Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 31 Μαΐου 1998)
‘Μπορεί να μην έχουμε κοινωνικό κράτος άξιο του ονόματός του, αλλά ευτυχώς που υπάρχει και η οικογένεια’. Το επιχείρημα λανθάνει παλαιόθεν, ενώ τώρα τελευταία ακούγεται όλο και συχνότερα. Ο συλλογισμός δεν στερείται εντελώς λογικής βάσης, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο επικίνδυνα τα συμπεράσματα πολιτικής στα οποία σιωπηρά οδηγεί: ‘η κοινωνική πολιτική μπορεί να έχει χαμηλή προτεραιότητα όσο η οικογένεια απορροφά τους κραδασμούς’.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οικογένεια στην Ελλάδα αναδιανέμει εισόδημα, προστατεύει τα άνεργα μέλη της, περιθάλπτει τους ηλικιωμένους, φροντίζει τα παιδιά. Βέβαια, όλα αυτά μόνο όταν υπάρχει και όταν είναι πρόθυμη να συνεισφέρει. Διαφορετικά, εκτός οικογενείας (καμιά φορά και εντός) συχνά βασιλεύει η σκληρότητα: απέναντι σε παιδιά με ειδικές ανάγκες, σε διανοητικά ανάπηρους, σε ανθρώπους με προβλήματα που μας φέρνουν σε δύσκολη θέση. Άλλες κοινωνίες παρέχουν προστασία στα αδύναμα μέλη τους μέσω του κράτους αλλά και των εθελοντικών οργανώσεων, οι οποίες στην Ελλάδα βρίσκονται ακόμη σε νηπιακό στάδιο.
Ακόμη και όταν η οικογένεια υπάρχει και προσφέρεται να βοηθήσει, το τίμημα είναι μεγάλο: το βάρος της φροντίδας των παιδιών και των ηλικιωμένων πέφτει στους ώμους των γυναικών, οι οποίες υποχρεώνονται να παραιτηθούν από την επαγγελματική σταδιοδρομία τους για λίγο ή για πάντα, αλλά και από ολόκληρο σχεδόν τον ελεύθερο χρόνο που απαιτεί η ανάπτυξη της προσωπικότητας, η καλλιέργεια κοινωνικών σχέσεων, η αναψυχή.
Η επιστροφή (ή παραμονή) της γυναίκας στο σπίτι δεν είναι το μοναδικό προαπαιτούμενο για τη λειτουργία του ‘οικογενειακού διχτυού ασφαλείας’: η παράταση της εξάρτησης των νέων από την οικογένεια είναι το άλλο.
Πράγματι, η οικοδόμηση των θεσμών αγοράς εργασίας και κοινωνικής προστασίας γύρω από το μοντέλο του ‘άνδρα κουβαλητή’ με ‘εξαρτημένα μέλη οικογενείας’ έχει σημαντικές παρενέργειες. Ο συνδυασμός ‘οικογενειακού μισθού’ (αρκετού για τη στήριξη ολόκληρης της οικογένειας), υψηλών κοινωνικών εισφορών και ανελαστικών ωραρίων μπορεί να ωφελεί τους ‘από μέσα’, αλλά δυσκολεύει την ένταξη των ‘απ’ έξω’: η ανεργία των ‘αρχηγών νοικοκυριού’ είναι κάτω από 3%, μα το αντίστοιχο ποσοστό μεταξύ των νέων φθάνει το 30%.
Η καθυστερημένη απόκτηση οικονομικής (δηλ. επαγγελματικής και στεγαστικής) αυτονομίας εκ μέρους των νέων δεν είναι απλώς ο βασικότερος λόγος για τις δυσμενείς δημογραφικές τάσεις των τελευταίων ετών. Είναι επίσης ένα μείζον κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα και ως τέτοιο θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται από τα συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς: οι Ιταλοί σύντροφοί μας το έχουν καταλάβει καλά, όπως φάνηκε στην περυσινή ομιλία του D’Alema στο ‘Κάραβελ’.
Ανακεφαλαιώνω: το ‘οικογενειακό δίχτυ ασφαλείας’, αν και καλύτερο από το τίποτε, είναι το ίδιο πηγή σημαντικών προβλημάτων. Η επιτάχυνση της διαδικασίας αυτονόμησης των νέων, η χειραφέτηση των γυναικών από την οικιακή δουλεία και η συμμετοχή τους στη δημόσια ζωή, η υπεράσπιση της αξιοπρέπειας των ηλικιωμένων, όλα αυτά τα εξόχως πολύτιμα για την Αριστερά προϋποθέτουν την (αν)οικοδόμηση ενός σύγχρονου, δίκαιου και αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους. Το οποίο, μεταξύ άλλων, οφείλει να προστατεύει τα άτομα και από την οικογένειά τους, ακόμη και όταν αυτή έχει τις καλύτερες προθέσεις - ή μάλλον ειδικά τότε!