Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Σάββατο 21 Απριλίου 2012)
Το ελληνικό πανεπιστήμιο είναι βαριά άρρωστο: λειτουργεί σε ένα θεσμικό κενό, και σε μια ατμόσφαιρα διάχυτης ανομίας.
Το θεσμικό κενό προκύπτει από την απροθυμία των πολιτικών δυνάμεων να υποστηρίξουν τις μεταρρυθμίσεις που (υποτίθεται ότι) προτείνουν, καθώς και από την αδυναμία του κράτους να εφαρμόσει τους νόμους που ψηφίζει η Βουλή.
Ο νόμος Γιαννάκου προσέκρουσε στη λυσσαλέα αντίδραση των φοιτητικών παρατάξεων της αριστεράς, καθώς και όσων πανεπιστημιακών πρόσκεινται σε αυτές. Οι τελευταίοι όμως ηττήθηκαν όταν η πλειοψηφία των διδασκόντων, που τάσσονται υπέρ της μεταρρύθμισης, αποφάσισαν να ενεργοποιηθούν στους συλλόγους τους. Ο βασικός λόγος για τον οποίο ο νόμος Γιαννάκου δεν εφαρμόστηκε ήταν άλλος: η υπονόμευσή του εκ των ένδον, αφενός από τη φοιτητική παράταξη της ΝΔ και αφετέρου από την ίδια την κυβέρνηση Καραμανλή. Η πρώτη είδε τη μείωση της επιρροής των φοιτητών στους θεσμούς διοίκησης των πανεπιστημίων ως απειλή για το σύστημα πελατειακών σχέσεων στο οποίο (και αυτή) πρωταγωνιστεί. Η δεύτερη αποφάσισε ότι η υπόθεση του βιβλίου ιστορίας, καθώς και η άρνηση της κυρίας Γιαννάκου να υποκύψει στις πιέσεις του εθνικιστικού μπλοκ, είχαν κάνει την παραμονή της στο υπουργείο ασύμφορη.
Ο νόμος Διαμαντοπούλου ήταν θεωρητικά ισχυρότερος, αφού ψηφίστηκε από μια ευρύτερη πλειοψηφία βουλευτών. Όμως δεν κατάφερε να πείσει παρά μόνο ένα υποσύνολο των εν δυνάμει υποστηρικτών του μεταξύ των πανεπιστημιακών. Και πάλι, αυτό δεν αρκεί για να δικαιολογήσει (ούτε καν να εξηγήσει) τη μη εφαρμογή του: σε μια ευνομούμενη πολιτεία, υπάρχει περιθώριο για μια συντεταγμένη αναθεώρηση όσων πτυχών μιας μεταρρύθμισης κρίνονται ανεφάρμοστες ή ατελέσφορες. Όχι, το βασικό πρόβλημα είναι ότι οι πολιτικές δυνάμεις, που στα λόγια υποστήριξαν τη μεταρρύθμιση, έχασαν γρήγορα το ενδιαφέρον τους για αυτή. Και φαίνεται ότι αυτό ισχύει και για την ίδια την κυρία Διαμαντοπούλου.
Η βίαιη διάλυση των εκλογών για συμβούλια διοίκησης από τις γνωστές ομάδες της άκρας αριστεράς συνέβαλε φυσικά στην γενική παράλυση. Όμως, ο ρόλος των επεισοδίων θα ήταν λιγότερο καθοριστικός, εάν οι πολιτικές δυνάμεις που υποτίθεται ότι αντιτάσσονται στη βία δεν την εκμεταλλεύονταν για την προώθηση της δικής τους αντιμεταρρυθμιστικής ατζέντας.
Με αυτά και με αυτά, το πανεπιστήμιο κινδυνεύει να αναδειχθεί σε έναν από τους πιο εμβληματικούς θεσμούς της Ελλάδας της κρίσης. Ένας θεσμός όπου οι νόμοι όχι μόνο παραβιάζονται χωρίς συνέπειες από οποιονδήποτε νομίζει ότι θίγεται από αυτούς, αλλά επίσης περιφρονούνται τόσο από τη νομοθετική όσο και από την εκτελεστική εξουσία. Πώς αλλιώς εξηγείται η άρνηση των δύο μεγάλων κομμάτων να επιβάλλουν τη μεταρρύθμιση που ψήφισαν στη Βουλή; Πώς αλλιώς ερμηνεύεται η άνεση με την οποία ο νέος υπουργός παιδείας (και, ιδίως, θρησκευμάτων) επιλέγει ποιες διατάξεις εφαρμόζει και ποιες όχι;
Κάπως έτσι πορευόμαστε προς τις εκλογές. Με πολιτικούς που υπόσχονται να βγάλουν τη χώρα από την οξύτερη κρίση της πρόσφατης ιστορίας της, ενώ στην πραγματικότητα παραμένουν προσκολλημένοι στις πιο καθυστερημένες αντιλήψεις του 19ου αιώνα.