Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 1999)
“Η οικογένεια που θα βγει για βόλτα με το ολοκαίνουργιο μωβ-κόκκινο αυτοκίνητό της (μεγάλου κυβισμού, με κλιματιστικό και υδραυλικά φρένα) θα περάσει από πόλεις χωρίς πεζοδρόμια και γεμάτες σκουπίδια, από φθαρμένα κτίρια, από διαφημιστικά πλαίσια και από στύλους για σύρματα που θα έπρεπε από καιρό να ήταν υπόγεια. Θα φτάσουν σε μια ύπαιθρο που έχει γίνει σχεδόν τελείως αόρατη, κρυμμένη από την ‘εμπορική τέχνη’. (Τα αγαθά που η τελευταία διαφημίζει έχουν απόλυτη προτεραιότητα στο σύστημα αξιών μας. Συνεπώς, αισθητικές ανησυχίες όπως η θέα της εξοχής έρχονται δεύτερες. Σε τέτοια ζητήματα είμαστε συνεπείς.) Θα γευματίσουν με θαυμάσια συσκευασμένα φαγητά από ένα φορητό ψυγείο δίπλα σε ένα μολυσμένο ρυάκι και θα προχωρήσουν για να περάσουν τη νύχτα σε ένα πάρκο που προσβάλλει δημόσια υγεία και ήθη. Λίγο πριν τους πάρει ο ύπνος στο φουσκωτό στρώμα, κάτω από τη νάυλον τέντα, μέσα στη δυσοσμία των σκουπιδιών που αποσυντίθενται, ίσως θολά αναλογιστούν την παράξενη ασυμμετρία της επιτυχίας τους.”
Αυτά έγραφε πριν από σαράντα χρόνια ο καθηγητής Galbraith, τελευταίος των φιλελεύθερων αμερικανών στοχαστών, στο βιβλίο του ‘Η κοινωνία της αφθονίας’ (το οποίο επανεκδόθηκε μάλιστα πέρυσι με μια νέα εισαγωγή του συγγραφέα). Εάν εξαιρέσει κανείς τις προδιαγραφές του αυτοκινήτου και τις εκδρομικές συνήθειες της τυπικής οικογένειας του αποσπάσματος, θα μπορούσε να μιλά για την Ελλάδα της δεκαετίας του ’90. Αυτό τουλάχιστον έρχεται στο μυαλό μου κάθε φορά που περνώ με το δικό μου αυτοκίνητο από κάποια τυπικά Αθηναϊκή (ή μήπως Ελληνική;) ‘νέα περιοχή’ στα όρια των παλιών προαστίων (π.χ. ανάμεσα στο Μαρούσι και τα Βριλήσσια ή ανάμεσα στο Χαλάνδρι και την Αγία Παρασκευή), που μέχρι πρόσφατα ήταν χωράφια, βοσκοτόπια (!), καταυλισμοί τσιγγάνων. Σήμερα έχουν κτιστεί οι κατοικίες με τα ‘πολυτελή’ μεγάλα διαμερίσματα που στεγάζουν την ανερχόμενη μεσαία τάξη, από κάτω είναι παρκαρισμένα τα BMW, τα τζιπ και τα άλλα αυτοκίνητα-σύμβολο της τάξης αυτής – όμως, οι δρόμοι που οδηγούν στα σπίτια τους είναι μετά βίας ασφαλτοστρωμένοι, ή γεμάτοι βαθιές λακκούβες. ‘Δημόσια αθλιότητα - ιδιωτική ευδαιμονία’ αλά ελληνικά.
Η ‘φυγή από το κράτος’ – για την οποία έγραφε πρόσφατα από τις σελίδες αυτές ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος – είναι σχεδόν πλήρης: οι ευκατάστατοι μεσοαστοί (και, όλο και περισσότερο, όχι μόνο αυτοί) στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό σχολείο, έχουν δικό τους γιατρό, δεν θα πήγαιναν ποτέ σε δημόσιο νοσοκομείο, δεν χρησιμοποιούν δημόσια μέσα συγκοινωνίας και αθλούνται σε ιδιωτικό γυμναστήριο. Την ίδια στιγμή, καταφέρονται εναντίον του ‘ανίκανου κράτους’ και επαίρονται για την αυτάρκειά τους, καθησυχάζοντας ενδεχομένως τη συνείδησή τους για τα εισοδήματα που δεν δήλωσαν στην εφορία.
