Θα δοκιμάσω να απαντήσω στα ερωτήματα της πρόσκλησης, με εξαίρεση το πρώτο («Πόσο νέο φαινόμενο είναι η επισφαλής εργασία;») που θα το αφήσω στον Αντώνη Λιάκο ως καθ’ ύλην αρμόδιο.
Ταυτίζεται η επισφαλής εργασία με την ευέλικτη εργασία;
Γενικώς, όχι. Δεν είναι υποχρεωτικό η ευέλικτη εργασία να είναι επίσης επισφαλής. Παραδείγματα οργάνωσης της εργασίας ώστε να είναι και ευέλικτη (π.χ. part-time) και «ασφαλής» (με την έννοια του εργατικού δικαίου αλλά και της κοινωνικής προστασίας) υπάρχουν διεθνώς πολλά – σε λίγο θα αναφέρω κάποια.
Ειδικώς, συχνά ναι. Το «ευέλικτο» κομμάτι της αγοράς εργασίας τείνει να απασχολεί εργαζόμενους που δεν ανήκουν σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και που είναι ευάλωτοι στους χώρους δουλειάς έναντι του εργοδότη: μετανάστες, γυναίκες, νέοι, ανειδίκευτοι, και διάφοροι συνδυασμοί αυτών των ιδιοτήτων. Πρόκειται για κατ’ εξοχήν πρόβλημα συσχετισμού ισχύος, στο οποίο θα επανέλθω στη συνέχεια.
Κατά πόσον ισχύει η διχοτόμηση των ανθρώπων σε δυο κόσμους: τον κόσμο των «εντός» προνομίων και προστασίας, και τον κόσμο των «εκτός»;
Ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας παρατηρείται σε όλες τις Ευρωπαϊκές αγορές εργασίας, αλλά δεν είναι το ίδιο έντονος παντού. Για παράδειγμα, στις Σκανδιναβικές χώρες και στην Ολλανδία οι outsiders έχουν περισσότερη προστασία από ό,τι αλλού, ενώ στη Βρετανία και στην Ιρλανδία οι insiders έχουν λιγότερη ασφάλεια από ό,τι αλλού. Το χάσμα μεταξύ των δύο κόσμων είναι βαθύτερο στις αγορές εργασίας της Ηπειρωτικής Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Βελγιο κτλ.). Πουθενά όμως δεν είναι τόσο βαθύ όσο στην Ελλάδα.
Ως ποιο σημείο συμπίπτουν και πού αποκλίνουν τα συμφέροντα των «κανονικών» εργαζομένων, των «επισφαλών» εργαζομένων και των ανέργων;
Το εάν τα συμφέροντα συμπίπτουν ή αποκλίνουν εξαρτάται, κυρίως από το πώς τα αντιλαμβάνονται οι insiders. Η βιβλιογραφία σε θέματα industrial relations κάνει διάκριση μεταξύ «περιεκτικών» (encompassing) και συντεχνιακών συνδικάτων. Στην πρώτη περίπτωση, οι συνδικαλιστές καταβάλλουν προσπάθεια να εκπροσωπήσουν το σύνολο της εργατικής τάξης, ενώ επίσης θεωρούν προτεραιότητά τους την αύξηση της παρουσίας και της επιρροής των συνδικάτων στον «άτυπο» τομέα. Στη δεύτερη περίπτωση, οι συνδικαλιστές έχουν πρακτικά διαγράψει από την οπτική τους τα προβλήματα των outsiders (ως άλυτα, ενδεχομένως) και έχουν αποκλειστικά στραμμένο το ενδιαφέρον τους στην υπεράσπιση των «κεκτημένων» των προνομιούχων ομάδων από τις οποίες οι ίδιοι προέρχονται.
Πόσο αντιπροσωπεύονται οι επισφαλώς εργαζόμενοι/ες και οι άνεργοι/ες από τα συνδικάτα;
Στη χώρα μας, όπου ο συνδικαλισμός αναπτύχθηκε κυρίως στη θαλπωρή της δημόσιας απασχόλησης, οι επισφαλώς εργαζόμενοι και οι άνεργοι αντιπροσωπεύονται ελάχιστα ή καθόλου.
Οι αριθμοί μιλάνε μόνοι τους.
- Οι κλάδοι της κοινής ωφέλειας και των τραπεζών απασχολούν μόλις το 8% των μισθωτών (εκτός μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που οργανώνονται στην ΑΔΕΔΥ), όμως η ΟΤΟΕ και τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ έχουν τη συντριπτική πλειοψηφία στα όργανα της ΓΣΕΕ. Αντίθετα, η παρουσία των συνδικάτων στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα είναι ισχνή.
- Το 40% των μισθωτών είναι γυναίκες, αλλά η «φυλετική» αναλογία στην Διοικούσα Επιτροπή της ΓΣΕΕ τις τελευταίες δύο δεκαετίες είναι κατά μέσο όρο 3 γυναίκες σε 45 μέλη.
