Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 5 Απριλίου 1998)
Μετά από 20 σχεδόν χρόνια ένας Εργατικός υπουργός παρουσιάζει τον προϋπολογισμό του στη Βουλή των Κοινοτήτων. Ένα τέτοιο γεγονός θα ήταν ιστορικό από μόνο του, όποιο και να ήταν το περιεχόμενο της ομιλίας του Gordon Brown. Όπως αποδείχθηκε, το νούμερο δύο της κυβέρνησης του Tony Blair, παλαιόθεν ‘ανανεωτής’ με πολλές συμπάθειες στη βάση του κόμματος, παρουσίασε ένα οικονομικό πρόγραμμα που ίσως χαραχθεί στη μνήμη των Βρετανών για το στίγμα του: ριζοσπαστικό και ταυτόχρονα μετριοπαθές, ένα μείγμα καινοτομίας και σύνεσης.
Κατ’ αρχήν ο προϋπολογισμός περιέχει όλα τα αναμενόμενα από μια κυβέρνηση της κεντρο-αριστεράς: σημαντική αύξηση των δαπανών για την υγεία με στόχο τη μείωση της λίστας αναμονής για εισαγωγή στα δημόσια νοσοκομεία, για την παιδεία με στόχο τη μείωση του μέσου αριθμού μαθητών ανά τάξη, καθώς και για τις δημόσιες συγκοινωνίες. Η εντυπωσιακή δημοσιονομική επίδοση του προηγούμενου έτους επιτρέπει τη χρηματοδότηση των ανωτέρω όχι από φορολογία ή δανεισμό αλλά από το πλεόνασμα του 1997.
Το πραγματικό ενδιαφέρον όμως βρίσκεται αλλού: με μια δέσμη καλοσχεδιασμένων μέτρων, ο Gordon Brown έδωσε το περίγραμμα (ίσως μόνο αυτό, αλλά ένα περίγραμμα με υλική υπόσταση) ενός συχνά εξαγγελλόμενου αλλά συνήθως νεφελώδους εγχειρήματος, μέσα στην καρδιά των απανταχού ‘εκσυγχρονιστών’: της μεταρρύθμισης του κοινωνικού κράτους. Στο προεκλογικό μανιφέστο τους (στη Βρετανία τα κόμματα δεσμεύονται από τις εξαγγελίες τους και κρίνονται από αυτές) οι ‘Νέοι Εργατικοί’ είχαν υποσχεθεί να μετακινήσουν εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά ‘από την πρόνοια στη δουλειά’. Με τον προϋπολογισμό της 17 Μαρτίου δείχνουν τι εννοούν και πώς σκοπεύουν να το επιτύχουν.
Τα νέα μέτρα δίνουν έμφαση στην αντιμετώπιση της λεγόμενης ‘παγίδας της φτώχειας’, του κύριου προβλήματος κάθε συστήματος προστασίας των εισοδημάτων των χαμηλόμισθων και των ανέργων: όταν οι δικαιούχοι επιδομάτων πρόνοιας εργάζονται περισσότερο, το συνολικό τους εισόδημα αυξάνεται ελάχιστα ή καθόλου, καθώς οι αμοιβές από εργασία εξανεμίζονται πρώτα από την παράλληλη μείωση των επιδομάτων και μετά από την υποχρέωση καταβολής φόρου. Υπό αυτές τις συνθήκες η εργασία γίνεται ασύμφορη: τα άτομα προτιμούν τα χαμηλά έστω επιδόματα, δηλαδή παγιδεύονται στη φτώχεια και στην ανεργία.
Η νεοφιλελεύθερη συνταγή είναι η δραστική περικοπή των επιδομάτων. Οι ‘Νέοι Εργατικοί’ αντιπαραθέτουν όχι την άρνηση του προβλήματος, αλλά ένα σύνολο μέτρων που κάνει την εργασία ελκυστική χωρίς να απειλεί με εξαθλίωση όσους δεν βρίσκουν δουλειά ή δεν είναι σε θέση να εργαστούν. Μια από τις λίγες ρητορικές εξάρσεις της σχετικά σύντομης ομιλίας του Gordon Brown εκδηλώθηκε σε αυτό ακριβώς το σημείο: ‘Σε αυτούς που μπορούν να εργαστούν λέω: αυτό είναι το Κοινωνικό μας Συμβόλαιο [New Deal]. Η ευθύνη σας είναι να ψάξετε για δουλειά. Η εγγύησή μου είναι ότι αν δουλέψετε η δουλειά θα σας ανταμείψει’. Τα νέα μέτρα περιορίζουν τον αριθμό των οικογενειών που υπόκεινται σε ‘υποδηλούμενο φορολογικό συντελεστή’ ανώτερο του 70% από 740.000 σε 260.000.
Ο βασικός πυλώνας της νέας πολιτικής είναι η θεσμοθέτηση από τον Οκτώβριο του 1999 της ‘Φορολογικής Πίστωσης για Εργαζόμενες Οικογένειες’. Πρόκειται για ένα είδος ‘αρνητικού φόρου εισοδήματος’ που συμπληρώνει τα εισοδήματα των οικογενειών των χαμηλομίσθων έτσι ώστε η βαθμιαία μείωση των επιδομάτων να υπολείπεται σημαντικά κάθε αύξησης των αμοιβών από εργασία καθώς οι δικαιούχοι εργάζονται περισσότερο ή αμείβονται καλύτερα. Με τον τρόπο αυτό, το συνολικό εισόδημα μιας οικογένειας με δύο παιδιά στο όριο εισόδου στην αγορά εργασίας αυξάνεται από 200 σε 223 λίρες την εβδομάδα.
Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετωπίζει μια φτωχή οικογένεια που προσπαθεί να βελτιώσει τη θέση της είναι η φροντίδα των παιδιών. Με μια κίνηση που ξεπέρασε και τις πιο αισιόδοξες προσδοκίες του ‘λόμπυ της φτώχειας’, η κυβέρνηση εισάγει τη νέα ‘Φορολογική Πίστωση για τη Φροντίδα των Παιδιών’, με την οποία δεσμεύεται να αποζημιώσει έως και 70% της δαπάνης των οικογενειών για τα δίδακτρα βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών ή για τις υπηρεσίες εγγεγραμμένων baby sitter. Η επιδότηση είναι υψηλότερη για οικογένειες χαμηλού εισοδήματος και μειώνεται βαθμιαία καθώς αυξάνεται το οικογενειακό εισόδημα, αλλά για την αποφυγή αντικινήτρων δεν μηδενίζεται εντελώς προτού το τελευταίο φθάσει το αρκετά υψηλό επίπεδο των 30.000 λιρών το χρόνο.
Αν και η φιλοσοφία της νέας κυβέρνησης είναι η ενθάρρυνση της εργασιακής προσπάθειας των χαμηλόμισθων και ανέργων και όχι η συντήρηση της εξάρτησής τους από τα επιδόματα πρόνοιας, τα τελευταία κάθε άλλο παρά περικόπτονται. Η πρόσφατη μείωση του επιδόματος μονογονεϊκών οικογενειών, που προκάλεσε τη μίνι-εξέγερση δεκάδων Εργατικών βουλευτών πριν λίγους μήνες, δεν αποκαθίσταται – όμως τα επιδόματα όλων των φτωχών νοικοκυριών με παιδιά αυξάνονται από το Νοέμβριο του 1998 κατά πολύ περισσότερο, ανεξάρτητα από τη μορφή της οικογένειας.
Παρά την έμφαση στις επιλεκτικές ενισχύσεις, η σημασία των οικουμενικών παροχών δεν παραγνωρίζεται: η κυβέρνηση ανήγγειλε την αύξηση κατά 20% του Επιδόματος Παιδιού, το οποίο είχε παγώσει επί Συντηρητικών και οι μέρες του εθεωρούντο από πολλούς μετρημένες. Το επίδομα, που καταβάλλεται σε όλες τις οικογένειες με παιδιά ανεξαρτήτως εισοδήματος και χορηγείται στη μητέρα, θα παραμείνει οικουμενικό αφού, όπως ανέφερε στην ομιλία του ο Gordon Brown, ‘παραμένει ο δικαιότερος, αποτελεσματικότερος και οικονομικότερος τρόπος αναγνώρισης της πρόσθετης δαπάνης και ευθύνης όλων των οικογενειών με παιδιά’.
Κάθε άλλο λοιπόν παρά ‘light εκδοχή των Tories’ – σύμφωνα με τη βιαστική ετυμηγορία των επιφανειακών αναλύσεων – η νέα Βρετανική κυβέρνηση αποδεικνύει ότι υπάρχουν τρόποι να συνδυαστεί η συνετή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών με ένα κοινωνικό πρόσωπο που δίνει πραγματικές ευκαιρίες ζωής σε όσους τις έχουν περισσότερο ανάγκη. Τρόποι ‘έξυπνοι’ που απαιτούν πρωτότυπη προσέγγιση και προσοχή στη λεπτομέρεια, απεγκλωβισμό από τις εμμονές του παρελθόντος αλλά και προσήλωση στους ιστορικούς στόχους του κοινωνικού κράτους: καταπολέμηση της φτώχειας, μείωση των ανισοτήτων, προστασία σε όλους.
Το εγχείρημα των Βρετανών ‘Νέων Εργατικών’, με τους θριάμβους του και τις ανεπάρκειές του, με τις διεισδυτικές ενοράσεις αλλά και τις μεγαλόστομες κοινοτοπίες που εκφωνούνται από τους ίδιους ή τους θαυμαστές τους, εντάσσεται (παρά τα επιφαινόμενα της ρήξης με το παρελθόν) σε μια πολιτική παράδοση απόλυτα συνυφασμένη με την ιστορική πορεία του σοσιαλιστικού κινήματος – τη μάλλον παραγνωρισμένη παράδοση του ‘αναθεωρητισμού’, εκπροσωπούμενη από μερικά από τα οξυδερκέστερα πνεύματα της εποχής τους: Bernstein το 1890, Crosland το 1950.
Σε αυτούς τους ‘αναθεωρητές’ της δεκαετίας του ’50, πνευματικούς πατέρες των Blair και Brown, αφιερώνει τρία σημαντικά κεφάλαια ο Βρετανός ιστορικός Donald Sassoon, νεαρώτερος συνάδελφος του Eric Hobsbawm, στο συναρπαστικό παρά τον όγκο του (965 σελίδες) πρόσφατο βιβλίο ‘Εκατό χρόνια σοσιαλισμού: η δυτικοευρωπαϊκή αριστερά στον εικοστό αιώνα’. Με μια κομψή, εύστοχη φράση συλλαμβάνει το διαχρονικό παράδοξο κάθε μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος, επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε: ‘αυθεντικά ρεφορμιστικές πολιτικές, για να είναι νικηφόρες, απαιτούν κάποτε – ίσως πάντοτε – επαναστατικό ζήλο και μια ριζοσπαστική προοπτική’.