Οι πολιτικές επιπτώσεις της αυτο-εξαίρεσης συνεχώς περισσοτέρων από την κατανάλωση και τη χρηματοδότηση των λεγόμενων ‘συλλογικών αγαθών’ είναι, νομίζω, προφανείς. Όταν η τάση αυτή φθάσει στη λογική της κατάληξη, θα έχουμε οδηγηθεί σε μια βαλκανική εκδοχή της ‘άγριας δύσης’, όπου όλοι στρέφονται εναντίον όλων μέσα σε μια κατάσταση αμοιβαίας εχθρότητας ή καχυποψίας. Μια ‘μεταμοντέρνα’ αποδόμηση της μοντέρνας ‘αφήγησης’ ενός κράτους δημοκρατικού, αποτελεσματικού, στην υπηρεσία του πολίτη, το οποίο χρησιμοποιεί φορολογικά έσοδα για να καταπολεμά τα κοινωνικά προβλήματα και για να παρέχει υψηλού επιπέδου υπηρεσίες. Με άλλα λόγια, το τέλος του ονείρου της ρεφορμιστικής (σε μετάφραση: μεταρρυθμιστικής) αριστεράς, που σε μια ορισμένη γωνιά του πλανήτη μια ορισμένη εποχή έγινε σχεδόν πραγματικότητα: στη βόρεια Ευρώπη των ‘χρυσών’ μεταπολεμικών δεκαετιών.
Και τώρα τι γίνεται; Στη μπερδεμένη Ελλάδα του τέλους του αιώνα, η αποκατάσταση – αν όχι εξ αρχής οικοδόμηση – του κύρους και της δημόσιας εικόνας των συλλογικών αγαθών (του εκπαιδευτικού μας συστήματος, του ΕΣΥ, των συγκοινωνιών, αλλά και της πολεοδομίας, της προστασίας των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος, της δημόσιας ασφάλειας κτλ.) δεν μπορεί παρά να είναι το σημείο από το οποίο ξεκινά η ανάκτηση από την αριστερά της ηγεμονίας στο επίπεδο των ιδεών και των αξιών. Στο όνομα της πολιτισμένης συμβίωσης όλων σε μια κοινωνία συνοχής. Σε πείσμα του κομφορμισμού που θεωρεί βαθύτατα ντεμοντέ κάθε αναφορά στο ρόλο του κράτους που δεν εμπνέεται από ανοικτή περιφρόνηση. Σε πείσμα και όσων ενώ στα λόγια ορκίζονται στο δημόσιο χαρακτήρα του (συμπληρώστε τον τομέα της αρεσκείας σας), με τις πράξεις τους πριονίζουν το κλαδί που κάθονται.
Είναι ήδη πολύ αργά; Μπορεί, αλλά έχουμε τίποτε καλύτερο να κάνουμε; Θα μπορούσαμε να αρχίσουμε θυμίζοντας στους συμπολίτες μας (και στους εαυτούς μας) ότι μετά το ιδιωτικό σχολείο, το ιδιωτικό νοσοκομείο, το ιδιωτικό γυμναστήριο και το ιδιωτικό αυτοκίνητο (κατά συρροή και εξακολούθηση), έρχεται η διαμονή σε ‘πρότυπα συγκροτήματα’, φρουρούμενα από ιδιωτική αστυνομία. Και δεν είναι μόνο ότι το όραμα αυτό είναι αποκρουστικό, είναι επίσης εξ ορισμού μόνο για λίγους. Οι οποίοι μπορεί και αυτοί μια μέρα να ξυπνήσουν βλέποντας με οδύνη ότι η μονοκατοικία που είχαν κτίσει μέσα στο πράσινο, μεταφέρθηκε ξαφνικά στην κορυφή ενός κατάμαυρου λόφου, με θέα ένα απέραντο καμένο δάσος. Και τότε “ίσως θολά αναλογιστούν την παράξενη ασυμμετρία της επιτυχίας τους” – μα ίσως πάλι όχι.
