Oμιλία σε συνάντηση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ) (Αθήνα 7 Μαΐου 1998)
Θα ξεκινήσω με μια κοινή διαπίστωση: ο διάλογος για το μέλλον της κοινωνικής ασφάλισης περιστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τα προβλήματα του συστήματος συντάξεων. Αυτό ισχύει τόσο για τον επίσημο - ‘κοινωνικό’ - διάλογο, όσο και για τον ανεπίσημο (και, κατά κανόνα, πιο διαφωτιστικό) δημόσιο διάλογο που διεξάγεται με άρθρα και εκθέσεις, ή με ομιλίες σε συνέδρια και εκδηλώσεις όπως η σημερινή.
Η μια μονομέρεια (της συζήτησης) αντανακλά πιστά μιαν άλλη: τη μονομέρεια της δομής του συστήματος κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας. Οι συντάξεις απορροφούν το 60% της κοινωνικής δαπάνης του κράτους και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Το φαινόμενο αυτό είναι Ελληνική πρωτοτυπία: το ειδικό βάρος των συντάξεων είναι σε όλες τις χώρες της Ευρώπης μεγάλο, πουθενά όμως τόσο μεγάλο.
Σπεύδω να προλάβω τη συνηθισμένη ένσταση: ότι το ποσοστό των συντάξεων στη συνολική κοινωνική δαπάνη είναι υψηλό επειδή η τελευταία είναι χαμηλή. Θα συμφωνήσω εν μέρει. Η δαπάνη για κοινωνική προστασία στην Ελλάδα είναι σίγουρα χαμηλότερη από το μέσο Ευρωπαϊκό όρο. Όμως, αφού η χώρα μας είναι η λιγότερο πλούσια μεταξύ των εταίρων της, το αντίθετο θα ήταν παράδοξο. Και πάλι, η κοινωνική δαπάνη είναι υψηλότερη στην Ελλάδα από ό,τι στην Πορτογαλία - και στο ίδιο περίπου επίπεδο όπως στην Ιρλανδία.
[Παρένθεση: γνωρίζω ότι οι στατιστικές που κυκλοφορούν δίνουν μια διαφορετική εικόνα, αλλά αυτό αφορά περισσότερο τις ίδιες τις στατιστικές παρά την πραγματικότητα την οποία υποτίθεται ότι περιγράφουν. Η συμφιλίωση στατιστικών και πραγματικότητας είναι το έργο μιας ομάδας της ΕΣΥΕ, η οποία αναμένεται να παραδώσει το Σεπτέμβριο. Ήδη, όμως, είναι ενδεικτικό ότι η αμέσως επόμενη σειρά πινάκων που πρόκειται να δημοσιεύσει η Eurostat θα περιλαμβάνει ολόκληρα προγράμματα κοινωνικής προστασίας, συνολικού ύψους ούτε λίγο ούτε πολύ 5% του ΑΕΠ, τα οποία είχαμε παραλείψει να προσμετρήσουμε τις προηγούμενες φορές. Αν όλα πάνε καλά, η απόσταση στατιστικών και πραγματικότητας θα κυμαίνεται στο μέλλον σε λογικότερα επίπεδα από ό,τι στο παρελθόν.]
Επιστρέφουμε στο θέμα. Ένα σύστημα συντάξεων είναι ένα σύνολο ρυθμίσεων, με τις οποίες μια κοινωνία διανέμει τους διαθέσιμους πόρους μεταξύ εργαζομένων και συνταξιούχων. Το πώς γίνεται αυτή η διανομή είναι μάλλον τεχνικό ζήτημα, με ουσιαστικές όμως προεκτάσεις, μερικές από τις οποίες θα θίξω στη συνέχεια. Το πόσο, το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος το οποίο απορροφάται από τις συντάξεις, είναι θέμα επιλογής. Στην Ελλάδα, το ποσοστό του ΑΕΠ το οποίο διανέμουμε στους συνταξιούχους είναι γύρω στο 12%.
