Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 12 Ιουλίου 1998)
1. ‘Το όραμα μιας θέσης στο Δημόσιο είναι το μόνο που μπορεί να κατεβάσει ανθρώπους στο δρόμο σήμερα’ είπε κάποιος αυτές τις μέρες με αφορμή τις κινητοποιήσεις για το διαγωνισμό πρόσληψης εκπαιδευτικών και την απεργία της Ιονικής. Η θέση στο Δημόσιο υπήρξε πάντοτε στη χώρα μας το κερασάκι στην τούρτα των οικογενειακών στρατηγικών απασχόλησης και προνομιακό πεδίο σύναψης πελατειακών σχέσεων (κι όχι μόνο από βουλευτές και υπουργούς: τώρα διορισμούς κάνουν και οι συνδικαλιστές). Αυτό που κάνει τόσο ελκυστικό το διορισμό σπανίως αναφέρεται, ίσως επειδή θεωρείται από όλους δεδομένο: η προοπτική μιας ήσυχης ζωής, η θαλπωρή της μονιμότητας, η θεσμοθετημένα πρόωρη συνταξιοδότηση, άλλα λιγότερο σημαντικά μα συχνά προκλητικά προνόμια. ‘Κεκτημένα’ για τους άμεσα ενδιαφερομένους, ανήκουστα για την πλειοψηφία των εργαζομένων. Είναι ακριβώς το χάσμα μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα που εξηγεί τη βιαιότητα των πρόσφατων διαδηλώσεων. Συνεπώς, εκείνοι που προσπαθούν να ξεδιαλύνουν τις σκέψεις τους πάνω στο ζήτημα θα πρέπει να ξεκινήσουν από το εξής: είναι οι συνθήκες εργασίας στο δημόσιο τομέα πρότυπο προς γενίκευση, ή είναι αντίθετα μέρος του κρίσιμου προβλήματος της αναποτελεσματικότητας και διαφθοράς της κρατικής μηχανής; Όποιος - πέρα από κάθε λογική - υποστηρίζει το πρώτο θα πρέπει να το δηλώσει. Όποιος αποδέχεται το δεύτερο, είναι υποχρεωμένος να δεχθεί και την αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού (και πιθανότατα περικοπής) των ‘κεκτημένων’.
2. Οι ίδιοι οι διαδηλωτές δεν τρέφουν αυταπάτες περί του γενικεύσιμου ή μη του στόχου τους - αντίθετα, αγωνίζονται για να μην ενταχθούν στο ΙΚΑ (Ιονική) και για να μην κριθούν μαζί με τους υπόλοιπους υποψηφίους (αναπληρωτές). Και οι μεν και οι δε αποδέχονται πλήρως τις διαιρέσεις στην αγορά εργασίας και μάχονται απλώς για να περάσουν (ή να παραμείνουν) στη σωστή πλευρά. Πέρα από την ανάρμοστη βία, αυτό που κάνει απεχθή τον αγώνα τους στα μάτια ενός ‘ουδέτερου’ παρατηρητή είναι η απροκάλυπτη μερικότητα των διεκδικήσεων. Και για αυτό το λόγο, η πεποίθηση με την οποία οι διαδηλωτές περιβάλλουν τις απόψεις τους (και το πάθος με το οποίο τις εκφράζουν) δεν θα πρέπει να παρασύρει σε λυρικές εξάρσεις περί συλλογικότητας, υπερηφάνειας, αξιοπρέπειας και τα παρόμοια. Όλα αυτά υπήρξαν πράγματι. Αλλά αν πρέπει για αυτό να τύχουν της υποστήριξής μας, γιατί δεν συνέβη το ίδιο και με τα συλλαλητήρια εναντίον των ‘Σκοπιανών σκυλιών’ όπου περίσσευε το (ελληνορθόδοξο) πάθος και η (εθνικιστική) ενότητα; Φυσικά, για πολλούς (ανάμεσά τους και μερικοί που νομίζουν ότι είναι αριστεροί) αυτό συνέβη και τότε – όμως εγώ απευθύνομαι στους άλλους.
3. Για λόγους που δεν χρειάζεται να αναλύσω εδώ, η εκπροσώπηση των εργαζομένων από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι ασυνήθιστα ετεροβαρής στη χώρα μας: τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ και των τραπεζών κυριαρχούν στη ΓΣΕΕ και υπαγορεύουν την πολιτική της. Η φωνή εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, που δεν διαθέτουν την άνεση να συνδικαλίζονται εκ του ασφαλούς αλλά συχνά αγωνίζονται για την κατάκτηση στοιχειωδών εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, δεν φθάνει στα αυτιά της συνδικαλιστικής ηγεσίας του τόπου, η οποία δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο για το εάν οι αεροσυνοδοί μπορούν να παίρνουν άδεια ή όχι την ημέρα της ονομαστικής τους εορτής. Η κρίση αντιπροσώπευσης και η μείωση της επιρροής των συνδικάτων δεν φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα τα ίδια. Θα έπρεπε όμως να ανησυχεί την Αριστερά.
4. Η περί ου ο λόγος Αριστερά βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα - ή μάλλον σταυροδρόμι. Από τη μια είναι ο δρόμος της θορυβώδους υποστήριξης κάθε διαμαρτυρίας από όπου και εάν προέρχεται ανεξαρτήτως περιεχομένου. Είναι ένας δρόμος εύκολος, αλλά όπως είναι επόμενο υπάρχει αρκετός συνωστισμός. Από την άλλη είναι ο δρόμος της κοπιαστικής αναζήτησης προωθητικών λύσεων για τη μείωση των ανισοτήτων και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όλων. Είναι ένας δρόμος δύσβατος, αλλά εκεί ο αέρας είναι καθαρότερος.