“Η οικογένεια που θα βγει για βόλτα με το ολοκαίνουργιο μωβ-κόκκινο αυτοκίνητό της (μεγάλου κυβισμού, με κλιματιστικό και υδραυλικά φρένα) θα περάσει από πόλεις χωρίς πεζοδρόμια και γεμάτες σκουπίδια, από φθαρμένα κτίρια, από διαφημιστικά πλαίσια και από στύλους για σύρματα που θα έπρεπε από καιρό να ήταν υπόγεια. Θα φτάσουν σε μια ύπαιθρο που έχει γίνει σχεδόν τελείως αόρατη, κρυμμένη από την ‘εμπορική τέχνη’. (Τα αγαθά που η τελευταία διαφημίζει έχουν απόλυτη προτεραιότητα στο σύστημα αξιών μας. Συνεπώς, αισθητικές ανησυχίες όπως η θέα της εξοχής έρχονται δεύτερες. Σε τέτοια ζητήματα είμαστε συνεπείς.) Θα γευματίσουν με θαυμάσια συσκευασμένα φαγητά από ένα φορητό ψυγείο δίπλα σε ένα μολυσμένο ρυάκι και θα προχωρήσουν για να περάσουν τη νύχτα σε ένα πάρκο που προσβάλλει δημόσια υγεία και ήθη. Λίγο πριν τους πάρει ο ύπνος στο φουσκωτό στρώμα, κάτω από τη νάυλον τέντα, μέσα στη δυσοσμία των σκουπιδιών που αποσυντίθενται, ίσως θολά αναλογιστούν την παράξενη ασυμμετρία της επιτυχίας τους.”
Αυτά έγραφε πριν από σαράντα χρόνια ο καθηγητής Galbraith, τελευταίος των φιλελεύθερων αμερικανών στοχαστών, στο βιβλίο του ‘Η κοινωνία της αφθονίας’ (το οποίο επανεκδόθηκε μάλιστα πέρυσι με μια νέα εισαγωγή του συγγραφέα). Εάν εξαιρέσει κανείς τις προδιαγραφές του αυτοκινήτου και τις εκδρομικές συνήθειες της τυπικής οικογένειας του αποσπάσματος, θα μπορούσε να μιλά για την Ελλάδα της δεκαετίας του ’90. Αυτό τουλάχιστον έρχεται στο μυαλό μου κάθε φορά που περνώ με το δικό μου αυτοκίνητο από κάποια τυπικά Αθηναϊκή (ή μήπως Ελληνική;) ‘νέα περιοχή’ στα όρια των παλιών προαστίων (π.χ. ανάμεσα στο Μαρούσι και τα Βριλήσσια ή ανάμεσα στο Χαλάνδρι και την Αγία Παρασκευή), που μέχρι πρόσφατα ήταν χωράφια, βοσκοτόπια (!), καταυλισμοί τσιγγάνων. Σήμερα έχουν κτιστεί οι κατοικίες με τα ‘πολυτελή’ μεγάλα διαμερίσματα που στεγάζουν την ανερχόμενη μεσαία τάξη, από κάτω είναι παρκαρισμένα τα BMW, τα τζιπ και τα άλλα αυτοκίνητα-σύμβολο της τάξης αυτής – όμως, οι δρόμοι που οδηγούν στα σπίτια τους είναι μετά βίας ασφαλτοστρωμένοι, ή γεμάτοι βαθιές λακκούβες. ‘Δημόσια αθλιότητα - ιδιωτική ευδαιμονία’ αλά ελληνικά.
Η ‘φυγή από το κράτος’ – για την οποία έγραφε πρόσφατα από τις σελίδες αυτές ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος – είναι σχεδόν πλήρης: οι ευκατάστατοι μεσοαστοί (και, όλο και περισσότερο, όχι μόνο αυτοί) στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό σχολείο, έχουν δικό τους γιατρό, δεν θα πήγαιναν ποτέ σε δημόσιο νοσοκομείο, δεν χρησιμοποιούν δημόσια μέσα συγκοινωνίας και αθλούνται σε ιδιωτικό γυμναστήριο. Την ίδια στιγμή, καταφέρονται εναντίον του ‘ανίκανου κράτους’ και επαίρονται για την αυτάρκειά τους, καθησυχάζοντας ενδεχομένως τη συνείδησή τους για τα εισοδήματα που δεν δήλωσαν στην εφορία.