- Παλαιότερη δημοσκόπηση για λογαριασμό της ΓΣΕΕ έδειξε ότι η συμμετοχή των νέων εργαζομένων στα συνδικάτα είναι κατά 5 φορές μικρότερη από ό,τι των μεγαλύτερων ηλικιών.
- Τέλος, με την τιμητική εξαίρεση του Συνδικάτου Οικοδόμων, καμιά άλλη συνδικαλιστική οργάνωση δεν έχει προσπαθήσει να οργανώσει τους ξένους εργάτες, ούτε έχει εκλέξει κάποιον από αυτούς σε διοικητικό συμβούλιο ομοσπονδίας.
Υπάρχει «Ευρωπαϊκή διαδρομή» προς τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας;
Υπάρχει, και είναι σαφώς «Ευρωπαϊκή», με την έννοια ότι απορρίπτει την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας τύπου ΗΠΑ ή Βρετανίας, χωρίς από την άλλη να αρνείται την ανάγκη μεταρρύθμισης. Να προσθέσω ότι είναι πνευματικό παιδί του «χώρου», αφενός επειδή ήδη εφαρμόζεται σε «σοσιαλδημοκρατικές» χώρες, αφετέρου επειδή οι πιο δραστήριοι υποστηρικτές της (Tito Boeri κ.ά.) πρόσκεινται στην κεντροαριστερά. Πρόκειται για τη (μάλλον συκοφαντημένη στην Ελλάδα) στρατηγική της ευελιξίας με ασφάλεια ή flexicurity.
Η κεντρική ιδέα της flexicurity είναι η μείωση του χάσματος μεταξύ insiders και outsiders: μεγαλύτερη ελαστικότητα και λιγότερα προνόμια για τους μεν, με αντάλλαγμα καλύτερη κοινωνική προστασία και εργασιακή ασφάλεια για τους δε.
Η ευελιξία με ασφάλεια έχει εφαρμοστεί με ιδιαίτερη επιτυχία κυρίως στη Δανία και στην Ολλανδία. Έχω μελετήσει κάπως καλύτερα την περίπτωση της Ολλανδίας. Έχω, λοιπόν, να αναφέρω ότι η στροφή των Ολλανδικών συνομοσπονδιών εργαζομένων «υπέρ του σεβασμού του πλουραλισμού και της ποικιλομορφίας των μορφών απασχόλησης, και υπέρ των ίσων δικαιωμάτων των εργαζομένων σε άτυπες μορφές απασχόλησης» (στροφή που επιτεύχθηκε μετά από μακρόχρονους αγώνες των ομοσπονδιών με μεγάλη γυναικεία παρουσία) επέτρεψε τη σύναψη διμερών συμφωνιών που οδήγησαν στο «Ολλανδικό θαύμα»: αύξηση της απασχόλησης και του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, μείωση της φτώχειας και της ανισότητας.
Η ταυτόχρονη αύξηση της απασχόλησης και μείωση της φτώχειας λόγω της ευελιξίας με ασφάλεια στην Ολλανδία (και αλλού) είναι λιγότερο ευκαταφρόνητο επίτευγμα από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι η ευελιξία χωρίς ασφάλεια στη Βρετανία και στις ΗΠΑ είχε μεν θεαματικές επιδόσεις στη δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά είχε επίσης τίμημα την έκρηξη της φτώχειας των εργαζομένων. Να προσθέσω, τέλος, ότι η στροφή των Ολλανδικών συνδικάτων υπέρ της ευελιξίας με ασφάλεια αύξησε το κύρος και την επιρροή τους στην κοινωνία, αλλά και τον αριθμό των μελών τους, λόγω της μεγαλύτερης διεισδυτικότητάς τους στον άτυπο τομέα.
Μεταφέρεται η εμπειρία της Ολλανδίας (ή της Δανίας) αλλού, π.χ. στην Ελλάδα; Οι ίδιοι οι υποστηρικτές της (Tito Boeri κ.ά.) αναγνωρίζουν, και μάλιστα σε επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι η επιτυχία της στρατηγικής της ευελιξίας με ασφάλεια στις χώρες αυτές βασίστηκε αφενός στη μακρά παράδοση συλλογικών διαπραγματεύσεων και διμερών συμφωνιών, και αφετέρου στον αμοιβαίο σεβασμό των κοινωνικών εταίρων και στην εμπιστοσύνη τους ότι τα συμφωνηθέντα θα τηρηθούν. Εκεί όπου οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται, οι «εθνικές διαδρομές» προς την ευελιξία με ασφάλεια κατ’ ανάγκη περιπλέκονται – αν, και κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν καθιστά λιγότερο επείγουσα την ανάγκη γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ insiders και outsiders.