Πολύ είναι αυτό ή λίγο; Μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα βλέποντας τι κάνουν άλλες χώρες. Η Ιταλία δαπανά περισσότερο, η Σουηδία περίπου το ίδιο, η Γερμανία και η Γαλλία λιγότερο. Εάν σκεφθεί κανείς ότι πρόκειται για χώρες όχι μόνο πλουσιότερες από τη δική μας αλλά και με μεγαλύτερο ποσοστό ηλικιωμένων, τότε μάλλον δαπανούμε πολύ. Με βάση τις σημερινές τάσεις, όταν η δημογραφική πυραμίδα της Ελλάδας πάρει τη μορφή της υπόλοιπης Ευρώπης θα δαπανούμε περισσότερο από κάθε άλλη χώρα.
Όπως ανέφερα πριν, το πόσο δαπανά μια χώρα για συντάξεις είναι σε μεγάλο βαθμό θέμα επιλογής. Τίποτε δεν μας εμποδίζει να είμαστε περισσότερο γενναιόδωροι προς τους δικούς μας συνταξιούχους από ό,τι είναι άλλοι λαοί προς τους δικούς τους. Αρκεί βέβαια να είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε το τίμημα: ως γνωστόν, δωρεάν γεύματα δεν υπάρχουν. Μια δραχμή παραπάνω για τις συντάξεις σημαίνει μια δραχμή λιγότερο για κάτι άλλο.
Μεταξύ των θυμάτων του υπερτροφισμού του συστήματος συντάξεων στη χώρα μας είναι τα υπόλοιπα κοινωνικά προγράμματα. Τα επιδόματα ανεργίας στην Ελλάδα είναι μικρότερης αξίας και διάρκειας από ό,τι σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Οι μισοί σχεδόν άνεργοι είναι νέοι, αλλά μόνο πρόσφατα άρχισαν να εφαρμόζονται μαζικά προγράμματα ένταξης στην αγορά εργασίας. Τα οικογενειακά επιδόματα είναι μόνο για τους δημοσίους υπαλλήλους, για τους υπόλοιπους υπάρχουν μόνο ‘πολυτεκνικά’. Για να αποκτήσει ένα νέο ζευγάρι στεγαστική αυτονομία θα πρέπει να προικοδοτηθεί αγρίως και από τις δύο οικογένειες. Και όλα αυτά σε μια χώρα που υποτίθεται ότι ανησυχεί για το ότι όλο και λιγότεροι νέοι σχηματίζουν όλο και μικρότερες οικογένειες σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία.
Και λοιπόν; Άραγε τα κενά στην κοινωνική προστασία οφείλονται στο ότι δαπανούμε τόσο πολύ για συντάξεις; Σε μεγάλο βαθμό, ναι! Όπως ανέφερα πριν, στη χώρα μας η συνολική κοινωνική δαπάνη είναι σε συγκρίσιμα επίπεδα με αυτά συγκρίσιμων χωρών, ενώ η δαπάνη για συντάξεις είναι πολύ υψηλότερη από ό,τι σε πλουσιότερες χώρες με μεγαλύτερο ποσοστό ηλικιωμένων. Η χρηματοδότηση των υπολοίπων κοινωνικών προγραμμάτων δεν είναι φτωχή επειδή το ύψος της κοινωνικής δαπάνης στην Ελλάδα είναι χαμηλό, αλλά επειδή η κατανομή της είναι μονομερής. Θα πρέπει, λοιπόν, να αναρωτηθούμε μήπως το ‘μείγμα’ κοινωνικών πολιτικών που θα είχαμε εάν εξοικονομούσαμε πόρους που σήμερα απορροφώνται από το σύστημα συντάξεων έχει μεγαλύτερη κοινωνική αξία από το σημερινό μείγμα. Αυτό είναι το πρώτο δίλημμα που προτείνω στη σημερινή συζήτηση:
Συντάξεις και ‘ξερό ψωμί’, ή ένα ισορροπημένο σύστημα κοινωνικής προστασίας για όλες τις ηλικίες και για όλους τους κοινωνικούς κινδύνους;
