Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 23 Μαΐου 1999)
Όπως τόσα άλλα πράγματα στη χώρα μας, η δημόσια συζήτηση για την κοινωνική πολιτική συχνά καταφεύγει σε ‘βεβαιότητες’ που με προσεκτικότερη εξέταση αποδεικνύονται απλώς μύθοι. Ένας από τους ευρύτερα διαδεδομένους και βαθύτερα ριζωμένους μύθους είναι αυτός της ‘υστέρησης’ της κοινωνικής δαπάνης στην Ελλάδα έναντι της αντίστοιχης στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο μύθος μετατρέπεται σε μια πραγματική ‘ιεροτελεστία της άνοιξης’ κάθε Απρίλη, όταν η Eurostat (στατιστική υπηρεσία της Ε.Ε.) δημοσιεύει τις σχετικές συγκρίσεις. Αυτό που ακολουθεί έχει όλα τα γνωρίσματα μιας τελετουργίας: έγκυρες εφημερίδες τιτλοφορούν τα σχετικά ρεπορτάζ με φράσεις όπως ‘ουραγοί στην Ευρώπη’, η (αριστερή, αλλά όχι μόνο) αντιπολίτευση τρίβει τα χέρια της και κατακεραυνώνει την ‘κοινωνική αναλγησία’ της κυβέρνησης, ενώ η τελευταία απαντά με αναδρομές στις ιστορικές και άλλες ιδιαιτερότητες της χώρας (‘όταν οι άλλοι έχτιζαν κράτος πρόνοιας εμείς είχαμε εμφύλιο’) και απαριθμεί τις πρωτοβουλίες που έχει (ή πρόκειται να) αναλάβει για να μειώσει την απόσταση που μας χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη. Κάθε χρόνο, με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια, έτσι που αν κάποιος έχει ξαναδεί το ‘έργο’ να μπορεί να προφέρει τα λόγια των πρωταγωνιστών προτού αυτά βγουν από τα χείλη τους.
Το ότι πρόκειται περί μύθου, πράγμα που μερικοί υποψιάζονταν από καιρό, το επιβεβαιώνουν τα ίδια τα στοιχεία της Eurostat στην τελευταία τους έκδοση, για το 1996, όπου οι στατιστικές για την Ελλάδα προκύπτουν από την εφαρμογή (για πρώτη φορά …) της κοινής μεθοδολογίας που ακολουθούν οι άλλες χώρες. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά τα στοιχεία, η κοινωνική δαπάνη στην Ελλάδα το 1996 έφθασε το 23.3% του εθνικού εισοδήματος, κάτω από το μέσο όρο των 15 κρατών μελών (28.7%) αλλά πάνω από την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, ακόμη και την Ισλανδία (που δεν είναι στην Ε.Ε., αλλά στέλνει στοιχεία ως μέλος της ‘Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ζώνης’), δηλ. χώρες σαφώς πλουσιότερες από τη δική μας. Απίστευτο και όμως αληθινό; Ίσως, μα καλύτερα να το ‘χωνέψουμε’ όλοι ώστε να ξέρουμε για τι ακριβώς μιλάμε.
Η επίδραση των νέων στοιχείων στη δημόσια συζήτηση για την κοινωνική πολιτική προς το παρόν δείχνει μηδαμινή: οι ανακοινώσεις των κομμάτων και τα ρεπορτάζ των ανταποκριτών φαίνεται να διαπνέονται ακόμη από την παλιά, γνώριμη εικόνα της ‘καθυστέρησης’. Δεν είναι δύσκολο να ερμηνεύσει κανείς αυτή τη στάση: εάν η ‘σταθερά’ της αντιπολιτευτικής γραμμής κομμάτων και συνδικάτων είναι ‘πιο πολλά λεφτά για την …’ (συμπληρώστε την κοινωνική πολιτική της αρεσκείας σας), η ανακάλυψη ότι τα λεφτά που ήδη δαπανώνται είναι κάθε άλλο παρά αμελητέα προκαλεί δικαιολογημένη αμηχανία.
Ωστόσο, η επίδραση των νέων στατιστικών στη συζήτηση για την κοινωνική πολιτική μπορεί να είναι μακροπρόθεσμα (δηλ. πέρα από την προεκλογική ‘αξιοποίησή’ τους) θετική, αφού συμβάλλει στη τοποθέτηση του ζητήματος της κοινωνικής δαπάνης στη σωστή του διάσταση, της κατανομής της και όχι του επιπέδου της.
Είναι λοιπόν καιρός να αφήσουμε κατά μέρος το μύθο της ‘χαμηλής’ δαπάνης για κοινωνική προστασία και να ασχοληθούμε με το πολύ σοβαρότερο πρόβλημα της χαμηλής κοινωνικής της αποτελεσματικότητας. Και τότε, πολύ πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα ανακύπτουν από το εάν η κυβέρνηση έχει ή δεν έχει ‘κοινωνικό πρόσωπο’. Όπως: Γιατί η κοινωνική δαπάνη στην Ελλάδα συμβάλλει λιγότερο στη μείωση της φτώχειας και της ανισότητας από ό,τι σε όλες τις άλλες χώρες της Ε.Ε. (εκτός από την Πορτογαλία); Πώς γίνεται να δαπανούμε για συντάξεις μεγαλύτερο μέρος του εθνικού μας εισοδήματος από τη Σουηδία – μια όχι μόνο πλουσιότερη αλλά και ‘γηραιότερη’ χώρα – και ταυτόχρονα να έχουμε το μεγαλύτερο δείκτη φτώχειας των ηλικιωμένων (μετά την Πορτογαλία); Είναι λογικό να επιδοτείται η συνταξιοδότηση σχετικά υψηλομίσθων υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα ηλικίας κάτω των 60 (καμιά φορά και κάτω των 50), όταν από την άλλη το επίδομα ανεργίας διακόπτεται μετά από 12 μήνες; Σε ποια αρχή κοινωνικής δικαιοσύνης βασίζεται η διανομή κοινωνικών παροχών όχι σε αυτούς που τις χρειάζονται περισσότερο αλλά σε αυτούς που φωνάζουν πιο πολύ;
Με αυτή την έννοια, η μετατροπή του μύθου της ‘χαμηλής’ κοινωνικής δαπάνης στην Ελλάδα σε ‘μη ζήτημα’ καθιστά περισσότερο επίκαιρο το αίτημα της μεταρρύθμισης του σημερινού κράτους πελατειακών παροχών και της οικοδόμησης στη θέση του ενός κοινωνικού κράτους άξιου του ονόματος. Τα ‘συστατικά’ του νέου κοινωνικού κράτους είναι θέμα μιας άλλης μεγάλης συζήτησης. Πάντως, δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν: Λιγότερη επιδότηση από το κοινωνικό σύνολο σε ‘συνταξιούχους-βρέφη’, περισσότερη ενίσχυση σε πραγματικά βρέφη. Όχι μόνο προστασία στους ‘υπερ-προστατευμένους’, αλληλεγγύη στις φτωχές οικογένειες και στους άνεργους νέους. Όχι μόνο επιδόματα, περισσότερη έμφαση στις υπηρεσίες. Κατάργηση των κάθε είδους ‘εξαιρέσεων’ και ‘ειδικών ρυθμίσεων’, αποκατάσταση της ισοτιμίας και της νομιμότητας. Και βέβαια, τέλος στην ‘Ελληνική ιδιομορφία’ και εναρμόνιση με την υπόλοιπη Ευρώπη στις πολιτικές, όχι μόνο στις δαπάνες – αλλά περί αυτών κάποια άλλη φορά.