Τι μας διδάσκουν τα παραπάνω για τις προοπτικές της αγοράς εργασίας (και για τη στάση της εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς) στην Ελλάδα;
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, τρία πράγματα.
Πρώτον, ότι η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας θα πρέπει να επιχειρηθεί ταυτόχρονα με τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Ήδη αναφέρθηκα στην κατεύθυνση της ευελιξίας με ασφάλεια προς την οποία θα πρέπει να κινηθεί η πρώτη. Όσο για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους, εδώ ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η γενναία αναδιανομή πόρων από τις κοινωνικά αντιπαραγωγικές δαπάνες (όπως είναι τα σκανδαλώδη συνταξιοδοτικά προνόμια πολλών ομάδων) προς τις κοινωνικές υπηρεσίες (π.χ. βρεφονηπιακοί σταθμοί, βοήθεια στο σπίτι), καθώς και στη στήριξη του εισοδήματος (επιδόματα παιδιών, επιδόματα ανέργων, επιδόματα κατοικίας, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα).
Δεύτερον, ότι αν και η παραπάνω διαδρομή είναι ίσως βραχυπρόθεσμα επώδυνη για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τουλάχιστον υπόσχεται την αναστήλωση του (χαμηλού σήμερα) κύρους τους στην κοινωνία και την αύξηση της πολιτικής και αριθμητικής επιρροής τους. Αντίθετα, η πεπατημένη της με νύχια και δόντια υπεράσπισης των «κεκτημένων» οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην οριστική παρακμή τους.
Τρίτον, ότι η στρατηγική της ευελιξίας με ασφάλεια δεν προϋποθέτει μόνο την αλλαγή πορείας των συνδικάτων, αλλά και την αξιοπιστία των εργοδοτικών οργανώσεων (it takes two to tango). Στη χώρα μας, όπου η αστική τάξη αποστρέφεται τα ρίσκα και αναζητά εναγωνίως το σίγουρο κέρδος στη σκιά του πελατειακού κράτους, όπου πάρα πολλοί επιχειρηματίες θεωρούν την επιχειρηματικότητα συνώνυμο της «αρπαχτής», και όπου η κερδοφορία συνήθως δεν είναι επιστέγασμα κάποιας καινοτόμου ιδέας για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που ζητά η αγορά, αλλά αποτέλεσμα της ανελέητης συμπίεσης του εργατικού κόστους (τύπου «εσύ υπογράφεις για €700 και εγώ σου δίνω €400») – τι ελπίδα μπορεί να υπάρχει;
Καμμία ελπίδα – εκτός εάν μια υγιέστερη επιχειρηματική κουλτούρα επικρατήσει (πώς;), και εκτός εάν ο συσχετισμός ισχύος στον ιδιωτικό τομέα αλλάξει υπέρ των εργαζομένων.
Μπορεί να προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις υπέρ των «εκτός» χωρίς να θιγούν τα κεκτημένα των «εντός»;
Φοβάμαι πως κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε εφικτό αλλά ούτε και επιθυμητό.
Δεν είναι εφικτό επειδή το «πολιτικό κεφάλαιο» που διαθέτουν τα συνδικάτα και τα κόμματα της ευρείας αριστεράς είναι πεπερασμένο. Στα λόγια όλοι είναι υπέρ της βελτίωσης της θέσης των «εκτός». Όταν όμως τα συνδικάτα επιλέγουν να δώσουν τις ηρωικότερες μάχες τους για να μην αλλάξει τίποτε (όπως έγινε στο παρελθόν με τις προτάσεις Γιαννίτση για το ασφαλιστικό), ή για τη διατήρηση του δικαιώματος των «εντός» να συνταξιοδοτούνται μέχρι και 17 χρόνια νωρίτερα από όλους τους άλλους (όπως έγινε πιο πρόσφατα με αφορμή την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου), δεν περισσεύει και πολύς χρόνος και ενέργεια για τα πιο πεζά προβλήματα της Κούνεβα και των άλλων θαρραλέων συνδικαλιστριών του Σωματείου της.
Τα κεκτημένα των «εντός» δεν είναι εφικτό λοιπόν να μείνουν άθικτα, εάν θέλουμε να βελτιωθεί η θέση των «εκτός». Δεν είναι όμως ούτε επιθυμητό. Αφενός, γιατί η ύπαρξη των κεκτημένων αυτών προσβάλλει την αρχή της ισονομίας των πολιτών και κάθε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης. Αφετέρου, γιατί ποιος θα ήθελε να ζει σε μια χώρα όπου όλοι οι εργαζόμενοι συμπεριφέρονται ως δημόσιοι υπάλληλοι (και όπου όλες οι αεροπορικές εταιρίες είναι σαν την Ολυμπιακή, όλες οι Τράπεζες σαν την Εθνική κ.ο.κ.);
Εγώ πάντως όχι.