Η ομιλία μου μέχρι αυτό το σημείο συνοψίζεται ως εξής: Με βάση το βιοτικό επίπεδο και τη δημογραφική σύνθεση της χώρας, έχουμε ένα υπερβολικά γενναιόδωρο σύστημα συντάξεων. Ο υπερτροφισμός των συντάξεων και τα κενά του συστήματος κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα σε άλλους τομείς της κοινωνικής πολιτικής είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Φαντάζομαι ότι ένα μέρος του ακροατηρίου δεν θα πιστεύει στα αυτιά του: πώς είναι δυνατό να αποκαλείται γενναιόδωρο ένα σύστημα που, κατά τη φράση του συνδικαλιστικού συρμού, δίνει ‘συντάξεις πείνας’; Και όμως είναι: Κατ’ αρχήν επειδή εκτός από γενναιόδωρο είναι και κακοσχεδιασμένο, αφού δίνει κίνητρα πρόωρης συνταξιοδότησης και εισφοροδιαφυγής. Αφ’ ετέρου επειδή για κάθε χαμηλοσυνταξιούχο (και για κάθε ηλικιωμένο χωρίς καμιά σύνταξη) υπάρχουν ένας ή περισσότεροι συνταξιούχοι με συντάξεις που δεν πλήρωσαν ποτέ οι ίδιοι.
Ο κατακερματισμός του συστήματος σε μια πληθώρα ταμείων, το καθένα με τους δικούς του κανόνες (όσον αφορά όρους ασφάλισης, ύψος εισφορών, προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, υπολογισμό σύνταξης), συσκοτίζει - και για αυτό διευκολύνει - τη διαιώνιση προνομίων. Η λέξη είναι φορτισμένη, για αυτό θα ήταν καλό να την ορίσουμε. Προτείνω τον εξής ορισμό: ‘ρυθμίσεις των οποίων το όφελος κατανέμεται μόνο σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες, ενώ το κόστος διαχέεται στο κοινωνικό σύνολο’.
Τα δεδομένα του προβλήματος πρέπει (ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε) να είναι γνωστά σε όλους: Ελλείψει μεταλλωρύχων, στα ‘βαρέα και ανθυγιεινά’ επαγγέλματα εντάσσονται κομμωτές και παρουσιαστές της τηλεόρασης. Συντάξεις αναπηρίας χορηγούνται με ελαστικά κριτήρια, συχνά με χρηματικά ή και πολιτικά ανταλλάγματα. Πώς αλλιώς εξηγείται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό συντάξεων αναπηρίας στην Ελλάδα εκδίδεται στην υγιέστερη περιφέρεια της Ευρώπης (την Κρήτη); Συντάξεις χηρείας απονέμονται χωρίς κριτήρια ηλικίας. Οι γυναίκες συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από τους άνδρες και οι μητέρες ανηλίκων νωρίτερα από τις γυναίκες χωρίς παιδιά. Οι ασφαλισμένοι των ‘ειδικών ταμείων’ συνταξιοδοτούνται με πλήρη δικαιώματα έως και δέκα χρόνια νωρίτερα από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ.
Η συσσώρευση πολλών προνομίων στο ίδιο άτομο οδηγεί σε καταστάσεις που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως καθαρές παραβιάσεις της αρχής της ισότητας των πολιτών μπροστά στο νόμο: μια εργάτρια κλωστοϋφαντουργίας, ηλικίας 60 ετών, δεν στοιχειοθετεί δικαίωμα για σύνταξη εάν έχει ‘ένσημα’ για λιγότερα από 15 χρόνια, όμως μια δημόσια υπάλληλος με δύο παιδιά συνταξιοδοτείται στα 45 (δηλ. όταν τα παιδιά της είναι πλέον στο λύκειο).
