Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» (Ιούλιος 2010)
Μετά από σοβαρή καθυστέρηση, την Παρασκευή 25 Ιουνίου η κυβέρνηση παρουσίασε τη νέα, οριστική μάλλον μορφή του ασφαλιστικού νομοσχεδίου. Προφανώς, το σημαντικότερο ζήτημα του νομοσχεδίου είναι η μεταρρύθμιση του συστήματος συντάξεων.
Η ανάγκη για μεταρρύθμιση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στα σοβαρά. Όλες οι αναλογιστικές μελέτες (και εκείνες του ΙΝΕ ΓΣΕΕ) δείχνουν ότι η δαπάνη για συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ θα διπλασιαστεί σχεδόν στα επόμενα 40-50 χρόνια. Καμιά κοινωνία δεν μπορεί να αντέξει ένα τέτοιο βάρος. Ιδιαίτερα μια κοινωνία όπως η δική μας, δηλ. με τεράστια υστέρηση στις πολιτικές για την καταπολέμηση της φτώχειας, στις πολιτικές για την προστασία των ανέργων και την προώθηση της απασχόλησης, στις πολιτικές για την υποστήριξη των οικογενειών με παιδιά, στις πολιτικές κατοικίας και ενίσχυσης της στεγαστικής αυτονομίας των νέων, στις πολιτικές κοινωνικής φροντίδας. Η χρηματοδότηση ενός σύγχρονου συστήματος κοινωνικής προστασίας (για να μην αναφερθώ στη χρηματοδότηση της υγείας, της παιδείας, της έρευνας κτλ.) συνεπάγεται ότι η δαπάνη για συντάξεις δεν μπορεί να αυξάνεται με τρόπο ανεξέλεγκτο.
Επί πλέον, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι άδικο, πελατειακό και κατακερματισμένο: πολλά ταμεία που δεν συνιστούν ένα ενιαίο, αλλά πολλά συνταξιοδοτικά συστήματα με διαφορετικούς και ετερόκλητους κανόνες. Πάσχει από έντονες ανισορροπίες μεταξύ ασφαλισμένων και ταμείων. Κύρια συνέπεια αυτού είναι ότι άτομα με ίδια κατά τα άλλα χαρακτηριστικά έχουν εντελώς διαφορετικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Είναι τεράστιες οι διαφορές ανάμεσα στο καθεστώς της μεγάλης πλειοψηφίας (ΙΚΑ, ΟΓΑ, ΤΕΒΕ, ΝΑΤ) και στο καθεστώς των «ευγενών ταμείων», είτε αυτά ασφαλίζουν τμήματα της μισθωτής εργασίας (Δημόσιο, ΔΕΚΟ, τράπεζες) είτε ισχυρές κοινωνικές ομάδες (νομικοί, μηχανικοί, ιατροί, στρατιωτικοί).
Το σύστημα συντάξεων που έχουμε πράγματι αναδιανέμει πόρους και δικαιώματα, αλλά στην αντίθετη κατεύθυνση από τη σωστή. Ευνοεί τους πλούσιους σε βάρος των φτωχών, τους εργαζόμενους του δημοσίου σε βάρος αυτών του ιδιωτικού τομέα, τους ελεύθερους επαγγελματίες σε βάρος των μισθωτών, εκείνους που πλησιάζουν στη συνταξιοδότηση σε βάρος των νέων ασφαλισμένων – και, κυρίως, ευνοεί τη σημερινή γενιά φορτώνοντας δυσβάστακτα βάρη στις επόμενες. Για αυτό, όσοι υπερασπίζονται το σημερινό άδικο κοινωνικά και χρεωκοπημένο οικονομικά σύστημα συντάξεων παρέχουν κάκιστες υπηρεσίες στους εργαζόμενους, σημερινούς και αυριανούς.
Το πρόβλημα, συνεπώς, δεν είναι η μεταρρύθμιση, αλλά ποια μεταρρύθμιση, πότε, με ποιους όρους. Το ζήτημα είναι μια λύση του ασφαλιστικού που να είναι δίκαιη κοινωνικά, όχι μόνο βιώσιμη οικονομικά. Με βάση αυτό το κριτήριο, θεωρώ το νομοσχέδιο της κυβέρνησης κατώτερο των περιστάσεων, παρά τις βελτιώσεις σε σχέση με το αρχικό σχέδιο.
