Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 1998)
Το πρότυπο του homo universalis που οραματίστηκαν οι αναγεννησιακοί, αλλά και ο ίδιος ο Μαρξ (το πρωί κυνηγός, το μεσημέρι χειροτέχνης και το βράδυ φιλόσοφος), δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από το πνεύμα αυτής της εποχής της ακραίας εξειδίκευσης – όσο και αν οι ειδικοί επιμένουν ότι το μέλλον ανήκει στην ευελιξία και την προσαρμοστικότητα. Ήδη θα πρέπει να θεωρούνται τυχεροί όσοι απλώς καταφέρνουν να κάνουν μια δουλειά που τους αρέσει. Τέτοιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου όσο οι φοιτητές μου παρουσίαζαν τις εργασίες τους στο σεμινάριο ‘Οικονομικής του Κοινωνικού Κράτους’ στο Ρέθυμνο.
Ο υπομονετικός αναγνώστης θα αναρωτιέται τι ακριβώς έθεσε σε κίνηση αυτή την οκνηρή και ελαφρώς γλυκανάλατη περιπλάνηση του εν λόγω μυαλού. Σπεύδω λοιπόν να διευκρινίσω ότι η αφορμή δόθηκε από τη συζήτηση στην αίθουσα πάνω στο ζήτημα της δωρεάν παιδείας. Μετά από μια σύντομη ανασκόπηση στις εναλλακτικές επιλογές (ιδιωτικοποίηση, δίδακτρα για τους γόνους ευπόρων οικογενειών κτλ.) καταλήξαμε ότι η δωρεάν φοίτηση ακόμη και στα πανεπιστήμια υποστηρίζεται από ισχυρά επιχειρήματα όχι μόνο κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και οικονομικής αποδοτικότητας. Και τι γίνεται με τους γιους γιατρών που σπουδάζουν στην Ιατρική με έξοδα των φορολογουμένων, μόνο και μόνο για να γίνουν και οι ίδιοι γιατροί ώστε να μπορούν να φοροδιαφεύγουν και αυτοί; Συμφωνήσαμε - ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε - ότι η λιγότερο κακή λύση είναι ο ‘φόρος πτυχίου’, ώστε να συνεισφέρει κανείς αναδρομικά στο κόστος των σπουδών του με τρόπο που να μην υψώνει ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση αποθαρρύνοντας τους λιγότερο εύπορους.
Σε ένα σημείο, ωστόσο, υπήρξε γενική καταδίκη του ισχύοντος συστήματος: στο ζήτημα της δωρεάν διανομής συγγραμμάτων, η οποία - όπως πολλές άλλες σκανδαλώδεις πρακτικές στη χώρα μας - εμφανίζεται ως ‘φιλολαϊκό’ μέτρο. Βέβαια, στην πράξη οι μόνοι που ωφελούνται από αυτό είναι οι ίδιοι οι καθηγητές-συγγραφείς, οι οποίοι εκμεταλλεύονται μια κυριολεκτικά ‘αιχμάλωτη’ αγορά που εγγυάται την απορρόφηση εκατοντάδων αντιτύπων ετησίως – ανεξαρτήτως, φυσικά, της ποιότητας των ίδιων των συγγραμμάτων. Το πρόβλημα, άλλωστε, αναγνωρίζεται από αρκετούς εκ των άμεσα ενδιαφερομένων, οι οποίοι ζητούν την κατάργηση του μέτρου.
‘Ωραία, να καταργηθούν λοιπόν τα δωρεάν συγγράμματα, για να αντικατασταθούν από τι;’ – θα αναρωτιούνται τώρα οι ακόμη πιο υπομονετικοί αναγνώστες που κατάφεραν να φθάσουν μέχρι εδώ. ‘Δεν θέλουμε, φυσικά, αριστεροί άνθρωποι, να πληρώνουν οι ίδιοι οι φοιτητές για τα βιβλία τους’. Η λύση είναι απλή: κουπόνια για βιβλία.
Λοιπόν, το σύστημα λειτουργεί ως εξής: Αντί να διανέμονται 20 κιλά πανεπιστημιακά βιβλία στην αρχή κάθε εξαμήνου σε κάθε φοιτητή διανέμεται απλώς ένα κουπόνι, μια ‘δωροεπιταγή’ ας πούμε, εξαργυρώσιμη στα βιβλιοπωλεία. Η αξία της μπορεί να είναι ίση με τη μέχρι τώρα δημόσια δαπάνη για συγγράμματα ανά διδασκόμενο, ενδεχομένως ανά Σχολή (τα βιβλία της Ιατρικής κοστίζουν περισσότερο). Για λόγους που θα μπορούσαν να εξηγήσουν αναλυτικά οι φοιτητές μου, η ιδέα να δίνεται το κουπόνι μόνο σε απόρους ή λιγότερο ευπόρους φοιτητές είναι μάλλον κακή, αν και αυτό δεν εμποδίζει μια κυβέρνηση που περνά κρίση γενναιοδωρίας να ορίσει υψηλότερη αξία κουπονιού για κατηγορίες φοιτητών οι οποίες κρίνει ότι χρήζουν πρόσθετης ενίσχυσης.
Από την άλλη, οι συγγραφείς θα βρεθούν σε μια κατάσταση η οποία θα τους υποχρεώνει να γράφουν για την αγορά, δηλ. για πληροφορημένους καταναλωτές που πριν αγοράσουν ένα βιβλίο το ξεφυλλίζουν, συμβουλεύονται την αμέσως προηγούμενη γενιά φοιτητών και τελικά ‘ψηφίζουν’ με το κουπόνι τους τα συγγράμματα με τη μεγαλύτερη διδακτική αξία στην πλέον συμφέρουσα τιμή. Έτσι πετυχαίνει κανείς με τον σμπάρο του κουπονιού και το τρυγόνι των πλεονεκτημάτων του ανταγωνισμού και αυτό της προαγωγής της κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν χρειάζεται να διδάσκει κανείς Δημόσια Οικονομική για να το δει, αν και βοηθάει.
Βοηθάει, επίσης, να έχει υπάρξει κανείς μέλος του Ρήγα: θυμάμαι ως πρωτοετής φοιτητής να διαβάζω τις θέσεις του Δημοκρατικού Αγώνα για ‘πανεπιστήμιο ανοιχτό στην κοινωνία και τις αντιφάσεις της’ (αυτό το τελευταίο ακόμη δεν το έχω καταλάβει πολύ καλά: ‘αντιθέσεις’ εντάξει, αλλά ‘αντιφάσεις’;) και να εντυπωσιάζομαι με τη φρεσκάδα των προτάσεων της παράταξης στην οποία μόλις είχα ενταχθεί - και κατ’ αρχήν της ιδέας για ‘κουπόνια βιβλίων’. Έχω άδικο να πιστεύω ότι έτσι κέρδιζε 15% στις φοιτητικές εκλογές ένα εξωκοινοβουλευτικό κόμμα; Ή ότι ο Ρήγας Φεραίος και όλη η ανανεωτική αριστερά στην Ελλάδα εκπροσωπούσε πέρα από κάθε τι άλλο μια βαθιά φιλελεύθερη στάση σε μια βαθιά κρατικολαϊκή κοινωνία;