Σύμφωνα με την εύστοχη και σε ανύποπτο χρόνο διατυπωμένη φράση ενός πρώην υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ‘το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα οικοδομήθηκε άναρχα’ ως ‘προϊόν συνεχών συμβιβασμών με ομάδες πίεσης ή περιστασιακής αντιμετώπισης κρίσεων’. Αυτή η διαδικασία, από την οποία προέκυψε το σημερινό ‘εντυπωσιακό μωσαϊκό ρυθμίσεων’, κάνει την Ελληνική περίπτωση μοναδική και της δίνει το χαρακτηρισμό του ‘κράτους πελατειακών παροχών’. Πράγματι, ο σημερινός ‘χάρτης’ των κοινωνικών παροχών στην Ελλάδα φέρνει τα σημάδια μιας ιστορικής διαδικασίας, κατά την οποία η προνομιακή πρόσβαση ορισμένων ομάδων στην πολιτική εξουσία τους έχει δώσει τη δύναμη να αποσπούν και να διατηρούν ευνοϊκές ρυθμίσεις για λογαριασμό των μελών τους.
Ως πολίτης, θα περιοριστώ στη διαπίστωση ότι η εξάπλωση των πελατειακών παροχών είναι επικίνδυνη για την αξιοπιστία του δημοκρατικού πολιτεύματος και σίγουρα δεν αρμόζει σε ένα κράτος δικαίου. Ως ‘ειδικός’ σε θέματα κοινωνικής πολιτικής, θα προσθέσω απλώς ότι οι ισχυρές πολιτικά ομάδες συνήθως διαθέτουν και οικονομική ισχύ: συνεπώς, τα προνόμια καταλήγουν να ωφελούν ομάδες κατά κανόνα πιο εύπορες από αυτές τις οποίες επιβαρύνουν.
Ο μηχανισμός της μεταβίβασης πόρων από το κοινωνικό σύνολο στις ομάδες που ευνοούνται από τα προνόμια είναι συχνά αδιαφανής. Το έλλειμμα του ΙΚΑ ανακοινώνεται κάθε χρόνο, αλλά το ‘έλλειμμα’ των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων όχι. Το κόστος των προνομίων των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ μετακυλίεται στο φορολογούμενο, αλλά και στον καταναλωτή των υπηρεσιών τους. Το ‘άνοιγμα’ μεταξύ επιτοκίου χορηγήσεων και επιτοκίου καταθέσεων έχει σωστά διαγνωσθεί ως σύμπτωμα της ολιγοπωλιακής δομής του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος, αλλά λησμονείται ότι μέρος της ‘προσόδου’ διανέμεται στους εργαζομένους των Τραπεζών (ιδίως των κρατικών), με τη μορφή υψηλών συντάξεων σε χαμηλή ηλικία.
Άλλες φορές, η ιδιοποίηση κοινωνικών πόρων γίνεται με μια απροκάλυπτη ωμότητα που θα σόκαρε όποιον δεν έχει εξοικειωθεί καλά με τα πολιτικά ήθη της χώρας μας. Η εξαίρεση του Ταμείου Νομικών από την υποχρέωση συνεισφοράς στο Λογαριασμό Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης του ν.2084/92 έγινε από τη Βουλή - με διακομματική συναίνεση. Το ΤΣΜΕΔΕ, το ταμείο των μηχανικών, εισπράττει 1% της δαπάνης εκτέλεσης δημοσίων έργων με αποτέλεσμα να πρέπει τώρα να αποφασίσει εάν είναι προτιμότερο να επενδύσει τα κέρδη από τα πακέτα Ντελόρ και Σαντέρ (και τα μελλοντικά από την Ολυμπιάδα του 2004) σε δικό του νοσοκομείο, δική του τράπεζα ή σε συνδυασμό και των δύο. Το ΤΣΑΥ, το ταμείο των γιατρών, εισέπραττε μέχρι πέρυσι ένα ποσοστό της τιμής κάθε φαρμάκου, ώστε οι υψηλές συντάξεις αυτής της κατά τεκμήριο εύπορης κοινωνικής ομάδας να χρηματοδοτούνται από τους αγοραστές φαρμάκων, δηλαδή κυρίως από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ και του ΟΓΑ. Όταν πέρυσι, στα πλαίσια της νέας τιμολογιακής πολιτικής για το φάρμακο, αποφασίστηκε η κατάργηση αυτής της επιβάρυνσης, το υπουργείο Οικονομικών (κέρβερος, κατά τα άλλα, του δημοσίου χρήματος) έσπευσε να αποζημιώσει το πλεονασματικό ΤΣΑΥ με μια επιχορήγηση ύψους 12 δις. δρχ., δηλ. 863.000 δρχ. ανά συνταξιούχο του ταμείου.
