Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» (Μάιος 2006)
Όταν πριν δύο χρόνια, και λίγες εβδομάδες μετά τις βουλευτικές εκλογές, γινόταν το τελευταίο συνέδριο της ΓΣΕΕ, το κύρος της ήταν το υψηλότερο από τη μεταπολίτευση. Ήταν άλλωστε ακόμη νωπή η εικόνα της «μάχης για το Ασφαλιστικό», εικόνα της μαχητικής συνομοσπονδίας που δεν δίστασε να συγκρουστεί κατά μέτωπο με την κυβέρνηση – και μάλιστα να την αναγκάσει σε υποχώρηση – προκειμένου να διαφυλάξει τα συμφέροντα των μελών της. Πολύ περισσότερο που ήταν μια κυβέρνηση κατά τεκμήριο «φιλική» προς τα συνδικάτα, στην οποία υποτίθεται ότι επρόσκειτο το 49% των μελών της διοίκησης της ΓΣΕΕ (αλλά και της άλλης συνομοσπονδίας, εξίσου αν όχι περισσότερο μαχητικής, της ΑΔΕΔΥ).
Σήμερα φυσά άλλος άνεμος. Η μεθόδευση της κυβέρνησης ΝΔ για την «εξυγίανση» του ΟΤΕ (χρυσοπληρωμένη εθελούσια έξοδος για την παλαιά φρουρά, όροι εργασίας και ασφάλισης όπως στον ιδιωτικό τομέα για τους νεοπροσληφθέντες) διέσπασε το συνδικάτο. Η «ασφαλιστική μεταρρύθμιση» στις τράπεζες σε πείσμα των εκκλήσεων της ΟΤΟΕ για διάλογο και ενιαίο ταμείο ήταν σαφής ήττα για την ισχυρότερη ομοσπονδία εργαζομένων – ήττα που προσπαθεί τώρα να κεφαλαιοποιήσει η εργοδοσία με την πρόταση για διαπραγμάτευση σε επίπεδο επιχείρησης αντί κλάδου (και σε επίπεδο ατομικό αντί για συλλογικό στο μέλλον). Η επιχειρούμενη αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος στις ΔΕΚΟ μπορεί τελικά να βαλτώσει, όχι τόσο όμως επειδή η κυβέρνηση ανησυχεί για την αντίδραση των πάλαι ποτέ πανίσχυρων εκεί συνδικάτων, αλλά απλώς επειδή σκοντάφτει στο ένα εμπόδιο μετά το άλλο και χάνει γενικά τον βηματισμό της. Και όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα σχετικής αδιαφορίας – αν όχι μερικής συναίνεσης – της κοινής γνώμης.
Τι πήγε στραβά; Απλώς, η αίσθηση ισχύος των συνδικάτων στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ψευδαίσθηση. Δυο μόλις χρόνια ήταν αρκετά για να φανεί ότι η πολιτική επιρροή τους δεν οφείλεται στην οργανωτική τους δύναμη, στην παρουσία τους στους χώρους δουλειάς και στην ικανότητά τους να υπερασπίζονται τους εργαζομένους απέναντι σε εργοδότες σκληρούς και άπληστους. Τίποτε από όλα αυτά – εξ άλλου, εκεί όπου οι εργοδότες είναι όντως σκληροί και άπληστοι, τα συνδικάτα απουσιάζουν. Η αλήθεια (και πρόκειται για μια αλήθεια γνωστή, όσο και πικρή) είναι ότι η πολιτική επιρροή των συνδικαλιστικών οργανώσεων εξαρτάται από την εμμονή της εκάστοτε κυβέρνησης στην εξασφάλιση της συναίνεσής τους – είτε για λόγους πεποίθησης όπως συχνά συνέβαινε επί κυβερνήσεων Σημίτη, είτε για λόγους ανάγκης όπως συμβαίνει επί κυβερνήσεων ΝΔ. Εάν για κάποιο λόγο η κυβέρνηση πάψει να αναζητά ή να χρειάζεται τη συναίνεσή τους, τα συνδικάτα αποκαλύπτονται στην πραγματικότητα αδύναμα.
Η αδυναμία των συνδικάτων οφείλεται πρώτα και κύρια στην ουσιαστική απουσία τους από τους περισσότερους χώρους δουλειάς. Ο συνδικαλισμός στη χώρα μας αναπτύχθηκε κυρίως στη σχετική ασφάλεια της δημόσιας απασχόλησης: όχι μόνο στο Δημόσιο αυτό καθεαυτό, αλλά και στο χώρο των δημοσίων επιχειρήσεων και των τραπεζών (μέχρι πρόσφατα επίσης κρατικών). Οι δύο τελευταίοι κλάδοι απασχολούν μόλις το 8% των μισθωτών (εκτός μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που οργανώνονται στην ΑΔΕΔΥ), όμως η ΟΤΟΕ και τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ έχουν απόλυτη πλειοψηφία στα όργανα της ΓΣΕΕ. Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι η συνδικαλιστική πυκνότητα στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα είναι γύρω στο 15%.