Κατά τη γνώμη μου, η αρχιτεκτονική του νέου ασφαλιστικού που παρουσίασε ο Υπουργός Εργασίας έχει σοβαρά προβλήματα. Οι κύριες ενστάσεις μου είναι οι εξής:
Πρώτον, αντί να πάμε σε ένα ενιαίο σύστημα, ή έστω σε τρία ταμεία (μισθωτών, αυτοαπασχολουμένων, αγροτών), το νομοσχέδιο προβλέπει ότι οι δημοσιογράφοι, οι υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και οι «ανεξάρτητοι επαγγελματίες» (δηλ. ιατροί, δικηγόροι και μηχανικοί) θα ασφαλίζονται σε χωριστούς φορείς. Καμμία επίσημη εξήγηση δεν έχει δοθεί για την πρόβλεψη αυτή. Θυμίζω ότι ο κατακερματισμός του συστήματος υπήρξε στο παρελθόν το κλειδί για την απονομή προνομίων σε ισχυρές ομάδες σε βάρος της κοινωνίας. Η ανησυχία μου αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι το νομοσχέδιο όχι μόνο δεν καταργεί τους περιβόητους «κοινωνικούς πόρους» αλλά ρυθμίζει ορισμένους. Χρειάζεται ενοποίηση του συστήματος συντάξεων, πλήρης κατάργηση όλων των κοινωνικών πόρων, και στήριξη του εισοδήματος των ηλικιωμένων από το κράτος επί ίσοις όροις ανεξαρτήτως ασφαλιστικού ταμείου ή επαγγελματικού κλάδου.
Δεύτερον, η εξαίρεση από τις διατάξεις που αφορούν τα νέα όρια ηλικίας και τα απαιτούμενα έτη ασφάλισης των ασφαλισμένων πριν από το 1983 στις ΔΕΚΟ, τις Τράπεζες, τα ταμεία του Τύπου και, πιθανότατα, των ενστόλων (ανεξαρτήτως του πότε προσλήφθησαν) διαιωνίζει τις σημερινές ανισότητες. Το ίδιο προβληματική θεωρώ την υπαγωγή των ασφαλισμένων του ΟΓΑ σε διαφορετικό ασφαλιστικό καθεστώς. Χρειάζεται ενιαία μεταχείριση όλων των ασφαλισμένων, ανεξαρτήτως ασφαλιστικού ταμείου ή επαγγελματικού κλάδου.
Τρίτον, σύμφωνα με τις προτεινόμενες διατάξεις η Βασική Σύνταξη διαφοροποιείται σημαντικά, ανάλογα με το εάν ο ασφαλισμένος δικαιούται Αναλογική Σύνταξη ή όχι. Στη δεύτερη περίπτωση, η κυβέρνηση προτείνει εισοδηματικά όρια, τα οποία μάλιστα είναι χαμηλά (5.400 ευρώ για το ατομικό εισόδημα και 10.800 ευρώ για το οικογενειακό). Η ρύθμιση αυτή εισάγει διακρίσεις μεταξύ ασφαλισμένων λίγο πάνω και λίγο κάτω από τα 15 έτη ασφάλισης. Οι διακρίσεις αυτές είναι ξένες με τον χαρακτήρα της Βασικής Σύνταξης. Χρειάζεται χορήγηση της Βασικής Σύνταξης, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια, σε όλους τους ηλικιωμένους που πληρούν τα κριτήρια ηλικίας και διαμονής.
Τέταρτον, η Βασική Σύνταξη, ακριβώς επειδή χρηματοδοτείται από το κράτος, πρέπει να χορηγείται με την συμπλήρωση του ίδιου ορίου ηλικίας για όλους, όποιο και αν είναι αυτό. Αντίθετα, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι ένας ασφαλισμένος θα μπορεί να παίρνει τη Βασική Σύνταξη (έστω μειωμένη) μαζί με την Αναλογική, δηλαδή σε όποια ηλικία συνταξιοδοτηθεί. Με άλλα λόγια, παρά τις διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου, η κυβέρνηση προτείνει την επιδότηση της πρόωρης συνταξιοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό. Ο παραλογισμός μιας τέτοιας διάταξης (και η άνιση μεταχείριση των ασφαλισμένων που αυτή συνεπάγεται) είναι προφανής. Χρειάζεται χορήγηση της βασικής σύνταξης από την ηλικία των 65 σε όλους, χωρίς εξαιρέσεις.