Πάνω σε αυτό το φαινόμενο, που ένας Ιταλός συνάδελφός μου αποκαλεί ‘δημοσιονομικό σφετερισμό’ και που εμείς κατ’ ευφημισμό ονομάζουμε ‘κοινωνικό πόρο’, δεν έχω τίποτε να προσθέσω σε αυτό που ο ίδιος πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας έγραφε πριν από εννέα ολόκληρα χρόνια: ‘Το σύστημα των πολλαπλών ταμείων και κοινωνικών πόρων, το οποίο έχει ως συνέπεια να φορολογεί ο κάθε Έλληνας τους υπολοίπους και να αναδιανέμονται οι εισφορές σε όφελος της ισχυρότερης πολιτικά ομάδας, είναι ανάγκη να αντικατασταθεί’. Αυτό είναι το δεύτερο δίλημμα που προτείνω στους ομιλητές που θα μας διαδεχθούν:
Πελατειακή επιλεκτικότητα και κατακερματισμός, ή ισονομία και ενιαίοι κανόνες για όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως ταμείου ασφάλισης;
Προλαβαίνω την επόμενη ένσταση (‘μα εξίσωση προς τα κάτω θα κάνουμε;’) και σπεύδω να διευκρινήσω ότι η ισονομία δεν ταυτίζεται με την ισοπεδωτική ομοιομορφία. Κανένα άτομο δεν θα πρέπει να εμποδίζεται να συνταξιοδοτηθεί στην ηλικία των 55 εάν το επιθυμεί. Όμως, ένα δίκαιο σύστημα θα έδινε σημαντικά χαμηλότερη σύνταξη σε μια τέτοια περίπτωση από ό,τι εάν το άτομο συνέχιζε να εργάζεται και να πληρώνει εισφορές μέχρι την ηλικία των 65.
Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν είναι εάν τα όρια ηλικίας θα ανέβουν ή όχι, αλλά το ποιος θα πληρώνει τις συντάξεις εκείνων που σήμερα έχουν δικαίωμα να συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από τους υπόλοιπους. Είναι και πάλι θέμα επιλογής. Μπορεί κάλλιστα να αποφασίσουμε ότι κάποια ομάδα καλώς συνταξιοδοτείται νωρίτερα από τις υπόλοιπες και ότι καλώς η κοινωνία αναλαμβάνει το κόστος. Για παράδειγμα, οι μητέρες ανηλίκων. Ίσως, όμως, διαπιστώσουμε ότι η συνταξιοδότηση μιας 45χρονης με παιδιά 16-17 ετών είναι μάλλον άστοχη ως πολιτική για την οικογένεια (αν όχι επιζήμια για την ευημερία των παιδιών). Ο διπλασιασμός σε διάρκεια της άδειας μητρότητας για όλες τις εργαζομένες θα κόστιζε απείρως λιγότερο από την πρόωρη συνταξιοδότηση και θα ωφελούσε απείρως περισσότερο τις οικογένειες με παιδιά.
Μπορεί να αποφασίσουμε ότι στον κατάλογο όσων καλώς συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από τους υπόλοιπους (και με έξοδα των υπολοίπων) ανήκουν π.χ. και οι τραπεζικοί υπάλληλοι; Τίποτε δεν είναι απίθανο, αλλά νομίζω ότι δύσκολα μια κοινωνία, όσο και εάν αντιστέκεται στον ορθολογισμό, θα αποφάσιζε συνειδητά να ενισχύσει κατά προτεραιότητα μια κοινωνική ομάδα μάλλον υψηλού εισοδήματος με τη συγκέντρωση πόρων από το κοινωνικό σύνολο.
