Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 29 Νοεμβρίου 1998). Η γελοιογραφία του Ανδρέα Πετρουλάκη, σχόλιο για το προεκλογικό debate εκείνων των ημερών, δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Παρασκευή 30 Μαρτίου 2000).
Τα τελευταία 15 χρόνια, από την ίδρυση δηλ. του ΕΣΥ, η ελληνική κοινωνία έχει κάνει μια μεγάλη επένδυση πόρων στο δημόσιο τομέα της υγείας. Ως αποτέλεσμα, ο τελευταίος σήμερα διαθέτει περισσότερα νοσοκομεία με περισσότερες κλίνες, αλλά και περισσότερους και καλύτερα αμειβόμενους ιατρούς από ό,τι ποτέ στο παρελθόν. Τι αποκομίζουμε ως κοινωνία από αυτή τη μεγάλη επένδυση πόρων; Αν και είμαστε υγιέστεροι από τους περισσότερους άλλους Ευρωπαίους, οι πολίτες της χώρας μας είναι πολύ λιγότερο ικανοποιημένοι από το δημόσιο σύστημα υγείας από ό,τι εκείνοι από το δικό τους.
Η αναντιστοιχία πόρων και αποτελέσματος μπορεί να έχει διάφορες αιτίες: οι πρόσθετοι πόροι σπαταλώνται, ή απορροφώνται από όσους δουλεύουν στο (ή με το) ΕΣΥ χωρίς να φθάνουν στους ασθενείς - ή απλώς οι προσδοκίες των τελευταίων αυξάνονται τόσο πολύ που το ΕΣΥ όσο και αν ‘τρέχει’ δεν μπορεί να τις προφτάσει. Τι από αυτά συμβαίνει στα αλήθεια; Μάλλον και τα τρία, δηλ. ένας συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων.
Η δυσαρέσκεια των πολιτών εκδηλώνεται με μια τάση εγκατάλειψης του ΕΣΥ από τα εύπορα (και λιγότερο εύπορα) στρώματα, έτσι ώστε ο δημόσιος τομέας της υγείας να κινδυνεύει να μετατραπεί σε παράρτημα της πρόνοιας. Το ότι δύο στις τρεις γεννήσεις στην Αθήνα γίνονται σε ιδιωτικά μαιευτήρια και όχι στο ‘Αλεξάνδρα’ ή στο ‘Έλενα’ (τα οποία μάλιστα είναι καλύτερα εξοπλισμένα) είναι ένα ακραίο και μη γενικεύσιμο παράδειγμα. Είναι όμως αποκαλυπτικό μιας επικίνδυνης τάσης αποξένωσης του μέσου πολίτη από το ΕΣΥ. Τυχόν επαλήθευση αυτής της τάσης στο μέλλον θα σήμαινε οριστική διάψευση της προσδοκίας για ένα οικουμενικό ΕΣΥ, το οποίο να παρέχει περίθαλψη υψηλής ποιότητας σε κάθε πολίτη, ανεξαρτήτως ηλικίας, εισοδήματος, φορέα ασφάλισης κτλ.
Και όμως, ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας άξιο του ονόματος παραμένει η κοινωνικά δικαιότερη και οικονομικά αποτελεσματικότερη μορφή οργάνωσης του τομέα υγείας. Η επίτευξη αυτού του στόχου, άρα και αποτροπή του κινδύνου περιθωριοποίησης του δημόσιου τομέα της υγείας, προϋποθέτει μια νέα ώθηση στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που άρχισε το 1983: επέκταση στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, ισονομία στην κοινωνική ασφάλιση, οριοθέτηση από τον ιδιωτικό τομέα, αποκατάσταση του δημοσίου χαρακτήρα του ΕΣΥ - και, κυρίως, αύξηση της αποδοτικότητας, έτσι ώστε οι πρόσθετοι πόροι να μεταφράζονται σε βελτιώσεις αισθητές από τους ασθενείς.
Τα τελευταία 15 χρόνια, από την ίδρυση δηλ. του ΕΣΥ, η ελληνική κοινωνία έχει κάνει μια μεγάλη επένδυση πόρων στο δημόσιο τομέα της υγείας. Ως αποτέλεσμα, ο τελευταίος σήμερα διαθέτει περισσότερα νοσοκομεία με περισσότερες κλίνες, αλλά και περισσότερους και καλύτερα αμειβόμενους ιατρούς από ό,τι ποτέ στο παρελθόν. Τι αποκομίζουμε ως κοινωνία από αυτή τη μεγάλη επένδυση πόρων; Αν και είμαστε υγιέστεροι από τους περισσότερους άλλους Ευρωπαίους, οι πολίτες της χώρας μας είναι πολύ λιγότερο ικανοποιημένοι από το δημόσιο σύστημα υγείας από ό,τι εκείνοι από το δικό τους.
Η αναντιστοιχία πόρων και αποτελέσματος μπορεί να έχει διάφορες αιτίες: οι πρόσθετοι πόροι σπαταλώνται, ή απορροφώνται από όσους δουλεύουν στο (ή με το) ΕΣΥ χωρίς να φθάνουν στους ασθενείς - ή απλώς οι προσδοκίες των τελευταίων αυξάνονται τόσο πολύ που το ΕΣΥ όσο και αν ‘τρέχει’ δεν μπορεί να τις προφτάσει. Τι από αυτά συμβαίνει στα αλήθεια; Μάλλον και τα τρία, δηλ. ένας συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων.
Η δυσαρέσκεια των πολιτών εκδηλώνεται με μια τάση εγκατάλειψης του ΕΣΥ από τα εύπορα (και λιγότερο εύπορα) στρώματα, έτσι ώστε ο δημόσιος τομέας της υγείας να κινδυνεύει να μετατραπεί σε παράρτημα της πρόνοιας. Το ότι δύο στις τρεις γεννήσεις στην Αθήνα γίνονται σε ιδιωτικά μαιευτήρια και όχι στο ‘Αλεξάνδρα’ ή στο ‘Έλενα’ (τα οποία μάλιστα είναι καλύτερα εξοπλισμένα) είναι ένα ακραίο και μη γενικεύσιμο παράδειγμα. Είναι όμως αποκαλυπτικό μιας επικίνδυνης τάσης αποξένωσης του μέσου πολίτη από το ΕΣΥ. Τυχόν επαλήθευση αυτής της τάσης στο μέλλον θα σήμαινε οριστική διάψευση της προσδοκίας για ένα οικουμενικό ΕΣΥ, το οποίο να παρέχει περίθαλψη υψηλής ποιότητας σε κάθε πολίτη, ανεξαρτήτως ηλικίας, εισοδήματος, φορέα ασφάλισης κτλ.
Και όμως, ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας άξιο του ονόματος παραμένει η κοινωνικά δικαιότερη και οικονομικά αποτελεσματικότερη μορφή οργάνωσης του τομέα υγείας. Η επίτευξη αυτού του στόχου, άρα και αποτροπή του κινδύνου περιθωριοποίησης του δημόσιου τομέα της υγείας, προϋποθέτει μια νέα ώθηση στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που άρχισε το 1983: επέκταση στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, ισονομία στην κοινωνική ασφάλιση, οριοθέτηση από τον ιδιωτικό τομέα, αποκατάσταση του δημοσίου χαρακτήρα του ΕΣΥ - και, κυρίως, αύξηση της αποδοτικότητας, έτσι ώστε οι πρόσθετοι πόροι να μεταφράζονται σε βελτιώσεις αισθητές από τους ασθενείς.