Οι πολιτικές επιπτώσεις της αυτο-εξαίρεσης συνεχώς περισσοτέρων από την κατανάλωση και τη χρηματοδότηση των λεγόμενων ‘συλλογικών αγαθών’ είναι, νομίζω, προφανείς. Όταν η τάση αυτή φθάσει στη λογική της κατάληξη, θα έχουμε οδηγηθεί σε μια βαλκανική εκδοχή της ‘άγριας δύσης’, όπου όλοι στρέφονται εναντίον όλων μέσα σε μια κατάσταση αμοιβαίας εχθρότητας ή καχυποψίας. Μια ‘μεταμοντέρνα’ αποδόμηση της μοντέρνας ‘αφήγησης’ ενός κράτους δημοκρατικού, αποτελεσματικού, στην υπηρεσία του πολίτη, το οποίο χρησιμοποιεί φορολογικά έσοδα για να καταπολεμά τα κοινωνικά προβλήματα και για να παρέχει υψηλού επιπέδου υπηρεσίες. Με άλλα λόγια, το τέλος του ονείρου της ρεφορμιστικής (σε μετάφραση: μεταρρυθμιστικής) αριστεράς, που σε μια ορισμένη γωνιά του πλανήτη μια ορισμένη εποχή έγινε σχεδόν πραγματικότητα: στη βόρεια Ευρώπη των ‘χρυσών’ μεταπολεμικών δεκαετιών.
Και τώρα τι γίνεται; Στη μπερδεμένη Ελλάδα του τέλους του αιώνα, η αποκατάσταση – αν όχι εξ αρχής οικοδόμηση – του κύρους και της δημόσιας εικόνας των συλλογικών αγαθών (του εκπαιδευτικού μας συστήματος, του ΕΣΥ, των συγκοινωνιών, αλλά και της πολεοδομίας, της προστασίας των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος, της δημόσιας ασφάλειας κτλ.) δεν μπορεί παρά να είναι το σημείο από το οποίο ξεκινά η ανάκτηση από την αριστερά της ηγεμονίας στο επίπεδο των ιδεών και των αξιών. Στο όνομα της πολιτισμένης συμβίωσης όλων σε μια κοινωνία συνοχής. Σε πείσμα του κομφορμισμού που θεωρεί βαθύτατα ντεμοντέ κάθε αναφορά στο ρόλο του κράτους που δεν εμπνέεται από ανοικτή περιφρόνηση. Σε πείσμα και όσων ενώ στα λόγια ορκίζονται στο δημόσιο χαρακτήρα του (συμπληρώστε τον τομέα της αρεσκείας σας), με τις πράξεις τους πριονίζουν το κλαδί που κάθονται.
Είναι ήδη πολύ αργά; Μπορεί, αλλά έχουμε τίποτε καλύτερο να κάνουμε; Θα μπορούσαμε να αρχίσουμε θυμίζοντας στους συμπολίτες μας (και στους εαυτούς μας) ότι μετά το ιδιωτικό σχολείο, το ιδιωτικό νοσοκομείο, το ιδιωτικό γυμναστήριο και το ιδιωτικό αυτοκίνητο (κατά συρροή και εξακολούθηση), έρχεται η διαμονή σε ‘πρότυπα συγκροτήματα’, φρουρούμενα από ιδιωτική αστυνομία. Και δεν είναι μόνο ότι το όραμα αυτό είναι αποκρουστικό, είναι επίσης εξ ορισμού μόνο για λίγους. Οι οποίοι μπορεί και αυτοί μια μέρα να ξυπνήσουν βλέποντας με οδύνη ότι η μονοκατοικία που είχαν κτίσει μέσα στο πράσινο, μεταφέρθηκε ξαφνικά στην κορυφή ενός κατάμαυρου λόφου, με θέα ένα απέραντο καμένο δάσος. Και τότε “ίσως θολά αναλογιστούν την παράξενη ασυμμετρία της επιτυχίας τους” – μα ίσως πάλι όχι.