Το κλειδί του προβλήματος είναι η λέξη ‘συνειδητά’: κάτι τέτοιο είναι δυνατό στο σημερινό σύστημα ακριβώς επειδή στη συζήτηση για το λεγόμενο ‘ασφαλιστικό’ έχει επικαθήσει μια ομίχλη που μειώνει την ορατότητα. Αν και απεχθάνομαι τις θεωρίες συνωμοσίας, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι η ομίχλη αυτή είναι τόσο βολική για ορισμένους που τους εξωθεί σε αντιδράσεις δυσανάλογης βιαιότητας κάθε φορά που μια πνοή φρέσκου αέρα καθαρίζει το τοπίο, έστω και για λίγο - όπως συνέβη με τη δημοσίευση της Έκθεσης Σπράου.
Έστω λοιπόν ότι αποφασίζουμε (με νηφαλιότητα και κανενός είδους εκδικητικότητα) ότι στο εξής τα προνόμια των προνομιούχων θα χρηματοδοτούνται από τους ίδιους. Θα λυθεί έτσι το ‘ασφαλιστικό’; Ως προς το ένα σκέλος, αυτό της δικαιοσύνης μεταξύ διαφορετικών ομάδων, ναι! Η επίλυση του άλλου σκέλους του προβλήματος, αυτού της δικαιοσύνης μεταξύ γενεών, απαιτεί πρόσθετη προσπάθεια: θα αντισταθούμε στον πειρασμό να επιρρίψουμε το κόστος των σημερινών αποφάσεών μας στις περίφημες ‘επερχόμενες γενεές’, οι οποίες δεν είναι σε θέση να πάρουν μέρος στον κοινωνικό διάλογο;
Εδώ διακυβεύονται πολύ περισσότερα από ό,τι υπαινίσσεται ένα τεχνικό ζήτημα διαγενεακής κατανεμητικής δικαιοσύνης: διακυβεύεται η αξιοπιστία (και, συνεπώς, η βιωσιμότητα) του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης. Εάν οι εργαζόμενοι του μέλλοντος βρεθούν αντιμέτωποι με ένα ‘κοινωνικό συμβόλαιο’ το οποίο προβλέπει για αυτούς δυσβάσταχτες υποχρέωσεις και αβέβαια δικαιώματα, μπορεί κάλλιστα να αποφασίσουν ότι τους εξαπατήσαμε. Και τότε; Τότε μπορεί να αρνηθούν να τηρήσουν τους όρους αυτού του ‘κοινωνικού συμβολαίου’ που δεν έλαβε υπόψη τα δικά τους συμφέροντα, ενώ για τους όρους του δεν ρωτήθηκαν ποτέ. Δεν πρόκειται για κινδυνολογία: η συναίνεση στο κοινωνικό κράτος δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αλλά εξαρτάται από το κατά πόσον τα συμβαλλόμενα μέρη δέχονται τις ισχύουσες ρυθμίσεις ως δίκαιες. Αυτό είναι το τελευταίο δίλημμα που θέτω στη συζήτηση:
‘Μετά από εμάς ο κατακλυσμός’, ή υπεύθυνες λύσεις που υπερασπίζονται τα συμφέροντα και της επόμενης γενιάς;
Η απόρριψη της εύκολης λύσης της ελλειμματικής χρηματοδότησης με δανεισμό δεν αφήνει παρά τρεις δυνατότητες: ή αύξηση των εσόδων, ή μείωση των συντάξεων, ή επιμήκυνση του χρόνου καταβολής εισφορών σε σχέση με το χρόνο πληρωμής της σύνταξης. Όσοι (αρκετά δικαιολογημένα) απεύχονται το δεύτερο και (λιγότερο δικαιολογημένα) αρνούνται το τρίτο, αρπάζονται από το πρώτο όπως ο ναυαγός από μια σανίδα σωτηρίας: ‘αντί να μειωθούν οι συντάξεις μας ή να δουλεύουμε περισσότερο, ας αυξηθούν οι πόροι του συστήματος’.
