Γράφτηκε για την «Αυγή» (Ιούλιος 1999) - δεν δημοσιεύτηκε ποτέ
Συμβαίνουν και εις Παρισίους, ή τουλάχιστον εις … Ρώμην: μια σειρά απεργιών, στην αρχή των οδηγών ταξί και στη συνέχεια των οδηγών λεωφορείων, προκάλεσαν, όπως αναμενόταν, συμφόρηση στις κυκλοφοριακές αρτηρίες της πόλης. Ο δήμαρχος Rutelli, εκλεγμένος με τα ψηφοδέλτια της Αριστεράς (όλης της Αριστεράς), αντέδρασε στην αναγγελία νέας απεργίας, αυτή τη φορά λίγο πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων, εκφράζοντας την δυσαρεσκειά του: ‘κανείς δεν δικαιούται να θέτει υπό ομηρία την πόλη’. Ο αρμόδιος νομάρχης φάνηκε να κλίνει προς μια νομική πράξη η οποία θα υποχρέωνε τους εργαζομένους να αναβάλουν την κινητοποίηση για μετά τις γιορτές. Το θέμα βρίσκεται σε εξέλιξη.
Στο σημείο αυτό σταματούν οι αναλογίες με όσα συμβαίνουν στη χώρα μας: μεσούσης της κρίσης, η εργατική συνομοσπονδία της Αριστεράς (όλης της Αριστεράς) CGIL παρενέβη με δηλώσεις του περιφερειακού γραμματέα του συνδικάτου κοινής ωφελείας Ottavi. Ο εν λόγω συνδικαλιστής, σε ελεύθερη απόδοση, είπε ότι οι απεργίες στον ευρύτερο δημόσιο τομέα δεν πλήττουν τόσο την ‘εργοδοσία’ όσο τους πολίτες που χρησιμοποιούν δημόσιες υπηρεσίες, και για αυτό κινδυνεύουν να αποξενώνουν τους απεργούς από την κοινή γνώμη. Εάν το δικαίωμα των εργαζομένων στην απεργία είναι ιερό, άλλο τόσο ιερό είναι το δικαίωμα των κατοίκων στη συγκοινωνία, των ασθενών στην περίθαλψη, των μαθητών στην εκπαίδευση κ.ο.κ. Κατά συνέπεια, το συνδικάτο αναζητά μορφές διεκδίκησης που να του επιτρέπουν να ασκεί πίεση στις αρμόδιες αρχές κερδίζοντας ταυτόχρονα την υποστήριξη της κοινής γνώμης.
Μα υπάρχουν στ’ αλήθεια τέτοιες μορφές διεκδίκησης; Ο Ιταλός συνδικαλιστής επανέφερε μια ιδέα που είχε ρίξει νωρίτερα στη συζήτηση ο γενικός γραμματέας της CGIL Cofferati περί ‘εικονικής απεργίας’. Λοιπόν, η ιδέα αυτή εξειδικεύεται για την κοινή ωφέλεια ως εξής: (α) οι εργαζόμενοι θα απεργούν δουλεύοντας κανονικά (β) κατά τη διάρκεια της απεργίας ο μισθός τους θα καταβάλλεται όχι στους ίδιους αλλά σε ένα κοινό ταμείο (γ) η διοίκηση της δημόσιας επιχείρησης θα υποχρεώνεται να καταβάλει στο ίδιο κοινό ταμείο το τριπλάσιο του ποσού που κατέβαλαν οι ‘εικονικά’ απεργούντες.
Με το νέο ‘σύστημα’, είπε ο Ottavi, η διαμάχη μπορεί να επιλυθεί σε ήρεμη ατμόσφαιρα, το κύρος του συνδικάτου στην κοινή γνώμη αυξάνεται, ενώ οι εργαζόμενοι έχουν την ευκαιρία να επιδείξουν λίγη έμπρακτη αλληλεγγύη με τα έσοδα του κοινού ταμείου. Πώς δηλαδή; Για παράδειγμα, αγοράζοντας ένα ασθενοφόρο, ένα πυροσβεστικό όχημα, ένα λεωφορείο κτλ. με χορηγία του οιονεί ‘απεργιακού ταμείου’. Μάλιστα.
Υποθέτω ότι στη σπάνια περίπτωση που κάποιο από τα συνδικαλιστικά στελέχη της εγχωρίου Αριστεράς (τα οποία άλλωστε, κατά διαβολική σύμπτωση, προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα) διαβάζει αυτές τις γραμμές θα κουνάει με περιφρόνηση το κεφάλι του: ορίστε που οδηγούν δεκαετίες και δεκαετίες ρεβιζιονισμού. Πράγματι, μια τέτοια καινοτόμα μορφή διεκδίκησης δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την κουλτούρα του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, όπου η επιτυχία μιας κινητοποίησης κρίνεται κυρίως από το βαθμό κατά τον οποίο καταφέρνει να βυθίσει στο χάος την πόλη (ή τη χώρα).
Έτσι κάνουν όλοι: οι αγρότες κλείνουν τους δρόμους, οι τελωνειακοί τα σύνορα, οι δημοτικοί υπάλληλοι απειλούν να απεργήσουν στη διάρκεια των εκλογών, οι καθηγητές στη διάρκεια των εξετάσεων, οι ελεγκτές εναερίου κυκλοφορίας κατεβάζουν τους διακόπτες στην περίοδο των γιορτών, η ΓΕΝΟΠ κόβει το ρεύμα το χειμώνα κ.ο.κ. ‘Όλοι’ τρόπος του λέγειν δηλαδή: στη χώρα μας απεργούν μόνο όσοι έχουν εκ των προτέρων εξασφαλίσει ατιμωρησία - αυτοί που άλλοι, πιο κακοήθεις από εμένα, ονομάζουν ‘τζάμπα μάγκες’.
Κάπως έτσι αδειάζει από περιεχόμενο μια λέξη. Κάποτε όσοι απεργούσαν ρίσκαραν το άτομό τους στο όνομα μιας κοινής υπόθεσης. Τώρα - στο όνομα του άκρατου εγωισμού της ομάδας - ρισκάρουν μόνο τον εξευτελισμό μιας ιδέας: του κοινού συμφέροντος, της συλλογικότητας. Πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήνει κανείς στα χέρια ‘επαναστατών’ του γλυκού νερού.