Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 21 Μαρτίου 1999)
“Όλες οι χώρες έχουν εξωτερική πολιτική, εμείς έχουμε εθνικά θέματα” λέει ένας καλός μου φίλος. “Όλες οι χώρες έχουν επίδομα παιδιού, εμείς έχουμε πολυτεκνικά επιδόματα” θα πρόσθετα εγώ. Όχι, δεν προσπαθώ να εφεύρω με κάθε τρόπο αναλογίες μεταξύ των θεμάτων που μονοπωλούν την επικαιρότητα των τελευταίων εβδομάδων και αυτών για τα οποία γράφω συνήθως στα ‘Ενθέματα’. Οι αναλογίες υπάρχουν, το ίδιο και ο κίνδυνος να αποκτήσουν και αυτά μια εκρηκτική επικαιρότητα στις εβδομάδες που έρχονται.
Υπερβολές; Η πρόσφατη εξαγγελία της Ιεράς Συνόδου για τη χορήγηση από την Εκκλησία επιδόματος τρίτου παιδιού στις χριστιανικές οικογένειες (και μάλιστα κατά προτεραιότητα σε εκείνες των ‘ακριτικών περιοχών’), καθώς και η βιαιότητα της αντίδρασης του εκπροσώπου της Αρχιεπισκοπής στην εύλογη (και όπως πάντα διατυπωμένη με νηφαλιότητα) διαμαρτυρία του Μουσταφά Μουσταφά, βουλευτή Θράκης του Συνασπισμού, λίγα περιθώρια αισιοδοξίας περί του αντιθέτου αφήνουν.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο ατροφικός χαρακτήρας των οικογενειακών παροχών είναι μια σοβαρή δομική ανισορροπία του συστήματος κοινωνικής προστασίας της χώρας μας. Πράγματι, η κρατική ενίσχυση για οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά (δηλ. για τη συντριπτική πλειοψηφία) είναι ασήμαντη, εκτός και εάν ο γονέας εργάζεται στο Δημόσιο. Η βοήθεια για το τρίτο παιδί είναι κάπως πιο ουσιαστική, λόγω του ομώνυμου επιδόματος. Από εκεί και πέρα τα πράγματα αλλάζουν. Το τέταρτο παιδί αποτελεί το εισιτήριο για το status του πολύτεκνου και για έναν πρωτοφανή για Ευρωπαϊκή χώρα κατακλυσμό ενισχύσεων: γενναία χρηματικά βοηθήματα, προτίμηση σε προσλήψεις στο Δημόσιο, άδειες ταξί, φοροαπαλλαγές (ακόμη και από το φόρο εισαγωγής πολυτελών αυτοκινήτων) κ.ο.κ.
Αν και η πολιτική αυτή συνήθως εμφανίζεται ως ‘κοινωνική’, μια προσεκτικότερη ανάγνωση πείθει για το αντίθετο. Για παράδειγμα, η ισόβια σύνταξη πολύτεκνης μητέρας και το μηνιαίο πολυτεκνικό επίδομα δίνονται σε μητέρες που έφεραν στον κόσμο τέσσερα ή περισσότερα παιδιά, ανεξαρτήτως από το εάν αυτά ζουν με τους γονείς τους – και από το εάν ζουν γενικώς. Πράγματι, ο σχετικός νόμος (εν ισχύ από την εποχή του εμφυλίου), αναγνωρίζει το status του πολύτεκνου ακόμη και σε όσους είχαν ήδη δύο παιδιά και μετά γέννησαν δίδυμα τα οποία έζησαν μόνο μια ημέρα. Το ελαφρώς μακάβριο αυτό παράδειγμα είναι διδακτικό: για το νομοθέτη, αυτό που έχει σημασία δεν είναι τα αυξημένα οικογενειακά βάρη τα οποία θέλει να ανακουφίσει η αρωγή της Πολιτείας, αλλά η τεκμηριωμένη πρόθεση (πολυ)τεκνοποίησης.
Από την άλλη, αγνοούνται οι εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά που έχουν ανάγκη κοινωνικής προστασίας – ιδίως εάν η ανάγκη αυτή οριστεί με ευρύ πνεύμα, όπως στις ‘κοινωνικά προηγμένες’ χώρες του Ευρωπαϊκού βορρά όπου η ενεργοποίηση του μηχανισμού της κοινωνικής ενίσχυσης αρκείται στην ύπαρξη παιδιών στο νοικοκυριό. Κατά συνέπεια, τα επιδόματα παιδιού παρέχονται ανεξαρτήτως εισοδήματος, στη βάση της αρχής της οριζόντιας δικαιοσύνης, η οποία δέχεται ότι μεταξύ δύο οικογενειών με ίσο χρηματικό εισόδημα, εκείνη με τα περισσότερα παιδιά είναι φτωχότερη σε σχέση με τις ανάγκες διαβίωσης.
