1 Απριλίου 2009

Η κοινωνική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας (2004-09): ένας κριτικός απολογισμός




Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» (Απρίλιος 2009)

Μια μάλλον διαδεδομένη πεποίθηση θέλει τις συντηρητικές κυβερνήσεις να υστερούν «ποσοτικά» στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής έναντι των σοσιαλιστικών – π.χ. όσον αφορά το ύψος της κοινωνικής δαπάνης. Πρόκειται περί παρεξήγησης. Η περιοριστική πολιτική (π.χ. περικοπές) υποστηρίζεται από οπαδούς του ελάχιστου κράτους – αν και, όπως διαπίστωσε η κ. Θάτσερ τη δεκαετία του ’80, αυτό είναι ευκολότερο να επιτευχθεί στη θεωρία παρά στην πράξη. Αντίθετα, τα συντηρητικά κόμματα τύπου ΝΔ δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν το κράτος για τους δικούς τους σκοπούς, οι οποίοι (ακόμη και όταν δεν είναι ιδιοτελείς) φέρουν τα σημάδια της συντηρητικής ιδεολογίας.

Τα τελευταία 5 χρόνια η κοινωνική δαπάνη συνέχισε να αυξάνεται (από 20,0% του ΑΕΠ το 2004 σε 21,1% το 2008 σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης). Κατά ένα μικρό μέρος, αυτό οφείλεται στη θεσμοθέτηση νέων πολιτικών ή στη διεύρυνση άλλων. Κατά ένα μεγάλο μέρος, η αύξηση της κοινωνικής δαπάνης αντανακλά την «κεκτημένη ταχύτητα» ενός υπερτροφικού συστήματος συντάξεων στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Το «ποιοτικό» χαρακτηριστικό της πολιτικής των κυβερνήσεων ΝΔ – αλλά, δυστυχώς, όχι μόνον αυτών – είναι ότι το σύστημα κοινωνικής προστασίας που έχουμε παραμένει αναχρονιστικό, αναποτελεσματικό και άδικο.

Οι κυριότερες πρωτοβουλίες την τελευταία πενταετία ήταν επιγραμματικά οι εξής.

Φορολογική μεταρρύθμιση

Η μείωση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων (η οποία άρχισε επί Χριστοδουλάκη) συνεχίστηκε επί Αλογοσκούφη. Όμως, εάν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός, οι φορολογούμενοι με ετήσιο εισόδημα 15.000 ευρώ πληρώνουν σήμερα περισσότερο φόρο από ό,τι το 2004, ενώ κερδισμένοι είναι όσοι δηλώνουν μέχρι 75.000 ευρώ το χρόνο. Επίσης, η μετατροπή της μείωσης φόρου λόγω παιδιών σε προσαύξηση του αφορολογήτου ορίου ωφελεί οικογένειες με τρία ή περισσότερα παιδιά, ιδίως εάν έχουν εισόδημα πάνω από 22.000 ευρώ. Επί πλέον, η μείωση των συντελεστών του φόρου κληρονομιάς (από 5%-30% σε 1%) και η αύξηση του αφορολογήτου ορίου σε 95.000 ευρώ (επί της αντικειμενικής αξίας) συνεπάγεται μηδενική ή συμβολική φορολόγηση ακόμη περισσότερων μεταβιβάσεων ακίνητης περιουσίας. Γενικά, η επίπτωση της μείωσης φόρου είναι αντίστροφα προοδευτική – διπλά: και επειδή ευνοεί τους πλούσιους λιγότερο από ό,τι τους φτωχούς, αλλά και επειδή στερεί από το κράτος έσοδα τα οποία θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν αναδιανεμητικές πολιτικές υπέρ των τελευταίων.

Κατάργηση του ΛΑΦΚΑ

Ο Λογαριασμός Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης είχε συσταθεί με το νόμο 2084 (Μάνου-Σιούφα) το 1992 ως προσωρινό μέτρο για την ενίσχυση των προβληματικών ταμείων, εν αναμονή της διαρθρωτικής μεταρρύθμισης που τελικά δεν ήρθε ποτέ. Ήταν στην ουσία μια προοδευτική εισφορά, με την έννοια ότι επιβάρυνε τις χαμηλές συντάξεις πολύ λιγότερο από τις υψηλές[1]. Η κατάργηση του ΛΑΦΚΑ το 2004 (το πρώτο μέτρο κοινωνικής πολιτικής της ΝΔ) εξάλειψε το μοναδικό μηχανισμό ανακατανομής πόρων στο εσωτερικό του συνταξιοδοτικού συστήματος και αύξησε τις εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των ηλικιωμένων.