Πέμπτον, όσον αφορά τους συντελεστές ανταπόδοσης της Αναλογικής Σύνταξης, παρότι το νομοσχέδιο απαλείφει την απαράδεκτη κλιμάκωση ανάλογα με την ασφαλιστική κλάση (που υπήρχε στο αρχικό σχέδιο), διατηρεί την κλιμάκωση ανάλογα με τη διάρκεια της ασφάλισης. Αν και θεωρητικά η κλιμάκωση αυτή δίνει κίνητρα παραμονής στην εργασία προς το τέλος του εργάσιμου βίου, στην πραγματικότητα εξασθενεί τα κίνητρα για καταβολή εισφορών στην αρχή του εργάσιμου βίου – εκεί δηλαδή που η εισφοροδιαφυγή είναι συνηθέστερη.
Το σημείο αυτό είναι σημαντικό, καθώς η αγορά εργασίας γίνεται όλο και πιο ευέλικτη, καθώς κινδυνεύει να είναι όλο και πιο επισφαλής για όλο και πιο πολλούς εργαζόμενους, καθώς όλο και περισσότεροι εργοδότες προσπαθούν να απαλλαγούν με νόμιμους ή παράνομους τρόπους από τα βάρη της κοινωνικής ασφάλισης. Αντί λοιπόν να ενισχύσει την ασφαλιστική συνείδηση, η κυβέρνηση προτείνει ένα σύστημα που απειλεί να προάγει την εισφοροδιαφυγή.
Ορισμένες δευτερεύουσες διατάξεις του νομοσχεδίου μου φαίνονται επίσης προβληματικές. Τα 7 πλασματικά έτη ασφάλισης λόγω μητρότητας, ασθένειας, ανεργίας, σπουδών, στρατιωτικής θητείας, ακόμη και απεργίας (!) είναι πολλά, διαθέσιμα σε πολλούς, άρα υπονομεύουν την αύξηση των απαιτούμενων ετών ασφάλισης. Η πρόβλεψη για κατώτατη σύνταξη ίση με 15 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη ενώ θεσμοθετείται βασική σύνταξη είναι κάπως ασυνάρτητη. Η καταβολή βασικής σύνταξης σε αναπήρους ανεξαρτήτως ηλικίας και ταυτόχρονα με τα επιδόματα ΑμΕΑ, τα οποία είναι επίσης άνισα και κατακερματισμένα, δεν φαίνεται να έχει πολύ νόημα. Τα βαρέα και ανθυγιεινά διαιωνίζονται – κτλ. κτλ.
Κατά τη γνώμη μου, περιθώρια για ένα δίκαιο και διαφανές σύστημα συντάξεων υπάρχουν ακόμη και στις έκτακτες συνθήκες που αντιμετωπίζει η χώρα, ακόμη και μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο που καθορίζει το Μνημόνιο. Παρότι το νομοσχέδιο κάνει ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, το βήμα αυτό είναι ατελές, αφού στοιχεία του πελατειακού και αποσπασματικού χαρακτήρα του προηγούμενου συστήματος φαίνεται ότι διατηρούνται ακόμη.
Το πιο απογοητευτικό συμπέρασμα αφορά οπωσδήποτε την ποιότητα του δημοσίου διαλόγου. Αντί να συζητάμε το πώς θα είναι οι συντάξεις των παιδιών μας (φαίνεται νωρίς, αλλά τώρα είναι η ώρα για να το αποφασίσουμε), όλη η συζήτηση γίνεται για τις μεταβατικές διατάξεις που αφορούν την ταχύτητα μετάβασης από το σημερινό σύστημα στο νέο. Είναι αλήθεια ότι η αναγκαία προσαρμογή που προβλέπει το νομοσχέδιο (δηλαδή το Μνημόνιο) είναι απότομη, και ότι αυτό ανατρέπει σχέδια ζωής για τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Δυστυχώς, όμως αυτό είναι αναπόφευκτο: αφενός επειδή σπαταλήσαμε 20 χρόνια σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες όπου η προσαρμογή έγινε νωρίτερα, και αφετέρου επειδή πλέον οι συνθήκες της οικονομίας της χώρας δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ηπιότερης προσαρμογής.