Εάν τα παραπάνω είναι σωστά, τότε το συμπέρασμα για την ακολουθητέα πολιτική προκύπτει αβίαστα: η οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού κράτους, άξιου του ονόματός του, θα πρέπει να περιλαμβάνει την εκλογίκευση και την επέκταση των οικογενειακών παροχών. Κατ’ αρχήν τη θεσμοθέτηση ενός ενιαίου ‘επιδόματος παιδιού’, σταθερού για κάθε παιδί μέχρι την ηλικία των 18 και κατά προτίμηση ανεξάρτητου από το οικογενειακό εισόδημα. Και ταυτόχρονα την ‘ύφανση’ ενός πλέγματος υπηρεσιών (προσιτοί βρεφονηπιακοί σταθμοί, ‘φύλαξη’ σε όλα τα δημόσια σχολεία, παιδότοποι στους χώρους δουλειάς κτλ.) που να επιτρέπει στις σύγχρονες γυναίκες να συνδυάζουν όσο το δυνατόν αρμονικότερα τις υποχρεώσεις της εργασίας με τις ευθύνες της οικογένειας.
Έστω - θα πει ο υπομονετικός αναγνώστης - αλλά πού είναι η αναλογία με τα εθνικά θέματα; Όπως έλεγα στην αρχή, το σύστημα των πολυτεκνικών επιδομάτων είναι κοινωνική πολιτική μόνο κατ’ επίφαση. Η πραγματική νομιμοποίησή τους γίνεται με τη (ρητή ή υπονοούμενη) σύνδεση του ζητήματος με τη ρητορική περί δημογραφικής απειλής, και μάλιστα στη γνωστή ‘εθνικόφρονα’ εκδοχή της. Πράγματι, το κλειδί για την κατανόηση της κατά τα άλλα μάλλον ασυνάρτητης πολιτικής του Ελληνικού κράτους για την οικογένεια είναι ακριβώς αυτό. Η αντίληψη της φροντίδας των παιδιών ως (τουλάχιστον εν μέρει) κοινωνικού ζητήματος και όχι (αποκλειστικά) ιδιωτικού συνεπάγεται την υιοθέτηση μιας πολιτικής όπως είναι αυτή που σκιαγραφείται παραπάνω. Αντίθετα, η αντίληψη της τεκνοποίησης ως ‘εθνικού καθήκοντος’ δίνει στο ισχύον σύστημα των τιμητικών παροχών σε πολυτέκνους μια κάποια λογική – που όμως μοιάζει απελπιστικά με τη λογική που χαρακτήριζε την πολιτική για την οικογένεια στη φασιστική Ιταλία, στην Ισπανία του Φράνκο, στην Πορτογαλία του Σαλαζάρ και (για να μην ξεχνιόμαστε) στην Ελλάδα της 4ης Αυγούστου και αργότερα των συνταγματαρχών.
Προφανώς, στο θεσμικό πλαίσιο ενός (έστω και απρόθυμα) πολυεθνοτικού κράτους όπως το Ελληνικό το πράγμα περιπλέκεται. Ενώ οι πολυτεκνικές παροχές δίνονται πρωτίστως ως μέσο για την ενίσχυση της άμυνας και την αποτροπή όσων ‘επιβουλεύονται τον ελληνισμό’, πολλοί δυνάμει δικαιούχοι ανήκουν στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Θράκης, με τα μεγάλα ποσοστά γονιμότητας και τις πολυμελείς οικογένειες.
Μέχρι πρόσφατα η παραπάνω αντίφαση ‘λυνόταν’ με έμμεσο τρόπο. Η ελλιπής ενημέρωση των μειονοτικών πληθυσμών για τα κοινωνικά δικαιώματά τους ως Έλληνες πολίτες και η αδιαφορία (αν όχι ανοικτή εχθρότητα) των διοικητικών αρχών που χορηγούν τις παροχές εξασφαλίζουν την ‘εθνική προτίμηση’ την οποία δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να θεσμοθετήσει ο νομοθέτης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο οικογένειες που λαμβάνουν πολυτεκνικά επιδόματα είναι περισσότερες στο νομό Έβρου (5.177) παρά στους νομούς Ξάνθης (4.804) και Ροδόπης (3.237). Σε αυτό το πλαίσιο, η απόφαση της Ιεράς Συνόδου απειλεί να αποτελέσει ένα ακόμη αποφασιστικό βήμα για την πληρέστερη ‘εθνοκάθαρση’ της πολιτικής μας για την οικογένεια.
Σε μια άλλη εποχή θα μπορούσε κανείς απλώς να επισημάνει την υποκρισία της ‘χριστιανικής αγάπης’ που εκδηλώνεται με αποκλεισμό των αλλοθρήσκων, καθώς και τον παραλογισμό της χρηματοδότησης μιας επιλεκτικής ενίσχυσης με χρήματα των φορολογουμένων (όλων: ακόμη και των μουσουλμάνων) στο σημερινό καθεστώς κρατικής προστασίας που απολαμβάνει η Εκκλησία μας και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος. Σήμερα αυτό δεν είναι αρκετό: το εκρηκτικό δυναμικό μιας ακόμη διχαστικής παρέμβασης στις λεπτές ισορροπίες των τοπικών κοινωνιών της Θράκης πρέπει να απενεργοποιηθεί έγκαιρα, προτού αφεθεί να δηλητηριάσει με μια ακόμη δόση ρατσισμού και μισαλλοδοξίας το ήδη άρρωστο σώμα της κοινωνίας μας.