Παροχές στις τρίτεκνες οικογένειες

Με το νόμο 3454/2006 οι παροχές υπέρ πολύτεκνων (γενναιόδωρα επιδόματα, φορολογικές ελαφρύνσεις, προνομιακή μεταχείριση στις προσλήψεις στο δημόσιο, στην έκδοση αδειών, στην ανώτατη εκπαίδευση κτλ.) επεκτάθηκαν στις τρίτεκνες οικογένειες. Η μεροληψία υπέρ των πολυτέκνων ήταν προσφιλής στα καθεστώτα του Χίτλερ, του Μουσολίνι, του Φράνκο και του Σαλαζάρ, μα έχει εκλείψει έκτοτε στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Εν τω μεταξύ οι παροχές προς οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά – στις οποίες άλλωστε αντιστοιχεί η μεγάλη πλειονότητα των παιδιών, καθώς και η πλειονότητα των φτωχών παιδιών – παραμένουν ασήμαντες.

Αναπροσαρμογή επιδομάτων

Ενώ στο παρελθόν οι χαμηλές συντάξεις αυξάνονταν περισσότερο από ό,τι οι υψηλές, από το 2005 όλες οι συντάξεις αναπροσαρμόζονται με το ίδιο ποσοστό (1.3% σε πραγματικές τιμές την τελευταία τετραετία). Αντίθετα, το ΕΚΑΣ, η σύνταξη ανασφαλίστων και η βασική σύνταξη ΟΓΑ αυξήθηκαν κατά 42% την περίοδο 2004-08. Το επίδομα ανεργίας «ξεπάγωσε» μόλις το 2007, αλλά αυξήθηκε αρκετά από τότε (+13% σε πραγματικές τιμές σε σχέση με το 2004). Οι κατώτατες αποδοχές αυξήθηκαν επίσης κατά 10% σε πραγματικές τιμές την τετραετία 2004-08, παρότι έχασαν και άλλο έδαφος σε σχέση με τις μέσες αποδοχές.

Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής

Με το νόμο 3552/2008 ιδρύθηκε Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής, με «προίκα» 500 εκατ. ευρώ το 2008 και στόχο τα 2 δις ευρώ το 2010. Μέχρι τώρα, το Ταμείο έχει χρηματοδοτήσει την επέκταση των πολυτεκνικών παροχών σε τρίτεκνες οικογένειες, την έκτακτη ενίσχυση των πληγέντων από τις πυρκαγιές του Αυγούστου 2007, καθώς και τα «μέτρα υπέρ οικονομικά αδυνάμων» του Δεκεμβρίου 2008 (δηλ. τη χορήγηση δύο εκτάκτων επιδομάτων: «κοινωνικής συνοχής» αξίας 100-200 ευρώ και «στεγαστικού δανείου» αξίας 500 ευρώ σε συνταξιούχους ΟΓΑ, δικαιούχους ΕΚΑΣ και εγγεγραμμένους ανέργους ΟΑΕΔ).

Ασφαλιστική μεταρρύθμιση

Ο νόμος 3655/2008 προβλέπει (α) την ομαδοποίηση των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης, (β) τη σταδιακή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης για ορισμένες κατηγορίες (ασφαλισμένοι ειδικών ταμείων, μητέρες ανηλίκων, 35ετία) από το 2013, και (γ) τη σύσταση «Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών» για την αντιμετώπιση των μελλοντικών ελλειμμάτων, με χρηματοδότηση από διάφορες πηγές (10% των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις, 4% των εσόδων του ΦΠΑ, 10% των «κοινωνικών πόρων» των ειδικών ταμείων κτλ).

Πώς αθροίζονται όλα αυτά; Παρά την πληκτική ρητορεία περί του αντιθέτου, το κοινωνικό κράτος στη χώρα μας δεν «αποδομήθηκε» την τελευταία 5ετία. Όμως, οι κυβερνήσεις ΝΔ όχι μόνο δεν έκαναν τίποτε για να εκσυγχρονίσουν το σύστημα κοινωνικής προστασίας, αλλά επέτειναν ορισμένες από τις παραδοσιακές στρεβλώσεις του.

Η τρέχουσα οικονομική κρίση – για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οποίας το κοινωνικό κράτος που έχουμε είναι εντελώς ακατάλληλο – έρχεται να προστεθεί στα προϋπάρχοντα προβλήματα οικονομικής βιωσιμότητας, αναντιστοιχίας με τις ανάγκες, αναπαραγωγής (και όχι καταπολέμησης) των ανισοτήτων.

Η τραγωδία είναι ότι σε αυτό ακριβώς το σύστημα κοινωνικής προστασίας παραμένει δέσμια η πολιτική ελίτ στο σύνολο της (κυβέρνηση και αντιπολίτευση, κόμματα και συνδικάτα). Μια ελίτ που βλέπει το αδιέξοδο, αλλά πασχίζει να αποφύγει το περίφημο «πολιτικό κόστος» της αναγκαίας μεταρρύθμισης. Μεταθέτοντας έτσι το κοινωνικό κόστος της μη μεταρρύθμισης στα ασθενέστερα στρώματα, στους νέους, στις επόμενες γενιές.

[1] Ας σημειωθεί ότι, για αδιευκρίνιστους λόγους αλλά με διακομματική συναίνεση, οι συνταξιούχοι του Ταμείου Νομικών το 1992 είχαν εξαιρεθεί από την υποχρέωση καταβολής της εισφοράς στο ΛΑΦΚΑ.