Γενικά, η οργανωτική διείσδυση των συνδικάτων είναι χαμηλότερη στα πιο δυναμικά τμήματα της απασχόλησης. Η ισχνή παρουσία τους στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα αναφέρθηκε. Το 40% των μισθωτών είναι γυναίκες, αλλά η «φυλετική» αναλογία στην Διοικούσα Επιτροπή της ΓΣΕΕ την περίοδο 1992-2004 ήταν κατά μέσο όρο 3 γυναίκες σε 45 μέλη. Παλαιότερη δημοσκόπηση για λογαριασμό της ΓΣΕΕ διαπίστωσε ότι η συμμετοχή των νέων εργαζομένων στα συνδικάτα είναι μικρότερη κατά 5 φορές από ό,τι των μεγαλύτερων ηλικιών. Τέλος, με την τιμητική εξαίρεση του Συνδικάτου Οικοδόμων, καμιά άλλη συνδικαλιστική οργάνωση δεν έχει οργανώσει τους ξένους εργάτες ούτε έχει εκλέξει κάποιον από αυτούς σε ΔΣ ομοσπονδίας.
Η συνέπεια όλων αυτών είναι φανερή: η εικόνα του μέσου συνδικαλιστή (άνδρας, μεσήλικας, με μονιμότητα, 100% Έλληνας) μοιάζει όλο και λιγότερο με την εικόνα του μέσου μισθωτού (νεότερος, χωρίς μονιμότητα, με πιθανότητα 40% να είναι γυναίκα και 12% να είναι ξένος).
Προφανώς, δεν πρέπει να υποτιμά κανείς τις αντικειμενικές δυσκολίες. Όμως, φαίνεται ότι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες έχουν δεχθεί αμαχητί την περιχαράκωσή τους στο σχετικά πολύ πιο προστατευμένο κομμάτι των μισθωτών. Το πρόβλημα για τα συνδικάτα είναι ότι το κομμάτι αυτό φθίνει, με αποτέλεσμα να είναι πλέον ορατός ο κίνδυνος να περιοριστούν σε μια χούφτα συρρικνούμενους κλάδους της αγοράς εργασίας και να εκλείψουν ως κοινωνική δύναμη. Το πρόβλημα για τους εργαζομένους είναι τα συνδικάτα απουσιάζουν ακριβώς από εκεί που τα χρειάζονται περισσότερο.
Είναι άσχετο αυτό με τη μείωση της επιρροής τους; Την ώρα που τα συνδικάτα δίνουν μάχες οπισθοφυλακής για την διατήρηση της μονιμότητας και του «κεκτημένου δικαιώματος» όσων εργάζονται στις ΔΕΚΟ και στις τράπεζες να συνταξιοδοτούνται 10 ή και 20 χρόνια νωρίτερα από όλους τους υπόλοιπους, η συντριπτική πλειονότητα των εργαζόμενων αντιμετωπίζει μάλλον διαφορετικά προβλήματα: απλήρωτες υπερωρίες, ανασφάλιστη εργασία, χαμηλότερες αμοιβές, αβέβαιες προοπτικές. Πρόκειται για δύο διαφορετικούς κόσμους. Και όσο η πολιτική των συνδικάτων κυριαρχείται από την «ατζέντα» των εργαζομένων του προστατευμένου τομέα, τόσο δυσκολότερη θα είναι η αύξηση της επιρροής τους μεταξύ των γυναικών, των νέων, των ξένων εργατών.
Τι μπορεί να γίνει; Το ζήτημα για τις δυνάμεις της ευρύτερης Αριστεράς είναι κατ’ αρχήν να αποφύγουν τον συνήθη πειρασμό της αυτόματης ταύτισης με οτιδήποτε τυχαίνει κατά καιρούς να υποστηρίζει η εκάστοτε συνδικαλιστική ηγεσία. Στη συνέχεια, να αποφύγουν τον άλλο πειρασμό (μόλις ορατό ακόμη, αλλά πάντως υπαρκτό) του να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν τα συνδικάτα ως μια συντεχνιακή ομάδα πίεσης σαν όλες τις άλλες. Και οι δύο επιλογές είναι ελκυστικές, κυρίως γιατί δεν απαιτούν ούτε πολλή σκέψη ούτε πολλή δουλειά.
Όμως, η υπόθεση του συνδικαλισμού είναι εξαιρετικά σοβαρή για να την αφήνουμε στους συνδικαλιστές. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα πρόγραμμα που υπερασπίζεται τα σημερινά και μελλοντικά συμφέροντα όλων των εργαζομένων και που δίνει άμεση προτεραιότητα στην ισόρροπη ανάπτυξη των συνδικάτων σε όλους τους χώρους δουλειάς. Και φυσικά κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί όσο συνδικαλιστές και πολιτικοί αναλώνονται σε ασήμαντες διαμάχες «χαμηλής» πολιτικής.