφορών κλιμακώνονται και ανάλογα με την «ασφαλιστική κλάση». Με άλλα λόγια, θεσμοθετούνται ευνοϊκότεροι όροι συνταξιοδότησης για τους υψηλόμισθους από ό,τι για τους χαμηλόμισθους. Πρόκειται για σοβαρό ατόπημα, που δεν παραβιάζει μόνο την ανταποδοτικότητα, αλλά και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Από την άλλη, η ρύθμιση για τη Βασική Σύνταξη αποτελεί σοβαρό λάθος. Ο διαχωρισμός σε ανταποδοτική Αναλογική Σύνταξη και μη ανταποδοτική Βασική Σύνταξη έχει νόημα μόνο εάν η δεύτερη (που χρηματοδοτείται από το κράτος) υπακούει σε κάποιον αναγνωρίσιμο κανόνα δικαιοσύνης. Ένας τέτοιος κανόνας θα ήταν η χορήγηση της Βασικής Σύνταξης με βάση εισοδηματικά κριτήρια. Άλλος κανόνας θα ήταν να δίνεται σε όλους τους ηλικιωμένους εξίσου. Για λόγους που δεν είναι του παρόντος, αλλά έχω εξηγήσει εκτενώς αλλού, και οι δύο κανόνες υποστηρίζονται από σοβαρά επιχειρήματα, αλλά κατά τη γνώμη μου προτιμότερη είναι η δεύτερη επιλογή, της καθολικής «σύνταξης του πολίτη» χωρίς άλλες προϋποθέσεις πέραν της ηλικίας και φυσικά της ιδιότητας του πολίτη. Αυτό που είναι τελείως άστοχο είναι να επιτρέπεται η χορήγηση της Βασικής Σύνταξης μαζί με την Αναλογική, δηλ. από οποιαδήποτε ηλικία συνταξιοδότησης επιλέγει κάθε ασφαλισμένος. Αυτό ακριβώς προβλέπει το νομοσχέδιο. Όπως (θα έπρεπε να) είναι προφανές στους συντάκτες του, μια τέτοια επιλογή αφενός εισάγει ισχυρά κίνητρα πρόωρης συνταξιοδότησης, αφετέρου παραβιάζει κατάφωρα την ισονομία των πολιτών.
Έπειτα, ένα δίκαιο σύστημα συντάξεων θα πρέπει να είναι ενιαίο, δηλ. να προβλέπει ίδιους κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους, ανεξαρτήτως επαγγελματικής κατηγορίας ή κλάδου. Για το λόγο αυτό, η προαναγγελία μείωσης των ταμείων σε τρία δεν είχε πολύ νόημα. Η ένταξη όλων των πολιτών σε έναν ενιαίο ασφαλιστικό οργανισμό έχει ωριμάσει προ πολλού (για την ακρίβεια εδώ και 80 χρόνια, από τον ιδρυτικό νόμο του ΙΚΑ που προέβλεπε ακριβώς αυτό). Στο σχετικό σημείο (άρθρο 27) του νομοσχεδίου που κατατέθηκε, διαβάζουμε αρχικά (παράγραφος 1) ότι όλα τα ταμεία συγχωνεύονται σε τρεις φορείς μισθωτών, αγροτών και αυτοαπασχολουμένων, αλλά τελικά μαθαίνουμε (παράγραφος 7) ότι οι «επιστήμονες» (ιατροί -δικηγόροι-μηχανικοί) και οι δημοσιογράφοι θα κρατήσουν τα ταμεία τους. Τέλος, παρακάτω (στο άρθρο 65!) βλέπουμε ότι το ίδιο θα ισχύσει και για τους υπαλλήλους της Τράπεζας της Ελλάδος. Η λαθροχειρική αυτή «ενοποίηση» του συστήματος σε έξη ταμεία είναι βγαλμένη από τις χειρότερες παραδόσεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας. Κάτι τέτοιες χαριστικές διατάξεις της τελευταίας στιγμής δημιούργησαν σταδιακά την προηγούμενη «ζούγκλα» των συντάξεων, η οποία μας έφερε εδώ που μας έφερε, και σε σχέση με την οποία υποτίθεται ότι κάνουμε τώρα μια νέα αρχή. Ωραία αρχή!
Φυσικά, η πολιτική ηγεσία θα προσπαθήσει να «πουλήσει» τις τρεις αυτές χαριστικές διατάξεις-δώρο στα διάφορα λόμπυ των ευνοημένων του προηγούμενου συστήματος (δηλ. στη ΓΣΕΕ, στον ΔΣΑ ή στο ΤΕΕ, στα ΜΜΕ κτλ.) ως «αντίσταση στο νεοφιλελεύθερο ΔΝΤ».
Ας είμαστε, λοιπόν, ειλικρινείς: πρόκειται για μια ακόμη επιτυχία του πελατειακού κράτους σε βάρος της πλειονότητας των εργαζομένων, σημερινών και αυριανών. Δεν μένει παρά να ευχηθούμε κάποιος (ο υπουργός οικονομικών; ο πρωθυπουργός; η τρόικα των επιτηρητών;) να προσέξει τι ακριβώς πάει να γίνει, και να το σταματήσει. Όχι άλλα δώρα στη «Συμμαχία για τη χρεωκοπία».