Η συλλογιστική αυτή προδίδει την αρκετά διαδεδομένη, δυστυχώς, αντίληψη ότι για ό,τι δεν πάει καλά φταίει πάντα κάποιος άλλος, στην προκειμένη περίπτωση ‘τα μονοπώλια’ που δεν πληρώνουν φόρους και εισφορές. Το πρόβλημα με τη συλλογιστική αυτή είναι ότι ακόμη και η εισφοροδιαφυγή, για την πάταξη της οποίας δεν θα διαφωνήσει ποτέ κανείς, οφείλεται και στο ότι η αύξηση των εσόδων είχε θεωρηθεί στο παρελθόν η εύκολη λύση που θα επιτρέψει σε όλους να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουμε εισφορές που ως ποσοστό του μισθού είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη και που δυσκολεύουν (όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη) την καταπολέμηση της ανεργίας, από την οποία μεταξύ άλλων εξαρτάται και η βιωσιμότητα του ίδιου του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Το να κατακρίνει κανείς την εισφοροδιαφυγή ως αντικοινωνική και μυωπική συμπεριφορά είναι αναγκαίο αλλά δεν αρκεί: θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι όταν οι εισφορές είναι υψηλές, ενώ για μια μακρά περίοδο του εργάσιμου βίου δεν λαμβάνονται καν υπόψη στον καθορισμό του ύψους της σύνταξης, η εισφοροδιαφυγή γίνεται ορθολογική συμπεριφορά. Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται ότι για να είναι αποτελεσματική και δίχως παρενέργειες η αναζήτηση νέων πόρων πρέπει να στηριχθεί όχι στην αύξηση των συντελεστών ή στην επιβολή νέων φόρων, αλλά στην ενίσχυση της ανταποδοτικότητας των εισφορών.
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις: μόνο στο εσωτερικό του συστήματος μπορούν να βρεθούν πρόσθετοι πόροι. Ένα δίκαιο σύστημα συντάξεων, το οποίο συνδέει το ύψος της σύνταξης με την αξία των καταβληθέντων εισφορών, θα είναι επίσης ένα σύστημα διαφανές: θα μεταφέρει στον ίδιο τον ασφαλισμένο τόσο το όφελος από την καταβολή εισφορών, όσο και το κόστος από την εισφοροδιαφυγή. Τεχνικές που να συνδυάζουν την ανταποδοτικότητα με την αλληλεγγύη σε δοσολογία αντίστοιχη με τις κοινωνικές προτιμήσεις είναι εύκολο να επινοηθούν. Το δύσκολο είναι να πάρουμε ως κοινωνία τη ‘μεγάλη απόφαση’.
Θα ολοκληρώσω την ομιλία μου με μια διευκρίνηση. Δεν θα ήθελα να δώσω την εντύπωση ότι θεωρώ την απάντηση σε αυτά τα διλήμματα εύκολη ή αυτονόητη. Κάθε άλλο: τα οφέλη της αναγκαίας μεταρρύθμισης διαχέονται σε κοινωνικές ομάδες με μικρή πολιτική δύναμη, ενώ αντίθετα το κόστος της επικεντρώνεται σε κοινωνικές ομάδες που είναι διατεθειμένες να υπερασπιστούν το status quo με νύχια και με δόντια - και έχουν τη δύναμη να το κάνουν. Οι επερχόμενες γενεές δεν ψηφίζουν - και είναι γνωστό ότι ο χρόνος για πολλούς πολιτικούς και ακόμη περισσότερους συνδικαλιστές δεν μετράται με ‘γενεές’ αλλά με χρόνια (αν όχι μήνες). Θα πρόσθετα μόνο ότι από τον τρόπο που απαντά κανείς σε παρόμοια διλήμματα κρίνεται το αν θα γράφουν για αυτόν οι εφημερίδες της επόμενης εβδομάδας, ή τα βιβλία ιστορίας του επόμενου αιώνα.