Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 25 Οκτωβρίου 1998)
Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις των νοσοκομειακών γιατρών ενίσχυσαν την εικόνα που έχει ο μέσος πολίτης για το δημόσιο σύστημα υγείας ως ‘κακό Λεβιάθαν’, από τον οποίο ασθενείς και επισκέπτες δεν έχουν να περιμένουν παρά μικρο-γραφειοκρατική ταλαιπωρία, δυσάρεστο περιβάλλον και κυνική αδιαφορία εκ μέρους του προσωπικού. Πράγματι, τα νοσοκομεία μας καταφέρνουν να διαψεύδουν πολλούς μύθους ταυτοχρόνως.
Κατ’ αρχήν, εκείνον που θέλει τη φυλή μας να αποτελείται από πονετικούς ανθρώπους, έτοιμους ανά πάσα στιγμή να νιώσουν τη δυστυχία του (αγνώστου) διπλανού τους, σε αντίθεση με τους ψυχρούς και υπολογιστικούς Βόρειους. Δεν συνεχίζω άλλωστε το θέμα εμπίπτει στην αρμοδιότητα άλλων συνεργατών των ‘Ενθεμάτων’.
Ο δεύτερος μύθος είναι εκείνος του ιατρικού επαγγέλματος ως λειτουργήματος. Οι γιατροί-συνδικαλιστές που απώθησαν δυναμικά άτυχους ασθενείς και τους συγγενείς τους στις τελευταίες κινητοποιήσεις δεν εκφράζουν παρά την ‘μπρουτάλ’ εκδοχή μιας πεποίθησης ενδεχομένως ανομολόγητης αλλά ευρύτατα διαδεδομένης μεταξύ των συναδέλφων τους: ότι δηλ. το ΕΣΥ υπάρχει για να προσφέρει μια αρκετά άνετη και σχετικά καλοπληρωμένη ζωή σε όσους εργάζονται σε αυτό – ένα σχήμα στο οποίο οι ασθενείς χωρούν μόνο ως ενοχλητικοί παρείσακτοι, όπως άλλωστε δείχνει και ο τρόπος με τον οποίο κατά κανόνα αντιμετωπίζονται.
Οι απεργοί, βεβαίως, ισχυρίζονται ότι θέλουν να σώσουν το ΕΣΥ από την ‘κυβέρνηση του Σημίτη’ και τη ‘λογιστική’ της αντίληψη. Αυτός είναι ο κίνδυνος όμως; Αν και η τελική ευθύνη για την κατάσταση του δημοσίου συστήματος υγείας σε μια δημοκρατία βαρύνει τον αρμόδιο υπουργό και την κυβέρνηση στο σύνολό της (ενώ, επί πλέον, τα δεινά του ΕΣΥ οφείλονται εν μέρει και στις αποφάσεις ή παραλείψεις στη φάση του σχεδιασμού και της υλοποίησης του συστήματος), ωστόσο η κρίση του ΕΣΥ δεν είναι κρίση υποχρηματοδότησης. Κάθε άλλο: από το 1983 μέχρι σήμερα, η δημόσια δαπάνη για την υγεία αυξάνεται συνεχώς και μάλιστα ταχύτερα από το ρυθμό αύξησης του εθνικού μας εισοδήματος (προ-ΕΣΥ ήταν 4% του ΑΕΠ, σήμερα είναι 5%). Το πρόβλημα είναι άλλο: πώς δαπανώνται αυτά τα διόλου ευκαταφρόνητα ποσά.
Μια γρήγορη απάντηση είναι: άσχημα! Σύμφωνα με ένα πρόσφατο ‘Ευρωβαρόμετρο’ για το βαθμό ικανοποίησης του κοινού από τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, οι Έλληνες είναι οι πλέον δυσαρεστημένοι Ευρωπαίοι. Φυσικά, αν είσαι γιατρός το πράγμα αλλάζει: παρά το γεγονός ότι έχουμε να θρέψουμε περισσότερους γιατρούς ανά κάτοικο από ό,τι οι περισσότερες άλλες χώρες της Ευρώπης, τα εισοδήματα των Ελλήνων γιατρών (σε σύγκριση πάντοτε με τα μέσα εισοδήματα) είναι μάλλον υψηλά. Όχι ότι αυτό εμποδίζει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των γιατρών να θεωρούν ότι υποχρέωση του κράτους είναι να προσλαμβάνει στο ΕΣΥ όλους τους αποφοίτους ανά τον κόσμο ιατρικών σχολών και μετά να τους πληρώνει πλαστές εφημερίες.
Η κρίση του ΕΣΥ είναι κυρίως κρίση ταυτότητας. Δεκαπέντε χρόνια μετά τη θεσμοθέτησή του, με προγραμματικό στόχο την ‘αποεμπορευματοποίηση του αγαθού υγεία’, το εν λόγω αγαθό παραμένει περισσότερο εμπορευματοποιημένο παρά ποτέ - ακόμη και μέσα στα ίδια τα κρατικά νοσοκομεία, όπου συνήθως το πιο στοιχειώδες ενδιαφέρον γιατρών και νοσοκόμων εξασφαλίζεται με ‘φακελάκι’ (και με ‘μέσον’, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία). Επί πλέον, όλο και περισσότεροι χρήστες υπηρεσιών υγείας εγκαταλείπουν το ΕΣΥ και στρέφονται προς τον ιδιωτικό τομέα που ευημερεί. Το τέρμα αυτού του δρόμου είναι ορατό: η βαθμιαία μετάλλαξη του ΕΣΥ από ‘εθνικό σύστημα’ με σκοπό την παροχή δωρεάν υπηρεσιών υγείας σε κάθε πολίτη που τις χρειάζεται, σε υπηρεσία-παράρτημα της Πρόνοιας για όσους δεν ‘αντέχουν’ το κόστος της ιδιωτικής ιατρικής.
Πώς μπορεί να αποτραπεί αυτό το ενδεχόμενο; Αυτό που έχει ανάγκη το ΕΣΥ δεν είναι τόσο περισσότερα χρήματα, αλλά μια ένεση ζωτικότητας - και αυτό, παραδόξως, κάνει το πράγμα περίπλοκο. Χρειαζόμαστε μια πολιτική υγείας που έχει ως επίκεντρο την υγεία των πολιτών και όχι τα εργασιακά των γιατρών. Χρειαζόμαστε διοικητές (και ‘μάνατζερ’) αφοσιωμένους στο δημόσιο συμφέρον, άρα αποφασισμένους να σταματήσουν τη διαφθορά. Χρειαζόμαστε γιατρούς και νοσοκόμους διατεθειμένους να εργαστούν σκληρά με αντάλλαγμα έναν απλώς αξιοπρεπή μισθό και ένα μεγαλύτερο κοινωνικό κύρος από αυτό που σήμερα απολαμβάνουν. Ουτοπικό; Μπορεί. Τίποτε λιγότερο, όμως, δεν αξίζει την υποστήριξή μας.